bannerbanner
Quo Vadis
Quo Vadis

Полная версия

Quo Vadis

Язык: el
Год издания: 2017
Добавлена:
Настройки чтения
Размер шрифта
Высота строк
Поля
На страницу:
3 из 6

– Είδα τον Βεσπασιανόν, τον Τίτον και τον Σενέκαν.

– Αυτούς δεν τους αγαπά ο Καίσαρ.

– Είδα και τον Βινίκιον.

– Δεν τον γνωρίζω.

– Είναι συγγενής του Πετρωνίου. Επανήλθε προσφάτως εξ Αρμενίας.

– Ο Νέρων τον βλέπει με βλέμμα ευνοϊκόν;

– Τον Βινίκιον;.. Όλοι αγαπούν τον Βινίκιον.

– Και θα θελήση να μεσολαβήση υπέρ σου;

– Ναι.

– Η Ακτή εμειδίασε τρυφερώς.

– Τότε πιθανώς θα τον ίδης εις το συμπόσιον. Πρέπει να παρευρεθής.. Και πρώτον εάν θέλης να επανέλθης εις την οικίαν του Αούλου, το συμπόσιον τούτο θα σου δώση την ευκαιρίαν να ζητήσης, από τον Πετρώνιον και τον Βινίκιον, αν ευαρεστούνται, να παρέμβωσι προς τούτο. Ελθέ, Λίγεια. Ακούεις τον θόρυβον, τούτον των φωνών εις το ανάκτορον; Ήδη ο ήλιος κατέρχεται εις τον ορίζοντα, οι προσκεκλημένοι θα έλθωσι μετ' ολίγον.

– Έχεις δίκαιον, Ακτή, απεκρίθη η Λίγεια· θα ακολουθήσω την συμβουλήν σου.

Η Ακτή την ωδήγησε τότε εις το ιδιαίτερον κομμωτήριόν της διά να την χρίση με αρώματα και να την ενδύση διά το συμπόσιον· και μ' όλον ότι η οικία του Καίσαρος δεν είχεν έλλειψιν από θεραπαινίδας, η ιδία η Ακτή ανέλαβεν εκ συμπαθείας προς την Λίγειαν να την ενδύση με τας ιδίας της χείρας.

Αφού εξέδυσε την Λίγειαν δεν ηδυνήθη να συγκρατήση κραυγήν θαυμασμού εις την θέαν των μελών της των χαριεστάτων άμα και μεστών, των ζυμωμένων με γάλα και με ρόδα· έαρ απαράμιλλον εις τα βλέμματά της ηνοίγετο.

– Λίγεια, ανέκραξεν, είσαι εκατοντάκις ωραιοτέρα της Ποππέας!

Ανατραφείσα εις την οικίαν της αυστηράς Πομπωνίας, η νεάνις ίστατο ακίνητος εξ αιδούς με τα γόνατα σφιγμένα, τας χείρας επί του τραχήλου, με τα βλέμματα προσηλωμένα εις την γην.

Αίφνης ύψωσε τους βραχίονας με απότομον κίνησιν και αφήρεσε τας καρφίδας τας συγκρατούσας την κόμην της· διά κινήσεως της κεφαλής της την κατέρριψε και εκαλύφθη δι' αυτής ως διά μεταξωτής χλαμύδος.

Η Ακτή έψαυσε την ωραίαν καστανήν κόμην.

– Ω! είναι περιττόν να σου την ράνω με χρυσόν αι τρίχες της έχουν χρυσάς ανταυγείας.. Πρέπει να είναι θαυμασία η χώρα των Λιγείων, όπου γεννώνται τοιαύται νεάνιδες.

– Δεν την ενθυμούμαι, υπέλαβεν η Λίγεια. Ο Ούρσος μου είπεν, ότι εις τον τόπον μας υπάρχουν δάση και δάση.

Η Ακτή της έτριψεν ελαφρώς το σώμα με ευώδη έλαια και την ενέδυσε χιτώνα επίχρυσον, μαλακόν και άνευ χειρίδων, επάνω του οποίου έμελλε να τεθή ο χιονώδης πέπλος.

Μετ' ολίγον ήτο έτοιμη. Όταν τα πρώτα φορεία εφάνησαν προ της κυρίας πύλης, αμφότεραι έφθασαν εις έν περιστύλιον, οπόθεν είχον θέαν προς την είσοδον, προς τας στοάς και την επίσημον αυλήν.

Ήτο η ώρα της δύσεως του ηλίου. Αι τελευταίαι ακτίνες αυτού εφίλουν το κίτρινον μάρμαρον των στύλων, θερμαίνουσαι αυτό με ροδίνους μαρμαρυγάς.

Μεταξύ των στύλων, πλησίον των λευκών αγαλμάτων των Λαναΐδων, πλησίον των αγαλμάτων των θεών και των ηρώων, έρρεεν αδιάκοπον το ρεύμα των ανδρών και των γυναικών, ομοίων με αγάλματα και περιτετυλιγμένων με τηβέννους, πέπλους και στολάς, αίτινες εκρέμαντο μέχρι της γης εις ελαφράς πτυχάς.

Η Ακτή εδείκνυεν εις την Λίγειαν τας πλατυγύρους τηβέννους των συγκλητικών, τους χρωματιστούς χιτώνας των, τα σανδάλιά των τα στολισμένα με ημισελήνους, της εδείκνυε τους ιππότας, τους περιφήμους καλλιτέχνας και τας γυναίκας, τας ενδεδυμένας κατά τον ρωμαϊκόν ή τον ελληνικόν συρμόν ή φερούσας φανταστικά στολίδια της ανατολής, με κομώσεις αίτινες ωμοίαζον προς οφιοειδείς κόμβους, προς πυραμίδας, ή απλώς κατά μίμησιν των κομώσεων των αγαλμάτων των θεαινών χαμηλών εις το μέτωπον και ανασηκωμένων όπισθεν δι' ανθέων.

Φευ! Η Ακτή χαμηλή τη φωνή της απεκάλυπτεν ολίγον κατ' ολίγον όλα τα πολυδαίδαλα μυστικά τα αφορώντα το ανάκτορον και ένα έκαστον των προσερχομένων.

Εκεί κάτω ευρίσκεται η σκεπαστή στοά, της οποίας οι στύλοι και αι πλάκες είναι ακόμη κόκκινοι από το αίμα, με το οποίον εκηλιδώθη η λευκότης των, όταν ο Γάιος Καλιγούλας έπεσεν υπό την μάχαιραν του Κασσίου· εκεί επνίγη η σύζυγος του και το τέκνον του συνετρίβη επάνω εις το λιθόστρωτον.. Εκεί, υπό την πτέρυγα εκείνην των ανακτόρων, υπάρχει μία υπόγειος φυλακή, όπου ο νεώτατος Δρούσος, κατατρυχόμενος υπό της πείνης, έτρωγε τους καρπούς των χειρών του· εκεί ο Κλαύδιος εστρεβλώθη σπαράσσων· εκεί εθρήνει ο Γερμανικός.

Η Ακτή εσιώπησε.

Η Λίγεια παρετήρει πάντοτε το πλήθος, ως να εζήτει τινά.

Αίφνης το πρόσωπόν της έλαβε την χροιάν ρόδου· από την σειράν των κιόνων μόλις είχον εξέλθη ο Πετρώνιος και ο Βινίκιος και εβάδιζον με θείον παράστημα προς το μέγα δειπνητήριον.

Η Λίγεια ησθάνθη την καρδίαν της ανακουφιζομένην. Η επιθυμία να ίδη τον Βινίκιον, να του ομιλήση, κατεσίγασε πάντα άλλον πόθον της. Και τότε ανεπόλησε τους λόγους της Ακτής και τας συμβουλάς της Πομπωνίας. Αντελήφθη, ότι όχι μόνον έπρεπε να παρακαθήση εις το συμπόσιον, αλλ' ότι επεθύμει να παραστή εις αυτό. Η Ακτή λαβούσα την χείρα αυτής την ωδήγησε προς το τρίκλινον. Η Λίγεια επροχώρει με τους οφθαλμούς σκοτισμένους, με βομβούντα τα ώτα. Ως εν ονείρω είδεν επί των τραπεζών και των τοίχων μυριάδας φεγγοβολουσών λυχνιών· ως εν ονείρω ήκουε την κραυγήν, δι' ης εχαιρέτιζον τον Καίσαρα· ως διά μέσου ομίχλης πυκνής διέκρινεν αυτόν τον Καίσαρα. Μόλις ησθάνθη, ότι η Ακτή, αφού την έβαλε να καθίση παρά την τράπεζαν, έλαβε θέσιν εις τα δεξιά της.

Αριστερά της, μία φωνή μυστική, φωνή γνωστή ωμίλησε:

– Χαίρε, η ωραιοτέρα των παρθένων επί της γης, το ωραιότερον των άστρων εν ουρανοίς· χαίρε, ω θεσπεσία Γαλλίνα!

Ο Βινίκιος ήτο άνευ τηβέννου, κατά την συνήθειαν, ενδεδυμένος μόνον βαθυκόκκινον χιτώνα, από τον οποίον εξήρχοντο οι γυμνοί και καθαροί βραχίονες του περιβεβλημένοι χρυσά βραχιόλια, ίσως περισσότερον τυλώδεις βραχίονες στρατιώτου, κατάλληλοι διά την ρομφαίαν και την ασπίδα. Έφερε στέφανον εκ ρόδων.

Με τας οφρύς του, τας ηνωμένας ως τόξον, με τους οφθαλμούς του τους λαμπυρίζοντας και την ηλιοκαή επιδερμίδα εσυμβόλιζε την νεότητα και την ρώμην. Εφάνη τόσον ωραίος εις την Λίγειαν, ώστε αύτη μόλις ηδυνήθη να αρθρώση:

– Χαίρε, ω Μάρκε.

Εκείνος είπεν:

– Ευτυχείς οι οφθαλμοί μου οίτινες σε θεωρούν! ευτυχή τα ώτα μου, τα οποία ακούουν την φωνήν σου, την γλυκυτέραν κιθάρας και αυλού. Μεταξύ της Αφροδίτης και σου, Λίγεια, σε, ω θεσπεσία, θα εξέλεγον. Ήξευρα, ότι θα σ' επανίδω εδώ. Εν τούτοις, επί τη αφίξει σου όλη η ψυχή μου έπαλλεν εκ νέας χαράς.

Οι οφθαλμοί του ηκτινοβόλουν από απεριόριστον χαράν. Την παρετήρει ως να επεθύμει να εμποτισθή όλος από την θέαν της. Η Λίγεια ησθάνθη ότι, εν μέσω του πλήθους και εντός του παλατίου εκείνου ήτο ο μόνος άνθρωπος όστις ήτο γνωστότερος προς αυτήν και ήρχισε να τον ερωτά δι' όλα εκείνα τα πράγματα, τα οποία δι' αυτήν ήσαν ακατάληπτα και φοβερά. Πόθεν ήξευρεν ότι θα την εύρισκεν εις την οικίαν του Καίσαρος; Διατί αύτη ευρίσκετο εδώ; Διατί ο Καίσαρ την είχεν αρπάσει από την Πομπωνίαν; Εδώ όλα την ετρόμαζον. Ήθελε να επιστρέψη πλησίον της μητρός της. Θα είχεν αποθάνει εκ λύπης και αγωνίας αν έλειπεν η ελπίς να ίδη τον Πετρώνιον και τον Βινίκιον μεσολαβούντας προς χάριν της πλησίον του Καίσαρος. Ο Βινίκιος τη είπεν ότι είχε μάθει την αρπαγήν της εκ στόματος αυτού του Αούλου.

Διατί ευρίσκετο εδώ, αυτός το ηγνόει, επειδή ο Καίσαρ δεν εσυνήθιζε να δίδη λόγον των αποφάσεών του εις κανένα. Εν τοσούτω, ας μη είχε φόβον· αυτός, ο Βινίκιος, ήτο πλησίον της και θα έμενε πλησίον της. Η Λίγεια ήτο η ψυχή του όλη και θα επηγρύπνει επ' αυτής όπως επί της ψυχής του.

Επειδή η οικία του Καίσαρος της επροξένει φόβον, εκείνος της ωρκίζετο ότι δεν θα την άφινεν εις την οικίαν αυτήν.

Αν και ωμίλει δι' υπεκφυγών, και ενίοτε εψεύδετο, η φωνή του διετήρει τον τόνον της αληθείας, διότι τα αισθήματά του ήσαν αληθή.

Ειλικρινής συμπάθεια τον κατελάμβανε, και οι λόγοι της Λιγείας εισέδυον εις την καρδίαν του. Και όταν ήρχισε να τον ευχαριστή και να του υπόσχεται ότι η Πομπωνία θα τον αγαπά διά την καλωσύνην του, και ότι αύτη η ίδια θα του ήτο ευγνώμων μέχρι τελευταίας πνοής, δεν εκράτησε πλέον την συγκίνησίν του. Η καρδία του ετήκετο εξ ευτυχίας. Η καλλονή της Λιγείας του εμέθυσκε τας αισθήσεις, και ησθάνθη ότι την επόθει μέχρι τρέλλας. Και, ενώ ο θόρυβος του συμποσίου ηύξανεν, εκείνος έκυψε προς αυτήν και ήρχισε να της ψιθυρίζη λόγους απλούς και γλυκείς, λέξεις εξερχομένας εκ της ψυχής, αρμονικάς ως μουσική και μεθυστικάς ως ο οίνος.

Και η Λίγεια εμέθυεν από τους λόγους τούτους. Ο θόρυβος, η μουσική, τα αρώματα των ανθέων και η ευωδία των θυμιαμάτων ήρχισαν να την ζαλίζουν. Ο Βινίκιος ανεκλίνετο πλησίον αυτής, πλήρης νεότητος, ρώμης, έρωτος. Και έπινε διαρκώς οίνον. Αλλά περισσότερον από τον οίνον, το θαυμάσιον εκείνο πρόσωπον, οι βραχίονες οι γυμνοί, το παρθενικόν της Λιγείας στήθος, και το σώμα εκείνο, το οποίον άφιναν να μαντεύη τις αι πτυχαί του χιονώδους πέπλου, τον εμέθυσκον περισσότερον.

Αίφνης, της έσφιξε την χείρα και εψιθύρισε με χείλη τρέμοντα:

– Σε αγαπώ, Γαλλίνα!.. Σε αγαπώ.

– Άφησέ με, Μάρκε, είπεν η Λίγεια.

Αλλ' εκείνος, με οφθαλμούς λάμποντας:

– Θείον πλάσμα, αγάπα με, αγάπα με!

– Ο Καίσαρ σας βλέπει και τους δύο, είπεν η Ακτή.

Ο Βινίκιος κατελήφθη από αιφνιδίαν οργήν εναντίον του Νέρωνος και της Ακτής. Διά τον νέον, οι λόγοι ούτοι εν τοιαύτη στιγμή και υπό φωνής αγαπητής ακόμη προφερόμενοι θα εφαίνοντο οχληροί. Εφαντάσθη ότι σκοπίμως η Ακτή είχε διακόψει την θελκτικήν συνδιάλεξίν των.

Υψώσας τότε την κεφαλήν και παρατηρών την νέαν απελευθέραν υπεράνω των ώμων της Λιγείας:

– Παρήλθον, Ακτή, είπεν, οι χρόνοι οπότε ανεκλίνεσο παρά το πλευρόν του Καίσαρος εις τα συμπόσια· λέγουν δε ότι κινδυνεύεις να τυφλωθής· πώς ημπόρεσες λοιπόν να αναγνώσης τόσον καλά εις το πρόσωπον του Καίσαρος;

Εκείνη όμως με έκφρασιν ηρέμου λύπης απεκρίθη:

– Και όμως ηδυνήθην να ιδώ… Και εκείνος είναι μύωψ, σας βλέπει όμως διά μέσου του εκ σμαράγδου μονυέλου του.

Η Λίγεια ήτις εις την αρχήν του συμποσίου αμυδρώς είχε παρατηρήση τον Καίσαρα, ακολούθως δε αφωσιωμένη εις τους λόγους του Βινικίου, είχε λησμονήσει να τον παρατηρή, έστρεψε προς εκείνον περίεργα και έντρομα βλέμματα.

Η Ακτή είχεν ειπεί την αλήθειαν. Ο Καίσαρ, κύπτων επί της τραπέζης, με τον ένα οφθαλμόν ημίκλειστον, είχε πλησιάσει εις το άλλο τον εκ σμαράγδου μονύελόν του. Τους παρετήρει:

Το βλέμμα του συνήντησε το βλέμμα της Λιγείας και η καρδία της παρθένου επάγωσεν. Όταν ήτο ακόμη παιδίον εις την εξοχήν του Αούλου, εν Σικελία, παρεκάλει μίαν γραίαν δούλην εξ Αιγύπτου να της διηγήται ιστορίας με δράκοντας κατοικούντας εις σπήλαια. Της εφάνη ότι ο γλαυκός οφθαλμός ενός εκ των τεράτων εκείνων την παρετήρει ασκαδραμυκτί.

Ως παιδίον περίφοβον έδραξε την χείρα του Βινικίου, και εις την κεφαλήν της επήλθον αλλεπάλληλοι ραγδαίαι και συγκεχυμέναι εντυπώσεις.. Λοιπόν ήτο αυτός; Αυτός.. ο τρομερός, ο παντοδύναμος;.. Ποτέ δεν τον είχεν ίδη ακόμη και τον εφαντάζετο με όψιν φρικώδη, με χαρακτηριστικά, εφ' ων θα ήτο εγκεχαραγμένη διαρκώς η μανία.. Έβλεπε κεφαλήν τεραστίαν, χωμένην εις τεράστιον τράχηλον, κεφαλήν τρομακτικήν, αλλ' αγροίκον, ομοιάζουσαν μακρόθεν με κεφαλήν ανηλίκου παιδός. Χιτών εξ αμεθύστου, απηγορευμένος εις τους απλούς θνητούς, απέδιδε κυανήν ανταύγειαν εις το μικρόν και πλατύ πρόσωπόν του. Δεν είχε γενειάδα· προσφάτως την είχε θυσιάσει εις τον Δία. Και η Ρώμη ολόκληρος του είχεν απονείμη ευχαριστίας διά την θυσίαν αυτήν. Εν τοσούτω εις το μέτωπόν του, υπεράνω των οφρύων, είχε τι το ολύμπιον, και αι οφρύς του αι συνεσπασμέναι τον εδείκνυον ως έχοντα συνείδησιν της παντοδυναμίας του. Αλλ' υπό το μέτωπόν του, μέτωπον ημιθέου, διεγράφετο πρόσωπον πιθήκου έμπλεων επιθυμιών και παθών, πρόσωπον μεθύσου και αιμοχαρούς ανισορρόπου.

Εις την Λίγειαν εφάνη απαίσιος και φρικτός.

Αίφνης απέθεσε τον μονύελον και στραφείς προς τον Πετρώνιον ηρώτησεν:

– Είναι η όμηρος, την οποίαν ερωτεύεται ο Βινίκιος;

– Ναι.

– Εκ τίνος λαού κατάγεται;

– Εκ των Λιγείων.

– Ο Βινίκιος την ευρίσκει ωραίαν;

– Ναι, αλλ' επί του προσώπου σου, ω αλάνθαστε κριτά, αναγινώσκω ήδη την απόφασίν σου. Έχει γόμφους πολύ στενούς.

– Ναι, πολύ στενούς, επανέλαβεν ο Νέρων, ημικλείων τους οφθαλμούς.

Ο Πετρώνιος εμειδίασεν. Εν τω μεταξύ οι συνδαιτυμόνες θορυβωδώς συνεζήτουν περί διαφόρων ζητημάτων.

Τα συμπόσιον εγίνετο ζωηρότερον. Εις πάσαν στιγμήν εξήγον κρατήρας οίνου από μεγάλα αγγεία πλήρη χιόνος και στεφανωμένα με κισσόν.

Από τον θόλον έπιπτον ρόδα.

Ο Πετρώνιος παρεκάλεσε τον Νέρωνα να ευαρεστηθή, πριν όλοι οι συνδαιτυμόνες εντελώς μεθυσθώσι, να λαμπρύνη το συμπόσιον διά του άσματός του. Όλοι εν χορώ υπεστήριξαν τους λόγους τούτους.

Ο Νέρων κατ' αρχάς ηρνείτο, είχε πράγματι κρυολογήσει.

Αλλ' ο Λουκιανός τον εξώρκισεν εν ονόματι της τέχνης και της ανθρωπότητος. Όλος ο κόσμος εγνώριζε πλέον ότι ο θείος ποιητής, απαράμιλος αοιδός, είχε συνθέσει νέον ύμνον προς την Αφροδίτην, προς τον οποίον συγκρινόμενος ο ύμνος του Λουκριτίου ήτο κλαυθμηρισμός λυκιδέος. Ας εγίνετο λοιπόν το συμπόσιον εκείνο πραγματικόν συμπόσιον! Πατρικός άρχων δεν έπρεπε ποσώς να επιβάλλη εις τους υπηκόους του το βασανιστήριον της σιωπής του.

– Μη είσαι αδυσώπητος! επανέλαβεν εν χορώ η ομήγυρις.

Ο Νέρων εξέτεινε τας χείρας, μαρτυρών ότι τον εβίαζον και ότι υπεχώρει. Τα πρόσωπα πάντων έλαβον έκφρασιν ευγνωμοσύνης και όλων οι οφθαλμοί εστράφησαν προς αυτόν. Αλλ' έδωκε διαταγήν να αναγγείλουν εις την Ποππέαν, ότι έμελλε να ψάλη. Μία αδιαθεσία είχεν εμποδίσει την Αυγούσταν να έλθη εις το συμπόσιον και τίποτε δεν θα ήτο τόσον τελεσφόρον φάρμακον όσον το άσμα του Καίσαρος..

Η Ποππέα ήλθε πάραυτα. Εβασίλευεν αμερίστως εις την καρδίαν του Νέρωνος· αλλά θα ήτο επικίνδυνον να ερεθίση τον Καίσαρα, όταν επρόκειτο περί του εγωισμού του ως αοιδού, αρματηλάτου ή ποιητού. Εισήλθε ξανθή και ενδεδυμένη επίσης χιτώνα εξ αμεθύστου, με τον λαιμόν απαστράπτοντα εκ μεγάλων μαργαριτών, οίτινες απετέλουν μέρος των λειψάνων του Μασινίσσα. Επευφημίαι την υπεδέχθησαν και ηκούετο απαύστως το όνομα «θεία Αυγούστα».

Η Λίγεια δεν είχεν ιδή παρομοίαν καλλονήν Δεν ηδύνατο να πιστεύση τους οφθαλμούς της.

Ώστε ευρίσκετο εκεί η άτιμος Ποππέα, ήτις είχε παρορμήσει τον Καίσαρα να δολοφονήση την μητέρα του και την σύζυγόν του, η Ποππέα, της οποίας ανέτρεπον τα αγάλματα την νύκτα εις όλην την Ρώμην, και την οποίαν ύβριζον εις όλους τους τοίχους δι' επιγραφών. Η Λίγεια ουδέποτε είχε φαντασθή ότι τα ουράνια πνεύματα θα είχον προικισθή με γλυκυτέραν καλλονήν,

Ο Νέρων έψαλε, συνοδευόμενος από τας βαρβίτους, τον ύμνον του εις την Αφροδίτην. Η φωνή του και οι στίχοι του, αληθώς ειπείν, δεν ήσαν άνευ θελγήτρου.

Θόρυβος επευφημιών εσημείωσε το τέλος του ύμνου. «Ω θεσπεσία φωνή!» έκραζον πανταχόθεν. Μεταξύ των γυναικών, τινές υψώσασαι τους βραχίονας τους εκράτουν εν εκτάσει, καίτοι το άσμα είχε τελειώσει. Άλλοι εσφόγγιζον τους δακρυσμένους των οφθαλμούς. Η Ποππέα κλίνουσα την χρυσήν κεφαλήν της έφερεν εις τα χείλη της την χείρα του Νέρωνος, και την εκράτησεν ούτως επί μακρόν χωρίς να είπη λέξιν. Ο νέος Πυθαγόρας, Έλλην θαυμασίας καλλονής, (τον οποίον αργότερα ημιπαράφρων ο Καίσαρ έμελλεν εν μεγάλη πομπή να νυμφευθή), εγονυπέτησε παρά τους πόδας του Νέρωνος.

Αλλ' ο Νέρων παρετήρει προσεκτικώς προς το μέρος του Πετρωνίου, εις τον έπαινον του οποίου μόνον έδιδε σημασίαν. Ο Πετρώνιος ανέκραξεν:

– Η γνώμη μου περί της μουσικής του ύμνου τούτου είναι ότι ο Ορφεύς πρέπει να ωχριά και αυτός από φθόνον, όπως και ο παρευρισκόμενος Λούκανος· όσον διά τους στίχους, θα τους επροτίμων ολιγώτερον ακόμη καλούς, θα εύρισκον δε τότε έπαινον όστις να μη είναι ανάξιος αυτών.

Ο Νέρων ήτο ενθουσιασμένος, συνεζήτησε μετά του Πετρωνίου και υπέδειξεν ούτος τους στίχους, τους οποίους εθεώρει ως τους αρίστους.

Έπειτα ηγέρθη διά να προπέμψη την Ποππέαν, ήτις ασθενούσα αληθώς, επεθύμει να απέλθη.

Μετά τινας στιγμάς επέστρεψε, περίεργος διά τα θέαμα το οποίον είχε προετοιμάσει μετά του Πετρωνίου και Τιγελλίνου. Επηκολούθησαν διάλογοι και ο περίφημος μίμος Πάρις παρέστησε μιμικώς τας περιπετείας της Ηούς.

Ακολούθως εισήλθον χορεύτριαι και εξετέλεσαν με ήχους κιθαρών και κυμβάλων βακχικήν όρχησιν συνοδευομένην υπό αγρίων κραυγών και ασέμνων κινήσεων.

Εις την Λίγειαν, εφαίνετο ότι ο θόλος έμελλε να σχισθή και να πέση εις τας κεφαλάς των συνδαιτυμόνων. Αλλ' από τον θόλον έπιπτον ρόδα, και μόνον ρόδα. Και πλησίον της ο Βινίκιος μεθυσμένος, της έλεγεν: «Ευθύς ως σε είδα εις την οικίαν του Αούλου πλησίον της κρήνης, πάραυτα σε ηγάπησα. Ήτο πρωία, επίστευες ότι κανείς δεν σε έβλεπε και σε έβλεπα εγώ!.. Και όπως σε είδα, ούτω σε βλέπω πάντοτε, με όλον τον πέπλον τούτον, όστις σε κρύπτει. Ιδέ! θεοί και άνθρωποι διψώσιν έρωτα. Δεν υπάρχει τίποτε, τίποτε, ειμή ο έρως εις τον κόσμον!»

Εν τούτοις το τέλος των οργίων δεν ήτο εγγύς ακόμη. Οι δούλοι εξηκολούθουν να φέρουν νέα φαγητά και να γεμίζουν με οίνον τας κύλικας, τας στολισμένας με χλόην. Έμπροσθεν του ημικυκλοειδούς εφάνησαν δύο αθληταί. Αμέσως συνεπλάκησαν. Οι κορμοί των οι στίλβοντες εξ ελαίου απετέλεσαν ένα μόνον όγκον, ενώ τα οστά των έτριζον υπό την περίσφιξιν των ευρώστων βραχιόνων των. Οι Ρωμαίοι παρηκολούθουν ηδυπαθώς τας κινήσεις των ράχεων, των βραχιόνων και πήχεων, αλλ' η πάλη δεν θα διηωνίζετο. Ο Κρότων ο αρχηγός της σχολής των Θηριομάχων εθεωρείτο δικαίως ως ο ρωμαλεώτερος ανήρ της αυτοκρατορίας. Μετ' ολίγον η αναπνοή του αντιπάλου του επεταχύνθη, ήρχισε να ρογχάζη, έπτυσεν άφθονον αίμα και κατέπεσεν. Επευφημίαι εχαιρέτισαν το τέλος της πάλης.

Ο νικητής με τον ένα πόδα επί των νώτων του ηττημένου, με τους πελωρίους βραχίονας εσταυρωμένους παρετήρησε την ομήγυριν με βλέμμα θριαμβευτικόν.

Εισήλθον ακολούθως εγγαστρίμυθοι και γελωτοποιοί, αλλά δεν συνεκίνησαν, επειδή ο οίνος είχε ταράξει όλων τας φρένας.

Ο ανήρ, από το άρωμα των ελαίων, διά των οποίων θαυμασίας καλλονής έφηβοι έβρεχον τους πόδας των συμποτών, κατέστη δύσπνευστος.

Οι πλείστοι εκ των συνδαιτυμόνων δεν ηδύναντο να σταθούν εις τους πόδας των. Ο Πετρώνιος δεν ήτο μεθυσμένος, αλλ' όστις εν αρχή, κηδόμενος της ουρανίας φωνής του, απέφευγε να πίνη είχεν εκκενώσει κατόπιν κύλικα επί κύλικος και εμεθύσθη. Ήθελε μάλιστα να ψάλη ακόμη στίχους του, στίχους ελληνικούς την φοράν αυτήν, αλλά δεν κατώρθωνε να τους ενθυμηθή, και κατά λάθος έψαλεν άσμα του Ανακρέοντος.

Ο Βινίκιος δεν ήτο ολιγώτερον μεθυσμένος από τους άλλους. Το πρόσωπόν του το μελαψόν είχε γείνει μελανοκόκκινον και με το κολλώδες στόμα του εζήτει να περιπτυχθή την Λίγειαν και έλεγεν εις αυτήν μεγαλοφώνως:

– Δος μου τα χείλη σου. Σήμερον ή αύριον τι διαφέρει! Αρκετά επερίμενα. Ο Καίσαρ σε ανέλαβεν από τους Αούλους διά να σε προσφέρη δώρον εις εμέ, Με εννοείς! Αύριον όταν νυκτώση, οι δούλοι μου θα έλθουν να σε πάρουν, με εννοείς!. Ο Καίσαρ πριν σε ίδη, σε υπεσχέθη εις εμέ.. Οφείλεις να μου παραδοθής! Τα χείλη σου, δος μου τα χείλη σου!

Την περιεπτύχθη. Εκείνη επάλαιεν απηλπισμένη. Εις μάτην με τας δύο χείρας προσεπάθει να διαρρήξη τον εναγκαλισμόν των βραχιόνων εκείνων· μάτην διά φωνής πλήρους τρόμου και πικρίας τον ικέτευε να μη φέρεται ούτω. Δεν ήτο πλέον ο Βινίκιος ο άλλοτε, ο καλός και σχεδόν προσφιλής εις την ψυχήν της· ήτο σάτυρος μοχθηρός.

Εις μάτην, κύπτουσα όπισθεν, απέστρεφε την κεφαλήν διά να αποφύγη τα φιλήματα. Εκείνος ανωρθώθη, την έδραξε με τους δύο βραχίονας, έσυρε την κεφαλήν της επί του στήθους και με στόμα ασθμαίνον ήρχισε να εκμυζά τα ωχρά χείλη της. Εκείνη ησθάνετο ότι έμελλε να υποκύψη.

Αλλά την στιγμήν εκείνην τρομερά δύναμις παρέλυσε τους βραχίονας του αναισχύντου, ως βραχίονας παιδός και τον απώθησεν ως άχυρον ή ξηρόν φύλλον. Ο Βινίκιος έτριψε τους οφθαλμούς του εμβρόντητος και είδεν υπεράνω του το γιγάντιον ανάστημα του Λιγείου Ούρσου· ούτος έμεινεν ακίνητος και ησυχώτατος, αλλ' οι οφθαλμοί του εξακοντίζοντες βλέμματα επί του Βινικίου, είχον έκφρασιν τόσον παράδοξον, ώστε ο νέος ησθάνθη το αίμα του να παγώνη. Έπειτα ο γίγας έλαβε την δέσποινάν του εις τας αγκάλας του και με βήμα κανονικόν εξήλθε του τρικλίνου. Η Ακτή τους ηκολούθησεν.

Ο Βινίκιος έμεινεν επί τινας στιγμάς ως απολιθωμένος. Έπειτα ανεπήδησε και ώρμησε προς την έξοδον.

Λίγεια! Λίγεια!

Αλλ' η κατάπληξις, η μανία του και η μέθη του εξησθένισαν τας κνήμας, εκλονίσθη, εσκόνταψε και εσωριάσθη εις το πλακόστρωτον. Οι περισσότεροι των συνδαιτυμόνων είχον κυλισθή υπό τας τραπέζας. Τινές παρέπαιον εις την αίθουσαν προσκρούοντες εις τους τοίχους, άλλοι εκοιμώντο πλησίον της τραπέζης ρογχαλίζοντες ή αποπτύοντες κατά τον ύπνον των το πλεόνασμα των καταβροχθισθέντων φαγητών.

Και επάνω εις τους μεθυσμένους υπάτους, επάνω εις τους συγκλητικούς, τους ιππότας, τους ποιητάς, τους φιλοσόφους, επάνω εις τας χορευτρίας και τας πατρικίας, επάνω εις όλον εκείνον τον πανίσχυρον ακόμη, αλλά χωρίς ψυχήν κόσμον, ο οποίος εφέρετο προς την άβυσσον, εκ του χρυσού δικτύου του τεταμένου υπό τον θόλον, έπιπτεν αδιακόπως βροχή ρόδων.

Έξω ανέτελλεν η αυγή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ'

Κανείς δεν εσταμάτησε τον Ούρσον, κανείς δεν τον ηρώτησέ τι. Όσοι δε των συνδαιτυμόνων δεν ήσαν ακόμη υπό την τράπεζαν, είχον εγκαταλείψει τας θέσεις των.

Οι θεράποντες, βλέποντες μίαν των κεκλημένων εις τους βραχίονας του γίγαντος ενόμισαν ότι κάποιος δούλος απήγε την μεθυσμένην εταίραν του δεσπότου του. Άλλως η Ακτή ευρίσκετο πλησίον των και η παρουσία της θα διέλυε πάσαν υποψίαν.

Μετέβησαν εκ του τρικλίνου εις θάλαμον παρακείμενον, και εκείθεν εις την στοάν την άγουσαν εις τα δωμάτια της Ακτής.

Αι δυνάμεις της Λιγείας την είχον εγκαταλείψει τόσον, ώστε εβάρυνεν ως νεκρά εις τους βραχίονας του Ούρσου.

Έφθασαν ούτω εις τα διαμερίσματα της Ακτής.

Το μέρος τούτο του παλατίου ήτο ερημικόν· η μουσική και ο θόρυβος του συμποσίου έφθανον συγκεχυμένοι.

Ο Ούρσος απέθηκε την Λίγειαν επί μαρμαρίνου βάθρου. Η δε Ακτή ήρχισε να συμβουλεύη την κόρην, όπως ησυχάση και αναπαυθή, βεβαιούσα αυτήν ότι ουδείς κίνδυνος την ηπείλει, επειδή οι συνδαιτυμόνες θα εκοιμώντο μέχρι της εσπέρας. Επί πολύ η Λίγεια δεν ηδυνήθη να καταπραϋνθή. Έθλιβε τους κροτάφους με τας χείρας της και επανελάμβανεν ως παιδίον:

– Στο σπίτι! Στο σπίτι! Στου Αούλου.

Ο Ούρσος ήτο έτοιμος να υπακούση. Εις τας πύλας εφύλαττον πράγματι δύο δορυφόροι, αλλ' οι στρατιώται δεν εμπόδισαν τους απερχομένους. Προ της θριαμβευτικής αψίδος υπήρχεν ακόμη θόρυβος φορείων και μετ' ολίγον οι άνθρωποι έμελλον να εξέλθωσι κατά πυκνάς ομάδας. Και αυτοί θα ανεμιγνύοντο εις το πλήθος και θα διηυθύνοντο εις την οικίαν των.

Η Λίγεια επανελάμβανε:

– Ναι, Ούρσε, ας φύγωμεν.

Αλλ' η Ακτή ηναγκάσθη να φανή λογική δι' αυτούς. Θα απήρχοντο! Πολύ καλά! Κανείς δεν θα παρημπόδιζε την απέλευσίν των. Αλλά να δραπετεύση τις από του οίκου του Καίσαρος ήτο έγκλημα καθοσιώσεως. Θα απήρχοντο.. Και την εσπέραν είς κεντηρίων μετά των στρατιωτών του θα έφερε την εις θάνατον καταδίκην του Αούλου και της Πομπωνίας Γραικίνας και θα επανέφερε την Λίγειαν εις το Παλάτιον. Τότε αύτη θα εχάνετο οριστικώς. Εάν οι Άουλοι την εδέχοντο, ο θάνατός των ήτο βέβαιος. Έπρεπε να εκλέξη μεταξύ του ολέθρου των Πλαυτίων και του ολέθρου εαυτής.

– Ακτή, είπεν εν απελπισία η κόρη, ήκουσες τι έλεγεν ο Βινίκιος; Ότι ο Καίσαρ με έκαμε δώρον εις αυτόν και ότι απόψε θα στείλη τους δούλους του να με ζητήσουν και να με φέρουν εις την οικίαν του.

– Ήκουσα, είπεν η Ακτή.

– Ποτέ! Δεν θα μείνω ούτε εδώ, ούτε εις του Βινικίου· ποτέ!

Η Ακτή εξεπλάγη από την αντίστασιν ταύτην.

– Ώστε, ηρώτησε, τον αποστρέφεσαι τόσον, τον μισείς;

Αλλ' η Λίγεια δεν ηδυνήθη ν' απαντήση καταληφθείσα και πάλιν υπό λυγμών. Η Ακτή την είλκυσε προς το στήθος της και προσεπάθησε να την καταπραΰνη. Ο Ούρσος ανέπνεε θορυβωδώς και έσφιγγε τας πυγμάς.

– Όχι, είπεν η Λίγεια· μου απαγορεύεται να μισώ· είμαι χριστιανή.

– Ηξεύρω, Λίγεια· γνωρίζω προσέτι από τας επιστολάς Παύλου του Ταρσέως, ότι σας είναι απηγορευμένον να υποβάλλεσθε εις την ατιμίαν και να την φοβήσθε υπέρ την τιμωρίαν του θανάτου. Αλλ' ειπέ μου, το δόγμα σου επιτρέπει να προκαλή τις τον θάνατον του άλλου;

– Όχι.

– Τότε πώς θα τολμήσης να επισύρης την εκδίκησιν του Καίσαρος επί

των Αούλων;

Σιγή επηκολούθησε. Και πάλιν άβυσσος ηνοίγετο προ των ποδών της

Λιγείας.

– Σου κάμνω αυτήν την ερώτησιν, επανέλαβεν η Ακτή, διότι λυπούμαι σε και την καλήν Πομπωνίαν και τον Άουλον και το τέκνον των. Μένω από πολλού χρόνου εις την οικίαν αυτήν και ηξεύρω τι σημαίνει η οργή του Καίσαρος. Όχι, δεν δύνασθε να φύγετε απ' εδώ. Έν μόνον πράγμα έχεις να κάμης. Ικέτευσον τον Βινίκιον να σε αποδώση εις την Πομπωνίαν.

Αλλ' η Λίγεια έπεσεν εις τα γόνατα διά να ικετεύση άλλον τινά, τον.. Χριστόν. Ο Ούρσος εγονάτισε και αυτός, αμφότεροι δε εδέοντο εις την οικίαν του Καίσαρος.

Η Ακτή δεν ηδύνατο ν' αποσπάση τους οφθαλμούς από της Λιγείας, ήτις εστραμμένη εκ πλαγίου ανέτεινε την κεφαλήν και τας χείρας προς τον ουρανόν, ως να επερίμενεν εκείθεν να έλθη η σωτηρία.

Τέλος ηγέρθη με το πρόσωπον αίθριον.

Ο Ούρσος ηγέρθη επίσης, και εστάθη πλησίον του βάθρου, προσβλέπων την κυρίαν του και αναμένων να ακούση την απόφασίν της.

Οι οφθαλμοί της Λιγείας εσκοτίσθησαν. Δύο χονδρά δάκρυα κατήλθον βραδέως εις τας παρειάς της.

На страницу:
3 из 6