bannerbanner
Η Μοίρα Των Τεσσάρων
Η Μοίρα Των Τεσσάρων

Полная версия

Настройки чтения
Размер шрифта
Высота строк
Поля
На страницу:
5 из 8

Ο σπιτονοικοκύρης γέλασε. «Αλήθεια; Και τι θα μου κάνεις; Ξεκουμπίσου από δω κι άσε με ήσυχο». Πήγε να του κλείσει την πόρτα στα μούτρα, αλλά ο Κουρτ έβαλε το πόδι του για να μην κλείσει. «Τι θα γίνει με τα υπάρχοντά μας; Τόσα έπιπλα και πράγματα! Τι απέγιναν αυτά;».

«Πάνε αυτά, πουλήθηκαν για να πληρωθεί το νοίκι». Κλώτσησε το πόδι του Κουρτ και του κοπάνησε την πόρτα στα μούτρα.

Ο Κουρτ έφυγε, κι έβριζε μόνος του. Καθώς περνούσε από το ξενοδοχείο της περιοχής, παρατήρησε μια αγγελία στο παράθυρό του για μια θέση υποδιευθυντή. Μπήκε στο ξενοδοχείο και πήγε στη ρεσεψιόν. Εκεί ήταν μια νεαρή γυναίκα που φαινόταν βαριεστημένη. Τον κοίταξε από πάνω έως κάτω, παρατηρώντας την φθαρμένη στολή του και την γενικά απεριποίητη εμφάνισή του. Δεν είχε ξυριστεί για πολλές ημέρες, ούτε είχε κάνει μπάνιο από τότε που είχε φθάσει στο κέντρο υποδοχής της Βαυαρίας.

«Παρακαλώ, τι θα θέλατε;», ρώτησε.

«Έχετε βάλει αγγελία για έναν υποδιευθυντή».

Τον κοίταξε ξανά. «Νομίζω ότι η θέση έχει καλυφθεί», του είπε, και έγειρε προς τα πίσω για να αποφύγει την κακοσμία του σώματός του.

«Κοιτάξτε, έχω πραγματικά ανάγκη από δουλειά. Λυπάμαι που ήρθα σ’ αυτά τα χάλια. Μόλις επέστρεψα από το μέτωπο. Είστε σίγουρη ότι καλύφθηκε;».

Φάνηκε να δείχνει περισσότερη κατανόηση και σήκωσε το τηλέφωνο για να καλέσει τον διευθυντή. «Είναι ένας στρατιώτης εδώ που ψάχνει για δουλειά».

Άκουσε με προσοχή την απάντησή του. «Ναι, του το είπα, αλλά είναι αρκετά επίμονος». Μια παύση. «Ναι, καταλαβαίνω. Θα του το πω εγώ».

Κάλυψε το ακουστικό με το χέρι της. «Ο Χερ Κλάιν λέει ότι η μόνη θέση που υπάρχει είναι για αχθοφόρο».

«Θα την δεχτώ».

«Λέει ότι θα την πάρει», άλλη μια παύση. «Όχι, φυσικά και δεν την προσέφερα». Παύση. «Θα τον ρωτήσω».

«Πώς σε λένε, Χερ…».

«Μιούλερ, Κουρτ Μιούλερ».

Ο τόνος της άλλαξε και τον κοίταξε πιο προσεκτικά. «Χερ Μιούλερ; Ο Κουρτ Μιούλερ;». Έγνεψε καταφατικά. «Δεν με θυμάσαι; Ήμουν στην τάξη σου. Πόλα Ντίτριχ».

«Πόλα;», προσπάθησε να θυμηθεί. «Πόλα Ντίτριχ. Φυσικά. Τώρα σε θυμήθηκα». Είπε ψέματα.

Γύρισε πίσω και μίλησε χαμηλόφωνα στο τηλέφωνο. Μετά στράφηκε σ’ εκείνον ξανά και του χάρισε ένα χαμόγελο. «Ο Χερ Κλάιν θα σας δει τώρα». Έδειξε μια πόρτα στην είσοδο του ξενοδοχείου.

Ο Κλάιν έδειξε συμπονετικό ενδιαφέρον. Ήταν πρώην στρατιώτης και ο ίδιος, και παρότι ήταν πολύ μεγάλος για να πολεμήσει σ’ αυτόν τον πόλεμο, έδειξε κατανόηση στην απόγνωση του Κουρτ «Φοβάμαι, Χερ Μιούλερ, ότι δεν έχουμε κάτι κατάλληλο για κάποιον με τη δική σας μόρφωση», του είπε σε πολύ απολογητικό ύφος. Ο Κουρτ φαινόταν απογοητευμένος.

«Ωστόσο, αν είστε διατεθειμένος να πάρετε τη δουλειά, η Πόλα έδωσε καλές συστάσεις για σας και είναι δική σας. Η αμοιβή δεν είναι μεγάλη, αλλά θα παίρνετε φιλοδωρήματα. Περιλαμβάνονται δωρεάν γεύματα κατά τη διάρκεια της εργασίας και υπάρχει ένα μικρό υπνοδωμάτιο για εσάς, αν το θέλετε. Τον τελευταίο καιρό έχουμε αρκετούς Βρετανούς και Αμερικανούς, οπότε θα βοηθούσε να έχουμε κάποιον που μιλάει αγγλικά».

Έδειξε στον Κουρτ ένα δωματιάκι που θα ήταν το νέο του σπίτι. «Σαν στο σπίτι σου. Υπάρχει ένα μπάνιο στο τέλος του διαδρόμου και θα πω στην Πόλα να σου βρει μια στολή και να σου εξηγήσει τα καθήκοντά σου».

Ο Κουρτ έβγαλε το βρώμικο μπουφάν του και κάθισε στο μικρό κρεβάτι – που έπιανε το μεγαλύτερο μέρος του δωματίου – τις φθαρμένες μπότες και το παντελόνι του. Άκουσε ένα χτύπημα στην πόρτα και η Πόλα, χωρίς να περιμένει απάντηση, μπαίνει μέσα κρατώντας μια στολή αχθοφόρου, μια πετσέτα και σαπούνι.

Ο Κουρτ σηκώθηκε όρθιος και το παντελόνι του έπεσε στο πάτωμα. Το ξαναφόρεσε βιαστικά και η Πόλα κοίταξε από την άλλη πλευρά. «Συγγνώμη», είπε, «δεν περίμενα…».

«Είναι εντάξει. Ευχαριστώ», είπε τυπικά ο Κουρτ. Πήρε τα πράγματα που του πρόσφερε και η Πόλα έριξε μια τελευταία ματιά, και έφυγε από το δωμάτιο.

Λουσμένος και ξυρισμένος, ο Κουρτ φόρεσε τη νέα του στολή και πήγε στο λόμπι του ξενοδοχείου για να ξεκινήσει τη νέα του δουλειά. Εκτός από την Πόλα, υπήρχαν καμαριέρες, μάγειρες και ένας άλλος αχθοφόρος, που δούλευε σε διαφορετική βάρδια. Η δουλειά του ήταν να στέκεται στην είσοδο και να καλωσορίζει τους νέους επισκέπτες που έφταναν, να παίρνει τις αποσκευές τους και να τους οδηγεί στη ρεσεψιόν για το τσεκ-ιν, και κατόπιν να μεταφέρει τις βαλίτσες τους στα δωμάτιά τους και να τους δείξει τα κατατόπια.

Ήταν ο μόνος εργαζόμενος που μιλούσε καλά αγγλικά, και σύντομα έγινε απαραίτητος για τον διευθυντή. «Η Πόλα μου είπε ότι ήταν συμμαθήτριά σου», είπε μια μέρα. Τα αγγλικά της δεν είναι πολύ καλά. Θα ήθελες να της κάνεις μερικά μαθήματα; Θα βοηθούσε πολύ αν μπορούσε να μιλήσει στους πελάτες μας στη γλώσσα τους».

«Η αλήθεια είναι ότι δεν την θυμάμαι πολύ καλά», παραδέχτηκε ο Κουρτ, «αλλά μπορώ να προσπαθήσω. Την έχω ακούσει να μιλάει με Άγγλους επισκέπτες και δολοφονεί τη γλώσσα τους!».

Τα μαθήματα ξεκίνησαν εκείνο το βράδυ. Ο Κλάιν τους διέθεσε ένα γραφείο όπου δεν θα τους ενοχλούσε κανείς και ο Κουρτ σχεδίασε ένα πλάνο μαθημάτων γι' αυτήν. Αν και αποδείχθηκε πολύ πρόθυμη μαθήτρια, δεν την έβρισκε ιδιαίτερα έξυπνη. Ωστόσο, μετά από ένα χρόνο έμαθε αρκετά για να είναι σε θέση να μιλήσει με τους Άγγλους και Αμερικανούς επισκέπτες.

«Δεν νομίζω ότι με χρειάζεσαι πια», της είπε ο Κουρτ. «Τα πήγες πολύ καλά».

«Μα ακόμα έχω πολλά να μάθω», είπε. «Σε παρακαλώ, δεν θέλω να σταματήσουμε τώρα. Δεν νιώθω ακόμα έτοιμη!».

Ο Κουρτ, που κουράστηκε να περνά όλο του το χρόνο στο ξενοδοχείο, ήταν πολύ διστακτικός. «Πρέπει να βγω έξω και να βρω λίγο χρόνο για τον εαυτό μου», παραπονέθηκε.

«Λοιπόν, τι θα έλεγες να πάμε σινεμά; Θα μπορούσαμε να δούμε μια από αυτές τις αμερικανικές ταινίες. Πρέπει να εξασκηθώ και στο διάβασμα». Ο τοπικός κινηματογράφος πρόβαλε βωβές ταινίες, αλλά οι υπότιτλοι και οι λεζάντες δεν μεταφράζονταν ακόμα στα γερμανικά.

Ο Κουρτ συμφώνησε και άρχισαν να βγαίνουν μαζί. Το έβλεπε ακόμα ως πρόγραμμα εκπαίδευσης. Έβαζε την Πόλα να του ψιθυρίζει το κείμενο μεταφρασμένο, και εκείνος διόρθωνε τα λάθη της. Μετά την ταινία επέστρεφαν στο ξενοδοχείο. Έτρωγαν στην άδεια τραπεζαρία φαγητό που περίσσευε από την προηγούμενη μέρα.

«Είναι σαν να βγαίνεις ραντεβού», είπε η Πόλα ένα βράδυ.

«Όχι φυσικά!», είπε ο Κουρτ, με αγένεια κάπως. «Είσαι ακόμα μαθήτριά μου, μην το ξεχνάς».

Έδειξε απογοητευμένη. «Αλήθεια το πιστεύεις αυτό; Δεν είμαστε φίλοι τώρα;».

«Υποθέτω ναι, κάτι τέτοιο», παραδέχτηκε.

Εκείνη ηρέμησε κάπως. «Καλά τότε». Σήκωσε ένα ποτήρι με νερό για πρόποση και το τσούγκρισε με το δικό του. «Στην υγειά μας φίλε».

Ο Κουρτ γέλασε. «Στην υγειά μας», απάντησε. «Στη φιλία!».

Μια εβδομάδα αργότερα, όταν ο Κουρτ περνούσε έναν Αμερικανό επισκέπτη στο χώρο υποδοχής, η Πόλα του ψιθύρισε: «Έλα πίσω μόλις δείξεις στον κ. Άρμιταζ το δωμάτιό του».

Όταν επέστρεψε, η Πόλα κοίταξε γύρω της για να σιγουρευτεί ότι κανείς δεν άκουγε. «Σου έχω καλά νέα, Κουρτ», είπε. «Ο διευθυντής έβαλε αγγελία για αναπληρωτή διευθυντή. Έχουμε πολλή δουλειά τελευταία και χρειάζεται κάποιον να τον βοηθάει».

«Και λοιπόν;».

«Και λοιπόν, θα πρέπει να υποβάλεις αίτηση!». Είδε το επιφυλακτικό βλέμμα στο πρόσωπό του. «Ξέρω ότι θα ήταν ένα μεγάλο βήμα για σένα, αλλά σε συμπαθεί πραγματικά, και μου είχε πει παλιά ότι έχεις τα προσόντα. Τι λες;».

«Ίσως. Ναι, θα μπορούσα να το κάνω, υποθέτω».

«Υπάρχει μόνο ένα πρόβλημα», του είπε. «Ο αναπληρωτής θα πρέπει να είναι ένας σταθερός οικογενειάρχης».

«Ω!», αναφώνησε ο Κουρτ, απογοητευμένος. «Τότε αυτό με αποκλείει από υποψήφιο, έτσι δεν είναι;».

«Όχι απαραίτητα», είπε η Πόλα, διστακτικά. Βλέποντας το απορημένο του βλέμμα, μάζεψε όλο το κουράγιο της. «Θα μπορούσες να παντρευτείς».

«Με ποιον;».

«Γιατί όχι με μένα;». Του το ξεφούρνισε! «Είμαστε φίλοι, και εξάλλου, δεν θα είχα κανένα πρόβλημα. Θα ήταν ωραία. Τι λες;».

Ο Κουρτ την κοίταξε άναυδος. «Θα πρέπει να το σκεφτώ, αλλά υποθέτω ότι θα μπορούσε να πετύχει».

Στενοχωρήθηκε από την ψυχρή αντίδρασή του και τον άφησε να επιστρέψει στη δουλειά του. Αργότερα όμως, πήγε ξανά στη ρεσεψιόν για να της μιλήσει. «Εντάξει, εντάξει. Θα ήταν βολικό. Γιατί όχι;», ήταν το μόνο που της είπε.

Πήγαν να δουν μαζί τον Κλάιν εκείνο το απόγευμα. Η Πόλα εξήγησε τα σχέδιά τους και ο Κουρτ, που παρέμενε ψυχρός, συμφώνησε μαζί της. Ο διευθυντής, που συμπαθούσε την Πόλα, την ρώτησε αν είναι απόλυτα σίγουρη γι' αυτό.

«Φυσικά!», είπε. Ακούστηκε ενθουσιασμένη.

«Κι εσύ;», ρώτησε τον Κουρτ.

«Σίγουρα. Το συζητήσαμε και συμφωνήσαμε».

Μια εβδομάδα αργότερα, σε μια μάλλον αδιάφορη και ξερή τελετή, οι δυο τους παντρεύτηκαν και ο Κουρτ ανέλαβε τη νέα του θέση. Αν και δεν αγαπούσε την Πόλα, φαινόταν να του είναι αφοσιωμένη, και αυτό τον διευκόλυνε. Έπρεπε να παραδεχτεί ότι οι βραδινές ώρες είχαν γίνει πιο ευχάριστες.

Βρήκε τη δουλειά λιγότερο χρονοβόρα από το να είναι αχθοφόρος. Οι ώρες εργασίας του ήταν σταθερές και τα απογεύματα ήταν πάντα ελεύθερα. Η Πόλα ήταν ευτυχισμένη φροντίζοντας το νέο τους νοικοκυριό και τον άφηνε στην ησυχία του. Ξεχνιόταν με τις δουλειές του σπιτιού ή διάβαζε γυναικεία περιοδικά που άφηναν οι πελάτες Έβγαινε μόνος του τα περισσότερα βράδια. Έβγαινε συχνά με άλλους στρατιώτες από το μέτωπο σε ένα από τα μπαρ της πόλης, όπου συναντιόνταν για να συζητήσουν για τους επαχθείς όρους που επέβαλαν οι νικήτριες συμμαχικές δυνάμεις στη χώρα τους και να παραπονεθούν για τις επιπτώσεις τους στην οικονομία και την κοινωνία.

Όπως και πολλοί από τους συμπολεμιστές του, ο Κουρτ ένιωθε εντελώς προδομένος. Η κοινή πεποίθηση ήταν ότι ο πόλεμος έγινε στην πραγματικότητα μεταξύ φίλων που μοιράζονταν πολύ περισσότερα από αυτά που τους χώριζαν. Δεν μπορούσαν καν να εξηγήσουν πώς είχε ξεκινήσει ο πόλεμος. «Η Αγγλίδα βασίλισσα Βικτόρια ήταν η γιαγιά του Κάιζερ μας. Ο ξάδερφός του ήταν ο Άγγλος βασιλιάς. Γιατί να θέλουμε να τους πολεμήσουμε; Ήταν όλα λάθος των καταραμένων Γάλλων, που προσπαθούσαν να πάρουν εκδίκηση εξαιτίας του τελευταίου πολέμου. Τώρα θέλουν να μας καταστρέψουν, και οι Άγγλοι και οι Αμερικανοί έχουν συνωμοτήσει μαζί τους. Είναι τραγωδία», είπε σε έναν από τους φίλους του.

«Και αυτοί οι βλάκες που έχουμε τώρα στην εξουσία, είναι τελείως δειλοί», πρόσθεσε ο φίλος του. «Έχουν καταθέσει τα όπλα και τους αφήνουν να μας καταστρέφουν. Αυτό που χρειαζόμαστε τώρα είναι ανθρώπους με ηγετική φυσιογνωμία για να αγωνιστούν για τον λαό μας. Αλλά πού είναι αυτοί;».

Κάπως έτσι ήταν πολλές από τις συζητήσεις τους, που άφηναν τον Κουρτ να νιώθει θλιμμένος και δυστυχής. Τελικά, αποφάσισε να βρει έναν καλύτερο τρόπο για να περνά τον ελεύθερο χρόνο του από το να κλαψουρίζει για πράγματα που δεν μπορούσε να αλλάξει.

Υπήρχε ένα κατάστημα επισκευής ρολογιών στην πόλη, που ανήκε σε ένα συμπαθητικό Εβραίο, τον οποίο ο Κουρτ γνώριζε πριν από τον πόλεμο. Πέρασε από το μαγαζί του μια μέρα που είχε ρεπό.

«Καλημέρα, Χερ Φίνκελμαν».

«Κουρτ Μιούλερ! Πόσο χαίρομαι που σε βλέπω. Άκουσα ότι επέστρεψες και παντρεύτηκες απ’ ό,τι βλέπω. Συγχαρητήρια! Είσαι καλά;».

«Ναι, είμαι καλά, ευχαριστώ», απάντησε χαλαρά ο Κουρτ.

«Λοιπόν; Τι μπορώ να κάνω για σένα;».

«Θυμάσαι που συνήθιζα να σε βοηθάω με τις επισκευές ρολογιών;». Ο Φίνκελμαν ένευσε συγκαταβατικά. «Απλώς αναρωτιόμουν αν χρειαζόσουν κάποια βοήθεια, με μειωμένο ωράριο, φυσικά».

Ο Φίνκελμαν φαινόταν αναποφάσιστος. «Κοίτα, οι δουλειές πάνε καλά τελευταία και ίσως χρειαστώ λίγη βοήθεια, αν μπορείς να διαθέσεις χρόνο», είπε.

«Φυσικά και μπορώ», είπε ο Κουρτ. «Δεν θα ήθελα να ξεχάσω και την τέχνη, καταλαβαίνεις. Δουλεύω στο ξενοδοχείο, αλλά μπορώ να έρχομαι εδώ κάποια βράδια, αν είστε εντάξει μ’ αυτό. Μπορεί να σου φέρω και δουλειές από τους πελάτες μας».

«Αυτό θα ήταν πολύ καλό, και φυσικά θα σε πλήρωνα για οποιαδήποτε δουλειά μου έφερνες».

Οι δυο άντρες συμφώνησαν και ο Κουρτ ξεκίνησε να δουλεύει εκεί την επόμενη εβδομάδα. Αυτό του έδωσε ένα μικρό επιπλέον εισόδημα που βοήθησε αυτός και η Πόλα να μπορέσουν να νοικιάσουν ένα μικρό εξοχικό κοντά στο ξενοδοχείο. Το 1920 ήρθε στον κόσμο ο γιος τους, και του έδωσαν το όνομα Ρολφ, ενός θείου του Κουρτ.

Κεφάλαιο 4

Λέρος 1920 – 1935

Το νησί της Λέρου – όπως πολλά από τα περισσότερα ελληνικά νησιά που ήταν υπό την κατοχή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας για αιώνες- είχε διατηρήσει τον ελληνικό χαρακτήρα του όλα αυτά τα χρόνια. Οι περισσότεροι από τους ντόπιους κατοίκους ήταν Έλληνες, και οι Τούρκοι σε μεγάλο βαθμό, δεν τους είχαν δημιουργήσει προβλήματα. Είναι γνωστό στην Ελλάδα ως «το νησί της Αρτέμιδος», της θεάς του κυνηγιού, που ήταν γνωστή στους Ρωμαίους με το όνομα Ντιάνα.

Από τότε που οι Ιταλοί είχαν καταλάβει το νησί και άρχισαν να χτίζουν την αεροναυτική βάση στην Λέπιδα, στον μεγάλο όρμο που αποκαλούσαν Πόρτο Λάγκο, προσέλαβαν ντόπιους για να βοηθήσουν. Αυτή η εργασία ήταν ευπρόσδεκτη για τους ανθρώπους που έβγαζαν τα προς το ζην ως αλιείς ή αγρότες υπό το οθωμανικό καθεστώς.

Υπήρχαν μερικοί ειδικευμένοι τεχνίτες που είχαν εξωραΐσει τα νεοκλασικά σπίτια στην πρωτεύουσα του νησιού, τον Πλάτανο, και κάτω στην προκυμαία της Αγίας Μαρίνας στα τέλη του 19ου αιώνα. Ο Σπύρος Ραφτόπουλος ήταν ένας από αυτούς. Ήταν άριστος οικοδόμος και όταν οι Ιταλοί ζήτησαν εργατικά χέρια για να κατασκευάσουν τη νέα βάση, έκανε αίτηση και έγινε δεκτή. Αυτό σήμαινε σημαντική αύξηση στο εισόδημά του και κατάφερε τότε και να ανακαινίσει το σπίτι του, που ο πατέρας του είχε αφήσει σε άθλια κατάσταση λόγω έλλειψης χρημάτων. Κατάφερε μάλιστα να παντρευτεί την αγαπημένη του Δέσποινα, και προσκάλεσε την οικογένεια και τους φίλους του στο όμορφο εκκλησάκι του Αγίου Ισιδώρου, σε ένα νησάκι στον βόρειο βραχίονα του κόλπου Γουρνά, στα βόρεια του Πόρτο Λάγκο. Το παρεκκλήσι συνδέθηκε με το κυρίως νησί μέσω ενός στενού διαδρόμου, που ήταν όμως συχνά αδιάβατος, όταν οι χειμερινές καταιγίδες έφταναν από το νότο. Το καλοκαίρι του 1920 η Δέσποινα γέννησε τον γιο τους Γιάννη, που πήρε το όνομα του πατέρα του Σπύρου, σύμφωνα με τις ελληνικές παραδόσεις.

Ο Σπύρος είχε εξελιχθεί έως τότε σε κάτι παραπάνω από έναν απλό οικοδόμο. Είχε φυσικό ταλέντο στο σχέδιο και έγινε πολύ καλός στον τεχνικό σχεδιασμό δομικών έργων. Η δουλειά του ήταν να βοηθά στο σχεδιασμό των θεμελίων των τεράστιων ρυμουλκών που κατασκευάστηκαν για να στεγάσουν τα ιπτάμενα σκάφη που προσγειώνονταν στον κόλπο της Λέπιδας, απέναντι από την ολοκαίνουργια ιταλική πόλη, την οποία οι Ιταλοί ονόμασαν Πόρτο Λάγκο. Αν και ήταν ένα πολύτιμο και σεβαστό μέλος του συνεργείου, δεν τα κατάφερνε με τα ιταλικά και μπορούσε να επικοινωνήσει με τους Ιταλούς εργοδηγούς μόνο μέσω ενός διερμηνέα. Αυτό περιόρισε τη δυνατότητα αξιοποίησής του στο έργο, ιδίως αφού οι διερμηνείς τους δεν είχαν εμπειρία στον κατασκευαστικό τομέα και συχνά δυσκολεύονταν να μεταφράσουν τους τεχνικούς όρους.

Μελετώντας τα σχεδιαγράμματα, ο Σπύρος είχε παρατηρήσει ένα ελάττωμα στοn κατασκευαστικό σχεδιασμό. Έλεγξε και επανέλεγξε τους υπολογισμούς του για να είναι απόλυτα βέβαιος, αλλά διέκρινε ότι υπήρχε ένα ενδεχόμενο σφάλμα στις προδιαγραφές. Πήγε σπίτι εκείνο το βράδυ προβληματισμένος. Δεν μπορούσε να αποφασίσει αν μπορούσε να επισημάνει το σφάλμα στους ανωτέρους του. Δεν ήταν αποκλειστικά δικό του τμήμα, αλλά θα ένιωθε ανεύθυνος αν δεν τους είχε μιλήσει για το λάθος. Αποφάσισε να βρει την ευκαιρία το επόμενο πρωί.

Ο Τζιουζέπε δούλευε στο γραφείο του εργοταξίου όταν ο Σπύρος ήρθε να του αναφέρει τις ανησυχίες του για τον σχεδιασμό του υπόστεγου. Κοίταξε τριγύρω για να δει τον διερμηνέα και όταν είδε ότι δεν ήταν εκεί, έχασε το κουράγιο του και ξεκίνησε να φύγει.

«Καλημέρα», είπε ο Τζιουζέπε, στα ελληνικά. «Μπορώ να σας βοηθήσω;».

«Όχι, δεν είναι τίποτα». Έκανε να φύγει, αλλά ξαφνικά γύρισε πίσω. «Μιλάτε ελληνικά;».

«Λίγο. Προσπαθώ να μάθω περισσότερα. Τι θα θέλατε;».

«Δουλεύω στα θεμέλια του υπόστεγου. Δεν μου πέφτει λόγος, το ξέρω, αλλά φοβάμαι ότι μπορεί να υπάρχει πρόβλημα με το μέγεθος των υποστηριγμάτων στέγασης. Μάλλον κάνω λάθος, όμως. Δεν πειράζει».

Γύρισε πάλι προς την πόρτα, αλλά ο Τζιουζέπε τον φώναξε πίσω. «Πώς σε λένε;».

«Σπύρο Ραφτόπουλο. Δουλεύω στα θεμέλια που θα μπουν τα στηρίγματα. Μάλλον κάνω λάθος. Δεν πειράζει».

«Εγώ τα σχεδίασα. Ποιο είναι το πρόβλημα;», ρώτησε με σκεπτικισμό ο Τζιουζέπε. «Δείξε μου».

Ο Σπύρος πήγε κοντά του και ξεδίπλωσε το σχέδιο που κουβαλούσε πάνω σε ένα γραφείο. Έδειξε τις τεράστιες δοκούς που θα κρατούσαν την οροφή. «Βλέπεις, αυτά δεν είναι αρκετά δυνατά για να σηκώσουν τόσο μεγάλο βάρους. Οι προδιαγραφές που έχετε καθορίσει είναι εβδομήντα πέντε χιλιοστά, αλλά για αυτό το άνοιγμα νομίζω ότι θα πρέπει να έχουμε εκατόν πενήντα χιλιοστά».

Ο Τζιουζέπε κοίταξε το σχέδιο για πολλή ώρα, παίρνοντας τον υπολογιστικό του κανόνα για να κάνει τον υπολογισμό. Έκανε πίσω και χτύπησε το χέρι στο κούτελο. «Ω, κατάλαβα. Έχεις δίκιο, έχω σημειώσει λάθος μέγεθος!», είπε, νιώθοντας αμηχανία.

«Δεν υπάρχει πρόβλημα. Ακόμη μπορούμε να τα αλλάξουμε», δήλωσε ο Σπύρος. «Οι χάλυβες δεν έχουν παραδοθεί ακόμα. Θα μπορούσαμε απλώς να αλλάξουμε την παραγγελία».

«Σ’ ευχαριστώ». Ο Τζιουζέπε, φανερά ανακουφισμένος, χτύπησε φιλικά στον ώμο τον Σπύρο με ευγνωμοσύνη. «Παρακαλώ να μου το πείτε αν βρείτε άλλα προβλήματα».

«Ελπίζω να μην σας πειράζει που έρχομαι σε σένα».

«Φυσικά και όχι», είπε ο Τζιουζέπε. «Δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα!».

Ο Έλληνας έγνεψε καταφατικά. «Ωραία, ευχαριστώ», είπε με σοβαρό ύφος. Δίπλωσε το χαρτί και έφυγε. Ο Τζιουζέπε ξεδίπλωσε το αντίγραφο του σχεδίου και το διόρθωσε. Δεν θα άρεσε καθόλου στα αφεντικά του αν το λάθος δεν είχε διορθωθεί και η κατασκευή της στέγης είχε αποτύχει.

Εκείνο το βράδυ, καθώς έφευγε για το σπίτι, ο Τζιουζέπε είδε τον Σπύρο να φεύγει. «Σπύρο», του φώναξε. «Θέλεις να σε κεράσω ένα ποτό;».

Ο Σπύρος χαμογέλασε και πήγε κοντά του. «Ευχαριστώ, καλοσύνη σας».

Πήγαν σε ένα από τα νέα μπαρ του Πόρτο Λάγκο. Αφού ο Τζιουζέπε έκανε μια πρόποση στην υγεία του Σπύρου, άρχισαν να συζητούν για το έργο που εργάζονταν και οι δύο. Ο Ιταλός εντυπωσιάστηκε από τις τεχνικές γνώσεις του Σπύρου, και απολαμβάνοντας το ούζο τους συμφώνησαν ότι θα ήταν καλό να συνεργαστούν στον σχεδιασμό.

«Θα με προσέχεις για να μην κάνω κι άλλα λάθη», είπε ο Τζιουζέπε.

«Είμαι σίγουρος ότι θα το είχες αντιληφθεί ο ίδιος εγκαίρως», είπε μεγαλόψυχα ο Έλληνας.

«Σ’ ευχαριστώ πολύ. Ίσως και να το έκανα, αλλά στην περίπτωση που δεν το έβλεπα, θα είχα μπλέξει άσχημα». Χτύπησε το ποτήρι του στο τραπέζι και μετά το τσούγκρισε με το ποτήρι του Σπύρου, κάνοντας την ελληνική πρόποση ''γεια μας''.

Το επόμενο πρωί, ο Τζιουζέπε μίλησε στον προϊστάμενό του για τη συζήτησή του με τον Σπύρο, χωρίς να αναφέρει το δικό του λάθος. «Είναι καλός άνθρωπος, πολύ έμπειρος, και καλός στο σχέδιο. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι δεν μιλάει ιταλικά, αλλά μιας και μιλάω εγώ ελληνικά, αυτό δεν είναι πρόβλημα. Θα μας ήταν πολύ χρήσιμος. Μπορείς να τον αναθέσεις σε μένα;».

Ο διευθυντής συμφώνησε: «Έχω ακούσει καλά πράγματα γι' αυτόν. Το μόνο άσχημο σχόλιο που είχα γι’ αυτόν ήταν ότι είναι οξύθυμος, γι' αυτό πρόσεχέ το αυτό».

Είπαν στον Σπύρο να αναφέρει τώρα στον Τζιουζέπε και τις επόμενες εβδομάδες οι δύο άνδρες συνεργάστηκαν στενά μαζί. Μετά τη δουλειά, απέκτησαν τη συνήθεια να σταματούν στο μπαρ για ένα τελευταίο ποτό πριν επιστρέψουν στο σπίτι τους, στις οικογένειές τους.

****

Όταν ήταν μόνο πέντε ετών, ο Γιάννης βρήκε ένα μικρό μεταλλικό καλούπι σε μια από τις παραλίες. Όταν αναποδογύρισε άφησε σχήμα κοχυλιού όταν το γέμισε με άμμο.

Έπαιζε κοντά σε ένα από τα κτίρια που εργαζόταν ο Σπύρος και βρήκε ένα σακί τσιμέντο. Έχωσε μέσα το μικρό του καλούπι και το γέμισε με τσιμέντο, και μετά έτρεξε ενθουσιασμένος να το δείξει στον πατέρα του.

Ο Σπύρος του έβαλε τις φωνές. «Τι κάνεις εκεί; Θα μπορούσε να μπει στο μάτι σου έτσι που τρέχεις. Δώσ' το μου!». Πήρε το καλούπι και το πέταξε σε ένα σωρό από μπάζα. Μετά είπε στο αγόρι να απλώσει το χέρι του, έβγαλε τη ζώνη του και τον χτύπησε τρεις φορές. Το αγόρι έτρεξε μακριά, κλαίγοντας.

Εκείνο το βράδυ, η γυναίκα του, η Δέσποινα, τον ρώτησε τι είχε συμβεί. «Ο Γιάννης ήρθε σπίτι κλαίγοντας και είπε ότι πέταξες το παιχνίδι του και τον χτύπησες. Τι έγινε;».

«Ήταν άτακτος. Βρήκε κάπου τσιμέντο και περιφερόταν τριγύρω με αυτό. Φοβόμουν μην μπει στο μάτι του».

«Ναι, το ξέρω, αλλά γιατί τον χτύπησες;».

«Πρέπει να του γίνει μάθημα. Είναι αγόρι και πρέπει να διδαχθεί πειθαρχία.

«Πειθαρχία; Είναι μόλις πέντε ετών! Είσαι πολύ σκληρός μαζί του».

Ο Σπύρος βλαστήμησε κάτι και βγήκε από το σπίτι. Κοπάνησε την πόρτα και έφυγε μουτρωμένος για να πάει σε ένα μπαρ. Κάποιοι φίλοι του ήταν εκεί, αλλά στην αρχή δεν πήγε κανένας κοντά του, έτσι που τον είδαν αγριεμένο. Κάποια στιγμή, ένας από αυτούς τον ρώτησε τι συμβαίνει.

«Γυναίκες!», είπε. Ο φίλος του κούνησε το κεφάλι του σε ένδειξη συμπαράστασης «Θέλουν να έχουν τα παιδιά στα πούπουλα. Η Δέσποινα παίρνει το μέρος του γιου της κάθε φορά. Αλλά πρέπει να μάθει από τώρα που είναι μικρός». Τους είπε τι είχε συμβεί.

Αν και ο φίλος του συμφωνούσε μαζί του, υπαινίχθηκε ότι ίσως δεν θα έπρεπε να είναι τόσο σκληρός. «Δεν είναι κακό παιδί και αυτό που έκανε δεν ήταν και τόσο μεγάλη αταξία. Ίσως θα έπρεπε να επανορθώσεις, για να ηρεμήσει η κατάσταση. Και συγνώμη που στο λέω αυτό, αλλά πρέπει να προσπαθήσεις να μην τσαντίζεσαι.

«Τι λες ότι θα έπρεπε να κάνω;».

«Δεν μου είπες ότι ήθελες να του μάθεις κολύμπι; Γιατί δεν το κάνεις; Ο καιρός είναι καλός ακόμα». Ήταν Οκτώβριος και η καλοκαιρία συνεχιζόταν. «Πέρασε λίγο χρόνο μαζί του. Αυτό θα του δείξει -και στη μητέρα του- ότι νοιάζεσαι. Είσαι καλός κολυμβητής, μπορείς να του μάθεις στο άψε-σβήσε».

Το επόμενο σαββατοκύριακο, ο Σπύρος πήρε τον Γιάννη με το γαϊδουράκι του και πήραν το μονοπάτι που οδηγούσε έξω από το λιμάνι στη βόρεια πλευρά, κάτω σε μια αμμώδη παραλία. Εκεί έδωσε στον Γιάννη ένα κομμάτι φελλού που είχε μαζέψει από την παραλία και έδειξε στο αγόρι πώς να το χρησιμοποιήσει σα σημαδούρα. Έβαλε τον γιο του στη ζεστή θάλασσα και τον κρατούσε. Έδειξε στο αγόρι πώς να κλωτσά τα πόδια του και να κινείται μέσα στο νερό. Μετά, έδεσε τον φελλό με μια κορδέλα στο στήθος του Γιάννη και του έδειξε πώς να κουνάει τα χέρια και τα πόδια του ταυτόχρονα.

Ο νεαρός αποδείχθηκε γεννημένος κολυμβητής και μετά από μερικά μαθήματα κολυμπούσε χωρίς βοήθεια. Ο πατέρας του ήταν περήφανος για τον γιο του, και το περιστατικό με το τσιμέντο ξεχάστηκε.

Αν και ήταν ακόμα πολύ μικρός, ο Γιάννης άρχισε να βοηθά τον Σπύρο στην οικοδομή. Ο πατέρας έφτιαχνε μόνος του τσιμεντένια τούβλα χρησιμοποιώντας ένα καλούπι και ο Γιάννης, από την ηλικία των οκτώ ετών, βοηθούσε τον πατέρα του να τα πουλάει και σε άλλους χτίστες. Ήταν κοπιαστική δουλειά, ειδικά για ένα μικρό αγόρι. Έπαιρνε τούβλα από τις τακτοποιημένες στοίβες που είχαν παραδοθεί στον χώρο με φορτηγό, και τα φόρτωνε σε ένα κάρο. Στη συνέχεια, το έσπρωχνε γρήγορα εκεί όπου εργαζόταν ο χτίστης, τα έβγαζε από το κάρο και τα στοίβαζε, έτοιμα για χρήση.

Μέσα από σκληρή δουλειά, ο Γιάννης εξελίχθηκε σε έναν γερό και δυνατό νεαρό άντρα. Ήταν κοντός, όπως πολλοί Έλληνες, αλλά μυώδης, με σκούρα μαλλιά και δέρμα, όμορφο πρόσωπο και ήταν σοβαρός και ώριμος, μιας και είχε αναγκαστεί να μεγαλώσει πολύ γρήγορα.

Τα αγόρια του χωριού που ήξεραν κολύμπι αψηφούσαν το κρύο και βουτούσαν στα νερά του λιμανιού την ημέρα των Θεοφανίων. Αυτή την ημέρα του Ιανουαρίου, οι νεαροί Έλληνες βουτάνε για τον σταυρό που ρίχνει ο ιερέας στο νερό, κατά μίμηση της Βάπτισης του Θεανθρώπου. Κάθε εκκλησία – και στο νησί υπήρχαν πολλές – γιόρταζαν με τον ίδιο τρόπο. Οι νέοι του τόπου στέκονται ανατριχιάζοντας από τον παγωμένο αέρα στην αποβάθρα, τυλιγμένοι σε πετσέτες προτού πέσουν στο νερό και όλοι περιμένουν να δουν ποιος θα μπορέσει να ανασύρει τον σταυρό. Μετά κολυμπούν πίσω και ο νικητής κρατά τον σταυρό ψηλά, πάνω από το κεφάλι του, για να τον ευλογήσει ο ιερέας.

Τον επόμενο χρόνο που είχε μάθει να κολυμπάει, ρώτησαν τον Γιάννη αν θα μπορούσε να συμμετάσχει στο βούτηγμα για τον σταυρό. Στη μητέρα του δεν άρεσε η ιδέα. «Είναι πολύ μικρός για να το κάνει αυτό και δεν κολυμπάει για πολύ καιρό».

«Ανοησίες», είπε ο Σπύρος. «Είναι δυνατός για την ηλικία του και κολυμπάει πολύ καλά τώρα. Θα είναι μια χαρά. Μπορείς να τον πας στην πόλη και να τον κρατήσεις ζεστό μέχρι να βουτήξει και εγώ θα περιμένω στο καΐκι για να τον πάρω αμέσως».

Έφτασε η μέρα. Η εκκλησία είχε ετοιμάσει ένα είδος πέργκολας σε μια ξύλινη πλατφόρμα που είχαν τοποθετήσει στην αποβάθρα, κοντά στη θάλασσα. Ήταν διακοσμημένη με κλήματα και κλαδιά πορτοκαλιάς και λεμονιάς, που καρποφορούσαν ακόμα. Ο ιερέας, ακολουθούμενος από το εκκλησίασμά του, έφθασε ντυμένος με την πλήρη εκκλησιαστική του αμφίεση, φορώντας ένα ελαφρώς βρώμικο λευκό ράσο πάνω από το κανονικό μαύρο ράσο του, και το παραδοσιακό ορθόδοξο κυλινδρικό μαύρο καπέλο με το επίπεδο κυκλικό κομμάτι πάνω από αυτό, σαν ένα αναποδογυρισμένο καπέλο. Πάνω από το λευκό ράσο φορούσε ένα χρυσό κεντημένο επιτραχήλιο και ένα μεγάλο σταυρό γύρω από το λαιμό του, και κρατούσε έναν άλλο σταυρό με ευλάβεια στα χέρια του. Προηγούνταν ο γέροντας ιερέας, που περπατώντας ανάποδα κουβαλούσε ένα μεγάλο προσευχητάρι ανοιχτό στη σελίδα για τη συγκεκριμένη ημέρα. Απάγγελε τη λειτουργία καθώς ερχόταν στην πέργκολα, και το εκκλησίασμα στην αποβάθρα ανταποκρινόταν όπου ήταν απαραίτητο, και σταυροκοπιούνταν με θέρμη καθώς έψελνε.

На страницу:
5 из 8