
Полная версия
Quo Vadis
Έπειτα στραφείς προς την Πομπονίαν Γραικίναν, είπε:
– Εννοώ τώρα, Δέσποινα, διατί ενώπιον των δύο τούτων πλασμάτων προτιμάς από τας εορτάς του ιπποδρομίου και του Παλατίνου την οικίαν σας.
– Ναι, απήντησεν εκείνη, έχουσα τους οφθαλμούς εστραμμένους προς τον μικρόν Άουλον και την Λίγειαν.
Εν τω μεταξύ ετελείωσαν το παιγνίδιον της σφαίρας, και αφού περιεπάτησαν ολίγον, εκάθησαν επί τινος βάθρου παρά το μικρόν ιχθυοτροφείον.
Αλλά μετ' ολίγον ηγέρθη το παιδίον διά να υπάγη προς αλιείαν.
Και ο Βινίκιος ήρχισε συνδιάλεξιν με την Λίγειαν.
– Ναι, έλεγε με χαμηλήν φωνήν και τρομώδη, μόλις είχον αποβάλει την παιδικήν εσθήτα, με έστειλαν εις τας λεγεώνας της Ασίας. Δεν ηδυνήθην να γνωρίσω την πόλιν, ούτε την ζωήν, ούτε τον έρωτα. Παιδίον εφοίτων εις το σχολείον του Μουσουνίου, όστις μας εδίδασκεν ότι η ευτυχία συνίσταται εις το να θέλωμεν ό,τι θέλουν οι θεοί. Και εγώ νομίζω ότι υπάρχει μία άλλη μεγαλειτέρα και πολυτιμοτέρα ευτυχία, η οποία δεν εξαρτάται από την θέλησίν μας, επειδή ο έρως μόνος δύναται να την δώση. Την ταύτην οι θεοί οι ίδιοι την ζητούν· και εγώ, Λίγεια, όστις μέχρι τούδε δεν εγνώρισα τον έρωτα, θέλω να βαδίσω εις τα ίχνη του και ζητώ ομοίως εκείνην, ήτις θα δυνηθή να μου δώση την ευτυχίαν.
Εκείνη, ήκουεν, όπως θα ήκουε τον ήχον αυλού ελληνικού ή κιθάρας, μουσικήν αλλόκοτον ήτις εισεχώρει εις τα ώτα της, έφλεγε το αίμα της και επλήρου την καρδίαν της με αδυναμίαν, με φόβον ως και με υπερφυά χαράν.
Η Λίγεια ύψωσε προς τον Βινίκιον τα βλέμματά της ως να εξύπνα εξ ονείρου.
Και ως τον είδε κύπτοντα προς αυτήν, με το βλέμμα πλήρες ικεσίας, της εφάνη ωραιότερος όλων των ανδρών και όλων των θεών, των οποίων τα αγάλματα έβλεπεν εις τας μετώπας των ναών.
Εκείνος έλαβεν ηρέμα την χείρα της άνωθεν του καρπού και ηρώτησε:
– Δεν μαντεύεις, Λίγεια, διατί ομιλώ ούτω προς σε;
– Όχι, εψιθύρισεν εκείνη τόσον χαμηλά, ώστε ο Βινίκιος μόλις την ήκουσεν.
Αλλά δεν την επίστευσε και σφίγγων σφοδρότερον τον βραχίονά της, θα την έσυρε προς την καρδίαν του, αν εις την ατραπόν την μυρτοφύτευτον δεν ενεφανίζετο ο γέρων Άουλος, όστις πλησιάσας τοις είπεν:
– Ο ήλιος χαμηλώνει, φυλαχθήτε από την δρόσον την εσπερινήν και μη
το παρακάμνετε.
– Έρριψα επί των ώμων μου την τήβεννόν μου, απήντησεν ο Βινίκιος,
και δεν κρυόνω.
Ο Πετρώνιος, καθήμενος πλησίον της Πομπονίας, ευχαριστείτο εις το θέαμα του δύοντος ηλίου, του κήπου και των ανθρωπίνων μορφών, των χρυσιζομένων από την λάμψιν του μεγάλου φωστήρος. Η γαλήνη της εσπέρας περιέβαλλε τους ανθρώπους, τα δένδρα, όλον τον κήπον.
Ο Πετρώνιος εξεπλάγη εκ της γαλήνης ταύτης. Επί του προσώπου της Πομπονίας, του γηραιού Αούλου, του υιού των και της Λιγείας, παρετήρησε κάτι το οποίον δεν ήτο συνειθισμένος να βλέπη εις τα πρόσωπα, μεθ' ων συνανεστρέφετο κατά τας νύκτας· ησθάνθη ότι μία φαεινή αιθρία εκπηγάζουσα εκ της καθημερινής ζωής των περιέβαλλε τους ενοίκους της οικίας εκείνης και ότι ήτο δυνατόν να υπήρχε καλλονή και θέλγητρον, τα οποία αυτός ο αείποτε θηρεύων θέλγητρα και καλλονήν ποτέ δε είχε γνωρίση. Δεν ηδυνήθη να κρατήση διά τον εαυτόν του τη εντύπωσιν ταύτην και στραφείς προς την Πομπονίαν είπε:
– Πόσον ο κόσμος εις σας είναι διαφορετικός από εκείνον το οποίον
κυβερνά ο ιδικός μας Νέρων!
– Εκείνη ύψωσε το λεπτοφυές πρόσωπόν της προς την λάμψιν του
λυκόφωτος και απήντησε με απλότητα:
– Δεν κυβερνά τον κόσμον ο Νέρων, αλλ' ο Θεός.
Επήλθε μικρά σιγή.
Ηκούσθησαν εις τον διάδρομον τα βήματα του γέροντος Αούλου, του Βινικίου, της Λιγείας και του μικρού Αούλου· αλλά πριν φθάση εκεί η ομάς, ο Πετρώνιος ηρώτησε πάλιν:
– Πιστεύεις λοιπόν εις τους θεούς, Πομπονία;
– Πιστεύω εις τον Θεόν, όστις είναι είς, Δίκαιος και Παντοδύναμος! απήντησεν αύτη.
– Πιστεύει εις ένα Θεόν, όστις είναι δίκαιος και παντοδύναμος, επανέλαβεν ο Πετρώνιος, όταν ευρέθησαν και πάλιν επί το φορείου, αυτός και ο Βινίκιος· εάν ο Θεός της είνε παντοδύναμος, είναι κύριος της ζωής και του θανάτου, και εάν είναι δίκαιος, πέμπει τον θάνατον δικαίως. Μα την ιεράν γαστέρα της Ίσιδος της Αιγυπτίας! Εάν έλεγα εις αυτούς ευθύς εξ αρχής διατί ήλθομεν, υποθέτω ότι η αρετή των θα αντήχει ως ασπίς χαλκίνη υπό κτύπημα ροπάλου. Και δεν ετόλμησα!
Ο Βινίκιος, κύπτων την κεφαλήν, έμεινε προς στιγμήν σιωπηλός· κατόπιν είπε:
– Την επόθουν· τώρα την ποθώ περισσότερον. Πρέπει να γείνη ιδική μου. Πρέπει να την αποκτήσω. Ήλθα να σου ζητήσω συμβουλήν. Αλλ' εάν δεν εύρισκες τίποτε, θα εύρω εγώ.. Ο Άουλος θεωρεί την Λίγειαν ως θυγατέρα του· διατί εγώ να την θεωρήσω ως δούλην; Αφού δεν υπάρχει άλλο μέσον να την αποκτήσω, ας έλθη να καθίση ως σύζυγος εις την εστίαν μου.
– Καθησύχασε. Μη ωθής τα πράγματα εις τα άκρα. Και δι' εμέ η Χρυσόθεμις ήτο θυγάτηρ του Διός, και όμως δεν την ενυμφεύθην· ομοίως και ο Νέρων δεν ενυμφεύθη την Ακτήν, καίτοι παρίστατο αύτη ως θυγάτηρ του βασιλέως Αττάλου.. Καταπραΰνθητι.. Σκέψου ότι, εάν θέλη να αφήση την στέγην του Αούλου χάριν σού, δεν έχει ούτος δικαίωμα να την κρατήση. Σου υπόσχομαι, ότι αύριον θα σκεφθώ πάλιν διά τα κατά σε και να μη με λέγουν πλέον Πετρώνιον, αν δεν εύρω κάποιο τέχνασμα.
– Σε ευχαριστώ και είθε η Τύχη να σε υπερπληρώση δώρων.
– Έχε υπομονήν.
– Πού πηγαίνεις;
– Εις της Χρυσοθέμιδος, συνόδευσέ με έως εκεί.
– Είσαι ευτυχής· έχεις εκείνην την οποίαν αγαπάς.
– Εγώ; Ηξεύρεις τι με διασκεδάζει ακόμη με την Χρυσόθεμιν; Το ότι με απατά με τον ίδιον απελεύθερόν μου, τον Θεοκλή, πιστεύουσα ότι δεν το ηξεύρω.
Και με το φορείον των έφθασαν εις την οικίαν της Χρυσοθέμιδος.
Αλλ' εις τον δρόμον ο Πετρώνιος θέσας την χείρα εις τον ώμον του
Βινικίου είπε:
– Περίμενε.. Μου φαίνεται ότι εύρον έν μέσον.
– Είθε όλοι οι θεοί να σε ανταμείψουν δι' αυτό.
– Ναι! Πιστεύω το μέσον αλάνθαστον.
– Σε ακούω.
– Λοιπόν εντός ολίγων ημερών η θεσπεσία Λίγεια θα γεύεται εις την οικίαν σου τον καρπόν της Δήμητρος.
– Είσαι μεγαλείτερος από τον Καίσαρα! ανέκραξεν ο Βινίκιος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'
Τω όντι ο Πετρώνιος ετήρησε την υπόσχεσίν του.
Την επαύριον, μετά την επίσκεψίν του εις της Χρυσοθέμιδος, εκοιμήθη σχεδόν καθ' όλην την ημέραν· αλλά την εσπέραν μετέβη εις το Παλατίνον και έλαβεν ιδιαιτέραν συνέντευξιν με τον Νέρωνα· την τρίτην ημέραν ενεφανίσθη έμπροσθεν της οικίας του Πλαυτίου είς εκατόνταρχος επί κεφαλής δεκαπεντάδος πραιτωριανών.
Κατά τους χρόνους εκείνους της αβεβαιότητος και της τρομοκρατίας, οι απεσταλμένοι του είδους τούτου ήσαν πολλάκις άγγελοι θανάτου. Όταν ο εκατόνταρχος έκρουσε διά του ρόπτρου την θύραν του Αούλου, και ο επιστάτης του ατρίου ανήγγειλε την παρουσίαν στρατιωτών, φόβος κατέλαβε την οικίαν.
Όλη η οικογένεια περιεκύκλωσε τον γέροντα στρατηγόν, διότι όλοι είχον πεποίθησιν, ότι αυτός κυρίως ηπειλείτο. Η Πομπονία περιπτυχθείσα διά των βραχιόνων της τον τράχηλον του συζύγου της συνεθλίβετο επάνω του και τα μελανιασμένα χείλη της εψιθύριζον μυστηριώδεις λέξεις. Η Λίγεια, ωχρά ως σινδόνη, του ησπάζετο τας χείρας. Ο μικρός Άουλος εκρεμάτο από την τήβεννόν του. Εξ όλων των μερών της οικίας εξήρχοντο σμήνη δούλων αμφοτέρων των φύλων. Αι γυναίκες έκλαιον και ολόλυζον.
Ο Άουλος αφού κατεπράυνε τας κραυγάς και διέταξε τους περικυκλούντας να διαλυθώσι, μετέβη εις το μέλαθρον, όπου τον επερίμενεν ο εκατόνταρχος.
Ήτο ο γηραιός Γάιος Άστας, άλλοτε υπηρετήσας υπό τας διαταγάς του εις τους πολέμους της Βρεττάνης.
Χαίρε, αρχηγέ, είπεν ο απεσταλμένος. Σου φέρω εκ μέρους του Καίσαρος μίαν προσταγήν και ένα χαιρετισμόν. Ιδού αι πινακίδες και η σφραγίς αίτινες δεικνύουσιν, ότι έρχομαι εξ ονόματός του.
– Είμαι ευγνώμων εις τον Καίσαρα διά τον χαιρετισμόν του και θα εκτελέσω την προσταγήν του. Χαίρε, Άστα. Ποία η εντολή του;
– Άουλε Πλαύτιε, ήρχισεν ο Άστας, ο Καίσαρ έμαθεν, ότι εις την οικίαν σου διαμένει η θυγάτηρ του βασιλέως των Λιγειέων, παραδοθείσα υπό του βασιλέως τούτου ως όμηρος εις τους Ρωμαίους. Ο θείος Νέρων σ' ευχαριστεί, ω αρχηγέ, διότι εφιλοξένησες την κόρην ταύτην, αλλά μη θέλων να σου επιβάλη το βάρος τούτο επί περισσότερον χρόνον και φρονών προσέτι ότι εν τη ιδιότητι του ομήρου η Λίγεια πρέπει να τεθή υπό την προστασίαν αυτού του Καίσαρος και της Συγκλήτου, σε διατάσσει να την παραδώσης εις τας χείρας μου.
Ο Άουλος ήτο ανήρ στρατιωτικός και δραστηριώτατος ώστε δεν ηθέλησε να προφέρη εις απάντησιν διαταγής ματαίους λόγους λύπης ή παραπόνων. Εν τούτοις μία ρυτίς οργής και λύπης ηυλάκωσε το μέτωπόν του, και αφού εξήτασε τας πινακίδας και την σφραγίδα, υψώσας έπειτα τους οφθαλμούς του προς τον γέροντα εκατόνταρχον είπεν ηρέμα:
– Περίμενε εις το Άτριον, Άστα· θα σου παραδοθή η όμηρος.
Και εισήλθεν είς το βάθος της οικίας εις τον θάλαμον όπου είχον καταφύγει η Πομπονία Γραικίνα, η Λίγεια και ο μικρός Άουλος.
– Κανείς δεν απειλείται με θάνατον ή εξορίαν εις τας μεμακρυσμένας νήσους, είπεν, εν τούτοις ο απεσταλμένος του Καίσαρος είναι άγγελος δυστυχίας. Πρόκειται περί σου, Λίγεια.
– Περί της Λιγείας; ανέκραξεν η Πομπονία.
– Ναι.
Και στραφείς προς την νεάνιδα είπεν:
– Λίγεια, ανετράφης εις την οικίαν μας και σε αγαπώμεν, η Πομπονία και εγώ, ως θυγατέρα μας. Αλλ' εις τον Καίσαρα ανήκει η κηδεμονία σου. Λοιπόν την στιγμήν αυτήν ο Καίσαρ σε απαιτεί.
– Άουλε, ανέκραξεν η Πομπονία, ο θάνατος θα ήτο προτιμότερος δι' αυτήν.
Η Λίγεια περιμαζευμένη εις τας αγκάλας της επανελάμβανε:
– Μητέρα μου! μητέρα μου!
Το πρόσωπον του Αούλου εξέφρασε και πάλιν οργήν και λύπην.
– Εάν ήμην μόνος, εις τον κόσμον, είπε με υπόκωφον φωνήν, δεν θα την παρέδιδον ζώσαν και οι συγγενείς μου θα ηδύναντο να φέρουν σήμερον αναθήματα εις τον Δία τον ελευθερωτήν. Θα υπάγω εις τον Καίσαρα και θα τον ικετεύσω να αναθεωρήση την απόφασίν του. Θα με ακούση; Δεν γνωρίζω. Εν τω μεταξύ, υγίαινε, Λίγεια, και ήξευρε καλώς ότι ηυλογήσαμεν την ημέραν όταν εκάθισες παρά την εστίαν μας. Υγίαινε, χαρά μας και φως των οφθαλμών μας!
Και επέστρεψε ζωηρώς εις το άτριον διά να μη αφήση να κυριευθή από συγκίνησιν αναξίαν ενός Ρωμαίου στρατηγού.
Εν τω μεταξύ η Πομπονία, οδηγήσασα την Λίγειαν εις τον Κοιτώνα, της έλεγε λόγους, οίτινες αντήχουν παραδόξως εις την οικίαν ταύτην, όπου ο Άουλος Πλαύτιος τακτικώς εις το ιερόν των Λαρήτων δεν έπαυε να προσφέρη θυσίας εις τους εφεστίους θεούς. «Ο καιρός της δοκιμασίας ήλθεν», έλεγεν η Πομπονία. Άλλοτε ο Βιργίνιος διετρύπησε το στήθος της ιδίας του θυγατρός να την απαλλάξη από το Άππιον και η Λουκρητία εκουσίως διετίμησε την ατιμίαν της διά της ζωής της. Τα ανάκτορα του Καίσαρος είναι οίκος της ατιμίας. Αλλ' εάν ο νόμος ο αγιώτερος, υπό τον οποίον ζώμεν και αι δύο, απαγορεύη να βλάπτη τις την ιδίαν ζωήν του, επιτρέπει και επιτάσσει να υπερασπίζεται τις κατά του αίσχους, ακόμη και με θυσίαν της ζωής».
Η νεάνις έπεσεν εις τα γόνατα και κρύπτουσα το πρόσωπόν της εις τον πέπλον της Πομπονίας, έμεινεν επί μακρόν σιωπηλή όταν δε ανηγέρθη, το πρόσωπόν της ήτο γαληνιώτερον:
– Πονώ να σε αφήσω, μητέρα μου, να αφήσω τον πατέρα μου και τον αδελφόν μου, αλλ' ηξεύρω ότι η αντίστασις δεν θα ωφελήση εις τίποτε και θα σας κατέστρεφεν όλους, εις την οικίαν όμως του Καίσαρος δεν θα λησμονήσω ποτέ τους λόγους σου.
Έπειτα απεχαιρέτισε τον νεαρόν Πλαύτιον, τον γέροντα Έλληνα, όστις εχρησίμευεν ως διδάσκαλος και εις τους δύο, την σκευοφύλακα, ήτις την είχεν αναθρέψει, και όλους τους δούλους.
Είς εξ αυτών μεγαλόσωμος εκ Λιγείας με ηρακλείους ώμους, τον οποίον εκάλουν εις την οικίαν Ούρσον (Αρκούδαν), και ο οποίος είχεν έλθη εις το στρατόπεδον των Ρωμαίων συγχρόνως με την Λίγειαν και την μητέρα της, έπεσεν εις τους πόδας της Πομπονίας λέγων:
– Ω δέσποινα, επίτρεψέ μου ν' ακολουθήσω την κυρίαν μου, διά να την
υπηρετώ και διά να επαγρυπνώ επ' αυτής εις την οικίαν του Καίσαρος.
– Δεν είσαι ιδικός μας δούλος συ, είσαι της Λιγείας, απήντησεν η
Πομπονία Γραικίνα, αλλά θα σε αφήσουν να υπερβής το κατώφλιον του
Καίσαρος;.. Και με ποίον μέσον θα κατορθώσης να επαγρυπνής επ'
αυτής;
– Δεν ηξεύρω· ηξεύρω μόνον, ότι αι χείρες μου θραύουν τον σίδηρον ως
ξύλον..
Ο Άουλος Πλαύτιος, χωρίς να αντισταθή εις την επιθυμίαν του Ούρσου, είπεν ότι ολόκληρος η ακολουθία της Λιγείας ώφειλε να τεθή μετ' αυτής υπό την προστασίαν του αυτοκράτορος.
Εκτός του Ούρσου, η Πομπονία παρεχώρησεν εις την Λίγειαν την γραίαν τροφόν της, δύο Κυπρίας κομμωτρίας, και δύο νεάνιδας εκ Γερμανίας, αίτινες υπηρέτουν εις τα λουτρά. Η εκλογή της έπεσεν επί των οπαδών της νέας διδασκαλίας, την οποίαν και ο Ούρσος επρέσβευεν από πολλών ετών. Έγραψε προς τούτοις λέξεις τινάς συνιστώσα την Λίγειαν εις την προστασίαν της Ακτής, της απελευθέρας του Νέρωνος. Η Πομπονία δεν την συνήντα εις τας συναθροίσεις των πιστών, αλλ' εκεί είχεν ακούσει να λέγουν, ότι η Ακτή δεν ηρνείτο ποτέ τας υπηρεσίας της εις τους χριστιανούς και ανεγίνωσκεν απλήστως τας επιστολάς Παύλου του Ταρσέως.
Ο Άστας ανέλαβε να εγχειρίση ο ίδιος την επιστολήν εις την Ακτήν. Ο Άουλος έθεσε τελευταίαν φοράν την χείρα επί της κεφαλής της κόρης και οι στρατιώται προπεμπόμενοι υπό των κραυγών του μικρού Αούλου, όστις ήθελε να υπερασπισθή την αδελφήν του και ηπείλει τον εκατόνταρχον με τας ασθενείς πυγμάς του, απήγαγον την Λίγειαν εις την οικίαν του Καίσαρος.
Ο γηραιός στρατηγός διέταξε να του ετοιμάσουν έν φορείον και μέχρις ότου ετοιμασθή τούτο, εκλείσθη μετά της Πομπονίας εις την πινακοθήκην.
– Άκουσέ με, Πομπονία, είπεν ούτος· πηγαίνω εις του Καίσαρος, αν και πιστεύω ότι το διάβημα τούτο είναι μάταιον. Ο Καίσαρ ουδέποτε ήκουσεν εις την ζωήν του να ομιλούν περί της Λιγείας· εάν απήτησε να του παραδώσουν αυτήν, τούτο εγένετο διότι κάποιος τον ώθησεν· είναι εύκολον να μαντεύση τις ποίος.
– Ο Πετρώνιος;
– Αυτός. Ιδού πώς ανταμειβόμεθα, διότι ηνοίξαμεν την θύραν μας εις ανθρώπους άνευ τιμής.
– Ο Πετρώνιος δεν μας την ήρπασε διά τον Καίσαρα, εξηκολούθησεν ο γηραιός στρατηγός με την συρίζουσαν φωνήν του διότι θα εφοβείτο να κάμη εχθράν την Ποππέαν· το έκαμεν άρα διά τον εαυτόν του ή και διά τον Βινίκιον… εντός της σήμερον θα το μάθω.
Μετ' ολίγον το φορείον τον έφερε προς το Παλατίνον.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ'
Ο Άουλος εσκέπτετο ότι δεν θα τον άφιναν να εισδύση μέχρι του
Νέρωνος.
Του απήντησαν τω όντι ότι ο Καίσαρ ησχολείτο εις το να ψάλη μαζί με τον βαρβιτιστήν Τέρπνον, και ότι άλλως τε δεν εδέχετο παρά μόνον όσους προσεκάλει.
Απ' εναντίας ο Σενέκας, καίτοι πάσχων εκ πυρετού, εδέχθη τον γηραιόν στρατηγόν.
– Δεν δύναμαι να σου προσφέρω ειμή μίαν εκδούλευσιν, γενναίε Πλαύτιε, είπε με πικρόν μειδίαμα· να μη δείξω ποτέ εις τον Καίσαρα, ότι η καρδία μου συμπαθεί εις τον πόνον σου.
Δεν τον συνεβούλευσε να υπάγη προς τον Τιγελλίνον, τον Βατίνιον και τον Βιτέλλιον, εμπίστους του Νέρωνος, οίτινες ίσως διά να βλάψουν τον Πετρώνιον, του οποίου υπέσκαπτον την επιρροήν, κάτι θα κατώρθωναν.
Το πιθανώτερον όμως ήτο μήπως ο Νέρων μανθάνων πόσον η Λίγεια ήτο προσφιλής εις τους Πλαυτίους την εκράτει πλέον ζηλοτύπως πλησίον του.
Ο στρατηγός τον διέκοψε:
– Γενναιόφρον Ανναίε, είπεν, εκείνος όστις έκαμε να αρπάσουν το τέκνον μας είνε ο Πετρώνιος. Ειπέ μου ποία μέσα να μεταχειρισθώ, τίνες έχουν επιρροήν πλησίον του, τέλος, κάμε χρήσιν πλησίον του της ευγλωττίας την οποίαν η παλαιά προς εμέ φιλία σου θα δυνηθή να σου εμπνεύση.
– Ο Πετρώνιος και εγώ, απήντησεν ο Σενέκας, είμεθα εις δύο αντίπαλα στρατόπεδα. Μέσον αποτελεσματικόν δεν γνωρίζω κανέν και επιρροήν κανείς επ' αυτού δεν έχει. Πιθανόν ο Πετρώνιος να έχη μεγαλειτέραν αξίαν από τους αχρείους, υπό των οποίων περιστοιχίζεται ο Νέρων. Αλλά να θέλη τις να του αποδείξη, ότι έκαμε κακήν πράξιν, χάνει τον καιρόν του. Δεν έχει πλέον γνώσιν του καλού και του κακού. Απόδειξέ του ότι το διάβημά του είναι αντιαισθητικόν και θα εντραπή. Όταν τον ιδώ, θα του είπω: «Η διαγωγή σου είναι αξία απελευθέρου». Εάν τούτο δεν επιτύχη, ουδέν θα επιτύχη.
– Ευχαριστώ μ' όλα ταύτα, απήντησεν ο στρατηγός.
Κατόπιν μετέβη εις του Βινικίου, τον οποίον εύρεν ασχολούμενον εις την οπλασκίαν μετά του γυμναστού του. Ευθύς ως έμειναν μόνοι, η οργή του Αούλου εξέσπασεν εις χείμαρρον επιτιμήσεων και λειδωριών. Αλλ' ο Βινίκιος ακούων την αρπαγήν της Λιγείας ωχρίασε και εθυμώθη κατά τρόπον τόσω φρικώδη ώστε πάσα υποψία περί της συνενοχής του εξέλιπεν από το πνεύμα του Αούλου. Το μέτωπον του νέου εκαλύφθη με σταγόνας ιδρώτος. Οι οφθαλμοί του εξήστραπτον, τα χείλη του επρόφεραν ασυναρτήτους ερωτήσεις. Ζηλοτυπία και λύσσα τον κατέτρυχον. Του εφαίνετο ότι η Λίγεια αφού άπαξ υπερέβη το κατώφλιον της οικίας του Καίσαρος, ήτο οριστικώς χαμένη δι' αυτόν. Αλλ' όταν ο Άουλος επρόφερε το όνομα του Πετρωνίου, μία υποψία διέσχισεν, ως αστραπή, το πνεύμα του νεαρού στρατιώτου.
Ο Πετρώνιος τον είχεν εμπαίξη.
Ήθελε να επισύρη νέας ευνοίας προσφέρων την Λίγειαν εις τον Καίσαρα ή άλλως θα διεξεδίκει αυτήν ως ιδικήν του.
Η βιαιότης είνε κληρονομική εις την οικογένειαν του Βινικίου.
– Άρχων, είπε με διακοπτομένην φωνήν, μάθε ότι ο Πετρώνιος όταν θα είνε πατήρ μου θα μου δώση λόγον διά την ύβριν την γενομένην εις την Λίγειαν. Επάνελθε εις τον οίκον σου και περίμενέ με. Ούτε ο Πετρώνιος, ούτε ο Καίσαρ δεν θα την έχουν ποτέ. Θα την φονεύσω μάλλον και μαζί με αυτήν και τον εαυτόν μου!
Και έτρεξε εις του Πετρωνίου.
Ο Άουλος επανήλθεν εις τον οίκον του με μικράν ελπίδα. Καθησύχασε την
Πομπονίαν και αμφότεροι ανέμενον νέα από τον Βινίκιον.
Παρήλθον ώραι. Περί την εσπέραν ήκουσαν να κρούεται η θύρα.
Είς δούλος εισήλθε και ενεχείρισεν επιστολήν εις τον Άουλον.
Η επιστολή έλεγε τα εξής:
«Μάρκος Βινίκιος Αούλω Πλαυτίω, Χαίρειν. Ό,τι συνέβη, συνέβη διά της θελήσεως του Καίσαρος, προ της οποίας οφείλετε να υποκλιθήτε, καθώς κλίνομεν και ημείς, ο Πετρώνιος και εγώ».
Μετά την αναχώρησιν του Πλαυτίου ο Βινίκιος μετέβη κατ' ευθείαν εις του Πετρωνίου, τον οποίον εύρεν εντός της Βιβλιοθήκης του.
Ο Πετρώνιος έγραφεν, ο Βινίκιος του απέσπασεν από την χείρα τον κάλαμον, τον έθραυσεν, ενέπηξε τους δακτύλους του εις τον βραχίονα του θείου και με βραχνήν φωνήν, είπε:
– Τι την έκαμες, πού είνε; Μα όλους τους καταχθονίους θεούς, ομνύω ότι εάν με επρόδωσες, θα σου βυθίσω την μάχαιραν εις τον λαιμόν, και υπό τα όμματα του Καίσαρος μάλιστα.
– Ας ομιλήσωμεν ήσυχα, απήντησεν ο Πετρώνιος. Λυπούμαι διά την βαναυσότητά σου, και αν η ανθρωπίνη αχαριστία ηδύνατο ακόμη να με εκπλήξη, θα εξεπληττόμην από την ιδικήν σου.
– Πού είναι η Λίγεια;
– Εις την λυκοφωληάν, δηλαδή εις του Νέρωνος. Ησύχασε και κάθησε.
Εζήτησα από τον Καίσαρα δύο υποσχέσεις. Πρώτον ν' αποσύρη την
Λίγειαν από την οικίαν του Αούλου και έπειτα να σου την παραδώση.
Ο Βινίκιος παρετήρησε τον Πετρώνιον με εμβρόντητον ύφος και έπειτα, είπε:
– Συγχώρησέ με, την αγαπώ, και ο έρως μου ταράσσει το πνεύμα.
Θαύμασέ με, Μάρκε. Προχθές ιδού τι είπα εις τον Καίσαρα: «Ο ανεψιός μου Βινίκιος είναι ερωτευμένος με μίαν αδύνατον κόρην διαμένουσαν εις του Αούλου. Συ, Καίσαρ, και εγώ, οίτινες αγαπώμεν το αληθές κάλλος, δεν θα εδίδομεν δι' αυτήν ούτε χίλια «σεστέρτια», αλλ' ο μωρός νεανίας εκείνος υπήρξε πάντοτε μωρός».
– Πετρώνιε!
– Εάν δε εννοής ότι ωμίλουν ούτω διά να προφυλάξω την Λίγειαν, είμαι έτοιμος να πιστεύσω ότι είπα την αλήθειαν. Έπεισα λοιπόν Χαλκοπώγωνα, ότι ένας αισθητικός, όπως αυτός, δεν δύναται να θεωρήση μίαν τοιαύτην κόρην ως καλλονήν. Ήτο ανάγκη να προφυλαχθώμεν από τον πίθηκον αυτόν. Εξηκολούθησα να λέγω νωχελώς εις τον Χαλκοπώγωνα: «Λάβε την Λίγειαν και χάρισέ την εις τον Βινίκιον, έχεις το δικαίωμα, διότι είναι όμηρος και συνάμα θα παίξης καλόν παιγνίδι εις τον Άουλον». Ο Καίσαρ συνήνεσε και θα γίνης συ ο επίσημος φύλαξ της ομήρου, διότι θα παραδώσουν εις τας χείρας σου τον λιγειακόν τούτον θησαυρόν.
– Και λέγεις λοιπόν ότι δεν διατρέχει κανένα κίνδυνον η Λίγεια εις του Νέρωνος; Επίτρεψον να σου απευθύνω ακόμη μίαν ερώτησιν:
– Διατί δεν έστειλες την Λίγειαν εις εμέ κατ' ευθείαν;
– Διότι ο Καίσαρ θέλει να τηρή τα προσχήματα· το επεισόδιον θα κάμη κρότον εις την Ρώμην, θα γείνη πολύς λόγος, αλλ' επειδή παίρνομεν την Λίγειαν ως όμηρον, ενόσω ομιλεί ο κόσμος περί τούτου, θα μείνη εις το παλάτιον του Καίσαρος. Ακολούθως θα σου την στείλουν χωρίς θόρυβον.
– Λοιπόν την Λίγειαν θα την έχω εις την οικίαν μου όλας τας ημέρας
ακαταπαύστως και μέχρι του θανάτου μου..
– Συ θα έχης την Λίγειαν και εγώ θα έχω τον Άουλον εις την ράχιν
μου. Αυτός θα με αφιερώση εις όλους τους καταχθονίους θεούς.
– Ο Άουλος ήλθε να με ίδη. Του υπεσχέθην να του δώσω ειδήσεις περί
της Λιγείας.
– Γράψε του ότι η θέλησις του θείου Καίσαρος είναι ο υπέρτατος νόμος, και ότι ο πρώτος υιός σου θα ονομασθή Άουλος. Πρέπει εξ άπαντος να λάβη μικράν παραμυθίαν ο γέρων. Εάν εζήτουν από τον Χαλκοπώγωνα να τον προσκαλέσω αύριον εις τον συμπόσιόν του, θα σε έβλεπεν εις το τρίκλινον παραπλεύρως της Λιγείας.
– Όχι, όχι τούτο, είπεν ο Βινίκιος. Μου προξενούν λύπην και μάλιστα
η Πομπωνία.
Επί τούτου έγραψε την επιστολήν ήτις έμελλε να αφαιρέση από τον
Άουλον πάσαν ελπίδα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε'
Αι κεφαλαί αι μάλλον υψηλόφρονες είχον κλίνει το πάλαι προ της Ακτής, της ευνοούμενης τότε του Νέρωνος.
Είχε φανή αξία της ευγνωμοσύνης πολλών και δεν είχε δημιουργήσει εχθρούς. Η Ποππέα αυτή δεν είχε κατορθώση να την μισή. Τώρα την εθεώρουν ως ασημοτάτην και ανίκανον να προκαλέση φθόνον. Εξηκολούθει ν' αγαπά τον Νέρωνα, με έρωτα χωρίς ελπίδα, τρεφόμενον διά μόνης της αναμνήσεως των ωρών, αίτινες εξέλιπον διά παντός, και η Ποππέα δεν εζήτησε την αποπομπήν της Ακτής εκ των ανακτόρων.
Προσεκάλουν από καιρού εις καιρόν την Ακτήν εις την τράπεζαν του
Καίσαρος· το κάλλος της εστόλιζε τα αριστοκρατικά συμπόσια.
Άλλως ο Καίσαρ από πολλού είχε παύσει να λεπτολογή όσον αφορά την εκλογήν των συνδαιτυμόνων.
Παρεκάθηντο εις την τράπεζάν του συγκλητικοί εξ εκείνων οίτινες συγκατετίθεντο να παίζωσι πρόσωπον γελωτοποιού, πατρίκιοι και γέροντες, φιλήδονοι και ακόλαστοι, γυναίκες φέρουσαι μεγάλα ονόματα, αίτινες την εσπέραν εφόρουν φενάκας διά να τρέξουν εις τους δρόμους προς θήραν συγκινήσεων και ηδονών, αρχιερείς, οίτινες υψηλά αίροντες την κύλικα, έσκωπτον τους θεούς. Προσέτι ολόκληρος συρφετός από αοιδούς, μώμους, μουσικούς, χορευτάς και χορευτρίας, ποιηταί, οι οποίοι απαγγέλοντες τους στίχους των εσυλλογίζοντο πώς να κερδίσουν το ημερομίσθιόν των.
Την ημέραν εκείνην η Λίγεια έμελλε να συμμετάσχη του συμποσίου. Το παν εκλονίζετο μέσα της. Εφοβείτο τον Καίσαρα, εφοβείτο τους ανθρώπους, εφοβείτο τον κυκεώνα εκείνον του παλατίου, εφοβείτο τας εορτάς, των οποίων η ατιμία της ήτο γνωστή εκ των συνομιλιών του Αούλου, της Πομπωνίας και των φίλων της.
Εγώριζεν ότι εις το παλάτιον εκείνο θα εχάλκευον τον όλεθρον της. Αλλ' εις την ψυχήν την ενθουσιώδη εκ διδασκαλίας υψηλής ώμνυε να μη εξασθενήση και ηττηθή.
Επειδή ούτε ο Άουλος ούτε η Πομπωνία δεν ηδύναντο πλέον να καταστώσιν υπεύθυνοι διά τας πράξεις της, ηρώτα εαυτήν τώρα αν δεν ήτο προτιμότερον ν' αντισταθή εις την θέλησιν και του Καίσαρος και να μη εμφανισθή ποσώς εις το συμπόσιον. Εγεννάτο εντός της η επιθυμία να αποδείξη το θάρρος της, εκτιθεμένη εις τα βασανιστήρια και τον θάνατον. Ο θείος διδάσκαλος δεν είχε δώση το παράδειγμα; Και η Πομπωνία δεν έλεγεν ότι οι θερμότεροι εκ των μεμυημένων εις τον χριστιανισμόν ηύχοντο την δοκιμασίαν αυτήν, ότι την εζήτουν εις τας προσευχάς των;
Αλλ' η Ακτή, εις την οποίαν ενεπιστεύετο τους δισταγμούς της, την παρετήρησε κατάπληκτος. Να αντισταθή εις την θέλησιν του Καίσαρος και από της πρώτης ημέρας να εκτεθή εις την οργήν του; Διά να φερθή ούτω, έπρεπε να είναι ανόητος μη αντιλαμβανομένη την σημασίαν των πράξεών της.
– Ναι, εξηκολούθησεν αύτη, και εγώ ανέγνωσα τας επιστολάς του Παύλου του Ταρσέως και ηξεύρω ότι υπεράνω της γης υπάρχει ο Θεός και ο Υιός του Θεού, ο αναστάς εκ νεκρών. Αλλ' επί της γης δεν υπάρχει ειμή ο Καίσαρ. Ηξεύρω προσέτι ότι η διδασκαλία του Παύλου απαγορεύει να είσαι ό,τι ήμην εγώ και ότι μεταξύ ατιμίας και θανάτου πρέπει να προτιμάται ο θάνατος.
Η Λίγεια έθεσε τους βραχίονας περί τον λαιμόν της Ακτής.
– Είσαι τόσον καλή, Ακτή!
– Η ευτυχία μου παρήλθε και η χαρά μου επίσης.
Αλλ' ας ομιλήσωμεν περί σου. Θα ήτο μωρία να πολεμής την θέλησιν του Καίσαρος. Και άλλως οι φόβοι σου είναι μάταιοι· γνωρίζω καλώς την οικίαν ταύτην και από μέρους του Καίσαρος κανείς κίνδυνος, νομίζω, δεν σε απειλεί! Εάν σε ήρπαζε δι' ίδιον λογαριασμόν του, δεν θα σε έφερεν εις το Παλατίνον. Εδώ βασιλεύει η Ποππέα και ο Νέρων· αφ' ότου αύτη τω έτεκε θυγάτριον, είναι μάλλον παρά ποτε υπό την επιρροήν της. Ο Πετρώνιος με παρακαλεί να σε αναλάβω υπό την προστασίαν μου· επειδή δε και η Πομπωνία μου έγραψεν, είναι πιθανόν ότι έχουν συνεννοηθή και ίσως ο Μετρώνιος συνηγορήση εις τον Νέρωνα να σε στείλη και πάλιν εις τον Άουλον. Δεν εγνώρισες κανένα εις του Αούλου εκ των οικείων του Καίσαρος;
– Είδα τον Βεσπασιανόν, τον Τίτον και τον Σενέκαν.