bannerbanner
Η Μοίρα Των Τεσσάρων
Η Μοίρα Των Τεσσάρων

Полная версия

Настройки чтения
Размер шрифта
Высота строк
Поля
На страницу:
7 из 8

«Μα πατέρα…», πήγε να το δικαιολογήσει ο Μάρκο. «Ο Μουσολίνι υπόσχεται να ξαναχτίσει τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία! Δεν σε συναρπάζει αυτό;».

«Δηλαδή εσένα σε συναρπάζει;».

«Φυσικά!», είπε ο Μάρκο. Σήκωσε τα χέρια του για να σχηματίσει στον αέρα ένα φανταστικό τουφέκι, και στριφογύρισε κάνοντας κρότους σαν να σκότωνε φανταστικούς εχθρούς.

Ο Τζιουζέπε γέλασε και έδωσε μια παιχνιδιάρικη μπατσιά στον γιο του. «Απλά να θυμάσαι ότι όταν σκοτώνεις ανθρώπους στην πραγματική ζωή, δεν ξαναγυρίζουν», είπε, «και να περιμένεις να πυροβολήσουν και εσένα, επίσης».

«Το ξέρω αυτό, αλλά θα ήταν υπέροχο, έτσι δεν είναι;».

Όταν o Γιάννης έμαθε ότι η μητέρα του Μάρκο που τον είχε γοητεύσει, η Μαρία, ήταν Γερμανίδα, και αυτό του κέντρισε το ενδιαφέρον. Μιλούσε καλά ιταλικά και ακόμη υποφερτά ελληνικά, αλλά τα ξανθά της μαλλιά, που είχε κληρονομήσει και ο Μάρκο, ήταν ασυνήθιστα. Η Γερμανία τη δεκαετία του 1930 ήταν συχνά στην επικαιρότητα. Από τότε που ο Χίτλερ είχε έρθει στην εξουσία, η χώρα έβγαινε σαφώς από την ύφεση και, αν και οι πολίτες της που ζούσαν μακριά από την πατρίδα τους ήταν επιφυλακτικοί με το νέο καθεστώς, αρχικά στους Ναζί είχαν δώσει το πλεονέκτημα της αμφιβολίας. Για τον Γιάννη, η Μαρία ήταν ένα εξωτικό πλάσμα, όμορφο και εκλεπτυσμένο, και ακόμη και ως έφηβος ήταν τσιμπημένος μαζί της. Συχνά κατεύθυνε με πιεστικό τρόπο τη συζήτηση γύρω από εκείνη, χωρίς να το συνειδητοποιεί πραγματικά αυτό.

«Η μαμά σου είναι Γερμανίδα, έτσι δεν είναι;».

«Το ξέρεις ότι είναι. Με ρώτησες το ίδιο πράγμα εχθές», είπε ο Μάρκο.

«Ναι, το ξέρω», κοκκίνισε. «Είναι που απλά…».

«Είναι που απλά είσαι ερωτευμένος μαζί της! Αηδιαστικό! Ο Γιάννης είναι ερωτευμένος με τη μαμά μου!».

Ο Γιάννης άρπαξε τον Μάρκο από το μπράτσο. «Μην φωνάζεις, δεν είναι έτσι, απλά ρωτάω. Αν είναι Γερμανίδα, εσύ γιατί δεν μιλάς γερμανικά;».

«Μιλάω, αλλά λίγο. Έχουμε συγγενείς εκεί. Τον ξάδερφο της μαμάς και την οικογένειά του. Ζουν κάπου στο νότο, κοντά στα σύνορα, νομίζω».

«Έχεις πάει ποτέ;».

«Όχι. Ο μπαμπάς δεν θα το ενέκρινε».

«Γιατί όχι;».

«Φοβάται τους Γερμανούς. Πιστεύει ότι θα προκαλέσουν προβλήματα».

«Εσύ τι νομίζεις;».

«Μπορεί να είναι αλήθεια, αλλά είναι συναρπαστικό. Τέλος πάντων, θα ήθελα να το ανακαλύψω μόνος μου».

«Ίσως θα έπρεπε να γράψεις στον ξάδερφό σου, δεύτερο εξάδελφο έστω, και να ρωτήσεις αν μπορείς να πας. Δεν έχουν πρόγραμμα ανταλλαγής μαθητών;».

«Αυτό είναι πολύ καλή ιδέα», είπε ο Μάρκο. Λίγες μέρες αργότερα μίλησε με τη μητέρα του όταν ήταν μόνη της. «Θα ήθελα να ταξιδέψω. Ίσως να επισκεφτώ κάποιες άλλες χώρες. Έχεις έναν ξάδερφο στη Γερμανία, έτσι δεν είναι; Νομίζεις ότι θα μπορούσα να τον επισκεφτώ;».

«Δεν έχω πολλές επαφές με τον Κουρτ. Είναι κάπως πικρόχολος άνθρωπος. Πήρα ένα γράμμα από αυτόν πριν μερικές εβδομάδες, και καυχιόταν ότι τα πάει πολύ καλά τώρα. Μου είπε ότι έχει νέα δουλειά. Έχει τη δική του επιχείρηση τώρα. Μάλιστα, ο γιος του πρέπει να είναι στην ηλικία σου. Τον λένε Ρολφ. Ο Κουρτ λέει ότι εκπαιδεύεται για να γίνει πιλότος».

«Πω πω, αυτό είναι υπέροχο! Θα ήθελα πολύ να τον γνωρίσω. Ίσως να πάω να τον επισκεφτώ. Τι λες;».

«Δεν ξέρω, καλύτερα να ρωτήσουμε τον μπαμπά».

Στον Μάρκο δεν άρεσε όταν ανέτρεχε στον πατέρα του για οτιδήποτε. Ο ίδιος είχε μεγαλώσει πια, ήταν σχεδόν δεκαέξι ετών. Αποκαλούσε τον πατέρα του “μπαμπά” ή “πατέρα”, που πίστευε ότι ήταν πολύ πιο αξιοπρεπές, αλλά η Μαρία πάντα αναφερόταν σε αυτόν ως “μπαμπάκα” και δεν ήθελε να την φωνάζει “μητέρα”, αλλά “μαμά”.

«Δεν θα με αφήσει να φύγω, το ξέρω. Πάντα επικρίνει τους Γερμανούς. Νομίζω ότι τους φοβάται για κάποιο λόγο», είπε, σκυθρωπός.

«Αυτό δεν είναι καθόλου δίκαιο. Ο μπαμπάς σου είναι ένας από τους πιο γενναίους ανθρώπους που ξέρω».

«Ναι, το ξέρω, έχω ακούσει αυτή την ιστορία. Σου έσωσε τη ζωή».

«Ναι, το έκανε, μην είσαι τόσο σαρκαστικός. Αν δεν ήταν αυτός…».

«Έλα τώρα μαμά!». Την είπε μαμά για να την καλοπιάσει. «Σε παρακαλώ, δεν θα σε πείραζε αν πήγαινα στη Γερμανία, έτσι; Δεν είναι δύσκολο να ρωτήσουμε τον θείο Κουρτ. Μπορεί απλώς να πει «όχι» μόνο αν δεν θέλει να με συναντήσει. Τι έχεις να χάσεις;».

Η Μαρία συμφώνησε να το συζητήσει με τον άντρα της και εκείνο το βράδυ, όταν ο Μάρκο ήταν έξω με τον Γιάννη, αναφέρθηκε στο θέμα.

«Ο Μάρκο λέει ότι θα ήθελε να επισκεφθεί τον εξάδελφό μου στη Γερμανία.».

«Αποκλείεται! Είναι πολύ επικίνδυνα εκεί».

«Γιατί το λες αυτό;».

«Υπήρξαν ταραχές και υπάρχουν πολλές φήμες ότι «τσουβαλιάζουν» τους Εβραίους και τους στέλνουν μακριά. Ο Χίτλερ είναι μεγάλος δημαγωγός, έτσι ακούω. Θα υπάρξει πρόβλημα εκεί σύντομα».

«Έλα τώρα, Τζιουζέπε, μιλάς για τους συμπατριώτες μου. Πήραμε το μάθημά μας στον πόλεμο. Ο Χίτλερ είναι απλά ένας πολιτικός. Μου φαίνεται αρκετά έξυπνος και εμπνέει τη χώρα. Μας κάνει να αισθανόμαστε υπερήφανοι που είμαστε πάλι Γερμανοί».

«Ναι, βέβαια! Φτιάχνει δρόμους και τα τρένα έρχονται στην ώρα τους…!». Είναι ένας φασίστας που σύντομα θα γίνει δικτάτορας. Δεν βλέπεις πού οδηγούν όλα αυτά;».

«Και πού βλέπεις το κακό που θέλει να ξανασταθεί η χώρα στα πόδια της;».

«Διασχίζει όλη τη χώρα με τα μέσα συγκοινωνίας για να εξεγείρει τους συμπατριώτες σου. Πίστεψέ με, είναι επικίνδυνος άνθρωπος»

«Εσύ, τι κάνεις; Βοηθάς να κατασκευαστούν πυροβολεία, στρατώνες και αντιαεροπορικά καταφύγια. Γι’ αυτό, να μην τον επικρίνεις τότε. Τουλάχιστον ο Χίτλερ δεν εισέβαλε πουθενά».

«Όχι ακόμα, αλλά θα το κάνει. Να θυμάσαι τα λόγια μου».

«Τότε, πριν το κάνει, νομίζω ότι πρέπει να αφήσουμε τον Μάρκο να πάει εκεί και να συναντήσει τον ξάδερφό του. Δεν έχει άλλους συγγενείς στην ηλικία του. Και είναι πολύ ενθουσιασμένος που ο Ρολφ εκπαιδεύεται για πιλότος. Ξέρεις ότι τρελαίνεται για αεροπλάνα».

Ο Τζιουζέπε το βρήκε δύσκολο να διαφωνήσει με την αγαπημένη του Μαρία, που τη λάτρευε. Συμφώνησε απρόθυμα να γράψει στον Κουρτ γι' αυτό. «Μπορούμε να προσφερθούμε να φιλοξενήσουμε τον γιο του εδώ κάποια άλλη χρονιά, ίσως», είπε υποχωρώντας. Να του δείξουμε τον ήλιο της Μεσογείου. Πιθανόν να του αρέσει». Άρχισε να του αρέσει η ιδέα. «Ίσως να μπορέσω να πάρω άδεια και να του δείξω κάποια από τα πράγματα που κάνουμε εδώ».

Έτσι, η Μαρία έγραψε στον Κουρτ. Και μερικές εβδομάδες μετά, έλαβε ένα πολύ φιλικό γράμμα από τον Κουρτ, που πρότεινε να τους επισκεφτεί ο Μάρκο τον Σεπτέμβριο του 1936. «Θα συμπέσει με την επίσκεψη εκείνες τις μέρες ενός νεαρού Άγγλου που θα φιλοξενούσε πρώτα εκείνος τον Ρολφ στην Αγγλία την άνοιξη. Πιστεύω ότι θα είναι καλό για όλα τα αγόρια να βρεθούν μαζί. Θα διευρύνει τις γνώσεις τους».

Η Μαρία όταν έφτασε το γράμμα το διάβασε στον Μάρκο και τον πατέρα του εκείνο το βράδυ. Ο Μάρκο ήταν εκστασιασμένος. «Ουάου! Αυτό είναι υπέροχο. Ανυπομονώ να πάω! Αναρωτιέμαι αν ο Γιάννης θα μπορούσε να έρθει μαζί μου».

«Δεν νομίζω ότι είναι καλή ιδέα», είπε ο Τζιουζέπε. «Είναι Έλληνας και δεν είμαι σίγουρος πώς θα του φερθούν οι Γερμανοί».

«Αφού δεν είναι ακριβώς Έλληνας, έτσι;», είπε ο Μάρκο. «Μιλάει ιταλικά τόσο καλά όσο εγώ, και στην πραγματικότητα θεωρείται Ιταλός πολίτης τώρα».

Αυτό ήταν αλήθεια. Ο Σπύρος, λόγω της έντονης ανάμιξής του με τον ιταλικό στρατό, αναγκάστηκε να αποκτήσει την ιταλική ιθαγένεια ο ίδιος και η οικογένειά του. Ως εκ τούτου, στην ουσία ο Γιάννης ήταν πολίτης της χώρας που ήταν ο πιο στενός σύμμαχος της ναζιστικής Γερμανίας, και δικαιούτο τα ίδια προνόμια με όλους τους Ιταλούς πολίτες.

«Θα πρέπει να ρωτήσουμε τον πατέρα του», είπε ο Τζιουζέπε. Ήξερε ήδη την απάντηση. Ο Σπύρος ήταν μεγάλος ιταλόφιλος, «πιο Ιταλός από τους Ιταλούς», όπως είπε κάποιος από τους πιο κυνικούς συναδέλφους του. Τα είχε καταφέρει πολύ καλά συνεργαζόμενος με τους Ιταλούς κατακτητές, και είχε κερδίσει τον σεβασμό από τις στρατιωτικές ιταλικές αρχές για την ποιότητα του έργου του.

Ωστόσο, στον Σπύρο δεν άρεσε καθόλου αυτή η συμμαχία. «Δεν καταλαβαίνω γιατί οι Ιταλοί συνεργάζονται τόσο στενά με τη Γερμανία», είπε. «Οι Γερμανοί το μόνο που κάνουν είναι να δημιουργούν προβλήματα, και αυτός ο Χίτλερ και η παρέα του είναι ένα μάτσο καθάρματα. Μου φαίνεται ότι ο Μουσολίνι σου γυρεύει μπελάδες».

«Μεταξύ μας, θα συμφωνήσω μαζί σου», είπε ο Τζιουζέπε. «Αλλά αυτός ο εξάδελφος της Μαρίας φαίνεται εντάξει, και λέει ότι θα προσέχει τα παιδιά. Οι Ιταλοί είναι τώρα αγαπητοί στη Γερμανία. Εξάλλου, ο Χίτλερ έκανε παιχνίδι από την αρχή. Καλόπιανε τον Μουσολίνι και έλεγε πολλά καλά πράγματα για μας. Τέλος πάντων. Είμαι σίγουρος ότι τα αγόρια θα είναι αρκετά ασφαλή. Ο γερμανικός λαός είναι αρκετά πολιτισμένος».

Ο Σπύρος είχε την εντύπωση ότι αν δεν συμφωνούσε, μπορεί να δυσαρεστούσε τους Ιταλούς εργοδότες του, οπότε συμφώνησε να γίνει το ταξίδι, παρά την συζήτηση που είχε με την Δέσποινα, που μόνο δεν έβαλε τα κλάματα όταν το άκουσε. Όταν της είπε για τα σχέδια των αγοριών, αρνήθηκε αμέσως να το επιτρέψει. «Οι Γερμανοί είναι βάρβαροι! Κοίτα αυτό». Του έδειξε μια ελληνική εφημερίδα. «Λέει ότι απελαύνουν όλους τους Εβραίους. Κανείς δεν ξέρει πού τους πάνε. Αθέτησαν όλες τις υποσχέσεις που έδωσαν μετά τον πόλεμο και εδώ λέει ότι ετοιμάζουν και πάλι στρατό».

«Δεν ξέρω», είπε ο Σπύρος. «Ποιος νοιάζεται για μερικούς Εβραίους; Είναι όλοι τους παραδόπιστοι. Δεν βλέπω πού είναι το πρόβλημα».

«Είναι απαίσιο αυτό που λες! Ο φίλος σου ο Τζιουζέπε συμφωνεί μαζί σου;».

«Βασικά, όχι, δεν συμφωνεί. Αλλά μου είπε ότι αυτές οι φήμες είναι υπερβολικές. Οι Γερμανοί πιθανόν εκδιώκουν μόνο τους Εβραίους της Ανατολικής Ευρώπης. Πολωνούς, Λιθουανούς, τέτοιους. Οι δικοί τους Εβραίοι είναι μια χαρά. Πολλοί από αυτούς πολέμησαν στον πόλεμο. Είναι τόσο Γερμανοί όσο όλοι οι άλλοι».

«Είσαι σίγουρος γι' αυτό, Σπύρο; Πιθανόν να μην συμβαίνουν μόνο αυτά που γράφουν οι εφημερίδες μας. Δεν θέλω να στείλω τον Γιάννη σ' αυτό το μέρος. Εκτός αυτού, δεν μιλάει γερμανικά και υποθέτω ότι και αυτό το Γερμανάκι δεν γνωρίζει ιταλικά. Πώς θα τα βρούνε μεταξύ τους;».

«Ο Μάρκο μαθαίνει αγγλικά στο σχολείο, όπως και ο Γιάννης. Θα βρίσκεται εκεί την ίδια περίοδο και ένα αγόρι από την Αγγλία, που γνωρίζει γερμανικά. Μπορεί να τους κάνει τον διερμηνέα. Τέλος πάντων, δεν θα τους κάνει κακό να μάθουν και τα δικά μας παιδιά γερμανικά, έτσι;».

«Και γιατί να μάθουν Γερμανικά; Δεν θα έχουμε Γερμανούς εδώ, έτσι;».

«Φυσικά και όχι, αλλά ο κόσμος αλλάζει. Ο Γιάννης θα μάθει πολλά αν ταξιδέψει στο εξωτερικό».

«Αν θέλεις απλά να τον στείλεις στο εξωτερικό, γιατί να μην τον αφήσεις να πάει στη Ρώμη; Ή ακόμα και στην Αγγλία. Δεν θα με πείραζε αυτό. Αλλά η Γερμανία…». Ανατρίχιασε στην ιδέα. «…Όχι, δεν μπορώ να συμφωνήσω σε αυτό».

«Δεν είναι δουλειά σου να συμφωνείς ή να διαφωνείς, Δέσποινα. Είμαι η κεφαλή αυτού του σπιτιού και το αποφάσισα. Αν ο Τζιουζέπε λέει ότι είναι ασφαλές, τότε είναι. Ο Γιάννης θα πάει. Εκτός των άλλων, θα είναι κακό για την επιχείρηση αν αρνηθούμε».

Η Δέσποινα ξέσπασε σε δάκρυα. Ήξερε ότι δεν είχε νόημα να προσπαθήσει να τα βάλει με τον Σπύρο, όταν εκείνος το είχε ήδη αποφασίσει. «Δουλειές, δουλειές. Το μόνο που σκέφτεσαι είναι οι δουλειές. Δεν νοιάζεσαι για μένα. Δεν νοιάζεσαι για τον Γιάννη. Μόνο πόσα λεφτά έχεις».

Ο Σπύρος σήκωσε το χέρι του για να την χτυπήσει, αλλά σταμάτησε πριν το κάνει. Της έβαλε τις φωνές. «Αυτό πιστεύεις ότι είναι; Αν είναι έτσι, να φύγω τότε». Βγήκε έξω, χτυπώντας την πόρτα πίσω του. Εξοργισμένη η Δέσποινα πέταξε στην πόρτα το μισοτελειωμένο ποτήρι κρασί που έπινε εκείνος και έβαλε τα κλάματα.

Ο Γιάννης βρισκόταν στον πάνω όροφο και άκουσε τον καυγά. Όταν άκουσε την μητέρα του να κλαίει κατέβηκε, και αγκάλιασε τη μητέρα του. «Μην ανησυχείς, μαμά», είπε. «Δεν θα πάθω τίποτα. Μπορώ να φροντίσω τον εαυτό μου. Θέλω πραγματικά να πάω. Ίσως μ’ αυτό το ταξίδι να μπορέσω να μάθω περισσότερα για το τι συμβαίνει εκεί».

«Είσαι καλό παιδί και σ' αγαπώ. Δεν μπορώ να αλλάξω γνώμη στον πατέρα σου, το ξέρεις αυτό. Υποσχέσου μου μόνο ότι δεν θα βρεθείς σε μπελάδες στη Γερμανία. Και γύρνα πίσω ζωντανός».

Αφού τα συμφώνησαν, η Μαρία έγραψε στον Κουρτ για να επιβεβαιώσει ότι τα δύο αγόρια – δύο παιδιά από την Ιταλία, (δεν αναφέρθηκε στην εθνικότητα του Γιάννη), θα πάρουν τα διαβατήριά τους και θα ταξιδέψουν μέχρι τον Πειραιά, το λιμάνι στην Αθήνα, και μετά θα πάρουν το τρένο, το «Άρλμπεργκ Όριεντ Εξπρές» προς Βουδαπέστη μέσω Βελιγραδίου. Από τη Βουδαπέστη θα πάρουν το Όριεντ Εξπρές στο Μόναχο, για να τους συναντήσει εκεί μετά το μεγάλο ταξίδι τους.

Ο Ρολφ έγραψε στη «θεία» του για να την ευχαριστήσει που κανόνισε την επίσκεψη και να βεβαιώσει ότι θα συναντήσει τα αγόρια στο Μόναχο. Της ζήτησε να πει στα αγόρια πόσο ανυπομονεί να τους δείξει το σπίτι του. Ανέφερε επίσης τον Άγγλο φίλο του, που θα τον επισκεπτόταν εκείνος την άνοιξη πριν από τη δική τους επίσκεψη, και ο οποίος θα ήταν μαζί τους. «Θα είναι μια πραγματικά διεθνής συνάντηση και μια ευκαιρία να δούνε όλα τα επιτεύγματα του νέου τρίτου Ράιχ».

Κεφάλαιο 5

Αγγλία 1920-1935

Το σπίτι του Γκόντφρι στο Ντιλ βρισκόταν σε ένα μικρό αδιέξοδο στενό, στο Τσερτς Παθ, στη διαδρομή που οδηγεί από την εκκλησία του Αγίου Λεονάρδου στην πόλη. Ήταν ήσυχο, και αρκετά λιτά επιπλωμένο, αλλά άνετο, με έναν μικροσκοπικό κήπο, στον οποίο ο παππούς του καλλιεργούσε φραγκοστάφυλα, κολοκύθια και πατάτες.

Οι γονείς του πήραν το μεγαλύτερο δωμάτιο του σπιτιού και στον Γκόντφρι έδωσαν το μικρό υπνοδωμάτιο δίπλα του. Μεγάλωσε σε εκείνο το δωμάτιο, το οποίο αρχικά ήταν βρεφικό δωμάτιο με κούνια και μαλακά λούτρινα παιχνίδια, που το μοιράστηκε για κάποιο διάστημα με τη μικρή του αδερφή. Αργότερα, όταν η Ελίζαμπεθ, ή Λίζι όπως την φώναζαν, είχε το δικό της δωμάτιο, έγινε ένα τυπικό υπνοδωμάτιο αγοριού, με διάφορες μινιατούρες πλοίων και αεροπλάνων επάνω στην παλιά συρταριέρα που είχε τα ρούχα του.

Λάτρεψε τον παππού του, αν και έβρισκε τη γιαγιά του λίγο δεσποτική. Όποτε ο παππούς του τού αγόραζε ένα παιχνίδι ή ένα παγωτό, εκείνη του έλεγε ότι κακομαθαίνει τον Γκόντφρι, κι αυτό ο Γκόντφρι το θεωρούσε κάπως άδικο. Αλλά οι γέροι τον αγαπούσαν, και όταν ο Έρνεστ και η Μάργκαρετ ήθελαν να βγουν για να διασκεδάσουν, τον πρόσεχαν εκείνοι. Η γιαγιά πέθανε το 1927, και λίγο καιρό αργότερα έφυγε και ο αγαπημένος του παππούς.

Έπαιρναν τον Γκόντφρι από πολύ μικρό στη θάλασσα και στην παλιά προβλήτα. Από εκεί, του έδειχνε ο πατέρας του τα κατάρτια των πλοίων που ναυάγησαν στο Γκούντγουιν Σαντς, και όταν ο καιρός ήταν καλός την ακτή της Γαλλίας, που ήταν μόνο είκοσι μίλια μακριά. Ύστερα τον πήγαινε για παγωτό σε ένα παραλιακό καφέ και μετά πήγαιναν στο σπίτι για τσάι. Συχνά ζητούσε από τον πατέρα του να του διηγηθεί ιστορίες για εκείνα τα ναυάγια. «Τα πλοία προσάραζαν εδώ στον πόλεμο;».

«Κάποια ίσως, αλλά το Γκούντγουιν "διεκδικούσε" πολλά ναυάγια, πολύ πριν από αυτό».

«Υπηρετούσες σε πλοίο στον πόλεμο, μπαμπά;».

«Ναι», του απαντούσε ο πατέρας του, αλλά δεν έλεγε τίποτα περισσότερο. Ο Γκόντφρι συνεχώς προσπαθούσε να φέρει τη συζήτηση γύρω από αυτό, αλλά ο πατέρας του πάντα άλλαζε κουβέντα.

«Το πλοίο σας ναυάγησε;».

«Ναι, αλλά πάμε να πάρουμε ένα παγωτό. Με μπισκότο και τρούφα σοκολάτα!».

Με αυτό το δέλεαρ συνήθως αποσπούσε την προσοχή του Γκόντφρεϊ, αλλά εκείνος συνέχιζε να επιμένει, και πάλι όμως ο πατέρας του δεν συζητούσε για τον πόλεμο. Ο Γκόντφρι γνώριζε καθώς μεγάλωνε, ότι ο Έρνεστ είχε ουλές από τον τραυματισμό του στη ναυμαχία του Γιούτλαντ. Υπηρετούσε ακόμα στο Ναυτικό, αλλά εργαζόταν στο Ναυτικό γραφείο του Ντόβερ, και δεν πήγαινε ποτέ στη θάλασσα.

«Γιατί δεν είσαι σε πλοίο;», ρωτούσε.

«Δεν δουλεύουν όλοι οι αξιωματικοί του Ναυτικού σε πλοία. Στην πραγματικότητα, υπάρχουν πολλά πλοία στην ξηρά».

«Πλοία στην ξηρά; Που δεν επιπλέουν;».

«Ναι. Σε πολλά κτίρια και εγκαταστάσεις του ναυτικού δίνονται ονόματα πλοίων».

«Αυτό είναι ανόητο», έλεγε ο Γκόντφρι.

Για να μάθουν να κολυμπούν ο Έρνεστ και η Μάργκαρετ έπαιρναν τα παιδιά στον κοντινό κόλπο του Σεντ Μάργκαρετ. Εκεί οι μαραθωνοδρόμοι κολυμβητές της Μάγχης αλείφονταν με λίπος χήνας, για να προστατευτούν από την υποθερμία και έπεφταν στα παγωμένα νερά του καναλιού, κολυμπώντας έως απέναντι, στις γαλλικές ακτές. Υπήρχε εκεί μια ρηχή αμμώδη παραλία που ήταν ιδανική για να μάθεις κολύμπι, αλλά ήταν πάντα μόνο η μητέρα τους, η Μάργκαρετ, που έμπαινε στο νερό για να τους μάθει να κολυμπούν.

«Γιατί ο μπαμπάς δεν κολυμπάει;», ρώτησε η Λίζι μια μέρα.

«Ω, ξέρεις τώρα. Δεν του αρέσει το νερό».

«Αλλά γιατί; Είναι υπέροχο; Εσένα σου αρέσει, έτσι δεν είναι, μαμά;».

«Ναι, φυσικά αγάπη μου, αλλά ο μπαμπάς φοβήθηκε λίγο στον πόλεμο, αυτό είναι όλο».

«Τι έγινε τότε;».

«Έπεσε στη θάλασσα από το καράβι, και θα πνιγόταν αν δεν τον περισυνέλλεγαν. Αυτό είναι όλο».

«Τότε είναι που απέκτησε όλες αυτές τις ουλές;».

«Ναι αγάπη μου, αλλά ξέρεις ότι δεν του αρέσει να μιλάει γι' αυτό. Καλό θα ήταν να μην τον ενοχλείς, σε παρακαλώ. Τέλος πάντων. Κολυμπάτε και οι δύο πολύ καλά τώρα, έτσι δεν είναι;».

Όταν μεγάλωσαν ο Γκόντφρι και η αδερφή του, τους επετράπη να πηγαίνουν βόλτα μέχρι την πόλη μόνοι τους. Έκαναν μπάνιο στην απόκρημνη παραλία με τα βότσαλα το καλοκαίρι, αν και η Λίζι δεν ακολουθούσε τον αδερφό της όταν κολυμπούσε μακριά από την παραλία, και προτιμούσε να μένει στα ρηχά. Οι ντόπιοι βαρκάρηδες τους γνώριζαν και είχαν προειδοποιήσει τον Γκόντφρι για τα θαλάσσια ρεύματα, που μπορούσαν να σε παρασύρουν πολύ γρήγορα αν κολυμπούσες στα βαθιά νερά του απότομα κεκλιμένου βυθού. Αλλά ο Γκόντφρι είχε αποκτήσει αυτοπεποίθηση για τις κολυμβητικές του ικανότητες, και φρόντιζε να μην πάει πολύ μακριά. Αν τον παρέσερνε το ρεύμα, ήξερε να κολυμπάει κατά μήκος του, και όχι αντίθετα από αυτό.

Τα παιδιά ήταν απογοητευμένα που ο πατέρας τους δεν ήθελε να κολυμπά μαζί τους. Πράγματι, ο Έρνεστ ανησυχούσε πολύ όταν κολυμπούσε ο Γκόντφρι και του γκρίνιαζε συνέχεια να προσέχει όταν έμπαινε στο νερό.

«Φυσικά και μπορείτε να πάτε στην παραλία. Αλλά, παρακαλώ να είστε πολύ προσεκτικοί όταν κολυμπάτε εκεί. Θα πάτε στα βαθιά πολύ γρήγορα, και μπορεί να παρασυρθείτε».

«Το ξέρω, μπαμπά, αλλά είμαι καλός κολυμβητής, το ξέρεις αυτό».

«Ναι, αλλά εξακολουθώ να ανησυχώ. Και να προσέχεις τη Λίζι, δεν είναι τόσο καλή κολυμβήτρια όσο εσύ».

«Γιατί ανησυχείς τόσο πολύ;».

«Υποθέτω ότι με φοβίζει λίγο το νερό, αυτό είναι όλο».

****

Πολύ σύντομα μετά τη γέννηση του Γκόντφρι, οι γονείς του συζήτησαν για τη μόρφωσή του. «Νομίζω πως θα έπρεπε να τον στείλουμε σε ιδιωτικό σχολείο», είπε ο Έρνεστ.

«Έχουμε αυτή την οικονομική δυνατότητα;».

«Πιστεύω πως ναι. Ο πατέρας μου προσφέρθηκε να βοηθήσει με τα δίδακτρα, και εγώ έχω ένα καλό μισθό. Ξέρω ότι είχες αναγκαστεί να αφήσεις τη δουλειά σου, αλλά μπορούμε να τα καταφέρουμε».

«Έχεις κάποιο συγκεκριμένο σχολείο στο μυαλό σου;».

«Υπάρχει ένα καλό σχολείο αρκετά κοντά, το Κινγκς Καντέρμπουρι. Μου είπαν ότι είναι το παλαιότερο σχολείο που υπάρχει στον κόσμο. Ιδρύθηκε το 597 από τον Άγιο Αυγουστίνο».

«Το 597;». Ελπίζω να έχουν εκσυγχρονίσει τις αίθουσες από τότε! Αλλά σοβαρά τώρα, δεν νομίζεις ότι τα ιδιωτικά σχολεία είναι λίγο σνομπ;».

Η Μάργκαρετ δεν είχε πάει σε ιδιωτικό σχολείο και δεν εντυπωσιαζόταν από τη φήμη της ιδιωτικής σχολικής εκπαίδευσης, που ήταν «κυνήγι, σκοποβολή και ψάρεμα».

«Μα κι εγώ πήγα σε ιδιωτικό σχολείο. Είμαι κι εγώ σνομπ;».

«Φυσικά και είσαι!», του είπε για να τον πειράξει, και ''κέρδισε'' ένα βατόμουρο από τον αγαπημένο της σύζυγο. «Τέλος πάντων. Είναι πολύ μικρός για να χρειαστεί να αποφασίσουμε από τώρα».

«Δε νομίζω. Πρέπει να κλείσουμε σύντομα θέση στο σχολείο. Ας τον γράψουμε τώρα στο δημοτικό σχολείο. Είναι στο Στέρρυ, κοντά στο Καντέρμπουρι. Να δούμε πώς θα τα πάει και αν του αρέσει, μπορεί να πάει μετά και στο γυμνάσιο εκεί. Αν δεν του αρέσει, μπορείς να του βρεις ένα τοπικό δημόσιο σχολείο».

Η Μάργκαρετ συμφώνησε, και χάρηκε κι εκείνη που το έκανε, γιατί ο Γκόντφρι τα πήγαινε καλά. Στο προπαρασκευαστικό σχολείο του είχε ενδιαφερθεί για τον προσκοπισμό, και επίσης εξελίχθηκε σύντομα σε έναν ταλαντούχο παίχτη του ράγκμπι. Σαν λυκόπουλο που ήταν, σύντομα έπαιζε και στη σχολική ομάδα.

Γράφτηκε στο Λύκειο του Κινγκς το 1934 και φόρεσε την παραδοσιακή στολή του Καντέρμπουρι. Ριγέ παντελόνι, μαύρο μπουφάν και πουκάμισο με κολλαριστό γιακά. Ήταν κοινωνικό παιδί, έξυπνος και καλός στα αθλήματα, και αν και δεν ήταν ιδιαίτερα φιλομαθής, ήταν δημοφιλής ανάμεσα στους συμμαθητές του. Είχε κληρονομήσει την ευχέρεια στις ξένες γλώσσες από τον πατέρα του και τη μητέρα του. Το αγαπημένο του μάθημα ήταν τα γαλλικά και ο καθηγητής των ξένων γλωσσών τον έφερε σε επαφή και με τα γερμανικά, τα οποία έμαθε γρήγορα, βοηθώντας τον στο σπίτι ο πατέρας του.

Ήταν πια δυνατός και γυμνασμένος όταν πήγε στο Κινγκς, και την πρώτη χρονιά έπαιξε μέσος με την σχολική ομάδα εφήβων ράγκμπι. Συνήθως απέφευγε τους νταήδες του σχολείου, πράγμα που δεν συνέβαινε και για τους άλλους νεοφερμένους, που έπεφταν συχνά θύματά τους. Έκαναν καψόνια στους νεότερους μαθητές, και τους έδιναν μικροποσά για να γίνονται χαμάληδες των μεγαλύτερων, αλλά τον Γκόντφρι δεν τον ενδιέφερε αυτό. Ωστόσο, οι μεγαλύτεροι μαθητές συχνά έσερναν με το ζόρι τους μικρούς μαθητές στα δωμάτια μελέτης τους όταν περνούσαν από έξω, και απαιτούσαν να τους κάνουν θελήματα, όπως να πηγαίνουν στο κυλικείο να τους αγοράζουν διάφορα πράγματα. Την πρώτη φορά που συνέβη αυτό στον Γκόντφρι, εκείνος απλά αρνήθηκε να πάει. Ένα μεγαλύτερο αγόρι που το έλεγαν Σμάιθ, του είπε: «Θα πας, αλλιώς θα σε σπάσω στο ξύλο».

«Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό», είπε ο Γκόντφρι ήρεμα.

«Ω! Αλήθεια;», είπε ο Σμάιθ. «Και γιατί όχι; Μπορώ να μάθω τον λόγο;».

«Πρώτον, επειδή δεν επιτρέπεται να με χτυπήσεις. Μόνο ο Αρχηγός του σχολείου μπορεί να το κάνει αυτό. Δεύτερον, γιατί όσο και να με χτυπήσεις, δεν θα με αναγκάσεις να το κάνω και τρίτον, γιατί θα σε χτυπήσω κι εγώ».

«Θα με χτυπήσεις κι εσύ; Θα με χτυπήσεις κι εσύ μπόμπιρα; Έχεις μεγάλο θράσος, κωλόπαιδο!».

Στο αναγνωστήριο, εκτός από τον Σμάιθ, ήταν και μερικοί άλλοι νταήδες. Άκουγαν με ενδιαφέρον αυτή την ''ανταλλαγή απόψεων''. Ένας από αυτούς, είπε: «Φτάνει ως εδώ κακομαθημένο μυξιάρικο. Επάνω του Σμάιθ, δώσ’ του μερικές μπουνιές!».

Ο Σμάιθ στεκόταν πάνω από τον Γκόντφρι, με τα χέρια στους γοφούς. «Τελευταία ευκαιρία, σαμιαμίδι. Θα πας στο κυλικείο;».

«Όχι, δεν θα πάω», είπε ο Γκόντφρι.

Ο Σμάιθ σήκωσε τη γροθιά του για να τον χτυπήσει στο πρόσωπο, αλλά ο Γκόντφρι έκανε πίσω και απέφυγε το χτύπημα. Έπεσε όμως σε έναν από τους φίλους του Σμάιθ κι εκείνος τον έσπρωξε μπροστά και ο Σμάιθ του επιτέθηκε ξανά. Αυτή τη φορά τον χτύπησε τόσο δυνατά στο πηγούνι, που ένιωσε τη μασέλα του να φεύγει από τη θέση της και παραπάτησε. Δάκρυα γέμισαν τα μάτια του, αλλά κατάφερε να αποφύγει ένα δεύτερο χτύπημα και έριξε μια γροθιά στον καβάλο του Σμάιθ. Ο Σμάιθ έπεσε κάτω σφαδάζοντας από τους πόνους, και οι φίλοι του ήταν έτοιμοι να χτυπήσουν τον Γκόντφρι αλλά, προτού πέσουν πάνω του, η πόρτα του γραφείου άνοιξε και εμφανίστηκε ο Αρχηγός του σχολείου, ένα αγόρι που το έλεγαν Κάρτερ.

«Τι είναι όλος αυτός ο σαματάς;».

«Αυτό το πρωτάκι αρνήθηκε να πάει στο κυλικείο για τον Σμάιθι και τον χτύπησε στα παπάρια».

«Πάντως, πρέπει να παραδεχτώ ότι έχει τσαμπουκά. Αλλά και πάλι, δεν μπορούν οι πρωτοετείς να παρακούν τους τελειόφοιτους. Ποιος ξέρει σε τι θα κατέληγε αυτό;» Στράφηκε στον Γκόντφρι. «Οπότε, κάνε ό,τι σου λέει».

«Όχι», είπε ο Γκόντφρι. «Δεν είμαι σκλάβος του, δεν θα το κάνω!».

«Τι; Με παρακούς; Είμαι ο Αρχηγός του σχολείου, ξέρεις!».

«Ναι, το ξέρω. Και τι μ’ αυτό; Μπορείς να με χτυπήσεις κι εσύ αν θέλεις, αλλά δεν θα πάω».

«Αλήθεια; Λοιπόν, εντάξει. Έλα στο γραφείο μου. Αν θες να φας ξύλο, βρήκες τον κατάλληλο άνθρωπο».

Οδήγησε τον Γκόντφρι στο δωμάτιο μελέτης του, όπου οι άλλοι επόπτες του σχολείου περίμεναν στα γραφεία τους. Είχαν ακούσει τον διαπληκτισμό και ήταν ανυπόμονοι να μάθουν τι συνέβαινε.

«Αυτό το παιδί…», είπε με ειρωνικό τόνο ο Κάρτερ. «Αυτό το παιδί αρνείται να κάνει αυτό που του λένε. Νομίζω ότι του αξίζει ένα μάθημα, έτσι δεν είναι;».

Οι άλλες επόπτες συμφώνησαν με ενθουσιασμό, αν και ένας από αυτούς, ένας σχολάρχης με το όνομα Μίτσινσον, φαινόταν πιο επιφυλακτικός. «Έδειξε ότι έχει τα κότσια ότι μπορεί να τα βάλει με αυτό τον αλήτη, τον Σμάιθ. Δεν νομίζω ότι πρέπει να τον τιμωρήσεις επειδή έκανε αυτό που όλοι θα θέλαμε να κάνουμε».

«Φοβάμαι πως πρέπει να έχουμε λίγη πειθαρχία εδώ πέρα, Μιτς. Σκύψε πάνω σ’ αυτή την καρέκλα, μικρέ». Πήρε ένα μπαστούνι από το ράφι δίπλα στην πόρτα του σπουδαστηρίου, απομακρύνθηκε λίγο από τον Γκόντφρι, μετά πήρε φόρα και τον χτύπησε με το μπαστούνι δυνατά στον πισινό του. Ο Γκόντφρι μόρφασε από τον πόνο αλλά δεν έβγαλε κιχ. «Έτσι μπράβο, μικρέ. Κατέβασε το παντελόνι σου, και τώρα θα δούμε στ’ αλήθεια πόσο γενναίος είσαι». Ο Γκόντφρι υπάκουσε απρόθυμα, και ο Αρχηγός έπεσε πάνω του και του έδωσε ακόμα ένα σκληρό χτύπημα. Αλλά, ακόμα κι αν ήθελε να ουρλιάξει από τον πόνο, ο Γκόντφρι πίεσε τον εαυτό του να μη βγάλει άχνα.

На страницу:
7 из 8