bannerbanner
Quo Vadis
Quo Vadis

Полная версия

Quo Vadis

Язык: el
Год издания: 2017
Добавлена:
Настройки чтения
Размер шрифта
Высота строк
Поля
На страницу:
6 из 6

– Καλά!.. Ιησούς Χριστός, Θεού Υιός, Σωτήρ. Και έπειτα;

– Τώρα, λάβε το αρχικόν γράμμα εκάστης των λέξεων τούτων και ένωσον τα γράμματα ταύτα διά να σχηματίσουν μίαν νέαν λέξιν.

– ΙΧΘΥΣ! είπε μετ' εκπλήξεως ο Πετρώνιος.

– Ιδού διατί ο ιχθύς έγεινε το σύμβολον των χριστιανών, απήντησεν

υπερηφάνως ο Χίλων.

Εσιώπησαν. Εις τον συλλογισμόν του Έλληνος ενυπήρχε τι το αναντίρρητον· οι δύο φίλοι δεν ηδύναντο να κρύψωσι την έκπληξίν των.

– Όπερ σημαίνει, είπεν ο Πετρώνιος, ότι η Πομπωνία και η Λίγεια φαρμακώνονν τα φρέατα, σφάζουν τα παιδία τα αρπαζόμενα από τους δρόμους, και παραδίδονται εις την ακολασίαν, όπως όλοι οι χριστιανοί.

– Είναι βλακεία! Συ, Βινίκιε, διέτριψες επί περισσότερον χρόνον εις την οικίαν των. Εγώ γνωρίζω αρκετά τον Άουλον και την Πομπωνίαν, και την Λίγειαν αυτήν, ώστε να ημπορώ να είπω: Είναι συκοφαντία και μωρία!

Βινίκιε, ηρώτησεν έπειτα ο Πετρώνιος, μήπως απατάσαι; Η Λίγεια πράγματι εχάραξεν ιχθύν;

– Μα όλους τους καταχθόνιους θεούς είναι να τρελλαθώ, ανέκραξεν ο

νεανίας με μανίαν· εάν μου εχάρασσε πτηνόν, θα έλεγα ότι ήτο πτηνόν.

– Λοιπόν είναι χριστιανή, επανέλαβεν ο Χίλων.

– Εάν ο ιχθύς είναι το χριστιανικόν σύμβολον, όπερ μου φαίνεται αναντίρρητον, και αν αυταί είναι χριστιαναί, τότε, μα την Περσεφόνην, οι χριστιανοί δεν είναι οποίοι τους φανταζόμεθα.

– Ομιλείς όπως ο Σωκράτης, αυθέντα, απεκρίθη ο Χίλων. Και ποίος ηρώτησεν ένα χριστιανόν; Τις γνωρίζει το δόγμα των; Προ τριών ετών κατά το ταξείδιόν μου από Νεαπόλεως εις Ρώμην (διατί να μη μείνω εκεί!) είχα συνοδοιπόρον ένα ιατρόν, ονόματι Γλαύκον, τον οποίον έλεγαν χριστιανόν, και όστις με όλον τούτο, έχω πεποίθησιν, ότι ήτο ανήρ χρηστός και ενάρετος.

– Μήπως από τον ενάρετον εκείνον άνδρα έμαθες τι σημαίνει ιχθύς;

– Φευ! όχι, αυθέντα! Κατά το ταξείδιόν εκείνο εις έν ξενοδοχείον ο ενάρετος γέρων επληγώθη διά μαχαίρας, η δε σύζυγός του και το τέκνον του απήχθησαν ως δούλοι υπό εμπόρων. Εγώ υποστηρίζων αυτούς έχασα τα δύο δάκτυλά μου, αλλ' επειδή οι χριστιανοί, ως λέγουσιν ευνοούνται από τα θαύματα, ελπίζω ότι τα δάκτυλά μου θα γίνουν.

– Πώς; Έγινες χριστιανός;

– Από χθες, κύριε, από χθες! Αυτός ο ιχθύς είναι η αιτία. Ακούσατέ με, μεγάλοι αυθένται. Η ανακάλυψις την οποίαν έκαμα είναι σπουδαιοτάτη· δεν ευρήκα ακόμη την νεαράν κόρην, αλλά γνωρίζω την οδόν επί της οποίας πρέπει να την ζητήσω. Εστείλατε τους δούλους σας εις όλην την πόλιν. Σας έφεραν την ελαχίστην ένδειξιν; Όχι! Εγώ μόνος σας έδωσα μίαν. Επί πλέον θα είπω τα εξής: Μεταξύ των δούλων σας δυνατόν να υπάρχουν, εν αγνοία σας, χριστιανοί, επειδή η θρησκεία αύτη εξηπλώθη ήδη πανταχού. Εκείνοι αντί να σας υπηρετούν θα σας προδίδουν. Έχετε μικράν υπομονήν. Τας ημέρας αυτάς δεν έπαυσα να εισέρχωμαι εις τα καπηλεία, όπου η γλώσσα των ανθρώπων λύεται, ούτε εις τα αρτοπωλεία. Διέτρεξα όλας τας οδούς και τα αδιέξοδα. Επεσκέφθην τας κρύπτας των φυγάδων δούλων, έχασα εκατόν περίπου ασσάρια εις αυτό το διάστημα, εισήλθα εις τα πλυντήρια, τα στεγνωτήρια και τα μαγειρεία, είδα ημιονηλάτας και γλύπτας· είδα επίσης ανθρώπους οίτινες θεραπεύουν τας ασθενείας της κύστεως και εξάγουν τους οδόντας· ωμίλησα με εμπόρους ξηρών σύκων, επεσκέφθην τα νεκροταφεία· και ηξεύρετε διατί; Διά να χαράξω παντού τον ιχθύν τούτον, να παρατηρήσω τους ανθρώπους κατάματα και να ίδω τι θα απεκρίνοντο εις το σημείον αυτό. Επί πολύ δεν παρετήρησα τίποτε, μίαν ημέραν όμως πλησίον κρήνης, είδα ένα δούλον, όστις ήντλει ύδωρ και έκλαιεν. Επλησίασα και τον ηρώτησα διατί κλαίει. Εκαθήσαμεν εις τας βαθμίδας της κρήνης εκείνης και μου απήντησεν, ότι εις όλην του την ζωήν είχε συνάξει ολίγον κατ' ολίγον τα απαιτούμενα χρήματα διά να εξαγοράση τον αγαπητόν του υιόν, όστις ήτο δούλος, αλλ' ότι ο αυθέντης του, καλούμενος Πάνσας, του αφήρεσε τα χρήματα ταύτα, κρατήσας πάλιν τον υιόν του ως όμηρον. «Και κλαίω ούτω, είπεν ο γέρων, διότι ματαιοπονώ, λέγων καθ' εαυτόν: ας γίνη το θέλημα του Θεού! δεν δύναμαι, πτωχός αλιεύς, όπου, είμαι να κρατήσω τα δάκρυά μου». Τότε, καταληφθείς υπό τινος προαισθήματος έβρεξα τον δάχτυλόν μου εις τον κάδον και εχάραξα τον ιχθύν· ο χρηστός γέρων, άμα είδε τούτον, είπε: «Και η ιδική μου ελπίς εις τον Χριστόν». Τον ηρώτησα:

«Με ανεγνώρισες από το σημείον τούτο; Ναι· μοι απεκρίθη, «η ειρήνη μετά σου!» Ήρχισα να μανθάνω το μυστικόν και ο αγαθός γέρων μοι διηγήθη τα πάντα. Ο Πάνσας είναι και αυτός απελεύθερος του ενδόξου Πάνσα και μεταφέρει εις την Ρώμην διά του Τιβέρεως τους λίθους τους οποίους δούλοι και εργάται εκφορτώνουν από τας σχεδίας και φέρουν την νύκτα εις τας νεοκατασκευαζομένας οικίας. Μεταξύ αυτών υπάρχουν πολλοί χριστιανοί, εν οις και ο υιός του. Επειδή η εργασία αύτη υπερβαίνει τας δυνάμεις του νεανίου, ο πατήρ του ήθελε να τον εξαγοράση. Ο Πάνσας όμως επροτίμησε να κρατήση και τα χρήματα και τον δούλον. Ανέμιξα τα δάκρυά μου με τα ιδικά του, πράγμα εύκολον, λόγω της αγαθότητος της καρδίας μου και των πόνων τους οποίους μοι προυξένει η υπερβολική οδοιπορία. Παρεπονέθην, διότι φθάσας εκ Νεαπόλεως πρό τινων ημερών, δεν εγνώριζα κανένα από τους αδελφούς μας και δεν ήξευρα πού συνήρχοντο διά να προσευχηθούν. Ηπόρησε, διατί οι εν Νεαπόλει χριστιανοί δεν μου είχον δώσει επιστολάς προς τους εν Ρώμη αδελφούς των, εγώ δε απήντησα, ότι μου τας έκλεψαν καθ' οδόν, Μου είπε τότε να έλθω την νύκτα παρά τον ποταμόν· θα με παρουσίαζεν εις τους αδελφούς, οίτινες θα με ωδήγουν εις τους οίκους της προσευχής και εις τους πρεσβυτέρους τους διευθύνοντας την χριστιανικήν κοινότητα. Εις τους λόγους τούτους εχάρην τόσον πολύ, ώστε του έδωκα τα αναγκαία χρήματα προς απολύτρωσιν του υιού του, ελπίζων ότι ο γενναιόδωρος Βινίκιος θα μου τα αποδώση διπλάσια.

– Χίλων, διέκοψεν ο Πετρώνιος, εις την διήγησίν σου το ψεύδος, καθώς το έλαιον, επιπλέει εις την επιφάνειαν της αληθείας. Είμαι βέβαιος ότι κατά το στάδιον των ερευνών σου έκαμες αποφασιστικόν βήμα, αλλ' είνε περιττόν να περιβάλλης τας ειδήσεις σου με στρώμα δολοπλοκιών. Πώς ονομάζεται ο γέρων, από τον οποίον έμαθες ότι οι χριστιανοί αναγνωρίζονται διά του σημείου του ιχθύος;

– Ευρίκιος, αυθέντα. Ο πτωχός, ο δυστυχής γέρων!

– Πιστεύω ότι πράγματι εγνώρισες αυτόν και ότι θα δυνηθής να επωφεληθής από την συνάντησιν ταύτην, αλλά δεν του έδωκες χρήματα. Δεν του έδωκες ούτε οβολόν, με εννοείς; Δεν του έδωσες τίποτε.

– Αλλά τον εβοήθησα να αντλήση ύδωρ με τους κάδους και ωμίλησα περί του υιού του μετά της μεγαλειτέρας συμπαθείας. Είνε αληθές, κύριε, ότι τίποτε δεν ημπορεί να διαφύγη την οξυδέρκειάν σου. Δεν του έδωσα χρήματα ή μάλλον του έδωσα κατά διάνοιαν και με όλην την ενδόμυχον καλήν θέλησιν, και τούτο έπρεπε να είνε αρκετόν, εάν ήτο αληθής φιλόσοφος.

Ο Πετρώνιος εστράφη προς τον Βινίκιον:

– Μέτρησέ του πέντε χιλιάδες σεστέρτια, αλλά κατά διάνοιαν και ενδομύχως.

Ο Βινίκιος είπε:

– Θα σου δώσω ένα υπηρέτην, όστις θα φέρη μαζή του το απαιτούμενον ποσόν συ θα είπης εις τον Ευρίκιον, ότι είναι δούλος σου, και θα εγχειρίσης εις τον γέροντα τα χρήματα επί παρουσία του υπηρέτου. Εν τοσούτω, επειδή μου έφερες μίαν είδησιν αξιόλογον, θα λάβης ίσον ποσόν και διά τον εαυτόν σου. Ελθέ να ζητήσης απόψε τον υπηρέτην και τα χρήματα.

ΚΕΦΑΛΛΙΟΝ ΙΒ'

&«Μάρκος Βινίκιος Πετρωνίω χαίρειν»,&

_«Ουδαμού Λίγεια έως τώρα. Η νέα αύτη είναι ανεύρετος. Ηθέλησα να εξακριβώσω αν ο Χίλων με ηπάτα, και την νύκτα, καθ' ην ήλθε να ζητήση τα χρήματα διά τον Ευρίκιον, ετυλίχθην χλαμύδα στρατιωτικήν και τον ηκολούθησα, εν αγνοία, αυτού και του νέου θεράποντος, τον οποίον του είχα δώση. Όταν έφθασαν εις το υποδειχθέν μέρος, τους κατεσκόπευσα μακρόθεν και επείσθην ότι ο Ευρίκιος δεν ήτο μύθος.

«Προς τα κάτω, παρά τον ποταμόν, περί τα πεντήκοντα άτομα εξεφόρτωναν λίθους από μίαν μακράν σχεδίαν. Είδα τον Χίλωνα να πλησιάζη εις αυτούς και να αρχίζη σννδιάλεξιν με ένα γέροντα· ούτος ερρίφθη εις να γόνατά του· οι άλλοι τους περιεκύκλωναν, εκπέμποντες κραυγάς εκπλήξεως. Προ των οφαλμών μου, ο νέος θεράπων μου ενεχείρισε τον σάκκον των χρημάτων εις τον Ευρίκιον, όστις ήρχισε να προσεύχηται ανατείνων εις τον ουρανόν τας χείρας· πλησίον αυτού εγονυπέτησεν είς νέος, ο υιός τον ίσως.

«Ο Χίλων επρόφερεν ακόμη λέξεις τινάς και ηυλόγησε τους δύο γονυπετείς ανθρώπους, ως και τους άλλους, ποιών σημεία σταυρού· όλοι έκλιναν τα γόνατα.

«Εάν ο Χίλων δεν κατώρθωσε να εύρη την Λίγειαν, ο λόγος είναι ότι υπάρχει ήδη αναρίθμητον πλήθος χριστιανών εν Ρώμη και επομένως δεν γνωρίζουσιν αλλήλους όλοι και δεν δύνανται να ηξεύρουν παν ό,τι γίνεται εις την κοινότητα. Αλλά με βεβαιοί ότι άμα φθάση μέχρι των ιερέων, τους οποίους καλούσι πρεσβυτέρους, θα κατορθώση να αποσπάση απ' αυτών όλα τα μυστικά. Έμαθε προσέτι ότι, δια τας κοινάς προσευχάς των, έχουσι τόπους συνελεύσεων, πολλάκις έξω των πυλών της πόλεως ή εις οικίας ερήμους ή και εις τα στάδια. Εκεί λατρεύουσι τον Χριστόν, ψάλλουσιν ύμνους και κάμνουν συμπόσια.

«Όταν ο Χίλων μάθη έν των μερών τούτων θα υπάγω μαζή του, και αν θελήσωσιν οι θεοί να ίδω την Λίγειαν, σου ομνύω εις τον Δία, ότι την φοράν αυτήν δεν θα διαφύγη των χειρών μου. Λέγεις ότι πρέπει να ηξεύρη τις να αγαπά· και εγώ ήξευρα να ομιλήσω περί έρωτος εις την Λίγειαν, αλλά τώρα αποθνήσκω εκ λύπης. Περιμένω ανυπομόνως τον Χίλωνα και η οικία μου είναι ανυπόφορος. Υγίαινε»._

Ο Χίλων επί πολύν χρόνον δεν εφάνη, ούτως ώστε ο Βινίκιος δεν ήξευρε πλέον τι να υποθέση. Τέλος μίαν ημέραν έφθασε με πρόσωπον τόσον σκυθρωπόν, ώστε ο πτωχός Βινίκιος ωχρίασεν ως τον είδε και έσπευσε προς αυτόν μόλις έχων την δύναμιν να ερωτήση:

Конец ознакомительного фрагмента.

Текст предоставлен ООО «ЛитРес».

Прочитайте эту книгу целиком, купив полную легальную версию на ЛитРес.

Безопасно оплатить книгу можно банковской картой Visa, MasterCard, Maestro, со счета мобильного телефона, с платежного терминала, в салоне МТС или Связной, через PayPal, WebMoney, Яндекс.Деньги, QIWI Кошелек, бонусными картами или другим удобным Вам способом.

1

Βαλανείον (ungtorium) ήτο θάλαμος εντός του οποίου οι λουόμενοι ηλείφοντο μύρα μετά το λουτρόν.

2

Ο Φαύνος ήτο θεός των αγρών.

Конец ознакомительного фрагмента
Купить и скачать всю книгу
На страницу:
6 из 6