bannerbanner
Ιστορία της Ρωμιοσύνης, Πρώτος τόμος
Ιστορία της Ρωμιοσύνης, Πρώτος τόμος

Полная версия

Ιστορία της Ρωμιοσύνης, Πρώτος τόμος

Настройки чтения
Размер шрифта
Высота строк
Поля
На страницу:
4 из 7

Σταμάτησε λοιπόν η πληγή, σύχασε μερικόν καιρό η Ανατολή. Και μέσα στη νεκρική αυτή ησυχία ριζοβολούσανε και βλαστίζανε τα δυο στοιχεία που γραμμένο μας είτανε να μεγαλώσουνε και να δυναμώσουνε, για να μας προφυλάξουν από μύριους κιντύνους, να μας δοξάσουνε δέκα και παραπάνω αιώνες, και τέλος την οικουμένη όλη να γλυτώσουν από τον Ασιατισμό, – η Χριστιανοσύνη κ' η καθαυτό η Ρωμιοσύνη – ο Βυζαντισμός.

9 Η γη που ριζοβόλησε ο Χριστιανισμός

Οι καιροί εκείνοι της γενικής ανησυχίας και της ακαταστασίας μας παρουσιάζουν εικόνα λυπητερή, και μα την αλήθεια τρομαχτικιά. Λες άλλο ένα πάθημα, άλλη μια συφορά, και βούλιαζε μες στη βαρβαρωσύνη μια για πάντα ο κόσμος. Κι ως τόσο, μέσα σε κείνον το χαλασμό που χρόνια τώρα φυσομανούσε ολόγυρα και μας φοβέριζε να μας πάρη στη μαύρη αγκαλιά του, έσκανε ήσυχα ήσυχα και σιγοάνοιγε σπόρος καινούριου κόσμου, καινούριου πολιτισμού. Κι άξαφνα φουρτούνες κι ανεμοσκορπίσματα τριών αιώνων και παραπάνω βγαίνουν όλα σε καλό, σαν από Πρόνοια κανονισμένα. Και καθώς φουσκωμένο ποτάμι συνεπαίρνει και κατεβάζει στους αγρούς από γέρικα βουνά και δάση πολύτιμο υλικό, και δυναμώνει τη γης και της φέρνει νέα βλάστηση και νέο καρπό, έτσι κ' οι δικές μας οι παραζάλες, από τους Μακεδόνους και κάτω, κατεβάσανε στην Ανατολή ταπομεινάρια της Ελληνικής ζωής, κ' έρριξαν εκεί παχύ καταπάτι για το δέντρο που μόλις φύτρωσε, κι άρχισε να θεριεύη και ν' απλώνη παντού τα σωτήρια κλωνιά του. Σαν τι λογής είταν αυτό το πολύτιμο το υλικό, και πού βρίσκουνταν – αυτό να ξετάσουμε τώρα.

Τα ξέρουμε κι από την αρχαία ιστορία πως ο Αλέξαντρος στάθηκε αφορμή να πάρη μεγάλη φόρα ο ελληνισμός στην Ανατολή, κι όχι μονάχα στα παράλια – αυτά είτανε δικά μας κι από τα παλιά – παρά και πολύ παραμέσα.

Η βασταχτική δύναμη που έδειξε και στη Ρωμαϊκή την εποχή το Ελληνικό στοιχείο σ' αυτά τα μέρη αποφαίνεται κι από τις αμέτρητες πολιτείες που βλέπουμε πάλε σκορπισμένες σ' όλη τη Μικρασία, κι από το φιλολογικό πλούτο που μας αφήκαν. Αυτά όμως αργότερα. Ας σταθούμε πρώτα μια στιγμή στην Ιουδαία, και με γοργή ματιά ας κοιτάξουμε σε τι κατάσταση βρίσκουνταν η περίφημη αυτή χώρα που γέννησε για τους κατοπινούς τη θρησκεία, καθώς η Ελλάδα τους γέννησε τη σοφία, την ομορφιά και την τέχνη.

Ως ένα όριο ξαπλώθηκε και δω πέρα του Ελληνισμού το μάγιο. Είναι αλήθεια πως έκαμαν ταδύνατα δυνατά οι Ρωμαίοι από το δεύτερο αιώνα ως τα μέσα του πρώτου αιώνα π. Χ., να βαστάξουνε στον τόπο Ιουδαϊκή δυναστεία, τους Μακκαβαίους, για ν' αδυνατίζουν τους Σελευκίδες, και δεν απότυχε ο σκοπός τους. Όταν όμως ο Πομπήιος κατέβηκε και κατάφερε στερνό χτύπημα στο Ελληνικό εκείνο Κράτος, κ' έπειτα μπήκε στην Παλαιστίνη, νόμισε καλλίτερο ναλλάξη τώρα πολιτική, και να χτυπήση, όχι πια τον Ελληνισμό, παρά τον Ιουδαϊσμό. Κυριεύει λοιπόν την Ιερουσαλήμ (63 π. Χ.) και ξανακλεί τους Ιουδαίους μέσα στα παλιά σύνορά τους. Διορίζει αρχιερέα τον Υρκανό, κ' επίτροπο τον Αντίπατρο. Όσες Ελληνικές χώρες είχαν κυριεμένες οι Μακκαβαίοι, τις σμίγει με τη νέα Ρωμαϊκή επαρχία της Συρίας. Κ' έτσι βρέθηκε η Ιουδαία τριγυρισμένη από στοιχείο Ελληνικό. Ως και μέσα στα σωθικά της γλίστρησε μέρος, αφού ο Υρκανός, αν και Μακκαβαίος, βγήκε ανάξιος, κι όλη η εξουσία έμεινε στα χέρια του Αντιπάτρου, άνθρωπου Ελληνικής θρησκείας, αν όχι και φύτρας. Τάβλεπαν αυτά οι Φαρισαίοι και λύσσαζαν, και τέλος τονέ φαρμάκωσαν τον Αντίπατρο. Μα δεν καλλιτέρεψαν και την τύχη τους, επειδή οι Ρωμαίοι διώρισαν τότε βασιλέα της Ιουδαίας το γιο του Αντιπάτρου τον Ηρώδη (39 π. Χ.), κι ο Ηρώδης είταν κι από τον πατέρα του πιο ελληνικώτερος.

Σύγκαιρα ξαναβλάστιζαν, καθώς είδαμε, οι Ελληνικές οι πολιτείες της Συρίας. Οι πιώτερες, είναι αλήθεια, ξαναχτισμένες και ξανακατοικημένες από Ρωμαίους. Είταν όμως οι συνήθειες τους πάντα Ελληνικές, αφού δα κ' η Ρώμη ελλήνιζε τους καιρούς εκείνους. Τα ξαναγεννημένα λοιπόν αυτά και τα ελληνοχρωμάτιστα μέρη βάλθηκε να τα προστατέψη ο Ηρώδης. Τους Εβραίους να τους ελληνίση ολότελα, δύσκολο πράμα. Ξάπλωσε λοιπόν το φιλελληνισμό του σ' όλη τη Συρία, και τη γέμισε θέατρα, στοές, αγώνες, και τάλλα στολίδια που συνήθιζαν οι μεγάλοι να σπέρνουνε σε κάθε χώρα ελληνική. Μα όσο και να φαίνουνταν ανωφέλευτα τα στολίδια εκείνα στην καθαυτό την Ελλάδα, στη Μικρασία όμως που το ζήτημα είταν Ελληνισμός ή Ασιατισμός, ο πρώτος, αν και δεν μπορούσε πια να ριζώση βαθιά, ήταν πάντα ο προτιμότερος. Μα στάθηκε και πολύ χρήσιμος, με το να βάσταξε μια κοινή γλώσσα ίσια ίσια εκεί που χρειαζότανε τέτοιο όργανο για την ξάπλωση του Χριστιανισμού. Γλώσσα Ελληνική πάντα, όσο και νάρχιζε σιγά σιγά ναλλαξοθωρίζη, σα γλώσσα που είταν (2).

Σαν απέθανε ο Ηρώδης, άλλαξαν πάλι τα πράματα. Οι Ιουδαίοι, και πρέπει ναναφερθή τούτο προς δόξα τους, δεν εννοούσανε ν' αφήσουνε θρησκεία και κάθε ιερό και πατροπαράδοτο δίχως να πολεμήσουν. Το εθνικό τους φρόνημα, ο θρησκευτικός πατριωτισμός τους εκείνος, άναψε και πήγε όταν η Ιουδαία κατάντησε Ρωμαϊκή Επαρχία (44 μ, Χ.). Μόλις πέρασαν άλλα είκοσι χρόνια, και ξέσπασε τέλος η εθνική συνείδηση του Ιουδαϊσμού. Λυπητερό δράμα, που θα ταπόφευγαν ίσως οι Ιουδαίοι, αν είχανε μετρημένη τη δύναμή τους, αν είχανε και το δικό μας τον ξεπεσμό. Η καταστροφή της Ιερουσαλήμ από το Βεσπεσιανό κι από τον Τίτο είναι άλλης ιστορίας. Εδώ σώνει να ειπωθή πως με την καταστροφή της Ιερουσαλήμ στα 66, και πάλι με την ολότελη ξολόθρεψη του Ιουδαϊσμού στα 136 μ. Χ., τότες που σκορπιστήκανε μια για πάντα – ο Ελληνισμός, δηλαδή η φιλοτιμία της ελληνικής παιδείας, της

τέχνης, και κάπως και της ζωής, ξαπλώθηκε με νέα δύναμη στους τόπους εκείνους.

Το πώς ανθοβόλησε όλος αυτός ο Ελληνισμός, (καρπό να φέρη εθνικό ή πολιτικό δεν μπορούσε, αφού δεν είταν της γης εκείνης βλάστημα, παρά ξαναφυτεμένος, κι από χώρα μάλιστα που δεν έβγαζε πια μήτ' εκείνη τέτοιον καρπό), έχουμε αμέτρητα παραδείγματα, τους ιστορικούς, τους φιλοσόφους κι άλλους σοφούς που μας γέννησε. Το Φίλωνα, που από Φαρισαίος κατάντησε Πλατωνιστής. Τον ιστορικό τον Ιώσηπο, τον αντιπρόσωπο του Ελληνισμένου Ιουδαϊσμού. Αν πάρουμε μάλιστα όλη την Ανατολική εκείνη την περιφέρεια, και ρίξουμε ματιά στους πρώτους δυο τρεις αιώνες μετά Χριστό, βρίσκουμε πως εξόν από τον Πλούταρχο και το Λογγίνο που είταν τέκνα της καθαυτό Ελλάδας, όλοι οι Ελληνικοί οι Φωστήρες ξεπρόβαλλαν από την Ανατολή, τη Νέα Ελλάδα των χρόνων εκείνων. Βρίσκουμε τον Διονύσιο τον Αλικαρνασέα, τον Αρριανό της Νικομήδειας, τον Αππιανό της Αλεξάντρειας, το Δίωνα τον Κάσσιο, τον Ηρωδιανό, τον περίφημο αστρονόμο τον Πτολεμαίο, το μεγάλο γιατρό της αρχαιότητας – Γαληνό, το Δίωνα το Χρυσόστομο – από την Προύσα αυτός· το χαριτωμένο Λουκιανό, από τα Σαμόσατα της Φρυγίας, τον Αφρικανό τον Αθήναιο, τον Επίχτητο, από τη Φρυγία κι αυτός· το φιλοσοφικό βιογράφο Διογένη το Λαέρτιο, το Νεοπλατωνικό Πλωτίνο, άλλον Αφρικανό· έπειτα τους μαθηματικούς Νικόμαχο από την Ιεράπολη και Θέωνα από τη Σμύρνη· το μεγάλο μας γεωγράφο Στράβωνα τον Αμασηνό, τον άλλο μεγάλο μας ταξιδιώτη τον Παυσανία από την Καισάρεια. Όλους αυτούς και πάμπολλους άλλους, στην Ανατολή τους βρίσκουμε, κι από κει τους ακούμε και μαρτυρούν την Ελληνική τη νοστιμιά, την τέχνη, τη σοφία, που λες κ' έσβυσε το φως στην πηγή του, και ξανάναψε παρακείθε. Φως όμως δίχως την ιερή τη φωτιά, δίχως το κάτι εκείνο που από τους καιρούς του Τιμολέοντα δεν μας ξαναφάνηκε μήτε στην καθαυτό Ελλάδα μήτε στη Μικρασία.

Ελληνισμός με πολιτική ή και μ' απλή εθνική ιδέα το είδαμε πως δεν έπιασε στα μέρη εκείνα. Το πολύ ξεφυτρώσανε μερικά παραβλάσταρα γύρω στα ξερόκλαδα της αρχαϊκής αρετής, και τέτοια απομεινάρια παλιάς δόξας χρέος μας είναι να τα μαζέψουμε τα λίγα που βρίσκουνται.

Φαίνεται πως της τύχης μας είταν, όσες φορές τα βάζαμε με τους Πέρσους, τις πιώτερες να βγαίνουμε δοξασμένοι. Αυτό έγινε στα παλιά, έγινε και ξανάγινε κατόπι με τους Βυζαντινούς, το βλέπουμε λίγο και στην εποχή που ιστορούμε. Όταν ο Σαπώρης ο διάδοχος του Αρταξέρξη, που σύστησε το δεύτερο Περσικό Κράτος, έπιασε το Βαλεριανό (260 μ. Χ.), και πέρασε τον Ευφράτη, και χάλασε Αντιόχεια, Ταρσό και άλλες Ελληνικές πολιτείες, ήρθε και στην Καισάρεια. Είταν τότες η Καισάρεια και μεγάλη και πλούσια. Κατοίκους είχε ως τετρακόσες χιλιάδες. Μέσα λοιπό στους κατοίκους εκείνους βρίσκετ' ένας, Δημοστένης τόνομά του, που μαζεύει άξαφνα τους συμπατριώτες του, και βγαίνει να δείξη στήθος του Πέρσου. Ας πούμε πως ήταν ο Λεωνίδας της Καισαρείας αυτός· να δούμε τώρα και τον Εφιάλτη. Ο Εφιάλτης τους είταν ένας γιατρός που ύστερ' από λίγο βασάνισμα δε βάσταξε, παρά καθοδήγεψε τους Πέρσους πούθε να χυμίξουνε μέσα στη χώρα τη νύχτα. Μπήκαν οι Πέρσοι κι αρχίζει μεγάλη σφαγή. Τριγύριξαν τότε και το Δημοστένη, και πασκίσανε ζωντανό να τον πιάσουν. Εκείνος όμως καβαλλάρης και ξεσπαθωμένος χύθηκε καταπάνω τους, και σαν έκοψε κάμποσους κατώρθωσε να περάση και να ξεφύγη.

Οι Πέρσοι ως τόσο πήγαιναν ομπρός και ρημάζανε Συρία και Μικρασία. Τα Ρωμαϊκά στρατεύματα τότες βάλανε στρατηγό τους άλλον Έλληνα, τον Κάλλιστο. Αυτός ο Κάλλιστος, άξιος στα πολεμικά, έχοντας και γυμνασμένο στρατό, κατάφερε ένα χτύπημα τους Πέρσους που ολότελα τους παρέλυσε και τους ανάγκασε να πάρουν τον πίσω δρόμο.

Το κατόρθωμα τούτο του Κάλλιστου ταποτέλειωσε ο Σύριος ο Ωδέναθος που τους έσπασε στα γερά καθώς γύριζαν. Τον τίμησαν κι αυτόν οι Ρωμαίοι και τον έκαμαν Καίσαρα.

Είταν ο Ωδέναθος αυτός από την Παλμύρα. Κ' έτσι τόνομά του μας φέρνει στην περιξάκουστη εκείνη πόλη, χτισμένη κι αυτή από χέρια Ελληνικά, που καταμεσής στην έρημο της Αραβίας έλαμπε σαν αστέρι. Εκεί βασίλεψε η περίφημη η Ζηνοβία σαν απέθανε ο Ωδέναθος, και πρέπει να της χαρίσουμε μερικές αράδες, και για χάρη της, πιο πολύ όμως για χάρη του μεγάλου μας του Λογγίνου, που μέσα στης Παλμύρας τα φοινικόδεντρα βρήκε τον ηρωικό θάνατό του.

Η Ζηνοβία, φιλοδοξία της είτανε, καθώς φαίνεται, να ζευγαρώνη κι αυτή τον Ασιατισμό με τον Ελληνισμό, σαν πούκαμνε μια φορά ο Αλέξαντρος. Ως και τα φορέματά της, λέγουν, είτανε μισά Ελληνικά μισά Ασιατικά. Στα παλάτια της μιλιούνταν κ' οι δύο οι γλώσσες, ντόπια κ' Ελληνική. Η Πρωτεύουσα της φεγγοβολούσε μ' Ελληνόχτιστα μνημεία. Και τέλος συβουλάτορά της κ' υπουργό της είχε το σοφό λογοτεχνίτη το Λογγίνο. Στους καιρούς του Κλαυδίου (268 – 270 μ. Χ.) κατώρθωσε να κρατήση όλη τη Συρία αποκάτω της. Μα και κατά την Αφρική προχώρησε και τη Μικρασία όλη ενεργούσε να πάρη μέσα στο Κράτος της. Της τα χάλασε όμως ο Αυρηλιανός στα 270 μ. Χ. Νικήθηκαν τότες τα στρατέματά της απανωτά από το Ρωμαίο, τραβηχτήκανε στη Συρία, ήρθε τέλος η μεγάλη μάχη της Έμεσας, και σαν τσακίστηκε καλά εκεί πέρα, άλλο δεν της έμνησκε παρά να κλειστή στην Παλμύρα. Την Παλμύρα την πολιόρκησαν οι Ρωμαίοι με μεγάλους αγώνες και δυσκολίες μέσα στην ερημιά. Αντιστάθηκε η βασίλισσα με κάμποσο πείσμα, μα τέλος έπεσε η Παλμύρα. Φέρνουνε τη Ζηνοβία σκλάβα στο στρατόπεδο του Αυρηλιανού. Βλέποντας αυτή ομπροστά της τόσους Ρωμαίους με τις φοβερές τους αρματωσιές, ακούγοντας και τις άγριες φωνές τους, την πιάνει τρόμος και φόβος· λησμονεί όλο της τον Ελληνισμό, και για να γλυτώση την κακορρίζικη ζωή της τα φορτώνει όλα στον ταλαίπωρο το Λογγίνο! Θανατώνεται λοιπόν ο Λογγίνος μαζί με μερικούς άλλους πιστούς της, και μήτε λόγο δεν ξεστόμισε ο γενναιόκαρδος ο φιλόσοφος εναντίο της Βασίλισσας, παρά όλο και βεβαίωνε τις ψεύτικες αβανιές της να τηνέ γλυτώση. Και δίχως παράπονο, παρά με θάρρος σταλήθεια Σωκρατικό, έλαβε τη θανατική καταδίκη του.

Τέτοιες περίπου είταν εκείνες οι κοινωνίες. Ένα είδος Ελληνισμός τις χρωμάτιζε, άλλες βαθύτερα, άλλες ανοιχτότερα. Κάθε πράμα Ελληνικό είτανε στα μέρη εκείνα του συρμού, καθώς σήμερα σε μερικούς τόπους κάθε πράμα Γαλλικό, και κάτι παραπάνω, αφού σε πολλές απ' αυτές τις χώρες οι κάτοικοι είταν κ' Έλληνες. Καθώς είδαμε όμως, δίχως και με βαθιόρριζα Ελληνικά φρονήματα. Δέντρα ξαναφυτεμένα σε ξένα κλίματα. Πρόκοβαν ώσπου νανθοβολήσουν, καρπό όμως δεν έβγαζαν. Ή, να πάρουμε πιο πρόστυχη, μα και πιο ταιριαστή παρομοίωση, ο Ελληνισμός εκείνος είτανε μουνουχισμένος. Τούλειπε η αντρίκια η δύναμη που γεννάει καινούρια ζωή, και κυριεύει κόσμο. Τούλειπε η πολιτική η ενέργεια, ο πατριωτισμός. Έγραφαν Αττικά οι σοφοί του, μελετούσαν οι επιστήμονές του, ψιλοδούλευαν οι τεχνίτες του, λαλούσαν οι ρητόροι του, μα το κάτι εκείνο που συχνά ταναφέραμε παραπάνω, όσο έλειπε από την Ελλάδα, άλλο τόσο έλειπε κι από την Ανατολή. Είναι αλήθεια πως στην Ανατολή βρίσκουμε πιώτερη σοβαρότητα και κάπως λιγώτερη σοφιστική. Μα η ψυχή πάντα έλειπε. Έθνος Ελληνικό μ' εθνικές ιδέες και μ' εθνικούς σκοπούς σε τέτοια βάση απάνω να ξανασταθή δεν μπορούσε. Η σωστή η βάση βρέθηκε λίγο αργότερα. Πριν όμως να ωριμάσουν τα πράματα για το έργο του Κωσταντίνου, έπρεπε πρώτα να δυναμώση ο Χριστιανισμός, ο πατέρας του νέου Κόσμου, του νέου Πολιτισμού, αυτός που την πήρε όλη εκείνη την ελληνόπλαστη μάζα και την έκαμε δική του περιουσία, – ο Χριστιανισμός που κηρύχτηκε με την Ελληνική γλώσσα και θεμελιώθηκε μ' Ελληνική σοφία.

10 Ο Χριστιανισμός

Οι καιροί που ιστορήσαμε ως τα τώρα είτανε μεγάλο μέρος Χριστιανικοί. Χριστιανικοί όμως, όσο μπορεί άνθρωπος να πη τη χαραυγή μέρα. Ο αρχαίος κόσμος ψυχορραγούσε, και δίπλα του γλυκοσπαρταρούσε ο νέος ο κόσμος. Όσα δηγηθήκαμε παραπάνω μας έδειξαν του αρχαίου κόσμου την όψη. Τι λογής όψη την είχε ο Χριστιανικός ο κόσμος, αυτό πρέπει κ' είναι ανάγκη να παραστήσουμε, για να νοιωστή πιο τελειότερα ο διπλός δοξασμός της Χριστιανοσύνης και της Ρωμιοσύνης, που εγκαινιάστηκε από το Μεγάλο τον Κωσταντίνο.

Το υλικό που διάλεξε ο Κωσταντίνος για να θεμελιώση το μεγάλο του Κράτος είτανε δυνατό και γερό, όσο γερό και δυνατό μπορούσε να το κάμη φυλή σαν την Ελληνική, κι ας είταν και ξεπεσμένη. Μα καιρός είναι να μελετήσουμε και τη θεία δύναμη που μεταχειρίστηκε για να δέση το τρανό του χτίριο, και να βαστάξη ενωμένα στοιχεία που μένανε σκόρπια κι ακράτητα σα μαρμαρόπετρες από γκρεμισμένα παλάτια. Και δίχως να πελαγώνουμε σε θρησκευτικά θέματα ξένα με το σκοπό μας, νακολουθήσουμε το δρόμο που πήρανε, τη δύναμη και τη χάρη που ξάπλωσαν του Χριστού τα ιερά τα λόγια.

Ως πόσο η Ελληνική γλώσσα από τη μια, κι ως πόσο από την άλλη ο πολιτικός οργανισμός της Ρώμης κάμανε να ξαπλωθή αυτή η δύναμη κ' η χάρη, δεν είναι μήτ' αυτό της δουλειάς μας. Σώνει να παραδεχτούμε πως και τα δυο τα στοιχεία δουλέψαμε για το μεγάλο σκοπό. Σώνει νανιστορούμε πως ο Παύλος, ο μεγάλος εκείνος εξηγητής κ' εφαρμοστής της νέας θρησκείας, και στην Ελληνική γλώσσα δίδασκε, μα και πολίτης Ρωμαίος είτανε.

Όσο όμως και να κρατηθή άνθρωπος από το φόβο να μην πέση στης εθνικής φιλοτιμίας τα δίκτυα, δεν μπορεί και να μην το στοχαστή πως το στοιχείο που απ' όλα πιώτερο έθρεψε την ιερή εκείνη φλόγα είταν το στοιχείο το Ελληνικό. Ως κ' η γη που πρωτόλαμψε αυτή η φλόγα είταν ελληνισμένη γη, καθώς είδαμε. Καταστόλιστη όλη η Ανατολή με σκόρπιους Ελληνικούς θησαυρούς, τους θησαυρούς που μαγεύουν και κυριεύουν το νου, όχι τους υλικούς. Πώς μπορούσε λοιπόν ο Χριστιανισμός, η φιλοσοφική αυτή η θρησκεία, η θρησκευτική η φιλοσοφία, να μην την ασπαστή την Ελληνική γλώσσα, τον Ελληνικό νου, και να μην τα κάμη δικά της; Δική της έγινε κ' γλώσσα, δικοί της και πάμπολλοι από τους διανοητικούς αρχηγούς των καιρών εκείνων. Έλληνες το λοιπόν, ή το πολύ ελληνισμένοι Ιουδαίοι είταν οι πρώτοι στύλοι της νέας θρησκείας, οι πρώτοι της «διάκονοι». Ελληνισμένος Ιουδαίος κι ο Παύλος, ο πρώτος των πρώτων Αποστόλων ο μετανοημένος ο Φαρισαίος, ο αμετανόητος, ο ηρωικός ο Χριστιανός. Ελληνόγλωσσοι κ' οι άλλοι οι Απόστολοι. Ως κ' οι Χριστιανικές αποικίες που συστηθήκαμε πρώτα πρώτα στη Δύση, ως και κείνες Ελληνικές.

Πρωτόπεσε φυσικά ο θεϊκός ο σπόρος στην Παλαιστίνη και στη Συρία. Έτρεχε ο κόσμος νακούση το νέο κήρυγμα και πίστευε. Συστήθηκαν αμέσως τρεις Εκκλησίες. Της Δαμασκός, της Βερροίας (Χαλεπιού), και της Αντιόχειας. Μα δεν άργησε να ξαπλωθή και σ' όλη τη Μικρασία το νιοφανέρωτο φως, και σε λίγα χρόνια μέσα βλέπουμε και λαμπροφέγγουν οι περίφημες οι εφτά Εκκλησίες. Έφεσο, Σμύρνη, Πέργαμο, Φιλαδέλφεια, Λαοδίκεια, Θυάτειρα, Σάρδες. Και δεν έμεινε μήτ' εκεί το μεγάλο φαινόμενο, που σαν αναλαμπή θαρρείς και συνεπήρε κάθε χώρα πολιτισμένη. Στα νησιά του Αιγαίου, στην Αφρική, στη Μακεδονία και Θράκη, στην καθαυτό Ελλάδα, παντού ξαπλώνεται, παντού γλυκοφέγγει. Σα να είτανε βαριεστημένος ο κόσμος από τα δυστυχήματα κι από Θεούς που δεν τον παρηγορούσαν, και πιάστηκε από την αγάπη του Χριστού με την ίδια τη λαχτάρα που αγκαλιάζει μισοπνιγμένος πλεούμενο ξύλο.

Ζητήσανε στην αρχή να φυλάξουν τη νέα θρησκεία μέσα στην Ιουδαία μονάχα, και να κλείσουν απέξω τους ξένους. Μα ο δυνατόγνωμος Παύλος γλήγορα τις έσπασε τις φαρισαϊκές αυτές αλυσίδες κι ακολουθώντας τα θεϊκά λόγια «πορεύου, ότι εγώ εις έθνη μακράν εξαποστελώ σε», πρώτος έκαμε το Χριστιανισμό παγκόσμιο χτήμα και παγκόσμια σωτηρία. Άκουγαν το κήρυγμά του οι αποσταμένοι λαοί κι αναγάλλιαζαν. Πρώτη φορά αντιλαλούσανε στη γης τέτοιες παρηγορητικές διδαχές, τέτοια βαλσαμωτικά λόγια· πρώτη φορά γλυκοχάραζε στον ανθρώπινο νου η ιδέα της αγάπης, της ισότητας και της ουρανόσταλτης χαράς.

Μόλις τάκουσε ο Παύλος τα θεϊκά εκείνα λόγια κι άρχισε μακρινά ταξίδια και πολυβάσανα. Δεν άφησε μήτε Συρία, μήτε Αραβία, μήτε Κύπρο και Μικρασία. Έστηνε Εκκλησίες και πήγαινε. Τέλος ανέβηκε και στη Μακεδονία. Η Θεσσαλονίκη και μερικές άλλες Μακεδονικές πολιτείες είταν τα πιο σημαντικά του κέντρα στα μέρη εκείνα. Οι μεγάλοι κι οι ανακατεμένοι πληθυσμοί τους την τραβούσανε την ακούραστη του ψυχή. Έτρεχαν και τον άκουγαν Ιουδαίοι κ' Έλληνες, άντρες και γυναίκες, και βαφτίζουνταν όσοι πίστευαν. Όσοι όμως από τους πατριώτες του τους Ιουδαίους δεν πίστεψαν, κ' είταν πολλοί, αυτοί πικρά μαρτύρια του προξενήσανε με σκληρούς κατατρεγμούς, και θάμα είναι πώς το κατώρθωσε και ξέφυγε από τη φυλακή που τον είχανε ρίξει στους Φιλίππους αφού τον έδειραν. Από τη Μακεδονία κατέβηκε έπειτα στην Αθήνα. Στην Αθήνα Ιουδαίους πολλούς δε βρήκε· βρήκε όμως σοφούς και ρητόρους. Εκεί, στον Άρειο Πάγο, τους απαγγέλνει τον περίφημο εκείνο το λόγο του. Τους ξήγησε ποιος είνε ο Άγνωστος Θεός που του είχανε τόσους αιώνες στημένο Ναό, και δεν τονέ γνώριζαν. Εδώ τον Παύλο δεν τονέ βασάνισαν· δεν τον άκουσαν όμως και μ' ενθουσιασμό, μόνε ψυχρά και δύσπιστα οι πιώτεροι. Ο Αθηναίικος ο νους τέτοιες διδαχές δεν τις σήκωνε. Μίσεψε λοιπόν αποκείθε και πήγε στην Κόρινθο.

Η Κόρινθο, εμπορική πόλη, είταν τότες γεμάτη ξένους, και μάλιστα Ιουδαίους. Πήγαινε λοιπόν κατά τη συνήθεια του τα Σάββατα κι αντάμωνε τους πατριώτες του στα Συναγώγια και τους δίδασκε την καινούρια πίστη. Δεν τονέ δέχτηκαν όμως μηδ' αυτοί φιλικώτερα από τους Εβραίους της Μακεδονίας. Τότες ο Παύλος άρχισε και δίδασκε τους δικούς μας. Οι Ιουδαίοι ως τόσο δεν τον άφιναν ήσυχο μηδέ τώρα, παρά πήγανε στον Ανθύπατο της Αχαΐας το Γαλλίωνα, και κατηγόρησαν τον Παύλο πως πολεμούσε να φέρη καινούργιο Θεό. Ο Ρωμαίος όμως αρνήθηκε νανακατευτή σε ζητήματα κατά τη γνώμη του καθάρια δογματικά· πολιτική που πολύν καιρό την ακολούθησαν οι Ρωμαίοι, μη βλέποντας άλλο στο νέο κήρυγμα παρά άβλαβα Ιουδαϊκά ψιλολόγια.

Αφού προσηλύτισε κάμποσους ο Παύλος στην Κόρινθο, αφίνει τη θέση του στον Απολλώ, άλλο Ιουδαίο Χριστιανό, και μεταγυρίζει στην Ασία. Μα δεν την αλησμόνησε την Ελλάδα, μόνο ξαναφάνηκε πάλι· κι ακόμα σα δεν μπορούσε ατός του να ξανάρχεται έστελνε τον αγαπημένο του Τιμόθεο. Οι επιστολές του «Προς Κορινθίους» μας φανερώνουν πόση αγάπη τους είχε ο Παύλος και πόσο τους νοιάζουνταν πάντα. Μα και κάτι άλλο μας φανερώνουν οι επιστολές εκείνες· την τρομαχτική κακοήθεια, την ηθική παραλυσία που βασίλευε στη ρωμαϊσμένη την Κόρινθο. Κι ως τόσο σαν πατέρας ο Παύλος τους έγραφε και τους καθοδήγευε· «Τι θέλετε», τους ρωτούσε· «να σας έρθω με το ραβδί, ή με αγάπη και με πραοσύνη;» τέτοια τρυφερή συμπάθεια, τέτοια μακροθυμία την είχε ο μεγάλος του νους.

Αλλού πάλι τους δηγάται πονετικά τα μύρια βάσανα που για την αγάπη του Χρίστου υπόφερε κ' υποφέρνει. Τα δαρσίματα, τους φυλακισμούς, τα ναυάγια, και τελειώνει την αμίμητη εκείνη περίοδό του με το περίφημο, «Ποιος αρρωστάει και δεν αρρωστώ; ποιος σκανταλίζεται κ' εγώ δεν πυρώνω; Αν πρέπη να παινιέμαι, για την αδυναμία μου θα παινεθώ».

Είταν ο Παύλος θεόσταλτος άνθρωπος παραγγελμένος να θεμελιώση θρησκεία θεόσταλτη. Δίχως το Παύλο και τους οπαδούς του, σα δύσκολο φαίνεται να κρίνουμε τι δρόμο θάπαιρνε ο Χριστιανισμός.

Ως τα σωθικά της Ασίας από τη μια, ως την Ισπανία από την άλλη αντιλάλησε το μήνυμα του Χριστού. Και το πιο αξιοπαρατήρητο, που ευκολώτερα έπιασε το καινούριο κήρυγμα σε τόπους νεοσύστατους και νεοαλλαγμένους, καθώς είταν οι ελληνισμένες χώρες της Μικρασίας, παρά σε παλιούς και μισοσκουριασμένους σαν την καθαυτό την Ελλάδα· πράμα που το παρατηρούμε και σήμερα, που πιο γλήγορα ξαπλώνουνται νέες ιδέες στην Αμερική να πούμε, και στις Εγγλέζικες αποικίες παρά στη γερασμένη την Ευρώπη. Μα δεν πρέπει και να θαρρέψουμε πως άνθιζε πουθενά ολομόναχος ο Χριστιανισμός. Τους πρώτους δυο τρεις αιώνες τονέ βλέπουμε, σκορπισμένο σαν είδος αίρεση. Σε κάθε δηλαδή χώρα έχουμε κ' ένα μερίδιο Χριστιανούς, αλλού πιώτερους, αλλού λιγώτερους. Οι πιώτεροι απαντιούνται στην Αλεξάντρεια, στην Καισάρεια, στην Αντιόχεια, στη Θεσσαλονίκη· εκεί που γενήκανε δα κ' οι μεγαλήτεροι οι κατατρεγμοί, τα μαρτύρια του τρίτου αιώνα, που και κείνα μας αποδείχνουν πόσο λιγώτεροι πρέπει να είταν ακόμα οι Χριστιανοί από τους Εθνικούς. Λιγώτεροι, μα που όλο πλήθαιναν, όλο δυνάμωναν, και που πηγαίνανε μαζί τους οι φρονιμώτεροι, οι πιο νοικοκυρεμένοι, αφού ταρχαία συστήματα μήτε ψυχική θροφή πια καμιά μήτε ηθική προστασία δεν τους δίνανε.

Μα και κάτι άλλο χρησίμεψε να τους χριστιανέψη τους καλλίτερους. Ο δημοκρατικός οργανισμός που παραδέχτηκε η Εκκλησία τους πρώτους αιώνες. Σα να τους θύμιζε τους δύστυχους τα παλιά τους αυτό το σύστημα. Σα να τους έταζε τη χαμένη τους λευτεριά. Πρώτο, που οι μαζωμοί τους ονομάζουνταν Εκκλησίες, καθώς τα πρώτα. Αυτές οι Εκκλησίες όριζαν Πρεσβύτερους που τους φροντίζανε τα κοινά· λίγο κατόπι, σαν πλήθυναν οι Πρεσβύτεροι, έβαλαν κ' Επισκόπους, όνομα κι αυτό από αρχαϊκές πολιτείες παρμένο· και τότες οι Πρεσβύτεροι κατάντησαν κοινοί Κληρικοί, κ' οι Επίσκοποι αρχηγοί τους. Όλοι οι άλλοι είτανε Λαϊκοί. Ο κλήρος λοιπόν είχε την κυβέρνηση όλου του ποιμνίου. Ως και δικαστικά χρέη έκαμναν, επειδή τάτρεμαν οι Χριστιανοί τα Εθνικά δικαστήρια. Και καθώς αργότερα στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, έτσι και σ' αυτούς τους πρώτους αιώνες η Εκκλησία είταν είδος ντόπια διοίκηση μέσα σε ξένη διοίκηση· λευτεριά μέσα στην αγκαλιά της σκλαβιάς. Τι παράξενο λοιπόν αν την προτιμούσαν οι φρόνιμοι τη Χριστιανωσύνη;

Κατά τα τέλη του δεύτερου αιώνα συστήθηκε και Σύνοδο σε κάθε επαρχία, μέτρο απαραίτητο κι αυτό από το μεγάλο ξάπλωμα του Χριστιανισμού. Κάθε άνοιξη λοιπόν και κάθε χυνόπωρο μαζεύουνταν εκεί οι Επίσκοποι κ' έβαζαν τους Κανόνες, που χρέος είχαν οι πιστοί να τους φυλάγουν. Κατόπι πάλε η μια Σύνοδο άρχισε να συναγροικιέται με την άλλη, κ' έτσι κατάντησε σταλήθεια είδος Ομοσπονδία. Έπειτα κ' ένα άλλο· μερικές από τις πολιτείες γενήκανε «Μητροπόλεις», κέντρα δηλαδή που οι Επίσκοποι τους είταν ανώτεροι από τους Επαρχιακούς Επισκόπους. Όσες πάλι «Μητροπόλεις» δοξάστηκαν από πολλούς μαρτύρους κι άγιους, είχαν και μεγαλήτερο πληθυσμό, προβιβάστηκαν ακόμα πιο απάνω κ' έγιναν Αποστολικές Εκκλησίες. Τέτοιες είταν η Ρώμη, τα Ιεροσόλυμα, η Αντιόχεια, η Αλεξάντρεια, η Έφεσο κ' η Κόρινθο.

Έχουμε λοιπόν Εκκλησία του Δήμου (τους λαϊκούς), Βουλή (τους Πρεσβύτερους), «Άρχοντας» (τους Επισκόπους), τέλος έχουμε και την «Ομοσπονδία» με τα «Συνέδρια» της. Έναν έναν έπαιρναν τους παλιούς τύπους και τους κολνούσανε στις Χριστιανικές αυτές Κοινότητες. Κάθε Ελληνικό που κατάντησε αργό στα πιώτερα μέρη εξαιτίας της ξενοκρατίας, το πήρε ο Χριστιανισμός και το γλύτωσε από το χαμό. Κι όχι μονάχα πολιτικούς τύπους, παρά και φιλοσοφικούς και φιλολογικούς, καθώς είδαμε, και θα ξαναδούμε λίγο κατόπι.

Εννοείται πως δημοκρατικοί τύποι δεν πάνε να πουν και δημοκρατική ουσία. Η ουσία είταν ολιγαρχική. Στη Ρώμη μάλιστα πήρε αμέσως ιεραρχικό δρόμο η θρησκεία, και δεν άργησε να καταντήση απόλυτη μοναρχική καθώς μένει ως τα τώρα, επειδή στα δυτικά τα κεφάλια πιώτερο ταίριαζε τέτοιο σύστημα. Όσο όμως κι αν άλλαξε κατόπι η δημοκρατική χρωματωσιά και της δικής μας Εκκλησίας, όσο κι αν γύρισε ολιγαρχική, ή καλλίτερα «δεσποτάδικη», οι τύποι κ' οι συνήθειες μνήσκουν ακόμα σαν πρώτα, κ' είναι μα την αλήθεια ιερό μουσείο του παλαιικού μας πολιτισμού ο Εκκλησιαστικός μας οργανισμός.

Είπαμε για τη Ρώμη, για τη Δύση. Στη Δύση όμως δεν ανακατεύτηκε το εθνικό, δηλαδή το πατριωτικό στοιχείο με το θρησκευτικό. Εκεί τον πήρανε το Χριστιανισμό σαν απλή θρησκεία, τον έκαμαν ιεραρχικό, τονέ γύρισαν όργανο πολιτισμού κ' εξουσίας, και τίποτις πιώτερο. Εμείς όμως τον κάμαμε κι αποθήκη για όσα λαμπρά απομεινάρια μπορέσαμε και μαζέψαμε από το γκρεμισμένο μας έθνος. Πολιτικά συστήματα, γλώσσα, μουσική, ρητορική – ως και τη σοφιστική μας φέραμε και μας βοήθησε στους δογματικούς πολέμους που ξέσπασαν κατόπι. Έγινε το λοιπόν εξανάγκης η θρησκεία μας εθνική, και τέτοια μνήσκει ως τα τώρα.

Ο μεγάλος εκείνος ο δρόμος που πήρε το καινούριο το κίνημα ανάμεσα σε τόσα ετοιμόπεφτα και μισοζώντανα συστήματα της αρχαίας ζωής δεν μπορούσε να μείνη κι ως το τέλος ομαλός κι ανεμπόδιστος. Όσο και να πηγαίνανε με την καινούρια πίστη οι φρονιμώτεροι, έμνησκαν ακόμα στα «καθεστώτα» οι πιώτεροι, μάλιστα όσοι ή ζούσαν από την Κυβέρνηση και λογάριαζαν το συφέρο τους, ή είτανε βουτηγμένοι στη παραλυσία, και δεν τους άρεζε ναφίνουν τις ηδονές τους. Μέρος βέβαια, και μάλιστα οι καθαυτό Έλληνες, πρέπει να φύλαγαν ακόμα μέσα στην ψυχή τους και την παλιά ευλάβεια· μα αν έμνησκε σε τέτοιους η τύχη μας δε θα παθαίναμε μήτε τα μισά που μας περιμένανε στο τέλος του τρίτου αιώνα.

На страницу:
4 из 7