bannerbanner
Ιστορία της Ρωμιοσύνης, Πρώτος τόμος
Ιστορία της Ρωμιοσύνης, Πρώτος τόμος

Полная версия

Ιστορία της Ρωμιοσύνης, Πρώτος τόμος

Настройки чтения
Размер шрифта
Высота строк
Поля
На страницу:
6 из 7
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟΚανονίζουνται τα θρησκευτικά

Όταν ο παλιός ο κόσμος, και μάλιστα ο πιο γραμματισμένος, είδε κι απόειδε πως προκοπή πια δεν είχε, κι ας τον υποστηρίζανε Γαλέριοι και Λικίνιοι, άλλο δεν τούμνησκε παρά νάρχεται και να κατασταλάζη μέσα στης νέας θρησκείας το χωνευτήρι. Με προστάτη μάλιστα της Χριστιανωσύνης τώρα τον Κωνσταντίνο, τέτοιο κίνημα και φυσικό φαίνεται και συφέρο τους είταν. Το χώνεμα όμως αυτό δεν είταν και δίχως τα δυσάρεστά του. Επειδή όσο και να χριστιανίζουνταν οι δικοί μας, τα συστήματά τους δεν μπορούσανε να χριστιανιστούν κι αυτά σε μια και σε δυο γενεές, μόνο περνούσανε μέσα στον καινούριο κόσμο σαν κρύφιο φαρμάκι μαζί με το αίμα τους. Και μπορούμε μα την αλήθεια να πούμε πως ο Εθνισμός, καθώς άλλοτε θέλοντας καταδίωχνε με βάσανα το Χριστιανισμό, τώρα μη θέλοντας τονέ φοβέριζε με όπλο φοβερό, με την τέχνη εκείνη που μπορούσε να σκίζη τρίχες, μα και βαθιόρριζα δέντρα να ρίχνη· με την ξεπεσμένη του τη φιλοσοφία, που αργαστήρι της ξακουσμένο σταθηκε η μεγαλονόματη η Αλεξάντρεια.

Η φιλοσοφία αυτή, αν και καθώς είπαμε ξεπεσμένη, δεν είταν κι όλως διόλου σοφιστική. Για δαύτο κι όσοι είχαν κεφάλι γερό, καθώς ο Αθανάσιος, δε δυσκολευτήκανε να διαλέξουν τα γερά τους στοιχεία και να δυναμώσουνε μ' αυτά τη Χριστιανωσύνη. Μα όσοι πάλι, κι αυτοί είταν οι πιώτεροι, δεν είχανε δύναμη να κατεβάσουν την αλήθεια ως τη συνείδησή τους, παρά φύλαγανε την εικόνα της μονάχα στη φαντασία τους μέσα, καθώς ο Άρειος, έφεραν ολέθρια ζιζάνια μέσα στην καινούρια Κοινωνία, κ' έπρεπε μα το ναι να είναι ένας Χριστινανισμός για να τα βαστάξη και με τον καιρό να τα καταπνίξη. Κ' επειδή στον πρώτο πόλεμο που σήκωσε μέσα στη Χριστιανωσύνη η ρωμαίικη η σοφιστεία παράστησε θέλοντας και μη σημαντικό πρόσωπο κι ο Κωνσταντίνος, είναι ανάγκη να χαρίσουμε ένα κεφάλαιο στα θεολογικά τα ζητήματα που σπάραξαν το Έθνος ό,τι άρχιζε να το συμμαζεύη ο νέος προστάτης του.

Είδαμε παραπάνω πως οι φρονιμώτεροι κ' οι πιο πραχτικοί πηγαίνανε με το Χριστιανισμό. Από τους λοιπούς μέρος λάτρευαν ακόμα, τους Ολύμπιους Θεούς, άλλοι ήσυχα και ποιητικά καθώς τον παλιόν καιρό, άλλοι με τα διατάγματα του Διοκλητιανού ή του Λικινίου στο χέρι. Έχουμε όμως και τρίτη μερίδα, τη γραμματισμένη καθώς την είπαμε, τη φιλοσοφική τη μερίδα. Κι αυτή τώρα βγαίνει πρωταγωνίστρα στο θρησκευτικό μας το δράμα.

Αν η φιλοσοφία είχε ξεθυμάνει, καθώς είδαμε, στην Αθήνα, και κατάντησε αγυρτεία, στην Αλεξάντρεια όμως, που είταν μαζεμένο διαλεχτό Ελληνικό στοιχείο, και με την προστασία των Πτολεμαίων πλούσιο κ' ευτυχισμένο, βγαίνανε σοφοί ανθρωπινώτεροι, και για την εποχή εκείνη στ' αλήθεια σπουδαίοι. Την έχουμε ακουστά την Αλεξαντρινή τη Σκολή, τους γνωρίζουμε τους Νεοπλατωνικούς, τους οπαδούς τους Πλωτίνου. Μερικοί όμως από τους σοφούς αυτούς για κακή μας τύχη, σαν που πήραν τον Πλατωνισμό και τον ξανάπλασαν, το ίδιο θάρρεψαν πως μπορούσανε να κάμουνε και με το Χριστιανισμό· τονέ μεταχειριστήκανε δηλαδή σα φιλοσοφικό σύστημα. Παίρνουνε λόγου χάρη την Αγία Τριάδα, και στη βάση της απάνω στένουνε δική τους Τριάδα με δικά τους ονόματα «Έν, Νους, και Ψυχή» κι άλλα ακόμα πιο δύσκολα και πιο ακατανόητα. Από τέτοιες άσκοπες – ας τις πούμε – μελέτες ξεφύτρωσε τέλος στη μέση κι ο Άρειος κ' η Αίρεση του, που πήγε να την πνίξη τη θρησκεία μέσα σε θεωρίες και σε σοφίσματα που κανένας λαός δεν μπορούσε να βγάλη όφελος από τέτοια, αφού δα μήτε να τα καλονοιώση δεν μπορούσε.

Είταν τότες Μητροπολίτης στην Αλεξάντρεια ο Αλέξανδρος, καλοκάγαθος άνθρωπος (319). Κι ακούσαντας πως ο Άρειος δίδασκε – και κάμποσοι κληρικοί τον ακολουθούσαν – πως ο Ιησούς Χριστός δεν είταν άναρχος καθώς ο Θεός, μόνο είδος πρωτότοκο πλάσμα του, τονέ φώναξε και τον καθοδήγεψε με το καλό, σαν πνεματικός του πατέρας. Όντας όμως ο Άρειος μεγαλάνθρωπος, αγέρωχος, και μ' αρχοντάδικη θεωρία, σα να του πήρε τον αέρα του γέρου, κ' έτσι δεν αποκότησε να του μιλήση και καθώς του άξιζε. Και πως του άξιζε πολύ αυστηρός τρόπος, και μάλιστα τιμωρία, απόδειξη έχουμε που δεν του απολογήθηκε του Μητροπολίτη μ' αληθινή σοφία κ' ειλικρίνεια, παρά με διφορούμενες ξυπνάδες που ρίχτανε σκότος κι όχι φως σε τέτοια δύσκολα ζητήματα. Και το πιο χερότερο, που άμα βγήκε, διαλάλησε πως συφωνάει κι ο Μητροπολίτης μαζί του, και ξανάρχισε τις αιρετικές διδαχές του. Τον καταμηνούν άλλη μια στη Μητρόπολη. Τι να κάμη τότες ο Αλέξαντρος; Πηγαίνει και βγάζει λόγο στην Εκκλησία κ' υποστηρίζει και ξηγάει το σωστό δόγμα, λέγοντας πως η μια υπόσταση της Τριάδας από την άλλη δε διαφέρει. Ο Άρειος τότες γνωρίζοντας πως είχε μαζί του και πολλούς Κληρικούς, σηκώνεται κι αρχινάει δική του ομιλία, σα να είταν Ακαδημία, κι αρμηνεύει το σύστημά του με δίχως καμιά συστολή. Τότες είπε και το περίφημο του το σόφισμα, πως αν ο Θεός γέννησε το Σωτήρα, πάει να πη πως είτανε μεγαλήτερός του· άρα, δεν είναι άναρχος ο Ιησούς καθώς ο Θεός.

Έγινε ανάστατη η Αλεξάντρεια με την ομιλία αυτή. Μοιράστηκε ο κόσμος σε δυο στρατόπεδα. Γέρος κ' ειρηνικός καθώς είταν ο δύστυχος ο Μητροπολίτης, ελπίδα πολλή για το σωστό το δόγμα δε φαινότανε, παρά κιδύνευε να βυθιστή ο Χριστιανισμός μέσα στα θολωμένα νερά της φιλοσοφίας. Είχε όμως ο Αλέξαντρος κάποιο νέο διάκο ως είκοσι χρονών, Αθανάσιο τον έλεγαν. Είτανε μικρουλός, ταπεινός, και χλωμός, μόνο που σπιθοβολούσαν τα μάτια του. Αυτός ο μικρός κι ο καταφρονεμένος διάκος, αυτός είναι ο μέγας και πολύς ο Αθανάσιος, που ως τα σήμερα Ανατολή και Δύση τον ονομάζει Μεγάλο Πατέρα της. Αυτός είναι ο μικρός ο Δαβίδ που παραβγήκε να πολεμήση με το γίγαντα. Τον πολέμησε, και ταποτέλεσμα του πολέμου εκείνου ακόμα σώζεται. Το «Πιστεύω» μένει πάντα θεμελιωμένο στη βάση που τόστησε.

Και δεν είχε μονάχα φυσική δεινότητα ο Αθανάσιος, είταν κ' ελληνιστής δεινός· και πρι να βγη ακόμα στο θρησκευτικό τον αγώνα, γνωρισμένος από μερικούς λόγους του, που μας δείχτουν πόσο πιδέζια ήξεραν και διάλεγαν οι Πατέρες τα κάλλη της αρχαίας σοφίας δίχως μήτε τρίχα να παραστρατούν από τα κανονισμένα τους δόγματα.

Με τον κοφτερό του νου, με την ακαταπόνετη τόλμη του, με τους θετικούς του συλλογισμούς, με την αντρίκια και καταπειστική ρητορική του, έμοιαζε ο μικρός ο Αθανάσιος αντίκρυ στον Άρειο καθώς τα μικρά εκείνα μα φοβερά τορπιλλοφόρα της σημερνής εποχής ομπρός σε παμπάλαια φεργάδα. Άρχισε τον αγώνα του με ζήλο ηρωικό, κ' η νίκη του είναι ίσως η μεγαλήτερη δόξα της Χριστιανικής ιστορίας.

Τέτοιος είταν ο Αθανάσιος, και τέτοιος φάνηκε στο πολύχρονο στάδιό του. Σ' αυτή την εποχή όμως δεν έβγαινε ακόμα ολομόναχος στην παλαίστρα παρά σα βοηθός του Μητροπολίτη. Και παίρνοντας θάρρος ο Αλέξαντρος από τον πεντάξυπνο διάκο του, αναθεμάτιζε Άρειο κι Αρειανούς. Ο Άρειος όμως αν είταν ένας, οι οπαδοί του είταν αμέτρητοι κι ολοένα πληθαίνανε. Ως και του Κωσταντίνου οι φίλοι, ο Ευσέβιος της Νικομήδειας κι ο Ευσέβιος της Καισαρείας (ο βιογράφος του Κωσταντίνου), και κείνοι με τον Άρειο πήγαιναν.

Ο Κωσταντίνος στην αρχή αυτά μήτε τάξερε μήτε τα πρόσεχε. Κι' όταν ύστερ' από τον αφανισμό του Λικινίου κατέβηκε στη Νικομήδεια και τρέξανε γύρω του Αρειανοί και Ορθόδοξοι γυρεύοντας την προστασία του, τα πήρε κατάκαρδα όλ' αυτά, και θύμωσε μάλιστα που χασομερούσε ο κόσμος με τέτοια μικρολογήματα. Δεν τους ήξερε τους Ρωμιούς του ακόμα ο Κωσταντίνος!

Ο Κωσταντίνος άλλες από πολιτικές ιδέες δεν κατείχε. Τον έχανες έξω από την πολιτική. Και μπορούμε ίσως να τον παρομοιάσουμε με βράχο που κρύβει μέσα του φλέβες γερό μάλαμα. Όσο ανακατευότανε με οργανισμούς και με νομοθεσίες, είτανε στα νερά του. Παρακείθε πελάγωνε. Έχοντας όμως και την ευλάβεια εκείνη που ξέρουμε, πολεμούσε μαζί με τα καινούρια πολιτικά του σκαρώματα να θεμελιώση και καινούρια θρησκεία. Μια και πετύχαινε τα δυο του αυτά όνειρα, όλα θα πήγαιναν ειρηνικά και λαμπρά. Πως όμως ο διαλεγμένος του ο λαός, το στήριγμα του νέου του θρόνου, φυσικό του είτανε να ψιλολογά, να χτίζη κ' ύστερα να γκρεμίζη φιλοσοφικά και θρησκευτικά συστήματα· πως τέτοια προσόντα καταντούν ολέθρια σ' ένα Κράτος όταν ο Αρχηγός δεν τα μυρίζεται και δεν τα χτυπάη πρι θεριέψουν, ως εκεί ο νους του δεν πήγαινε. Και σαν πήγε, σταμάτησε, καθώς θα δούμε, κ' έκαμε τότες μεγάλα σφάλματα.

Τη φανταζούμαστε λοιπόν τη στενοχώρια και την οργή του Κωσταντίνου σαν κατέβηκε στη Νικομήδεια και βρήκε τον κόσμο ανάστατο. Και μήτε τότες δεν το καλόνοιωσε τι βάσανα κρύβανε μέσα τους οι φιλονεικίες εκείνες. Οργίστηκε, κι ως τόσο ταψηφούσε ταεροκοπανίσματα. «Τέτοια ανωφέλευτα μωρολογήματα», έγραφε του Μητροπολίτη της Αλεξάντρειας, «μήτε να τα ξεστομίζουμε δεν πρέπει». Φρόνιμα λόγια, αν τάλεγε σε Ρωμαίους, σε Μακεδόνες, ή και σ' Εβραίους. Μα πού να τον ακούσουν οι Αλεξαντρινοί! Ως κι ο ταχυδρόμος πούφερε τα βασιλικό το γράμμα στην Αλεξάντρεια, ως κι αυτός κόρωσε μέσα στη φλογερή εκείνη λογομάχητα. Γένηκαν τέλος και ταραχές, κι απάνω στην έξαψη του ο όχλος κακομεταχειρίστηκε τους βασιλικούς αδριάντες. Λύσσαξε τότες ο Κωσταντίνος και στέλνει άλλο γράμμα, όχι πια ειρηνικό και στον Αλέξαντρο, παρά φοβεριστικό στον ίδιο τον Άρειο και τον προστάζει νάρθη και να του ξηγήση τακατανόητο δόγμα του. Έρχεται ο Άρειος, και με τη φοβερή του σοφιστική τον παραζαλίζει τον Αυτοκράτορα. Δεν μπόρεσε ο Κωσταντίνος να τα βγάλη πέρα μαζί του. Δεν έννοιωθε από φιλοσοφίες αυτός. Από πολιτική όμως έννοιωθε, και για να λύση τον κόμπο μια και καλή, αποφάσισε να προσκαλέση Μεγάλη Οικουμενική Σύνοδο να κανονίση το ζήτημα.

Αυτή είναι η πρώτη Οικουμενική Σύνοδο, της Νίκαιας. Έξοχη ιδέα, άξια μεγάλου πολιτικού και μεγάλου Χριστιανού. Αν είταν και μεγάλος φιλόσοφος και πρόβλεπε απαρχής το τι του μαγείρευε ο Άρειος, δε θα είχε μήτε τέτοιο μέτρο ανάγκη. Όντας όμως ανήξερος από θεωρητικά έδειξε μεγάλη πολιτική και Χριστιανική φρόνηση που αφήκε τη λύση στους σπουδασμένους. Πολιτική φρόνηση, επειδή ο καθαυτό σκοπός του είταν πολιτικός, να λείψουν τα σκάνταλα και να ρηνέψη ο κόσμος· Χριστιανική γνώση έδειξε, επειδή σε ζήτημα θρησκευτικό παραδέχτηκε πρόθυμος το πατροπαράδοτο Χριστιανικό σύστημα, το βουλευτικό.

Από τη Δύση δεν κατέβηκαν πολλοί σ' εκείνη τη Σύνοδο· μόνο τρεις τέσσερεις. Δεν τα πολυνοστιμεύουνταν οι Δυτικοί τέτοια Δημοκρατικά Συνέδρια. Κι αν έστειλε δυο του αντιπροσώπους ο Πάπας, τους έστειλε δίχως άλλο για να μην κακοκαρδίση τον Αυτοκράτορα.

Μαζεύτηκε λοιπόν η Μεγάλη η Σύνοδο στα 325, και πλάγι του Κωσταντίνου παραστάθηκε ο αγαθός ο Αλέξαντρος μαζί με το νέο φωστήρα του. Έβγαλε το λόγο του ο Βασιλέας Λατινικά, επειδή και τα Ελληνικά δεν τα καλογνώριζε. Συντάχτηκε κατόπι το «Πιστεύω» και σε είκοσι μέρες μέσα τέλειωσε τη δουλειά της η Σύνοδο, παραδέχτηκε δηλαδή το Ομοούσιο, αναθεμάτισε τον Άρειο και τους οπαδούς του, και ξόρισε πολλούς τους στη Γαλατία μαζί με τον αρχηγό τους. Μα μήτε τούτο δεν τόκρινε αρκετό ο Κωσταντίνος, και δω αποφαίνεται πάλι ο Ρωμαϊκός του ο χαρακτήρας. Για να στερεώση και καλά την ειρήνη του τόπου πρόσταξε να πεταχτούνε στη φωτιά όλα τα έργα του Αρείου, και φοβέριζε με θανατική τιμωρία όσους φυλάγουνε τέτοια έργα κρυφά.

Είχε μ' άλλους λόγους μεγάλα στο νου του, και τρέμοντας μην τύχη και ξαναφυτρώσουν παρόμοιες διχόνοιες και του τα χαλάσουν, έβαλε και μια τυραννική σφραγίδα στο συνταγματικό του εκείνο μέτρο.

ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟΧτίζεται η Κωνσταντινούπολη

Από της Νίκαιας τη Σύνοδο ως τα εγκαίνια της Νέας Πρωτευούσης (330), πέρασε ο Κωσταντίνος πέντε χρόνια κάμποσο δραματικά και φουρτουνιασμένα. Γνωρίζοντας πως όσο κι α φαίνουνταν κατασταλαγμένη η Ανατολή, τη Δύση όμως την κυβερνούσε ακόμα η παλιά θρησκεία, έκρινε εύλογο να ξαναγυρίση στη Ρώμη, δίχως άλλο με σκοπό να φέρη και κει τη Χριστιανωσύνη. Βρήκε όμως στη Ρώμη απερίμενες δυσκολίες. Οι Ρωμαίοι εννοούσαν ακόμα οι πιώτεροι να πηγαίνουνε με τα πατροπαράδοτα και να θυσιάζουνε στον Καπιτώλιο Δία. Έκαμε να τους περιπαίξη στην αρχή και να τους περιφρονήση, μα γλήγορα το κατάλαβε πως οι Ρωμαίοι δεν είταν κι όλως διόλου ξεθυμασμένοι ακόμα. Κάποια ζωή, κάποιο νεύρο τους έμνησκε πάντα. Σα βγήκε μάλιστα ο λαός στους δρόμους και τονέ βλαστημούσε που γύρευε να καταργήση τους αγαπημένους Θεούς του, κάπως λαφιάστηκε, και μήτε τους παίδεψε μήτε ξανάβγαλε στη μέση τις χριστιανικές του ιδέες.

Ίσως όμως έγινε αφορμή και τούτο να ξανάρθη ο νους του ακόμα πιο πρόθυμα στην Ανατολή. Ίσως είταν απλή δοκιμή, κι αν απότυχε δεν τον πλήγωνε και πολύ βαθιά. Εκείνο που πρέπει να τον παραζάλισε τα χρόνια εκείνα, και τόσο τον αγρίεψε που ξέχασε και την αλφαβήτα του Χριστιανισμού – αυτός που γύρευε να τον ξαπλώση στον κόσμο – είταν τα κακορρίζικα οικογενειακά του, που για κακή του τύχη ιστορηθήκανε με τρόπο που να φαίνουνται ακόμα πιο κακορρίζικα.

Καθώς είδαμε, είχε ο Κωσταντίνος γιο τον Κρίσπο από την πρώτη του γυναίκα, τη Μινερβίνα. Από τη δεύτερη πάλε γυναίκα του, τη Φάουστα, είχε τον Κωσταντίνο και τον Κώστα. Έχουνε να πουν πως η Φάουστα τονέ μισούσε τον Κρίσπο, σα μητρυιά του που είταν, από αγάπη τω δυο της παιδιών, και πως τάχατες τραβούσε τον αυτοκράτορα από το μέρος της. Άλλοι πάλε υποψιάστηκαν το ενάντιο κ' είπαν πως από την αγάπη που είχε του Κρίσπου τον έψηνε στη ζούλια η Φάουστα τον άντρα της. Το φυσικώτερο μας φαίνεται πως τον οχτρεύουνταν τον Κρίσπο ο Κωσταντίνος από λόγους πολιτικούς. Δεν το σήκωνε να βλέπη το γιο του αγαπημένο και τιμημένο στη Ρώμη, και το δικό του τόνομα να σέρνεται καταφρονεμένο στους δρόμους. Ξέρουμε τώρα από τα περασμένα του πως τίποτις δεν το είχε ο Κωσταντίνος να ξεπαστρεύη όσους τούφερναν εμπόδια στους πολιτικούς του σκοπούς. Τέτοιο εμπόδιο δίχως άλλο του στάθηκε ο Κρίσπος. Τον αρπάζουνε λοιπόν από τη μέση μια μέρα οι στρατιώτες, τονέ ρίχνουνε στη φυλακή και τονέ θανατώνουν. Παρόμοιος πολιτικός λόγος τον έσπρωξε και σ' άλλη αγριώτερη πράξη, τότες που πρόσταξε και σφάξανε δώδεκα χρονών αγώρι τανίψι του, το παιδί του Λικινίου. Χαίρουνταν η Φάουστα από τη μια που άνοιγε ο δρόμος για τα δικά της τα τέκνα, έφριττε από την άλλη η Χριστιανωσύνη με τέτοιες θηριωδίες.

Ξαναφάνηκε τότες πάλι στη μέση η μητέρα του η Ελένη. Έτρεξε στη Ρώμη και λόγους δεν έβρισκε να παραστήση τη θλίψη της και την οργή της με τα βάρβαρα εκείνα καμώματα. Είπανε μερικοί πως από τη στενοχώρια του πήγε τότες ο Κωσταντίνος και σκότωσε τη Φάουστα. Αυτό φαίνεται σα δραματικό παραμύθι. Η αλήθεια είναι πως μετάνοιωσε ο Κωσταντίνος πικρά σαν άκουσε τους θρήνους της μάννας του. Την ξανάφερε στην καρδιά του γιου της η Ελένη τη θεοφοβωσύνη εκείνη που του μετρίαζε κάποτες την πολιτική του σκληρότητα, και τον έφερνε στα συλλογικά του.

Είταν αηδιασμένος από τη Ρώμη. Δε μπορούσε πια να μένη στα εχτρικά της παλάτια, να βλέπη και νακούγη αβανιές και βρισίδια. Σηκώθηκε κ' έφυγε μια για πάντα από τη Ρώμη. Πέτρα λες κέρριξε πίσωθέ του. Πέτρα όμως έστησε κι ομπρός του, την πελώρια την πέτρα της Νέας Πρωτεύουσας.

Καθώς πολλώνε μεγάλων οι μητέρες, έτσι κ' η Ελένη φαίνεται σα να τον είχε χαραγμένο, σα να τον έδειχνε κιόλας τον περίδοξο δρόμο του γιου της. Όντας όμως ειρηνικώτερη και πιο φιλάνθρωπη και χριστιανικιά η Ελένη, σαν κατέβηκε στην Ανατολή με τον Κωσταντίνο, δεν τονέ συνόδεψε στην περιοδεία του, παρά τράβηξε αυτή κατά τ' Άγια Χώματα. Είταν τότες τα Ιεροσόλυμα ρημασμένα, και μήτε ο τόπος του Άγιου Τάφου δεν έμνησκε καλά καλά πια γνωστός. Στα θεμέλια απάνω του Ναού του Σολομώντα είχανε ξαναχτισμένο Ναό του Καπιτωλίου Δία οι μερικοί Εθνικοί που κατοικούσανε στα μέρη εκείνα. Όλα τάλλα ρήμαξη και χαλάσματα. Προστάζει η Βασιλομητέρα ανασκαφή, κ' ύστερ' από πολλή εργασία ξαναβρίσκεται ο Άγιος Τάφος καθώς κι ο Τίμιος Σταυρός. Άμα τάκουσε τέτοιο θείο βρέσιμο ο Κωσταντίνος έστειλε προσταγή να χτιστή λαμπρή εκκλησιά στο μέρος εκείνο. Η ίδια η Ελένη εγκαινίασε το θεμελίωμά της. Και σα συμμάζεψε τους λίγους Χριστιανούς του τόπου και τους προστάτεψε, ξεκίνησε με τον Τίμιο Σταυρό νανταμώση το γιο της. Λέγουν πως είταν πολύ συγκινητικό ταντάμωμα εκείνο, και λαμπρές οι τιμές που της έκαμε ο Βασιλέας της άγιας του μάννας. Δεν τηνέ χάρηκε όμως πια τώρα πολύν καιρό. Μερικούς μήνες κατόπι (328), απέθανε η Ελένη ογδόντα χρονών. Την έθαψε μεγαλόπρεπα, και σαν αποκαταστάθηκε κατόπι στη Νέα Πρωτεύουσα, έφερ' εκεί και το λείψανό της.

Ας ακολουθήσουμε ως τόσο τον Κωσταντίνο στο μεγάλο ταξίδι του.

Σιγανό και μετρημένο ταξίδι· και σκοπός του, να διαλεχτή και να στηθή η Νέα Ρώμη, η Χριστιανική του Πρωτεύουσα. Πράμα που πήγαινε να πη για τα κείνονε, μα και για τα μας, θάνατος ή ζωή, δόξα ή όλεθρος. Πούθε πέρασε διαβαίνοντας δεν είναι πολύ φανερό. Λέγουν πως κοντοστέκουνταν κάθε λίγο και κοίταζε τόπους. Τη Σαρδική του Αίμου λόγου χάρη, – τη σημερινή τη Σόφια. Σα δυσκολοπίστευτο τούτο. Άλλοι πάλι θένε να πουν πως συλλογίστηκε κάποιο μέρος μεταξύ Πέργαμο και Τρωάδα. Αλήθεια, ψέματα, δεν το καλοξέρουμε μήτε τούτο. Ίσως ταξειδεύοντας και τηρώντας τα κοίταζε κι αυτά κι άλλα μέρη, καθώς αγοραστής διαμαντόπετρας πολλά πετράδια κοιτάζει πριχού να διαλέξη. Από τα περασμένα του όμως κρίνοντας, και μάλιστα από τη γνωριμία του με το Βυζάντιο από τους χρόνους του Λικινίου, μας φαίνεται σα να τον είχε διαλεγμένο τον τόπο από καιρό. Για να θεμελιώση το Κράτος του με τρόπο που να μη φοβάται από τάγρια στοιχεία που το τριγύριζαν, έπρεπε να στήση το κέντρο του σε τόπο μ' έξοχα στρατηγικά, διοικητικά, κ' εμπορικά προτερήματα. Μέρος που να το διαφεντεύουν και να το θρέφουν από κάθε μεριά θάλασσες. Τέτοιο μέρος ποιό είχε καταλληλότερο από το Βυζάντιο; Τα μεγάλα, τα σπάνια συστατικά της τοποθεσίας εκείνης, που δεν τα είδε μήτ' Αρταξέρξης μήτ' Αλέξαντρος μήτε Μιθριδάτης, που σα να τα συλλογίστηκε ο Καίσαρας ο Ιούλιος, μα δεν τα μεταχειρίστηκε, τα είδε, τάννοιωσε, και τάκαμε δικά του ο Κωσταντίνος. Φάνηκε λοιπόν εδώ απ' όλους πιο μεγαλήτερος, αν είναι μεγαλείο όχι να νικάς και να κυριεύης μονάχα, μα και να ρίχτης για ένα Κράτος θεμέλια βαθιά κι ακλόνιστα.

Μια μονάχη αδύνατη πλευρά την είχε η Νέα Πρωτεύουσα, την πλευρά τη βορειοδυτική, της Θράκης. Μα η Θράκη είτανε δική του. Μπορούσε τέλος και να προφυλαχτή ευκολώτερα παρά αν είχε παρόμοια πλευρά κι απ' αλλού.

Το τι είταν το Βυζάντιο πρι να γίνη Κωσταντινούπολη, δεν είναι ίσως αυτής της ιστορίας δουλειά. Επειδή όμως ο κόσμος έχει όρεξη πάντα να γνωρίζη τη φύτρα κάθε μεγάλης χώρας, καθώς κάθε μεγάλου άνθρωπου, σταματούμε μια στιγμή να γοργοκοιτάξουμε και την αρχαία την πόλη.

Ως χίλια περίπου χρόνια πριν από τον Κωσταντίνο ξεκίνησε από τα Μέγαρα στόλος, πέρασε την Προποντίδα, κι άραξε στον Κόρφο που σαν ποτάμι κόβει την Ευρωπαϊκή τη στεριά κατά τα πρόθυρα του Βοσπόρου, τον Κεράτιο, το σημερινό το Κατάστενο. Ως εφτά μίλια πηγαίνει μέσα η γλώσσα εκείνη. Και στην απομέσα την άκρη της, από τη μεριά της στεριάς, για να προφυλάγουνται οι Μεγαρίτες από τους άγριους της έξω χώρας, έρριξαν είδος φραγμό από τον ένα όχτο στον άλλονα. Συμμαζεύτηκαν εκεί μέσα και σύστησαν το Βυζάντιο, ονομασμένο από τον αρχηγό τους το Βύζαντα.

Μπορούσαμε μάλιστα να πούμε πως η ιστορία του τόπου πηγαίνει ακόμα πιο βαθύτερα στους αιώνες μέσα. Ως τα χρόνια δηλαδή των Αργοναυτών, τότες που μαγικά παραμύθια περνούσαν από στόμα σε στόμα κι ιστορούσαν την πάμπλουτη την Κολχίδα, τις πολεμόχαρες Αμαζόνες, και τους καλότυχους Υπερβόρειους που κατοικούσαν πέρ' από τα φωλιάσματα του Βοριά και τι θα πη χειμώνας δεν ήξεραν. Τους γαργάλιζαν την όρεξη τωνέ δικώ μας τα παραμύθια εκείνα για μεγάλες και τολμηρές εκστρατείες, κ' η σπουδαιότερη απ' όλες είναι η Αργοναυτική. Ανίσως και δε βρήκαν όσα ο μύθος τους παράσταινε, βρήκαν όμως καινούριες και πλούσιες χώρες. Αρίθμητες αποικίες συστηθήκανε με τον καιρό στη μεγάλη τριγύρω λεκάνη του «Άξεινου Πόντου» (που αργότερα ονομάστηκε κ' «Εύξεινος»), και τα πλούτη κατέβαιναν αυλάκι από το Βόσπορο.

Πιώτερα απ' όλους τους Έλληνες οι Μεγαρίτες, οι Άγγλοι αυτοί της πρώτης Ελληνικής εποχής, μίσευαν κι άνοιγαν το δρόμο στους καινούριους τους κόσμους. Και πριν ακόμα να συστηθή το Βυζάντιο, βρίσκουμε Μεγαρίτες αποκαταστημένους αντίκρυ, στην Καρχηδόνα. Ή όμως είταν ξυπνότερη η νέα η συντροφιά πούρριξε το σίδερο στο Κατάστενο μέσα, ή τους άνοιξε τα μάτια το Μαντείο με την πολύτιμη εκείνη συβουλή του, να στήσουν αποικία κατάντικρυ στους Τυφλούς.

Ας ρίξουμε τώρα μια ματιά στην τοπογραφία, να δούμε α δεν έκρινε σωστά η Πυθία σαν τους έλεγε τυφλούς τους Καρχηδόνιους. Τηρώντας από την ανατολική την άκρη της Θράκης, κ' έχοντας Ευρώπη πίσωθέ μας κι Ασία κατάμπροστα, βλέπουμε αμέσως τι λαμπρό μπροστήθι γίνεται τέτοιος τόπος για την Ευρώπη, τι φοβερό και δυσκολόπαρτο για την Ασία. Κ' οι δυο οι πλευρές της τρίγωνης εκείνης άκρης διαφεντέμένες από τη θάλασσα· μα κ' η τρίτη, της στεριάς, τοιχωμένη κι αυτή σε γης, που μήτ' ένα βουναράκι δεν ξεπροβάλλει αντίκρυ της, για να στηθή επάνω του πολιορκητική μηχανή. Για τούτο και μήτε μια φορά δεν πάρθηκε με σκάλωμα το Βυζάντιο, παρά ή με πείνα ή με βοήθεια από μέσα.

Μα το μεγαλήτερο ίσως καλό του Βυζαντίου είναι η εμπορική του τοποθεσία. Όλο το εμπόριο της Μαύρης Θάλασσας στα χέρια του είταν από τότες, αφού κάθε πλεούμενο που πηγαινοερχότανε με πραμάτεια, από το Βόσπορο έπρεπε να περάση, και στο Βυζάντιο κόνεβε. Μα και δικό του εμπόριο είχε με τους ντόπιους της Θράκης, και μάλιστ' από τη ψαρική του.

Όσο για την πολιτική του ιστορία, σώνει να σημειωθή πως τρακόσα χρόνια περίπου χαιρότανε λευτεριά, έξω από μερικούς χρόνους που το βαστούσαν οι Πέρσοι. Πολλά κι αξιοσημείωτα γενήκανε μέσα στα τρακόσα εκείνα χρόνια. Πρώτο, που εκεί κάπου έστησε ο Δαρείος το γεφύρι του σαν περνούσε το Βόσπορο. Δεκαπέντε χρόνους κατόπι βρίσκουμε το Βυζάντιο λεύτερο από Πέρσους και στα χέρια του Ιστιαίου, τυράννου που σοφίστηκε να βάλη βαριούς φόρους στα εμπορικά που ανεβοκατεβαίνανε. Λίγο κατόπι ξαναπέφτει το Βυζάντιο στων Πέρσων τα χέρια, ώσπου πρόβαλαν τέλος οι δαφνοστεφανωμένοι οι Έλληνες της Μυκάλης και της Σαλαμίνας και τους έδιωξαν από κει μια για πάντα (479 π. Χ.). Ακόμα πιο ύστερα, βρίσκουμε τους Βυζαντινούς πιασμένους σε πόλεμο δυο φορές με τους Αθηναίους. Τη μια φορά στα 439· παραδόθηκαν τότες. Την άλλη φορά στα 408, που με προδοσία τους κυρίεψαν οι Αθηναίοι. Πλέρωσαν τότες βαρύ πρόστιμο οι Βυζαντινοί, μα σε δυο χρόνους μέσα πήραν απάνω τους πάλι και καλοπερνούσαν.

Την εσωτερική τους ιστορία τους καιρούς αυτούς δεν την πολυγνωρίζουμε. Όσο για τη θρησκεία τους, οι μεγαλήτεροί τους Θεοί είταν ο Ποσειδώνας κ' η Άρτεμη, αυτοί δα που τους έφερναν και τα πλούτη τους.

Αξιοσημείωτα είναι και τα παλιά χαραχτηριστικά τους. Τους είπανε φιλήδονους και καλοπαθιασμένους, μα όχι κι ακαμάτηδες, αν κ' οι ταβέρνες τους πάντα γεμάτες. Τους άρεζε, φαίνεται, και το καλοφάει. Μια φορά, λέει, οι στρατιώτες τους αρνηθήκανε να πολεμήσουνε σε πολιορκία απάνω, επειδή δεν τους έφερναν τραπεζαρίες εκεί που πολεμούσαν.

Σα φάνηκε ο Φίλιππος κι ο Αλέξαντρος, χάθηκε πάλι η λευτεριά τους. Είναι αλήθεια πως το Φίλιππο τον καταπόνεσαν. Εκεί που κινούσε καταπάνω τους, πρόβαλε θεόλαμπρο σημάδι στον ουρανό, έφεξε η χώρα γύρω τριγύρω, μάτιασαν τους Μακεδόνες, τους κυνήγησαν, και τους έδιωξαν. Έκαμαν τότες σύβολό τους Μισοφέγγαρο με Σταυρό. Περίεργο προμήνυμα της πολύ αργότερης ιστορίας του Βυζαντίου! Με τον Αλέξαντρο όμως δεν τάβγαλαν πέρα. Τους συνεπήρε η μπόρα του μαζί με τις άλλες χώρες, κ' έτσι βρέθηκαν κατόπι στα χέρια του Δημητρίου του Πολιορκητή και του Λυσιμάχου. Ύστερ' απ' αυτούς ορθοστέκουνται πάλι και χαίρουνται κάποια λευτεριά καμιά κατοστή χρόνους, ώσπου πλάκωσε και στα μέρη τους η πλημμύρα της Ρώμης.

Είχαν τη γνώση οι Βυζάντιοι να μη δείξουν αντίσταση στους Ρωμαίους, και τους καλομεταχειρίστηκαν. Τους αφήκανε δηλαδή να κυβερνούν όπως ήθελαν τα δικά τους, με συμφωνία να πλερώνουνε φόρους. Στου Βεσπασιανού τους καιρούς όμως τόχασαν αυτό το προνόμιο.

Ως τόσο την εμπορική του σημασία και τη δύναμη δε μπορούσε εύκολα να τη χάση το Βυζάντιο. Καλοπερνούσε λοιπόν και πλούτιζε χρόνους πολλούς, ώσπου ήρθε τέλος η εποχή του Σεβήρου, εποχή μαύρη, καθώς είδαμε σάλλο κεφάλαιο. Αφού δυο χρόνια του αντιστάθηκαν οι Βυζάντιοι, παραδόθηκαν τέλος, και την πλέρωσαν τότες ακριβά την παλικαριά τους· επειδή κάθε τους στρατιώτη και κάθε τους προύχοντα τους πέρασε ο Σεβήρος από το σπαθί του. Δημεύτηκαν οι περιουσίες τους, γκρεμίστηκαν τα τείχη τους και κατάντησε το Βυζάντιο μικρό και ταπεινωμένο χωριό. Τους τα ξανάδωσε τα προνόμια τους ο Καρακάλλας, μα του κάκου. Ειρήνη κ' ησυχία πια δεν έβρισκε το Βυζάντιο. Σε κείνη την κακορριζικιά απάνου πέφτουν κ' οι Γότθοι, καθώς είδαμε, και το ρημάζουν. Έρχεται κατόπι ο Γαλλιανός (263), κι αποσώνει τον ξολοθρεμό. Πέτρα πάνω στην πέτρα δεν αφήκαν οι στρατιώτες του, κι από το πολύ το σφάξιμο ψυχή, λέγουνε, με Μεγαρικό αίμα δεν απόμεινε. Κι ως τόσο το βλογημένο του το εμπόριο του ξανάφερε πάλε κάποια ζωή, και μετά δέκα περίπου χρόνια το βλέπουμε πάλι κ' υπάρχει, και πολεμάει μάλιστα τους Γότθους που κατεβήκανε στον καιρό του δεύτερου του Κλαυδίου.

Αργότερα, στου Διοκλητιανού τις μέρες, το βρίσκουμε ακόμα πιο πλουσιώτερο το Βυζάντιο, αφού δα είχε τώρα και την «Αυλή» δίπλα του στη Νικομήδεια. Μια όμως και προβάλανε στη μέση ο Λικίνιος και ο Μαξιμίνος, κι' ανταμωθήκανε στο Βυζάντιο, που μόλις το πήρε ο Μαξιμίνος κ' ήρθε και το ξανάρπαξε ο Λικίνιος (314), τι προκοπή μπορούσε να δη η δύστυχη η πόλη! Μόνο που δεν ξολοθρεύτηκε πάλι ολότελα. Πάσκισε μάλιστα ο Λικίνιος να την οχυρώση και να την κάμη ανίκητη. Την οχύρωσε, μα ολότελα ανίκητη δεν την έκαμε. Την είδαμε την τύχη της στα 323.

На страницу:
6 из 7