bannerbanner
Ιστορία της Ρωμιοσύνης, Πρώτος τόμος
Ιστορία της Ρωμιοσύνης, Πρώτος τόμος

Полная версия

Ιστορία της Ρωμιοσύνης, Πρώτος τόμος

Настройки чтения
Размер шрифта
Высота строк
Поля
На страницу:
2 из 7

Μια από κείνες τις φοβερές μέρες, δυο γεροντάκια κουβεντιάζοντας σιμά στα τειχίσματα παραξενευόντανε γιατί μαθές ο Ρωμαίος να μη χτυπάη από το μέρος που λέγεται σήμερα Χαλκούρι (Επτάχαλκον), που είταν και το πιο αδύνατο. Φτάνει στ' αυτιά του Σύλλα ο λόγος, κι αρχινάει αμέσως το κακό. Με γυμνά σπαθιά και με τρομαχτικά ξεφωνήματα πηδήξανε μέσα στην πόλη οι λυσσαγμένοι οι Ρωμαίοι. Λίμνη αίμα σκέπασε τον Κεραμεικό. Διακόσα χρόνια πέρασαν, και τάβλεπε ακόμα ο Πλούταρχος τα σημάδια εκείνου του χαλασμού. Πολλοί σκοτώθηκαν και μονάχοι τους από την απελπισία. Ένα σωστό κ' εύλογο έπραξε τότες ο Σύλλας, που θανάτωσε και τον Αριστίωνα.

Τι λογής πήρε κ' έκαψε κατόπι τον Πειραιά ο Σύλλας, τι λογής αντάμωσε τον Αρχέλαο στη Χαιρώνεια και τον ξολόθρεψε, τι λογής έκλεψε τους Θηβαίους για να ξεπλερώση τα δανεισμένα ταφιερώματα κ' έκαμε τέλος ειρήνη με τον ταπεινωμένο Μιθριδάτη, είναι της Ρωμαϊκής ιστορίας. Εμάς ο σκοπός μας είτανε να δείξουμε πρώτο, πόσο ακατανόητη πάντα στάθηκε η μωροπιστία των Αθηναίων, και δεύτερο, πόσο λίγο σκοτιζόντανε για πολιτική λευτεριά κ' οι Αθηναίοι κ' οι άλλες οι πολιτείες τριγύρω, σε καιρούς που είχαν ακόμη τρόπο να τους καταστρέφουν τους ξένους ή και να τους βάζουνε να τρώγουνται αναμεταξύ τους, αν αντίς Πολιτείες χωρισμένες η μια από την άλλη, κ' η καθεμιά μέσα της με κόμματα, είταν έθνος με πολιτική ένωση, με μια και μονάχη φιλοδοξία, τη λευτεριά του, μ' ένα όνειρο, τη ζωή και τη δόξα του. Φοβερή κατάρα το κομμάτιασμα εκείνο, που απ' αρχής τονέ χαντάκωσε τον Ελληνισμό.

2 Ρωμαϊκός φιλελληνισμός

Καθώς όταν πανώρια γυναίκα, που καταμάγεψε τον κόσμο με τη νιότη της και με την ομορφιά της, αγκομαχάη, χτικιασμένη και βασανίζεται σ' αρρώστου κρεββάτι, κ' έρχουνται φίλοι πολλοί και με λούλουδα και με δώρα αρχοντικά της λαφραίνουν τις θλιβερές της ώρες, υγεία όμως και δύναμη να της δώσουνε δεν έχουν τρόπο, μάλιστα κι αν αναλάβη η άρρωστη, αυτοί με τα όργια τους την ξανακυλούνε, – έτσι μας φαίνεται πως κ' οι μεγαλόκαρδοι εκείνοι οι Ρωμαίοι που και πριν από το Σύλλα και κατόπι την αγάπησαν την Ελλάδα και με πλούσια δώρα την καταστόλισαν, το βαθιορριζωμένο πάθος που τηνέ μάραινε δεν μπορούσανε να της το γιατρέψουν και μήτε το σκοπεύανε. Μα κι αν είχαν τη δύναμη και τη θέληση να της προσφέρουν ταθάνατο βοτάνι που ανεσταίνει τα έθνη, πάλι τα όργια τους θα την ξανακύλιζαν αποκαμωμένη, κι ανίκανη να σταθή καθώς άλλοτε παντοδύναμη, λαμπρή, και πεντάμορφη.

Ο Πομπώνιος, που κι Αττικός ονομάστηκε, με βοήθειες σταλήθεια βασιλικές παρηγόρησε τη ρημαγμένη την Αθήνα ύστερ' από την τρομερή της καταστροφή. Ο Πομπήιος, λίγο κατόπι, όταν πολεμούσε την πειρατεία που σπάραζε την ανατολή (67 – 66 π. Χ.), και τους Αθηναίους τίμησε με μεγαλοπρέπεια, κι αυτοί πάλε από κατάνυξη τον ονομάσανε Θεό. Με μεγάλη γενναιότητα φέρθηκε και στους Μιτυληναίους, και γι αυτό δα του σύστησαν κ' οι Μιτυληναίοι αγώνα ποιητικό. Τι όμως ψέλνανε τα ποιήματα εκείνα των παιδιών του Αλκαίου; Και τι άλλο, παρά του ξένου τα κατορθώματα!

Άλλο από απλή και δουλική ευγνωμοσύνη δεν μπορούσε να ξυπνήση στην καρδιά των Ελλήνων ο ρωμαΐκός φιλελληνισμός, κι ούτε είτανε φυσικό του νάχη άλλο σκοπό, παρά να παρηγορή τον άρρωστο με δώρα και με στεφάνια, να περιμένη κολακείες και θυμιάματα, και να δείχνεται πως είχε δα αρκετό ανθρωπισμό κι ο Ρωμαίος να νοιώθη και να τιμάη του Ελληνισμού τη λαμπρότητα.

Είχαν όμως και τραγικώτερα τέλη οι πλατωνικές εκείνες αγάπες. Ήρθαν και τα όργια κατόπι, που την γκρεμήσανε την Ελλάδα κι από τα πριν πιο βαθύτερα. Ήρθαν οι πολέμοι του Καίσαρα και του Πομπήιου. Φυσικό είτανε να ελπίζη, ο Πομπήιος βοήθεια από τους Έλληνες, φυσικώτερο κ' οι Έλληνες να πάνε μαζί του. Τα θαλασσοπούλια της Αθήνας και τω νησιών, οι περίφημοι τοξότες της Κρήτης και της Λακωνίας, τα παλικάρια της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας, όλοι τρέξανε στάρματα για τον ευεργέτη τους. Κίνημα μα την αλήθεια Πανελλήνιο είταν εκείνος ο σηκωμός, κι ως τόσο μήτε ψυχή δεν πήγαινε να πολεμήση και για πανελλήνιο σκοπό! Ανταμώνουνται οι δυο μεγάλοι ρωμαίοι στα Φάρσαλα (48 π. Χ.), κατατροπώνεται ο Πομπήιος, και μένουν άξαφνα οι φίλοι του οι Έλληνες στο χέρι του Καίσαρα. Κι ως τόσο ο μεγαλόκαρδος Ρωμαίος δεν τους τιμώρησε. Τους Αθηναίους μάλιστα και χρήματα τους χάρισε να ξαναχτίσουν όσα δημόσια χτίρια τους είχε χαλασμένα ο Σύλλας κι ο Αριστίωνας, αφού τους μάλλωσε με το ρητό του εκείνο «Πόσες φορές θα καταστρέφεστε μονάχοι σας Αθηναίοι, και πάλε θα σας γλυτώνη η προγονική σας δόξα». Ανίσως και μπορούσανε να το μαντέψουν οι Αθηναίοι, θα του απολογιούνταν τότες του Καίσαρα· «Αιώνες κ' αιώνες θα περάσουν και θα ξαναφανή αυτό το φάντασμα του Φιλελληνισμού. Όταν όμως σώση και γίνη νέα μάχη στα Φάρσαλα, και μ' αυτήν ξανανοίξη νέα πληγή στο μισοζώντανο τον Ελληνισμό, που τότες θα ονομάζεται Ρωμιοσύνη, ίσως το νοιώσουμε τότες πως η προγονική η δόξα ξεθύμανε πια και πήγε, γιατί ο Καίσαρας που θα βασιλεύη τότες με τέτοια ρητορικά λόγια δε θα μας χαδεύη, μόνο αλύπητα θα μας δείρη που δεν ακολουθήσαμε τις βουλές του.

Και δεν καλομεταχειρίστηκε μονάχα τους Αθηναίους ο Καίσαρας. Την Κόρινθο, που την είχε καμωμένη γης Μαδιάμ ο Μόμμιος στα 147 π. Χ., την ξανάχτισε λαμπρή και μεγαλόπρεπη σαν και πρώτα, κ' έστειλε Ρωμαίους πολλούς να την κατοικήσουν. Εδώ όμως δεν καλοζύγιασε τη δύναμη που προστάτευε ο Καίσαρας, αφού γλήγορα τους καταχώνιασε τους Ρωμαίους του ο Ελληνισμός, όσο ξεθυμασμένος κι αν είταν.

Το λυπητερό όμως δράμα που άρχισε μαζί με τον πόλεμο τω Φαρσάλων είχε και δεύτερη, και τρίτη πράξη. Δεν πέρασαν πολλά χρόνια, και παρουσιαστήκανε στην Ελλάδα νέοι πολεμόχαροι αρχηγοί, ο Βρούτος με τον Κάσσιο από τη μια, ο Αντώνιος με τον Οχτάβιο από την άλλη. Κ' οι Αθηναίοι τόσο γλήγορα λησμόνησαν του Καίσαρα τα καλά, που δέχτηκαν, τους δυο του δολοφόνους μ' ανοιχτή αγκάλη, και μάλιστα τους έστησαν και χάλκινους αδριάντες κοντά στον Αρμόδιο και τον Αριστογείτονα! Πάλι όμως νικήθηκαν κι αυτοί στους Φιλίππους (42 π. Χ.), πάλι βρέθηκε η Ελλάδα στα νύχια του αντιπάλου της! Κι ως τόσο γραφτό τους είτανε να γλυτώσουν και τώρα από τιμωρία που σάλλα χέρια θα τους κόστιζε ίσως όλο το είναι τους, επειδή στάθηκε κι ο Αντώνιος αρχοντικός καθώς ο Καίσαρας. Αυτός μάλιστα μήτε τους μάλλωσε τους Αθηναίους, μόνο περηφανεύουνταν όταν τονέ λέγανε «Φιλέλληνα» και «Φιλαθήναιο». Τους πλούτισε με δώρα και με τιμές, και τόσο την αγάπησε την Αθήνα, που συχνά πυχνά κόνευε στα μαρμάρινα μέγαρα της με τη βασιλικιά του ερωμένη, την Κλεοπάτρα.

Δεν άργησε μήτε η τρίτη η πράξη. Ο Οχτάβιος κι ο Αντώνιος, ήρθε η σειρά τους για να μαλλώσουν κι αυτοί. Διάλεξαν την Ελλάδα κι αυτοί για την παλαίστρα τους. Και πήγε βέβαια η Ελλάδα με τον αγαπημένο της τον Αντώνιο. Ξαναδευτερώνεται η ίδια ιστορία, και την παθαίνει στ' Άχτιο ο Αντώνιος (31 π. Χ.). Έμεινε λοιπόν τρίτη φορά η Ελλάδα στου αντίπαλου το έλεος. Ο «Φιλελληνισμός» είταν ως τόσο ακόμα Ρωμαϊκή φιλοδοξία – ας την πούμε αρετή – και δίχως άλλο την είχε κι ο Οχτάβιος, αφού πολύ ανακούφισμα τούς έδωσε τους δικούς μας, αφανισμένοι καθώς είταν από τόσους πολέμους, και μάλιστα από τον υστερνό. Και δεν τους άφησε μήτε από χτίρια απαρηγόρητους, μήτε από μνημεία· παρά και την Αθήνα στόλισε, και τη Νεάπολη έχτισε σιμά στ' Άχτιο, και την Πάτρα μεγάλωσε, τέλος και στα «συσσίτια» της Σπάρτης κάθισε κ' έφαγε. Όλ' αυτά όμως δεν τον μποδίζανε να κηρύξη την Ελλάδα και Ρωμαϊκή Επαρχία, δηλαδή χώρα που να τηνέ χαίρουνται «Ύπατοι» κι «Ανθύπατοι», αφού μήτε σκοτίστηκε το Έθνος όλα εκείνα τα χρόνια να μεταχειριστή την ηρωική του ενέργεια για σκοπό ιερώτερο από Πομπήιους κι από Βρούτους κι από Αντώνιους – για τη χαμένη τη λευτεριά του.

Αναγκαζούμαστε λοιπό να το ξαναπούμε πως η ευγενικιά αγάπη των Καισάρων που ονομάσαμε, και μερικών άλλων που ήρθαν κατόπι, καθώς του Τιβέριου (14 – 15 μ. Χ.) και τανιψιού του του Γερμανικού, είτανε χάδια στη χτικιασμένη. Και ναράξουμε στο θλιβερό συμπέρασμα, πως μ' όλα εκείνα τα χάδια το σκουλήκι την έτρωγε ολοένα, οι πιώτερες Πολιτείες της είχαν καταντήσει χωριά, άλλες ολότελα ρημάχτηκαν, οι πόλεμοι τη δεκάτιζαν, οι φόροι τη λίγνευαν, η μεγαλονόματη Σπάρτη κρυφόπλεχνε φιλίες με τους Ιουδαίους, κ' η περιδόξαστη Αθήνα πανηγύριζε τις αγάπες της Κλεοπάτρας.

3 Νέρωνας

Το πρωτοφανέρωτο αυτό τέρας, που στα μέσα του πρώτου αιώνα φάνηκε στον κόσμο για να παραστήση την αποθέωση της θεριωσύνης, για κακή μας τύχη δεν τούσωνε που αφάνισε την πατρίδα του, παρά πηγαίνοντας με το «Φιλελληνισμό» του καιρού του, κατέβηκε και στην Ελλάδα και της ζήτησε ψεύτικη δόξα μ' αγάπη πιο ψεύτικη. Και θα τηνέ χαρίζαμε όλη την ιστορία του στους Ρωμαίους, μόνο που αυτό της το μέρος, το φιλελληνικό, πρέπει να ιστορηθή, κι όχι για να μάθουμε τι πάει να πη Νέρωνας, μα για να κρίνουμε σε τι λογής ψυχική κατάσταση βρίσκουνταν το Έθνος σάνε χαίρουνταν τους καρπούς της αγάπης του.

Είχε δυο μεγάλες μανίες ο περίφημος αυτός μαθητής του Σενέκα· τη μανία να θανατώνη και να ρημάζη, και τη δοξομανία. Η δεύτερη μανία τον έφερε στην Ελλάδα για να βάλη σε δρόμο την πρώτη. Και το χερότερο, που Έλληνες τον πρωτοπαρακινήσανε να κατεβή στην Ελλάδα, να παραβγή στους Αγώνες, και να μαζέψη με τα δικά του χέρια τα στεφάνια που τούστελναν ως τότες από τα μακριά. Ένας μάλιστα που δε σώθηκε τόνομά του να μένη και να το δίνουμε στους Ρωμιούς Πασάδες της Τουρκοκρατίας, ερθόντας μια φορά στη Ρώμη με τέτοια στεφάνια, κι ακούσαντας το φονιά της Αγριππίνας που τραγουδούσε, καμώθηκε πως τόσο γλυκεία φωνή στην Ελλάδα δεν άκουσε, και τον παρακινούσε δίχως άλλο να κατεβή για να τονέ θαμάση κ' η Ελλάδα. Φουσκωμένος ο τύραννος μ' όση γίνεται φαντασία, βέβαιος μέσα του πως γεννήθηκε μεγάλος και τρανός καλλιτέχνης, και πως δεν τον έννοιωθαν οι Ρωμαίοι, αποφασίζει αμέσως να κατέβη στη χώρα όπου κατά τα λόγια του γνώριζαν ακόμη από τέχνη, και στέλνει μήνυμα ναργοπορήσουν οι μεγάλοι Αγώνες, Ολύμπια, Νέμεα, Πύθια κλ, και να πανηγυριστούν όλοι σύγκαιρα όταν είναι και κείνος φερμένος. Όλα λοιπόν τα ιερά εκείνα πανηγύρια που να τα σταματήσουνε δεν είχανε σώσει πολύχρονες συφορές, τα σταμάτησε ο παντοδύναμος Νέρωνας. Ήρθε στην Ελλάδα, με μεγάλη συνοδία, όλοι αρματωμένοι κιθάρες και φλογέρες. Δε φαίνεται νάφριξαν τα ιερά τάλση, μήτε να σάλεψαν από τρομάρα οι αδριάντες των Ολυμπιονικών, ούτε του Πινδάρου το φάντασμα να ξαφνίστηκε σαν παρουσιάστηκε η βαρβαρική συνοδία. Δε φαίνεται μήτε ναποσβολώθηκαν από ντροπή οι Ελλανοδίκες κ' οι άλλοι πατριώτες, αφού με παράταξη κι από τις πρώτες πιο μεγαλήτερη άρχισαν τα Ολύμπια του χρόνου εκείνου (66 μ. Χ.).

Λυπητερό θέαμα και σπαραχτικό· το θεϊκό πανηγύρι που χρόνια και χρόνια δόξαζε την Ελλάδα να καταντάη είδος «μεϊντάνι» για να ζητιανεύη ένας Νέρωνας τη δόξα από ταπεινωμένο και ξεφυλισμένο λαό.

Βγήκε τότες αγέρωχα ο Νέρωνας με το «άρμα». Τρέχοντας όμως πέφτει χάμω, και τύχη του που δεν τούσπασε το κεφάλι. Ίσως για να ταπεινωθή ακόμη πιώτερο ο λαός, και ναναγκαστή να του δώση της ελιάς το στεφάνι. Άλλος άνθρωπος αν είτανε, θάλιωνε ίσως από ντροπή, να το βλέπη μονάχα το σημάδι εκείνο της δόξας ύστερ' από τέτοιο ρεζίλι. Μα ο Νέρωνας, όχι άνθρωπος, μήτε τύραννος δεν είταν κοινός. Είταν η ψυχή του χυμένη από μπρούντζο. Κι άμα βγήκε η απόφαση και στεφανώθηκε, ανέβηκε κάπου και στάθηκε να τον καμαρώσουν κι αυτόν και τη δυνατή του φωνή, επειδή ο ίδιος έκαμνε και τον κράχτη της νίκης του.

Στα Ίστμια πάλε τόσο μέθησε από παρόμοιες αρπαγμένες δόξες, που αναπήδηξε στο βήμα και κήρυξε όλη την Ελλάδα αυτόνομη! Τονέ χειροκρότησε η δύστυχη Ελλάδα, μην υποψιάζοντας το τι της μαγείρευε, κι όχι πολύ αργότερα.

Οι ακολασίες του στην Κόρινθο ξεπέρασαν κάθε μέτρο. Πιο σιχαμερώτερο πράμα δεν υπάρχει από την περιγραφή τους, μήτε πιο θλιβερό. Έπρεπε να είναι η ξεφυλλισμένη η Κόρινθο του καιρού εκείνου για να τα χωνεύη. Το χερώτερο, που χρειάστηκε και χρηματικό, και τότες πια είναι που άρχισε ναλησμονάη τα ταξίματά του, και να θανατώνη δεξιά κι αριστερά άντρες και γυναικόπαιδα, για να τρώη τις περιουσίες τους. Μια και ξέσπασε η θεριωσύνη του, προχωρούσε η ρήμαξη και πήγαινε. Εκατοστές καλλιτεχνήματα ξεσκούπισε από την Αθήνα κι απ' άλλους ναούς, και τάστελνε στην ξεγυμνωμένη του Ρώμη. Στους Δελφούς πάλε, που τόλμησε η Πυθία να τον ονομάση Ορέστη, που σκότωσε τάχα τη μάννα του, κατάργησε και το Μαντείο, αφού έσφαξε κάμποσους.

Ένα πράμα μας μαθαίνουν αυτοί οι καιροί παρόμοιο στο μέγεθος με την αγριωσύνη του Ρωμαίου – τη δουλοφροσύνη, τη μικροπρέπεια, και την κακορριζικιά που τους τύφλωνε τους δικούς μας. Μήτε Αφρικανός Αράπης δε θα συλλογιότανε να κάμη σήμερα τα όσα έκαμναν τότες οι «ελεύθεροι» Έλληνες (καθώς τους ονόμαζε ο Νέρωνας απάνω στις «νίκες» του), μήτε η πιο τιποτένια φυλή δε θάκαμνε τα ντροπιασμένα εκείνα – να κατηγορή ένας τον άλλονε στα δικαστήρια, πότε πως δεν ήρθανε νακούσουν τις δημηγορίες του Νέρωνα, πότε πως δεν τονέ χεροκρότησαν, και πότε πως δεν παρακάλεσαν τους Θεούς να γίνη ακόμα πιο λαμπρότερη η φωνή του.

Μας παρασταίνει το ιδανικό της τυραννίας και της σκλαβιάς ο αιώνας εκείνος. Χερώτερα ο Ελληνισμός έπαθε από τότες πολλά. Τόση όμως ταπεινοσύνη, τόση κολακεία ποτές, μήτε στους σκοτεινότερους χρόνους της Τουρκοκρατίας δεν έδειξε.

Αν καταπιάστηκε κ' ένα ανθρωπινό έργο ο Νέρωνας, τάνοιγμα του Ιστμού, πρι να μισέψη μια για πάντα από τη χώρα που μόλυνε με την παρουσία του, δε μας φαίνεται να είχε άλλο στο νου του παρά την ανοικονόμητη μεγαλομανία του. Έπειτα δεν μπόρεσε να το βγάλη και πέρα. Τον αφίνουμε λοιπό να γυρίση στη Ρώμη να βρη το κακορρίζικο τέλος του, και ξακολουθούμε την τύχη της χώρας που είτανε γραφτό της κι άλλοι Ρωμαίοι να τη χαζέψουν ή να την παιδέψουν, όχι όμως πια καθώς ο Νέρωνας.

4 Άλλοι ψεύτικοι κι αληθινοί καλοθελητάδες

Φωνάζοντας ο Βεσπασιανός (69 μ. Χ.) πως «δεν παίρνουν πια οι Έλληνες από λευτεριά» και σύγκαιρα σφίγγοντας κάτι πιώτερο τα σίδερα της Ρωμαϊκής Κυριαρχίας, μας παρασταίνεται στη φαντασία σα λιμάρης που βλέποντας και λείπουν κάμποσες ρώγες από τσαμπί, το βρίσκει αφορμή να φάη και τις άλλες. Δεν έλειπε όμως και κάποια χρωματιά φιλελληνική από την τυραννία του. Τους ανθύπατους, λόγου χάρη, δεν τους έστελνε στην Ελλάδα δίχως να ξέρουν Ελληνικά, καθώς έκαμναν οι προκάτοχοι του, μόνο φρόντιζε να γνωρίζουν τη γλώσσα του λαού που θα κυβερνήσουνε. Θάλεγες πως σκοπός του είτανε να γεννιέται κάποια συμπάθεια αναμεταξύ Ρωμαίους κ' Έλληνες. Ο καθαυτό όμως ο λόγος είτανε να μη γελιέται ο ανθύπατος από τους ακόλουθούς του, που συνηθίζανε να του ξηγούν κάθε υπόθεση κατά τα ποσά που σύναζαν από το λαό.

Όνειρο φιλελληνικό ακόμα πιο ψεύτικο και πιο μάταιο είταν οι αυτονομίες που με τα λόγια τις έσπερνε κι ο Βεσπασιανός σ' όλη την Ελλάδα, από την Κέρκυρα ως τη Ρόδο. Θέλεις δε θέλεις θυμάσαι το Σούτζικο «είναι λεύτερος ο τύπος φτάνει μόνο να μη γράφης». Έτσι και στη Ρόδο τότες· κηρυγμένη αυτόνομη, σώνει μόνο να στένη κι απόναν αδριάντα σε κάθε Ρωμαίο που διάβαινε από τα μέρη της.

Ο πρώτος Αυτοκράτορας που φαίνεται σα νάννοιωσε κάπως βαθιά στη συνείδησή του το τι είτανε μια φορά η Ελλάδα και πόση ιερή έπρεπε να την έχη ένας Ρωμαίος τη χώρα που γέννησε την αλήθεια, την ομορφιά, και τη λευτεριά, ο πρώτος που τη σεβάστηκε, τη συμπόνεσε, και πάσκισε να τη νεκραναστήση, είταν ο καλοκάγαθος ο Τραϊανός (98 μ. Χ.). Στέλνοντας αυτός το Μάξιμο να φέρη τάξη κι ανθρωπισμό στην ξεπεσμένη την πατρίδα της δόξας, έβαλε το Νεώτερο Πλίνιο και τούγραψε φρόνιμες πατρικές οδηγίες, που όσο και να μύριζαν φιλοσοφικές λυχναριές, έκαμαν όμως κάποιο καλό στην Ελλάδα. Ο αδριάντας του Τραϊανού που στήθηκε στην Ολυμπία δεν είταν κι αυτός σαν τους αδριάντες της Ρόδος. Ή κι αν είταν απλής κολακείας μνημείο, το σφάλμα δεν έπεφτε τόσο του Τραϊανού όσο τωνέ δικώ μας, που κ' οι δυο οι Πλίνιοι δεν μπορούσανε πια να τους αλλάξουν.

Ύστερ' από τον Τραϊανό ξεπέφτουμε πάλι στον παλιό τον τύπο του Φιλελληνισμού – στα χτίρια, στα στεφανώματα, και στα μεγαλεία. Το μη παρακείθε της Ρωμαϊκής κενοδοξίας και της Ελληνικής πετεινομυαλωσύνης το βλέπουμε στην εποχή του Αδριανού. Βάλθηκε ο Αδριανός να τη μεταχύση την Αθήνα και να την κάμη «Αδριανούπολη». Ακόμα φαίνεται η επιγραφή απάνω στην περίφημη Πύλη του, από την πλευρά που βλέπει κατά τον Ιλισσό, και που λέει πως από κείθε μπαίνεις στου Αδριανού, κι όχι στου Θησέα την Πόλη. Δευτερώνεται λοιπόν των προτερινών Αυτοκρατόρων η πολιτική. Να τους ξαναζωντανέψη τους Αθηναίους, ή να τους ξαναφέρη στη χώρα τους όσα ο Σύλλας κι ο Νέρωνας ξολοθρέψανε κι αρπάξανε, σα δύσκολο· και μήτε ταίριαζε με τη φιλοδοξία του. Ποιος θα τους λάτρευε τότες! Μεταφέρνει λοιπόν πλούτη από τη Ρώμη και τα σπέρνει αλύπητα στην Ελλάδα μέσα. Ως και σιτάρι τους μοίραζε χάρισμα. Φρόντισε να γίνη και προστάτης τω σοφώνε κείνης της εποχής, ίσως για να του πλέκουν εγκώμια.

Έλεγες και ζούλευε τη δόξα του Περικλή όταν έχτιζε τη νέα του Πολιτεία δίπλα σταθάνατα μνημεία του Ιχτίνου και του Φειδία. Στο Ρωμαίο η μίμηση έρχεται όχι δεύτερο, μα πρώτο φυσικό, κ' εδώ ο Αδριανός βρέθηκε στα νερά του. Ναός της Ήρας, ναός του «Πανελληνίου Διός», ναός «τοις Πάσι Θεοίς», γυμνάσια, στοές, βιβλιοθήκες, όλα θεόλαμπρα, όλα πλούσια, όλα δίχως ψυχή και ζωή, εξόν οι Κολώνες του Ολύμπιου Δία, που από τις εκατόν είκοσι τέσσερεις ακόμη ζούνε και στέκουνται δεκαπέντε· ίσως επειδή τα είχε αγιασμένα τα θεμέλια του ναού εκείνου ο ίδιος ο Πεισίστρατος κ' οι απόγονοι του.

Οι Αθηναίοι πάλε, καθώς κ' οι άλλες πολιτείες, που μόνη τους τέχνη τώρα είτανε να θεοποιούν τους Ρωμαίους, τι άλλο να του κάμουν του νέου αυτουνού Θεού τους, παρά να του στένουν αμέτρητους αδριάντες! Μέσα στο ναό του Ολύμπιου Δία μονάχα, σιμά στο χρυσολεφάντινο άγαλμα του μεγάλου του Θεού, έβλεπες τόσους αδριάντες του Αδριανού, όσες είταν Ελληνικές πολιτείες!

Και μήτ' αυτή η μοναδική κολακεία δεν τους έφτανε, μήτε τωνέ δικώ μας μήτε του Ρωμαίου. Έπρεπε κ' οι δέκα φυλές της Αττικής, που σώζουνταν ακόμη κι αυτές μαζί με τάλλα γυμνά ονόματα της κλασσικής εποχής, έπρεπε να γίνουν κι αυτές έντεκα για χατίρι του. Αδριανίδα την ονόμασαν την καινούρια φυλή. Εύλογο όνομα.

Έρχουνται τέλος οι δυο Αντωνίνοι, ο Ευσεβής, κι ο φιλόσοφος ο Μάρκος Αυρήλιος (140 – 180 μ. Χ.). Για τους δύο αυτούς όμως άλλο δε δύνεται άνθρωπος να πη παρά θαμασμό για την αρετή τους και για την καλοθελησιά τους, που της έφεραν της Ελλάδας ό,τι μπορούσε ξένος να της δώση, κι όχι από ματαιοσύνη καθώς οι άλλοι, παρ' απ' αληθινό φιλελληνισμό. Χτίσανε χώρες, χάρισαν αυτονομίες, παραχώρησαν προνόμια, φτειάξανε βρύσες, λουτρά, δρόμους, τεχνουργεία. Ο δεύτερος ως τόσο Αντωνίνος, ο Μάρκος, έκαμε και κάτι πιώτερο. Έλουσε την ψυχή του μέσα στον Ελληνισμό αυτός, ίσως με την ελπίδα να φέρη τέτοιο θάμα και στων Ελλήνων τις αποκοιμισμένες ψυχές. Αφού κατόρθωσε να γράφη την Ελληνική καθώς βλέπουμε από τα φιλοσοφικά του έργα, βάλθηκε να ξαναγεννήση τον αρχαίο τον πολιτισμό και με Πανεπιστήμιο. Πανεπιστήμιο όμως που κι αυτό δίδασκε μόνο φιλοσοφία και σοφιστική. Έβγαζε δηλαδή Στοϊκούς, Περιπατητικούς, Πλατωνικούς κ' Επικούρειους ο ένας του ο κλάδος, ο φιλοσοφικός· ρητόρους, πολιτικούς και φυσικό μαθηματικούς ο άλλος, ο σοφιστικός. Πολεμούσε μ' άλλους λόγους το Κατάστημα εκείνο να γλυτώση τον τόπο από την ελεεινή αγυρτεία που τονέ σάπιζε τότες. Για την αρετή όμως, για τη θυσία, για τον αληθινό πατριωτισμό, για την πολεμική, και τέλος για τη βαθειά την Πολιτική, που μήτε στα χρυσά τους χρόνια δεν την καλόνοιωσαν οι Έλληνες, έδρα το Πανεπιστήμιο εκείνο δεν είχε. Αρετές πεθαμμένες αυτές, κι ο Μάρκος θάματα δεν μπορούσε να φτειάξη.

Μα και τα υλικά ωφελήματα των ξένων εκείνων καλοθελητάδων, όσο βασιλικά και να είτανε, δεν ξαναφέρανε στον τόπο και την καλοτυχιά εκείνη που μονάχα βλαστίζει με τάλλα καλά της χρυσής λευτεριάς. Ο τόπος, κι αν έλαμπε δω και κει το μάρμαρο και το χρυσάφι, είτανε φτωχός και ταπεινωμένος. Μισοέρημα τα νησιά, μισοέρημη η Πελοπόννησο κ' η καθαυτό Ελλάδα. Μάρτυρας ο Παυσανίας, που με τα μάτια του τα είδε και τα ιστόρησε.

Ως και τα πλούσια λοιπόν εκείνα δώρα που μας έσπειραν οι Ρωμαίοι, ως κ' οι καλοτυχιές που μας έφεραν οι καλλίτεροι τους, δεν ανθίζανε στρωμένες απ' άκρη σάκρη της χώρας, παρά σαν ξένα λούλουδα φυτρωμένα σε μαρμάρινες γλάστρες εδώ και κει. Ξένες κ' οι γλάστρες, ξένη κ' η κοπριά τους και δανεισμένη, επειδή ο τόπος μήτ' εμπόριο δε φαίνεται να είχε της προκοπής, μήτε βιομηχανία ριζωμένη, μήτ' άλλη πόρεψη, εξόν από τα χαρίσματα και τα δανεικά των ξένων, που οι πιώτεροί τους έθρεφαν και πάχαιναν τους ψευτόσοφους και παράλλυτους μέσα στην Αθήνα και μέσα στην Κόρινθο.

5 Αεροκοπανίσματα

Όταν ο Βεσπασιανός το διαλαλούσε πως την έχασαν οι Έλληνες τη φιλοτιμία τους, πρέπει να γύρευε αφορμή να τους σιδεροδέση, καθώς είπαμε. Όταν όμως έδιωξε κοπαδιαστά από τη Ρώμη τους Έλληνες φιλοσόφους, δεν μπορούμε να πούμε πως φέρθηκε και παράλογα.

Φοβερή πληγή οι φιλόσοφοι των καιρών εκείνων! Αγύρτες πρωτοφανέρωτοι στον κόσμο, που με τέχνη ψιλοδούλευτη τον κοπάνιζαν, τον άλεθαν, και τον κοσκίνιζαν τον αέρα! Η επιστήμη της αγυρτείας ποτές δε φούντωσε με τόση δύναμη στην οικουμένη, κ' ίσως μήτε θα ξαναβλαστήση. Φαίνεται σα να στέριωναν τα θεμέλια, σα νάχτιζαν τα Πελασγικά τα τειχίσματα της Ρωμαίικης μωρολογιάς οι Τιτάνες εκείνοι της σοφιστείας. Μήτε κουκούτσι ουσία δεν έκρυβαν τατέλειωτα λόγια τους. Και καθώς όταν πήγαιναν τότες οι Έλληνες στα Μαντεία, δε ρωτούσαν πια για πολέμους και για νίκες, παρά για γάμους και για προικιά, έτσι κι όταν άκουγαν την ανούσια εκείνη ρητορική, βρίσκανε στο τέλος άδειο και το πουγγί τους από χρήματα, και το κεφάλι τους από κάθε ιδέα.

Το κακό είταν αρχινημένο από καιρό. Τους θυμούμαστε τους φίλους εκείνους του Σωκράτη, που την αλήθεια την ψεύτωναν και την ψευτιά την αλήθευαν. Τονέ θυμούμαστε το Λεοντίνο το Γοργία τότες που ανέβαινε το βήμα και προσκαλούσε τους Αθηναίους να του διαλέξουνε θέμα, κι αυτός να τους μιλήση. Μα τότες, όσο κι αν κρυφόχυνε το φαρμάκι της η τέχνη αυτή της ψευτοσύνης, δεν μπορούσε και να ριζώση καθώς ρίζωσε στο έθνος αργότερα, και τούπνιξε ό,τι ζωή του απόμνησκε, καθώς τα ρομάνια πνίγουνε γέρικα κι ακλάδευτα κλήματα.

Θαρρείς και γέμισε τώρα ο Ελληνικός ο αέρας μύγες, κουνούπια, κι άλλα μαμούνια, αφού όλο τέτοια εγκώμιαζαν οι σοφοί εκείνοι. Και τι άλλο να σοφιστούν και να μελετήσουνε! Μήτε νόμοι πια ζωντανοί, μήτε κυβέρνηση, μήτε πόλεμος, μήτε ειρήνη. Άλλο από γλώσσα δεν απόμνησκε στο κεφάλι τους, άλλο από εγωισμό δεν έκρυβε η ψυχή τους.

Δεν είναι ιστορικός μονάχα, ο λόγος που κάτι πιο περιστατωμένα προσπαθούμε να περιγράψουμε το Σοφιστή της Ρωμαϊκής εποχής. Είναι και ψυχολογικός. Είναι και για να νοιώσουμε πόσο μακρινό ταξίδι πρέπει να κάμη άνθρωπος κατά τα βάθια της αρχαιότητας, για νανακαλύψη τις πηγές του Ρωμαίικου του Νείλου.

Ο καθαυτό ο Σοφιστής είναι η αποθέωση της ψυχικής τυφλοσύνης. Την ξυπνάδα του να τη μεταχεριστή για κοινό καλό δεν το συλλογίζουνταν, αφού αληθινή σοφία δε γύρευε. Μάλιστα τέτοιο πράμα το θάρρειε κι ανοησία. Η κοινωνία τριγύρω του τίποτις ιερό μήτε όσιο πια δεν είχε. Από τέτοια κοινωνία παρμένος κι ο ίδιος του, γνώριζε τι της άρεζε. Της άρεζε ο θόρυβος, η θεωρία, τα υστερικά, τα φανταχτερά, κι ας είταν κι ανούσια. Παθολογική αρρώστια, καθώς πλούσιου που χάνοντας το είναι του χάνει και το νου του, κ' έπειτα πηγαίνει και μετράει στακρογιάλι χαλίκια, θαρρώντας τα πως είναι τάλλαρα. Αυτή λοιπόν του λαού την τρέλλα την έθρεφε ο Σοφιστής, που δεν είχε άλλο σκοπό παρά να προξενά θαμασμό και να θησαυρίζη.

Ας πάρουμε τώρα ένα τέτοιο λατρευτή του τύπου και καταφρονετή της ουσίας των πραμάτων, κι ας τον ιστορίσουμε. Καλλίτερο ίσως δε θα βρούμε από τον περίφημο τον Πολέμωνα. Ας μιλήσουν όσοι αξιωθήκανε να τον ακούσουν και να τονέ χαρούνε. Ο κρότος της γλώσσας του, μας είπαν, είτανε θεϊκός. Όταν η ορμή της ομιλίας τόφερνε, δεν μπορούσε πια να μείνη καθιστός στην έδρα του, παρ' αναπηδούσε ολόρθος και σαν ηρωικό άλογο χτυπούσε τη γης με το πόδι. Και πάλε σαν ήθελε να ξεστομήση περίοδο τορνευτή και ψιλοδουλεμένη, με χαμόγελο τις έβγαζε τις φρασούλες από το μελένιο του στόμα. Και δε μιλούσε, λέει, δυο και τρεις ώρες, παρά τρεις μέρες! Σήμερα ίσως δε θα φύλαγε τρεις μέρες ακροατήριο ο Πολέμωνας, εξόν α μας έβγαζε και φράγκισσες χορεύτρες στο μεταξύ. Τότες όμως η μανία του «λόγου» ζούσε ακόμα άδολη και καθάρια στις νερουλιασμένες εκείνες ψυχές. Τόσο καθάρια, που κι α μερικοί τον κατάκριναν την πρώτη μέρα, τη δεύτερη όμως θέλοντας και μη τον αγαπούσαν, και την τρίτην πια τονέ θάμαζαν.

Και τι να είταν τα θέματα της τριλογίας εκείνης; Όχι και τόσο άτοπα καθώς πολλών άλλων που έλαμπε ομπροστά τους ο Πολέμωνας σαν είδος Πυθαγόρας· ενός Αδριανού από την Τύρο, λόγου χάρη, που όταν πρωτοήρθε στην Αθήνα, και μέσα σ' αμάξι αργυροστόλιστο μπήκε και πήγε στην έδρα, και με τα χέρια φορτωμένα λαμπρά δαχτυλίδια στάθηκε και πρωτόψαλε τη σοφία του (επειδή τραγουδιστά τα ξέσερνε αυτός τα λόγια του), το πρώτο πρώτο που ξεστόμισε είταν εγκώμιο του εαυτού του, που από τη Φοινίκη τους έφερνε πάλε γράμματα των Αθηναίων! Η καθώς τα σαλιαρίσματα του Ουάρου, που και χρήματα δάνειζε με τη συφωνία να τον ακούν, και μάλιστα και να τον επαινούν. Πως ο Πολέμωνας είταν ανώτερος από τον Ούαρο τούτον, απόδειξη που του είχε κι αυτός δανεικά παρμένα πρι να γείνη μεγάλος ακόμα, μα σαν άκουσε τους σολοικισμούς και βαρβαρισμούς του, έτρεξε και του γύρισε τα χρήματα και του ζήτησε πίσω τα ομόλογα.

Δεν θύμωσε, καθώς βλέπουμε, ο Πολέμωνας με τον Ούαρο για την ουσία του λόγου του, παρά για τη μορφή. Η μορφή και ο τύπος έπαιρνε κ' έδινε τους καιρούς εκείνους. Το θέμα της ομιλίας είτανε μικρό πράμα. Έπειτα πού να βρεθή και θέμα; Στη σκλαβιά; Στην παραλυσία; Στη φτώχεια; Το πολύ μπορούσαν οι καλλίτεροι τους να το γυρέψουνε στην αρχαιότητα, καθώς, μα το ναι, γίνεται και σήμερα. Οι τωρινοί μας όμως έχουν και κάποιο σκοπό, που όσο κι αν αποδείχτηκε κλούβιος (και βλαβερός μάλιστα, που δίδαξε το έθνος να βλέπη πίσωθέ του και να γυρεύη εκεί όχι την ιστορία του, παρά τα μελλούμενά του), ήρχονταν από ευγενικιά προαίρεση· ενώ ο Πολέμωνας ξεφούρνιζε από την αρχαιότητα μόνο και μόνο για να βρίσκη αφορμή να λαλή.

На страницу:
2 из 7