bannerbanner
Η Μοίρα Των Τεσσάρων
Η Μοίρα Των Τεσσάρων

Полная версия

Настройки чтения
Размер шрифта
Высота строк
Поля
На страницу:
6 из 8

Σήκωσε ψηλά τον σταυρό και τον κούνησε δεξιά και αριστερά ευλογώντας τα νερά και μιμούμενος το βάπτισμα του Ιησού από τον Ιωάννη τον Βαπτιστή. Μόλις έκανε αυτό, όλα τα αγόρια, τρέμοντας δίπλα στη θάλασσα, πέταξαν τις πετσέτες που τους κρατούσαν ζεστούς και προετοιμάζονταν για να βουτήξουν στο κρύο νερό. Ο Γιάννης έδωσε την πετσέτα του στη μητέρα του και στεκόταν ανυπόμονος, με τα δόντια του να κροταλίζουν από το κρύο, μέχρι που ο ιερέας κράδαξε για τελευταία φορά τον σταυρό και τον πέταξε στη θάλασσα. Όλα τα αγόρια όρμησαν στο νερό και έτρεξαν στο σημείο όπου ο σταυρός είχε βυθιστεί.

Ο Γιάννης είχε εξασκηθεί για τη σημερινή μέρα και κατάφερε να φτάσει στο σημείο ταυτόχρονα με τα περισσότερα αγόρια. Ήταν αρκετά ρηχά εκεί, και αυτός και οι άλλοι έψαξαν μέσα στο καθαρό νερό για να βρουν τον λαμπερό ασημένιο σταυρό. Τα πλατσουρίσματά τους τάραζαν την επιφάνεια του νερού, και έτσι ήταν πραγματικά δύσκολο να δουν πού ήταν. Κάποια παιδιά βούτηξαν εκεί που νόμιζαν ότι είχε πέσει. Ο Γιάννης προσπάθησε να κοιτάξει πού βουτούσε ο καθένας, αλλά τα μεγαλύτερα αγόρια τον έσπρωξαν στην άκρη για να βγει από τη μέση. Καθώς προσπάθησε να ξαναμπεί στο κέντρο της ομάδας, παρατήρησε μια λάμψη από κάτω του και βούτηξε. Ψηλάφησε γύρω από τις πέτρες στον πάτο, με τα αυτιά του να σκάνε από την πίεση, και τα δάχτυλά του ξεχώρισαν το σχήμα του σταυρού. Τον άρπαξε και ώθησε τον εαυτό του για να βγει στην επιφάνεια όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Τον κρατούσε θριαμβευτικά πάνω από το κεφάλι του, καθώς το πλήθος στην ακτή επευφημούσε.

Ο Σπύρος τον βοήθησε να βγει από το νερό, τυλίγοντάς τον με υπερηφάνεια σε μια πετσέτα. Ο Γιάννης, περιχαρής, αψηφώντας τώρα το κρύο, κούνησε τον σταυρό πάνω από το κεφάλι του καθώς μεταφερόταν πίσω στην αποβάθρα, όπου τον σήκωσαν στα χέρια οι παρευρισκόμενοι. Πήγε στον παπά και του έδωσε τον σταυρό. Ο ιερέας του είπε: «Είσαι ιδιαίτερα ευλογημένος αυτή τη σημερινή μέρα», και σχημάτισε ένα σύμβολο πάνω από το κεφάλι του.

Όταν η μητέρα του τον στέγνωσε, πήγαν με το υπόλοιπο εκκλησίασμα σε μια τοπική ταβέρνα και έφαγαν κατσίκα, ψημένη έξω στη σούβλα, ντόπιο χταπόδι και άφθονη σαλάτα. Οι άντρες ήπιαν ούζο και τσίπουρο και οι κυρίες πήραν ρετσίνα ντόπιας παραγωγής. Ο Σπύρος επέμεινε ότι ο Γιάννης ήταν τώρα αρκετά άντρας για να πιει λίγο τσίπουρο και ο Γιάννης, που ήταν ζαλισμένος από τη χαρά του για τον άθλο του, μέθυσε αρκετά πίνοντας το δυνατό, αρωματικό ποτό.

-–

Στην πολύβουη προκυμαία μπροστά από τον αεροναυτικό σταθμό όλα ήταν σε πυρετική δραστηριότητα. Είχαν φτάσει αεροπλάνα και ανεφοδιάζονταν για να επιστρέψουν στην Ιταλία. Άλλα τα έσερναν με τους μεγάλους γερανούς στο μπροστινό μέρος και τα μετέφεραν πίσω στα υπόστεγα αναμονής για επισκευές. Διέρχονταν ακόμα σκάφη με δομικά υλικά για τη νέα ναυτική βάση από και προς το λιμάνι.

Ο γιος του Τζιουζέπε, ο Μάρκο, παρακολουθούσε τον πατέρα του να επιβλέπει στην αποβάθρα την εκφόρτωση ενός φορτηγού που παρέδιδε οικοδομικά υλικά. Ήταν δέκα ετών, ένα σοβαρό, φιλομαθές αγόρι και αρκετά ψηλός για την ηλικία του – ιδιαίτερα σε σύγκριση με τα Ελληνόπουλα που δεν ήταν τόσο καλοθρεμμένα – με τα σκούρα χρώματα του πατέρα του και τη λεπτή σιλουέτα του, και με τα ξανθά μαλλιά που κληρονόμησε από τη μητέρα του.

Ένα από τα φορτηγά που περνούσαν μετέφερε στοίβες από τσιμεντένια τούβλα. Όπως ερχόταν προς τον Τζιουζέπε και τον Μάρκο, ο οδηγός του φρέναρε ξαφνικά και έκανε ελιγμό για να αποφύγει τους ανθρώπους που είχαν συγκεντρωθεί και πήγαιναν σε ένα από τα υδροπλάνα που ήταν έτοιμα για αναχώρηση. Ένα από τα τούβλα στην κορυφή του σωρού έπεσε και έσπασε στην προκυμαία, και παραλίγο να χτυπήσει τον Τζιουζέπε και τον Μάρκο. «Τι στο…», φώναξε ο Τζιουζέπε. Ο Μάρκο πήδηξε για να το αποφύγει κι έπεσε από την προκυμαία κατευθείαν στη θάλασσα. «Μάρκο!», φώναξε ο πατέρας του. «Δεν ξέρει κολύμπι, βοήθεια!». Είδε ένα σωσίβιο που κρεμόταν σε ένα στύλο εκεί κοντά και έτρεξε για να το πετάξει στο νερό.

Ο Γιάννης, που καθόταν στην καρότσα, είδε τι έγινε. Χωρίς δεύτερη σκέψη, άνοιξε την πόρτα και πήδηξε κατευθείαν από την αποβάθρα μέσα στο νερό. Κολύμπησε γρήγορα μέχρι το σημείο που βρισκόταν ο Μάρκο που είχε αρχίσει να βουλιάζει κάτω από το νερό και βούτηξε για να αρπάξει τον Μάρκο από το πουκάμισο και να τον ανασύρει, όπως είχε κάνει με τον σταυρό. Όμως δυσκολεύτηκε πολύ να τον βγάλει έξω, γιατί το πανικόβλητο αγόρι χτυπιόταν μέσα στην θάλασσα. Λαχανιάζοντας από την προσπάθεια, βγήκε στην επιφάνεια και πήρε μια ανάσα πριν ο Μάρκο τον τραβήξει κάτω. Προσπάθησε να βγει από το νερό, και τότε το βαρύ σωσίβιο από φελλό που έριξε ο Τζιουζέπε τον χτύπησε στο κεφάλι όπως έβγαινε στην επιφάνεια. Κατάφερε να τον αρπάξει με το ελεύθερο χέρι του και να τον ανασύρει με δυσκολία στην επιφάνεια της θάλασσας. Τελικά, κατάφερε να βγει στην επιφάνεια βγάζοντας νερό από το στόμα και προσπαθώντας να αναπνεύσει. «Ηρέμησε, σε κρατάω», του είπε ο Γιάννης, όσο ο Μάρκο κλωτσούσε και πλατσούριζε απεγνωσμένα.

Είχε μαζευτεί κόσμος στην προκυμαία που κοίταζε με αγωνία, και όταν ο Γιάννης τράβηξε επιτέλους το αγόρι στην ακτή ξέσπασαν σε χειροκροτήματα. Ο Τζιουζέπε και ο οδηγός του φορτηγού περίμεναν να τους τραβήξουν έξω.

«Τι στο διάολο σκεφτόσουν;», φώναξε ο Τζιουζέπε στον οδηγό καθώς αγκάλιαζε τον γιο του. «Θα μπορούσες να μας είχες σκοτώσει. Και ποιος φόρτωσε αυτά τα τούβλα; Θα έπρεπε να ήταν δεμένα!».

Ο Γιάννης τον κοίταξε. «Εγώ τα φόρτωσα. Λυπάμαι πολύ, αυτοί οι άνθρωποι μπήκαν μπροστά μας».

«Εσύ; Ποιος είσαι εσύ;», γύρισε για να δει το βρώμικο και ατημέλητο ελληνόπουλο, που είδε ότι ήταν γυμνασμένο, αλλά ένα κεφάλι κοντύτερος από τον γιο του.

«Είμαι ο Γιάννης Ραφτόπουλος. Ο πατέρας μου χτίζει τα νέα κτήρια του στρατώνα εκεί πέρα», έδειξε τα κτήρια που βρίσκονταν κατά μήκος της αποβάθρας. «Μου είπε να παραδώσω αυτά τα τούβλα».

«Ραφτόπουλος; Είσαι ο γιος του Σπύρου;».

«Ναι».

«Τον ξέρω, είναι καλός άνθρωπος. Αλλά δεν πρέπει να αφήνει ένα μικρό παιδί να κάνει τέτοια δουλειά. Αυτά τα τούβλα δεν ήταν σφιχτά δεμένα».

«Το ξέρω, λυπάμαι, δεν το κατάλαβα». Ο Γιάννης κρατιόταν να μην βάλει τα κλάματα. «Δεν θα έπεφταν αν δεν έπρεπε να στρίψουμε τόσο απότομα».

Ο Τζιουζέπε ηρέμησε κάπως. «Να είσαι πιο προσεκτικός την επόμενη φορά. Τέλος πάντων, πρέπει να σε ευχαριστήσω. Τουλάχιστον έσωσες τον Μάρκο».

Ο Μάρκο, που εκείνη τη στιγμή του έδινε μια κουβέρτα ένας φροντιστής από το υδροπλάνο για να μην κρυώσει, είπε: «Ευχαριστώ. Φαντάζομαι ότι ήρθε η ώρα να μάθω κολύμπι!». Έδωσε το χέρι του στον Γιάννη. «Είμαι ο Μάρκο και αυτός είναι ο μπαμπάς μου».

«Θα μπορούσα να σου μάθω, αν θέλεις. Σου υπόσχομαι ότι δεν θα σε πετάξω στη θάλασσα».

Ο Τζιουζέπε, εντελώς ήρεμος τώρα, είπε: «Αυτό ακούγεται πολύ καλή ιδέα. Είσαι καλά τώρα, γιε μου;».

«Ναι, είμαι μια χαρά».

«Τότε ας πάμε σπίτι. Μπορούμε να συζητήσουμε γι' αυτό αύριο, όταν έρθει ο Σπύρος».

Ο Σπύρος ήθελε να ενθαρρύνει τον Γιάννη να κάνει φιλίες με τα παιδιά των Ιταλών που συναναστρεφόταν. Παρότρυνε τον Γιάννη να μάθει τη γλώσσα, έτσι ώστε να μην νιώσει κι εκείνος σε μειονεκτική θέση, όπως ένιωσε ο ίδιος όταν οι Ιταλοί είχαν πρωτοφτάσει στη Λέρο, έτσι χάρηκε όταν ο Γιάννης γνώρισε τον γιο του Τζιουζέπε, παρά τις συνθήκες. Την επόμενη μέρα οι πατεράδες και οι γιοι συναντήθηκαν. Ο Σπύρος ένιωθε ακόμα άσχημα από το χθεσινό συμβάν, αλλά ο Τζιουζέπε τον καθησύχασε: «Είναι εντάξει, ήμασταν τυχεροί. Κανείς δεν τραυματίστηκε και το αγόρι σου θα έχει πάρει το μάθημά του».

«Ναι, το ξέρω. Του έδωσα ένα καλό χέρι ξύλο. Θα είναι πιο προσεκτικός στο μέλλον».

Ο Τζιουζέπε τρόμαξε λιγάκι όταν το άκουσε αυτό. «Ήταν απλά ένα ατύχημα».

«Σίγουρα, αλλά το καθαρματάκι πρέπει να βάλει μυαλό. Δεν θα ξανασυμβεί».

«Θα δεχτώ την προσφορά του. Μπορεί να κάνει με το Μάρκο μερικά μαθήματα κολύμβησης;».

«Δεν ξέρω. Έχουμε πολλή δουλειά και χρειάζομαι τον Γιάννη να με βοηθάει».

«Πόσο χρονών είναι το αγόρι;».

«Δέκα. Γιατί ρωτάτε;».

«Ίδια ηλικία με τον Μάρκο, αλλά δεν είναι λίγο μικρός για να εργάζεται τόσο σκληρά; Αυτό υποθέτω είναι δική σου δουλειά, αλλά νομίζω ότι θα έπαιρνε το μάθημά του καλύτερα αν έπρεπε να επανορθώσει. Γι ' αυτό θα ήθελα να κάνει με τον Μάρκο μερικά μαθήματα. Τι λες;».

Ο Σπύρος συμφώνησε πρόθυμα, και κανόνισαν τα δυο αγόρια να συναντηθούν στην παραλία αργότερα εκείνη την ημέρα.

Ο Γιάννης αποδείχτηκε σχεδόν τόσο καλός δάσκαλος όσο ο πατέρας του, και βοήθησε τον Μάρκο να ξεπεράσει τους φόβους του γρήγορα και να μάθει κολύμπι. Μετά τα μαθήματα, όποτε τον Γιάννη δεν τον χρειαζόταν ο πατέρας του για να φτιάξει ή να παραδώσει τούβλα, πήγαιναν για ψάρεμα, βγάζοντας ψάρια από την προκυμαία χρησιμοποιώντας αγκίστρια πάνω στα οποία είχαν δέσει λεπτά κυρτωμένα καρφιά για γάντζους. Για δόλωμα έβαζαν μπουκίτσες μπαγιάτικου ψωμιού ή, αν δεν έβρισκαν, τη γλοιώδη σάρκα των μυδιών που κολλούσαν στον μόλο. Ο Γιάννης έδειξε στον Μάρκο πώς να σκοτώνει γρήγορα ένα ψάρι, βάζοντας τα δάχτυλά του στα βράγχια και χτυπώντας το λαιμό του, και μετά πώς να το βγάζει και να το ξεκοιλιάζει.

Όταν μεγάλωσαν, σουλατσάριζαν στον παραλιακό δρόμο της νέας πόλης, φλερτάροντας τα κορίτσια που περνούσαν από δίπλα τους και μαζί με άλλους νέους κοκορευόντουσαν για τις επιτυχίες τους. Η πόλη αναπτυσσόταν πιο γρήγορα σε σχέση με άλλες στην Ελλάδα. Μεγάλοι καμπυλωτοί δρόμοι διέσχιζαν την πόλη, περικλείοντας φουτουριστικά καμπυλωτά κτήρια από σκυρόδεμα, για να ταιριάζουν με τους δρόμους. Μεγάλα οικοδομικά τετράγωνα χτίστηκαν, τόσο στο Πόρτο Λάγκο όσο και στον κόλπο, για να στεγάσουν το προσωπικό του Ναυτικού και του Αεροναυτικού. Ο Μάρκο, επειδή ο πατέρας του εργαζόταν για τον ιταλικό στρατό, είχε μεγαλύτερη πρόσβαση στις νέες εγκαταστάσεις από τα άλλα αγόρια και μπορούσε να βάλει μέσα κρυφά τον Γιάννη για να δει τις απαγορευμένες περιοχές – τα αντιαεροπορικά όπλα, τα κανόνια και τα στρατιωτικά παρατηρητήρια στους λόφους και στις σήραγγες που κατασκευάστηκαν για την προστασία του προσωπικού του στρατού σε περίπτωση πολέμου.

Ο Μάρκο άρχισε να ενδιαφέρεται για τα αεροπλάνα. Παρακολουθούσε τα υδροπλάνα που πηγαινοέρχονταν στο λιμάνι και μπορούσε να τα αναγνωρίσει όλα. Λαχταρούσε να γίνει πιλότος. Η ζωή του πιλότου φάνταζε εξωτική στα μάτια του. Τα αεροπλάνα μετέφεραν επιβάτες από την Ιταλία στο νησί και συχνά από και προς τις νέες ιταλικές αποικίες που δημιουργούνταν στην Αφρική.

Έπεσε στα χέρια του ένα αμερικάνικο βιβλίο που περιέγραφε πώς να φτιάχνεις ένα μοντέλο ανεμόπτερου από ξύλο μπάλσα με φτερά από ενισχυμένο χαρτί. Δεν ήταν εύκολο να βρει ξύλο μπάλσα, αλλά ο πατέρας του είχε μερικά ξύλινα φύλλα από τα αρχιτεκτονικά μοντέλα του και επέτρεψε στον Μάρκο να τα πάρει. Ο Μάρκο έκοψε με σχολαστικότητα τα ξύλα σε κατάλληλο σχήμα για να φτιάξει φτερά, στηρίγματα και άτρακτο. Στην αρχή είχε απογοητευτεί αρκετά επειδή, αν δεν ήταν προσεκτικός όσο έκοβε το απαλό ξύλο, χωριζόταν στη μέση και κατέστρεφε το σχήμα που είχε φτιάξει, κι έτσι έπρεπε να το πετάξει και αρχίσει από την αρχή.

Μόλις έκοψε όλα τα σχήματα που χρειαζόταν, ζήτησε από τον Γιάννη να τον βοηθήσει να τα κολλήσουν μαζί. «Θα σου δείξω πώς κόβονται αυτά τα πτερύγια. Πρέπει να ενωθούν μαζί με αυτό το μακρύ κομμάτι. Εφαρμόζει στις εγκοπές που είναι από πάνω».

Ο Γιάννης προσπάθησε να ενώσει τα κομμάτια, αλλά ήταν πολύ αδέξιος. «Τι ακριβώς κάνουμε εδώ, τέλος πάντων;», ρώτησε.

«Κατασκευάζουμε ένα μοντέλο ανεμόπτερου», του εξήγησε ο Μάρκο υπομονετικά.

«Αλλά γιατί, ποιο είναι το νόημα; Γιατί δεν πάμε για ψάρεμα;».

«Εντάξει, Γιάννη, δίνε του τώρα. Θα το κάνω μόνος μου. Πήγαινε για ψάρεμα».

Ο Γιάννης που βαριόταν πολύ, δεν ήθελε να τσακωθεί με τον φίλο του, έτσι στεκόταν αδρανής και παρακολουθούσε τον Μάρκο να ενώνει προσεκτικά τα κομμάτια και να τα κολλάει στη θέση τους. Μετά, έβαλε δυνατό απορροφητικό χαρτί πάνω από τα φτερά και τα κόλλησε με βερνίκι που μύριζε πολύ έντονα. Άφησαν το μοντέλο να στεγνώσει και την επόμενη μέρα ο Μάρκο είπε στον Γιάννη να έρθει και να το πετάξει μαζί του.

Έδωσε στον Γιάννη ένα μακρύ λάστιχο στερεωμένο σε ένα γάντζο στο κάτω μέρος του μοντέλου και του είπε να κρατήσει το άλλο άκρο πάνω από το κεφάλι του, ενώ περπατούσε προς τα πίσω με το ανεμόπτερο. Μετά γύρισε και τον ρώτησε: «Έτοιμος;», και άφησε το αεροπλανάκι να πετάξει. Πέταξε κατευθείαν πάνω στον Γιάννη, που έσκυψε για να μην τον χτυπήσει. Αλλά όταν σηκώθηκε στον αέρα και πέρασε από πάνω τους έκανε έναν μεγάλο κύκλο πάνω από τα κεφάλια τους πριν σταματήσει και μετά έπεσε σε ένα βράχο και έσπασε.

Ο Μάρκο βλαστήμησε και έτρεξε να το σηκώσει. Ο Γιάννης γελούσε. «Ιταλική τεχνολογία είναι αυτή; Θες μήπως να πάμε σπίτι σου να το ξαναφτιάξουμε;», τον ρώτησε καθώς ο Μάρκο μάζεψε όλα τα κομμάτια του πολύτιμού του μοντέλου.

«Γαμώτο, γαμώτο, γαμώτο», είπε, και προσπάθησε να τα ενώσει ξανά. Είδε ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα εκεί, γιατί χρειαζόταν τα εργαλεία που είχε στο σπίτι και είπε στον Γιάννη να πάνε για ψάρεμα». Στενοχωρήθηκε που έγινε αυτό, αλλά χάρηκε πολύ που είχε καταφέρει να το πετάξει έστω και για λίγο.

****

Όταν ο Τζιουζέπε σταμάτησε να εργάζεται στα τεράστια υπόστεγα για τα υδροπλάνα, τον κάλεσε ο Γκραμάτικα για να του δώσει συγκεκριμένες οδηγίες για την ανάθεση της νέας του εργασίας.

«Σκοπεύουμε να εγκαταστήσουμε μια μεγάλη πυροβολαρχία στην είσοδο του Πόρτο Λάγκο». Έδειξε το σημείο πάνω στον χάρτη που άπλωσε μπροστά τους στο τραπέζι. «Όπως μπορείτε να δείτε η νότια είσοδος βρίσκεται σε απόκρημνη περιοχή. Έχουμε ένα φάρο εκεί, αλλά δεν υπάρχει εύκολος τρόπος για να φτάσουμε σε αυτό, παρά μόνο με σκάφος. Από την άλλη πλευρά υπάρχει ένα καλντερίμι που οδηγεί γύρω από το νησί και υπάρχει μια πεδινή έκταση κοντά στην είσοδο και αυτός ο πολύ ψηλός λόφος εδώ». Έδειξε το σημείο στον χάρτη. «Λέγεται Πατέλλα και έχει μια σχετικά επίπεδη κορυφή όπου μπορούμε να χτίσουμε τις θέσεις των πυροβόλων μας. Τι λες;».

Ο Τζιουζέπε κοίταξε στον χάρτη τα περιγράμματα των λόφων. «Είναι αρκετά απότομο. Μπορεί να έχουμε πρόβλημα στην κατασκευή ενός δρόμου μέχρι την κορυφή».

«Γι ' αυτό θέλω να πας εκεί και να το ερευνήσεις. Θα μου πεις μετά πως είναι».

Ο Τζιουζέπε συναντήθηκε με τον Σπύρο εκείνο το βράδυ. «Γνωρίζεις τον λόφο στην Πατέλλα δίπλα στην είσοδο του κόλπου;».

«Ναι, σίγουρα. Ψαρεύαμε στον όρμο που είναι από κάτω».

«Πρέπει να πάω και να το κοιτάξω. Σκεφτόμαστε να φτιάξουμε ένα δρόμο εκεί. Θέλεις να έρθεις να το δεις μαζί μου;».

Ο Σπύρος συμφώνησε και το επόμενο πρωί πήραν άλογα έφυγαν και πήραν τον χωματόδρομο που οδηγούσε στην βορινή πλευρά του κόλπου. Ο δρόμος ανηφόριζε για τον λόφο και στη συνέχεια έβγαινε σε ένα χωματόδρομο που οδηγούσε στο βόρειο τμήμα του κόλπου. Σ ' αυτό ακριβώς το σημείο πήραν ένα μονοπάτι που ανηφόριζε απότομα ως την κορυφή του λόφου. Έκανε ζιγκ-ζαγκ προς τα πάνω, στένευε προς τα κάτω όπως συνέχιζε και τελικά έφτασαν σε ένα οροπέδιο. Είχε μια υπέροχη θέα από εκεί. Έβλεπε νότια προς την Κάλυμνο, βόρεια προς την Πάτμο, δυτικά προς τις Κυκλάδες και ανατολικά πάνω από το νησί, προς τις τουρκικές ακτές.

«Πω πω! Ένα πυροβόλο όπλο εδώ πάνω θα είχε καθαρό πεδίο πυρός σε όλη την περιοχή. Τίποτα δεν θα μπορούσε να περάσει από το λιμάνι», είπε ο Τζιουζέπε.

Εκείνη τη στιγμή ένα υδροπλάνο ερχόταν από τα δυτικά, πετώντας κάτω στον κόλπο για να προσγειωθεί και να τροχοδρομηθεί στον αεροναυτικό σταθμό. «Εκτός ίσως από ένα αεροπλάνο», παρατήρησε ο Σπύρος. «Θα βρισκόταν από πάνω σου πριν προλάβεις να το δεις».

«Αλλά αν μπορούσαμε να δούμε αρκετά μακριά, θα ξέραμε ότι θα ερχόταν και θα μπορούσαμε να το καταρρίψουμε με αντιαεροπορικά όπλα».

«Ναι, αλλά το οπτικό πεδίο δεν είναι πάντα τόσο καλό. Είναι συχνά αρκετά θολά εδώ, όπως σήμερα και αν το αεροπλάνο έρθει από τη μεριά του ήλιου, θα τους τυφλώνει ο ήλιος».

«Ναι, αλλά και πάλι θα μπορέσουμε να το ακούσουμε, έτσι δεν είναι;».

«Ίσως. Όμως πόσο μακριά θα βρίσκεται όταν θα το πάρεις είδηση;».

Ο Τζιουζέπε διαπίστωσε ότι ο Σπύρος είχε δίκιο. Έλεγξαν όμως την περιοχή και χαρτογράφησαν τα σημεία που θα έπρεπε να εγκατασταθούν τα πολυβόλα για να έχουν το καλύτερο πεδίο βολής. Επέστρεψαν στο γραφείο και ο Τζιουζέπε ανέφερε αυτά που είχε ανακαλύψει. «Είχες δίκιο, είναι ιδανικό σημείο. Μπορούμε να διευρύνουμε το μονοπάτι που οδηγεί σε αυτό, και στην κορυφή υπάρχει μια μεγάλη έκταση όπου θα μπορούσαμε να τοποθετήσουμε σκόπευτρα και να χτίσουμε στρατώνες για τους πυροβολητές. Μπορείς να δεις από μίλια μακριά πλοία και αεροπλάνα. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι ίσως να μην τα δούμε εμείς μέχρι να είναι σχεδόν από πάνω μας, αλλά αυτό είναι πάντα το πρόβλημα με τα αεροπλάνα. Πετάνε πολύ γρήγορα».

Ο Γκραμάτικα τον διέταξε να καταρτίσει μια μελέτη για τον προγραμματισμό και το κόστος κατασκευής της οχύρωσης του λόφου. Στη συνέχεια, όταν εγκρίθηκε από τις στρατιωτικές αρχές, τέθηκε επικεφαλής του έργου. Αλλά όλο αυτό το διάστημα αναρωτιόταν πώς θα μπορούσε να ανιχνευθεί εγκαίρως μια πιθανή αεροπορική επίθεση. Κάθε μέρα πηγαινοερχόταν από τον λόφο, μερικές φορές έπαιρνε και τον γιο του μαζί. Μια μέρα που δούλευε για την τοποθέτηση ενός κανονιού μεγάλου διαμετρήματος, πρόσεξε το γιο του να τον χαιρετάει καθώς δούλευε σκληρά για να τελειώσει την διαπλάτυνση του νέου μονοπατιού για να περνάνε φορτηγά. Χαιρέτησε κι εκείνος και κατάλαβε ότι ο Μάρκο φώναζε κάτι, αλλά δεν μπορούσε να τον ακούσει. Φώναξε στον Μάρκο να φωνάξει πιο δυνατά, και έβαλε τα χέρια του πίσω από τα αυτιά του για να ακούσει αυτό που έλεγε. Τώρα μπορούσε να τον ακούσει καθαρά, αλλά ξαφνικά δεν ενδιαφερόταν να ακούσει τι έλεγε. Γύρισε πίσω με τα χέρια του να είναι ακόμα πίσω από τα αυτιά του. Συνειδητοποίησε ότι μπορούσε να ακούσει σχεδόν όλες τις ομιλίες στην περιοχή.

Κοίταξε προς τη θάλασσα και είδε από μακριά ένα υδροπλάνο να πλησιάζει στο νησί. Έβαλε τα χέρια του πίσω από τα αυτιά του και μπόρεσε να ακούσει τους κινητήρες του, αλλά όταν τα έβγαλε ο ήχος χάθηκε.

Ο Μάρκο ήρθε εκεί πάνω. «Δεν με άκουσες μπαμπά;».

«Ναι, πολύ καθαρά. Καταπληκτικό!», είπε ο Τζιουζέπε, αφηρημένος.

«Καταπληκτικό; Λοιπόν, μπορώ;».

«Μπορείς τι;».

«Μπαμπά, ρωτούσα αν μπορώ να φέρω τον Γιάννη εδώ πάνω να δει τι κάνουμε».

«Τι; Ναι, φυσικά. Όχι!! Όχι, είναι στρατιωτική περιοχή, το γνωρίζεις αυτό», είπε, όταν αντιλήφθηκε ότι παραλίγο να του την σκάσει ο Μάρκο. «Αλλά πήγαινε πάλι εκεί πίσω, θα δοκιμάσουμε ένα πείραμα. Θέλω να μου μιλήσεις. Σιγανά στην αρχή και μετά μίλησε πιο δυνατά όταν σου πω».

Ο Μάρκο πήγε εκεί που του έδειξε, κάπως μπερδεμένος. «Τι θέλεις να πω;», τον ρώτησε, καθώς ο πατέρας του έβαζε πάλι τα χέρια του πίσω από τα αυτιά του.

«Απλά συνέχισε να μιλάς, πες ό,τι θες», είπε ο Τζιουζέπε, και έκανε επιτόπου στροφή κάνοντας πάλι τα χέρια του χωνί για ν’ ακούει καλύτερα. «Τώρα προχώρα εκεί», είπε, δείχνοντας ένα μικρό ύψωμα, λίγο πιο μακριά. Ο Μάρκο έκανε ό,τι του είπε ο πατέρας του και συνέχισε να μιλάει. Απήγγειλε ένα ποίημα που έμαθε στο σχολείο. Ο πατέρας του τού είπε να μετακινηθεί κάτω από το ύψωμα και όταν ο μικρός πήγε εκεί, του φώναξε να μιλήσει πιο δυνατά. Όταν τελείωσε πια, χωρίς να εξηγήσει τι ήταν αυτό που έκανε, έδιωξε τον Μάρκο, πήρε ένα σημειωματάριο και άρχισε να σχεδιάζει ενθουσιασμένος.

Δυο μέρες αργότερα ανέφερε στον Γκραμάτικα: «Νομίζω ότι ανακάλυψα τον τρόπο να εντοπίζω τα αεροπλάνα», είπε, και άνοιξε το σημειωματάριο στο οποίο είχε σχεδιάσει τμήματα κύκλων και είχε χαράξει γραμμές με κατεύθυνση προς τα έξω να δείχνουν στο κεντρικό σημείο κάθε τμήματος. «Αυτά είναι ακουστικά κάτοπτρα. Θα εστιάζουν στον ήχο του αεροπλάνου που προσεγγίζει το νησί. Αν στέκεσαι μπροστά τους εδώ» – έδειξε στο κέντρο εστίασης ενός από τα τμήματα -, «ο ήχος θα αντανακλάται πίσω σε εσένα. Θα ενισχυθεί έτσι ώστε να μπορείς να το ακούσεις αρκετά καθαρά. Τώρα αν μετακινηθείς γύρω από ένα ημικύκλιο μπροστά από τον καθρέφτη, θα έχεις τον δυνατότερο ήχο όταν θα είσαι ευθυγραμμισμένος με την κατεύθυνση του αεροπλάνου. Μπορούμε να το χρησιμοποιήσουμε για να ανιχνεύουμε αεροπλάνα και να είμαστε έτοιμοι να τους ρίξουμε πριν έρθουν από πάνω μας».

«Θα λειτουργήσει άραγε;».

«Έτσι νομίζω, αλλά πρέπει να το δουλέψω λίγο περισσότερο και να δω όλες τις παραμέτρους για να γίνει σωστά. Νομίζω ότι πρέπει να φτιάξουμε κάθετα παραβολικά κάτοπτρα, ώστε ο ήχος να ενισχυθεί».

«Πραγματικά, δεν καταλαβαίνω ακριβώς τι είναι αυτό, αλλά αν νομίζεις ότι θα λειτουργήσει, δούλεψέ το και πες μου τι χρειάζεσαι. Χρειάζομαι αναλυτική κοστολόγηση. Αν μας επιτεθούν, είναι πολύ πιθανό ότι εκτός από αεροπλάνα θα υπάρξουν και πλοία, οπότε αυτό ακούγεται πολλά υποσχόμενη ιδέα».

Αν και αποδείχθηκε περίπλοκο, στο τέλος ο Τζιουζέπε ήταν σίγουρος ότι το σχέδιό του θα δούλευε. Πρότεινε να μπουν τρία οριζόντια κυκλικά τμήματα τοποθετημένα σε ένα τρίγωνο με τα μεσαία τμήματα καμπυλωτά προς τα μέσα, και κάθε άκρο να αγγίζει αυτό του επόμενου, ώστε να επιτρέπει την ανίχνευση των αεροπλάνων από οποιαδήποτε κατεύθυνση. Τα τμήματα θα ήταν επίσης καμπυλωτά προς τα μέσα και σε κατακόρυφο επίπεδο, για να εστιάσουν τον ήχο στον ακροατή που θα ήταν μπροστά. Στη συνέχεια, έφτιαξε ένα μοντέλο από πεπιεσμένο χαρτί προκειμένου να το παρουσιάσει στους άλλους μηχανικούς, αρχιτέκτονες και κατασκευαστές που θα τα συναρμολογήσουν.

Αποφάσισαν να κατασκευάσουν ένα μεγαλύτερο μοντέλο από σκυρόδεμα για να διενεργήσουν δοκιμές για τον μηχανισμό που επινόησε ο Τζιουζέπε, φτιάχνοντας μόνο ένα από τα τμήματα. Δεν ήταν εύκολο – ειδικά για να πάρει την καμπυλότητα δεξιά – αλλά επέμειναν, και αφού το συναρμολόγησαν, έστησαν το μοντέλο κοντά στον αεροναυτικό σταθμό για να το δοκιμάσουν. Οι πρώτες απόπειρες δεν πήγαν πολύ καλά. Διαπίστωσαν ότι ο ήχος ενός υδροπλάνου που πλησιάζει, θα μπορούσε να ακουστεί σχεδόν το ίδιο καλά και χωρίς τον μηχανισμό. Ο Τζιουζέπε συνειδητοποίησε ότι ο ακροατής έπρεπε να τοποθετηθεί έξω από την άμεση κατεύθυνση του ήχου. Μια τάφρος σκάφτηκε μπροστά από τον τοίχο και τώρα ο ακροατής μπορούσε να ακούσει την ηχητική ανάκλαση χωρίς περισπασμό και να κινηθεί κατά μήκος της τάφρου, για να μετρηθεί η κατεύθυνση εκτιμώντας σε ποιο σημείο ο ήχος ήταν δυνατότερος.

«Ακόμα δεν είναι σωστό», είπε ο Τζιουζέπε. «Ο ήχος πρέπει να είναι πιο συγκεντρωμένος».

Προβληματίστηκε μ’ αυτό για μερικές μέρες.

«Σε τι σχήμα έφτιαξες τον τοίχο;», ρώτησε τον κατασκευαστή.

«Σε κυκλικό σχήμα, όπως το σχεδίασες».

«Το κατακόρυφο τμήμα, όμως, πρέπει να είναι παραβολικό».

«Παραβολικό; Όχι, το έκανα κυκλικό, όπως και τον τοίχο».

«Αλλά αυτό δεν θα εστιάσει στον ήχο σωστά! Πρέπει να το αλλάξεις».

Ο κατασκευαστής δυσανασχέτησε και ξαπόστειλε τον Τζιουζέπε, ενώ αναρωτιόταν πώς να προσαρμόσει την καμπυλότητα. Την επόμενη εβδομάδα κάλεσε τον Τζιουζέπε να ρίξει μια πρώτη ματιά στην τροποποίηση του τοίχου. «Με ζόρισε πάρα πολύ μπορώ να σου πω, και δεν είμαι σίγουρος αν άλλαξε τίποτα. Αλλά έχεις την παραβολικότητά σου τώρα και νομίζω ότι έρχεται ένα αεροπλάνο σε λίγο. Πήδα στο χαντάκι και δες αν τώρα μπορείς να το ακούσεις καλύτερα».

Ο Τζιουζέπε πήδηξε μέσα στο χαντάκι και τέντωσε τ’ αυτιά του για να ακούσει το αεροπλάνο. Ένα μακρινό βουητό ακούστηκε και σήκωσε το χέρι του για να δείξει ότι το είχε ακούσει, προχωρώντας κατά μήκος του χαντακιού μέχρι εκεί που το άκουγε πιο δυνατά. Κοίταξε τον κατασκευαστή. Έδειξε μακριά από τον τοίχο. «Μπορώ να το ακούσω τώρα, έρχεται από εκεί».

Ο κατασκευαστής κοίταξε πέρα από τη θάλασσα. Μπορούσε κι εκείνος να ακούσει το αεροπλάνο, αλλά και πάλι δεν ήταν σίγουρος πού ήταν, μέχρι που είδε σε ποιο σημείο έδειχνε το χέρι του Τζιουζέπε. «Ποιος να το’ λεγε, έχεις δίκιο!», είπε έκπληκτος, και ικανοποιημένος που λειτούργησε τελικά.

Ο Τζιουζέπε βγήκε από το χαντάκι και ο κατασκευαστής τον χτύπησε στην πλάτη. «Εντυπωσιακό», του είπε.

Μια έκδοση πλήρους κλίμακας χτίστηκε στην κορυφή της Πατέλλας, στη θέση που επέλεξε ο Τζιουζέπε. Τις επόμενες εβδομάδες, δοκίμασε το «ακουστικό τοίχωμα» που είχε φτιάξει, χρησιμοποιώντας το για να προσδιοριστεί η κατεύθυνση προσέγγισης των αεροσκαφών και των πλοίων, όταν οι μηχανές τους θα έκαναν αρκετό θόρυβο. Λειτούργησε αρκετά καλά, αν και ο Τζιουζέπε απογοητεύτηκε όταν διαπίστωσε ότι η εμβέλεια δεν ήταν τόσο μεγάλη όσο ήλπιζε. «Αν έρθει να μας επιτεθεί ένα γρήγορο μαχητικό ή βομβαρδιστικό αεροσκάφος, θα μπορούσε να είναι από πάνω μας προτού βρούμε χρόνο να αντιδράσουμε», είπε στον Γκραμάτικα.

«Δεν πειράζει, πάρε μερικούς άνδρες να εκπαιδευτούν στη χρήση του. Έχουμε άλλους τρόπους εντοπισμού αεροπλάνων και πολλές δυνάμεις πυρός. Εκτός αυτού, δεν είμαστε καν σε πόλεμο!».

Ο Μάρκο ενθουσιάστηκε με τον νέο μηχανισμό του πατέρα του. Ήθελε να το δείξει στον Γιάννη, αλλά η περιοχή ήταν απαγορευμένη για το μη στρατιωτικό προσωπικό. Ούτε και ο Μάρκο έπρεπε να βρίσκεται εκεί.

Το 1935, η Ιταλία εισέβαλε στην Αβησσυνία και ακολούθησε η στρατιωτική κατοχή της Αιθιοπίας. Αυτό είχε καταστήσει την Ιταλία του Μουσολίνι σε «κράτος- παρία» και ώθησε τη χώρα σε συμμαχία με τη Γερμανία. Η σταθερή ροή των ιταλικών στρατιωτικών πλοίων που έρχονταν στο τεράστιο φυσικό λιμάνι της Λέρου, επιβεβαίωσε τις επεκτατικές βλέψεις της χώρας, οι οποίες ήταν εμφανείς τόσο στον Μάρκο όσο και στον Γιάννη. Ο Γιάννης ενθουσιάστηκε με την επίδειξη δύναμης, χωρίς να κατανοεί πραγματικά τις συνέπειές της, αλλά ο πατέρας του Μάρκο ήταν πιο ανήσυχος, και φοβόταν τα χειρότερα. «Είναι πολύ καλό που οι συμπατριώτες μας καμαρώνουν νιώθοντας δυνατοί και σημαντικοί, αλλά εμείς οι Ιταλοί δεν είμαστε φτιαγμένοι για πόλεμο. Και, εξάλλου, γιατί θα πρέπει να είμαστε;».

На страницу:
6 из 8