![Οι Απόκληροι](/covers_330/64262992.jpg)
Полная версия
Οι Απόκληροι
Το φως του κεριού δεν αποκάλυψε κάτι διαφορετικό, οπότε έδεσαν την κουνουπιέρα και κάθισαν στο κρεβάτι. Η Γουάν σήκωσε τα σκεπάσματα κι εκεί κειτόταν, ξαπλωμένος, γυμνός με τα χέρια ανοιχτά σαν τον Χριστό στον Σταυρό, με μάτια ανοιχτά σαν δύο βαθείς κόκκινοι κύκλοι μέσα σε ροζ αμύγδαλα περιστοιχίζοντας μία φρικιαστική, ανέκφραστη μάσκα και δύο χείλη σαν μικρές γραμμές.
Η Γουάν κοίταξε ερωτηματικά τη Ντα που εξέταζε τον ασθενή. Έβαλε την ανάστροφη του χεριού της στο μέτωπο του και δεν εξεπλάγη που είχε κανονικά θερμοκρασία.
«Πώς είσαι σήμερα, Χενγκ;» ρώτησε η γυναίκα του.
«Πεινάω. Όχι, διψάω» είπε με λέξεις που βγήκαν από το στόμα του σαν βράχοι σε κατολίσθηση.
«Εντάξει, καλέ μου, ανακάθισε. Έχουμε ακόμα λίγο υπέροχο μιλκσέικ για σένα».
Τακτοποίησαν τα μαξιλάρια, τον έβαλαν να σηκωθεί και τον σκέπασαν με μία κουβέρτα.
«Πιες αυτό, αγάπη μου. Είναι η γεύση που σου άρεσε περισσότερο χθες».
Η Ντα έβαλε λίγο σε ένα ποτήρι μαζί με ένα καλαμάκι. Ο Χενγκ ήπιε δύο ποτήρια από το ροζ υγρό με ένα μείγμα από βότανα και ζωντάνεψε. Κάθισε καλά και κοίταξε γύρω του σαν να ήταν η πρώτη φορά.
«Σου αρέσει, Χενγκ; ρώτησε η Ντα. «Βλέπω ότι είσαι πιο ζωντανός από ο,τι όταν ήρθαμε. Νομίζεις ότι μπορείς να κατέβεις; Ο ήλιος θα σου κάνει καλό γιατί είσαι λίγο χλωμός. Δεν συνηθίζεις να μένεις μέσα, σωστά;»
Ο Χενγκ την κοίταξε σαν να μιλούσε μία ξένη γλώσσα και μετά κοίταξε τη γυναίκα του.
«Θες να πας τουαλέτα, Χενγκ; Έχουν περάσει πολλές ώρες. Πώς είσαι εκεί κάτω; Θες να πάμε τουαλέτα ή να σου φέρω έναν κουβά εδώ;»
«Ναι, καλή ιδέα. Θέλω να πάω κάτω στην τουαλέτα, αλλά πρώτα θέλω λίγο ακόμη μιλκσέικ».
Αφού καμία από τις δύο δεν ήξερε πόσο έπρεπε να πιει, τον άφησαν να πιει όσο ήθελε κι έτσι ήπιε όλο το λίτρο.
Η Ντα καθόταν και παρακολουθούσε καθώς η Γουάν τον βοηθούσε να ντυθεί. Μόλις έδρασε το μιλκσέικ, ο Χενγκ αναζωογονήθηκε.
«Έλα, καλέ μου, να σε ντύσω και να κατέβουμε κάτω».
Τον έπιασαν από τα μπράτσα και βοήθησαν τον άντρα που έτρεμε να σηκωθεί. Ήταν σαν ποδήλατο με ετοιμόρροπα λάστιχα. Όταν έφτασε στο πλατύσκαλο, μόρφασε λίγο στη θέα του ήλιου, αλλά όλοι έτσι θα αντιδρούσαν αν ήταν κλεισμένοι μισή μέρα μέσα στο σκοτάδι. Ο Ντεν κι η Ντιν είδαν τον πατέρα τους να κατέβει τη σκάλα σαν αλκοολικός υποβασταζόμενος από τη γυναίκα και τη θεία του.
Τρόμαξαν που έδειχνε τόσο εύθραυστος και διαφορετικός. Ο Χενγκ ήταν πάντα αδύνατος, αλλά τώρα ήταν κοκαλιάρης, λευκός σαν τον χιόνι και με δύο κόκκινα αμύγδαλα για μάτια. Μετακινήθηκαν ότι έγειρε στο τραπέζι να ξαποστάσει.
«Ντεν, έχεις ακόμα τα παλιά γυαλιά ηλίου; Νομίζω ότι ο πατέρας σου τα χρειάζεται σήμερα καθώς τα μάτια του είναι λίγο ευαίσθητα».
Η Ντα είπε «Μπορείς να πας μόνη σου τον Χενγκ στο μπάνιο ή θες να σε βοηθήσει ο Ντεν;»
«Όχι, νομίζω ότι θα τα καταφέρω».
Τον οδήγησε και με το ελεύθερο χέρι του προστάτευε τα μάτια του από τον ήλιο.
Όταν τον έβαλαν στο τραπέζι μετά από δεκαπέντε λεπτά, φαινόταν εξουθενωμένος από την προσπάθεια.
«Ντιν, μπορείς να ανέβεις πάνω και να φέρεις σεντόνι και μαξιλάρια, παρακαλώ; Ο πατέρας σου θα ξεκουραστεί εδώ σήμερα για να πάρει φρέσκο αέρα και ήλιο. Δεν έχει μείνει τόσο πολύ μέσα, οπότε το σώμα του δεν είναι συνηθισμένο. Κοιτάξτε την κατάστασή του».
Όλη την ώρα, ο Χενγκ τους κοίταζε όλους, αλλά δεν φαινόταν να καταλαβαίνει τι έλεγαν.
Τον τακτοποίησαν με τα στρωσίδια κι ο Ντεν έφερε τα γυαλιά ηλίου με τους κατάμαυρους φακούς για τα οποία περηφανευόταν μία δεκαετία πριν που ήταν στη μόδα.
Το αποτέλεσμα ήταν ο Χενγκ να μοιάζει με παράξενο πουλί που στηριζόταν στη στέγη με γυαλιά και καλυμμένο με άσπρο σεντόνι.
«Παιδιά, καλύτερα να πάτε να ετοιμάσετε ένα μιλκσέικ για τον πατέρα σας. Πεινάει πολύ σήμερα κι είναι καλό σημάδι. Δείχνει ότι κάνουμε κάτι καλά!»
«Νιώθεις πολύ καλύτερα σήμερα, μπαμπούλη, σωστά;»
Όλοι περίμεναν την αντίδρασή του και μετά ένευσε λες και ήταν σαν κουκουβάγια.
Ο Ντεν κι η Ντιν χαζογελούσαν βρίσκοντας απίθανο να εξισώσουν τον πατέρα τους με το πλάσμα των τελευταίων εικοσιτεσσάρων ωρών.
«Πρέπει να μαγειρέψω στον Χενγκ απόψε, θεία Ντα;»
«Δεν θα τον βλάψει αν φάει, αλλά δεν αντικαθιστά το μιλκσέικ».
«Χενγκ, θα ήθελες να φας κάτι μαζί μας πιο μετά;»
Ο Χενγκ κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι του και κοίταξε τη γυναίκα του.
«Τι θα μαγειρέψεις σήμερα, Γουάν;» ρώτησε η Ντα.
«Κοτόπουλο ή χοιρινό. Ότι του αρέσει».
Ο Χενγκ εξακολουθούσε να τους κοιτά όλους σαν κάποιον στη χώρα που δεν μιλά τη γλώσσα.
«Γιατί να μην τον ρωτήσουμε; Δεν χάζεψε ή τουλάχιστον έτσι πιστεύω».
«Τι θα ήθελες να φας απόψε, Χενγκ; Κοτόπουλο ή χοιρινό;»
Την κοίταξε για λίγα δευτερόλεπτα και μετά είπε:
«Παιδί».
«Ποιο από τα δύο; Δεν μπορείς να φας τα παιδιά, δεν θα ήταν σωστό».
«Όχι, τα παιδιά μας. Τα κατσικάκια. Έχουμε λίγα, σωστά;»
«Ναι, έχουμε, αλλά νόμιζα ότι θα τα κρατήσουμε για να τα προσθέσουμε στο κοπάδι».
«Μόνο ένα».
«Εντάξει, Χενγκ. Βλέποντας σε άρρωστο, θα σου μαγειρέψω κατσικάκι κι οι υπόλοιποι θα φάμε χοιρινό».
«Εγώ το θέλω μισοψημένο και χωρίς καρυκεύματα, Γουάν. Έχω μία λαχτάρα για αληθινό κόκκινο κρέας».
Τα παιδιά ανακουφίστηκαν που δεν ήθελε να τα φάει ο πατέρας τους.
Όταν ο πατέρας τους πήγε για ύπνο περιμένοντας το δείπνο, ο Ντεν ρώτησε τη μητέρα του αν πιστεύει ότι ο πατέρας τους θα ήθελε να τους φάει κάποια μέρα.
«Δεν το νομίζω, Ντεν, τουλάχιστον όσο τον κρατάμε ικανοποιημένο, όχι ότι ξέρουμε τις ορέξεις του ακόμα».
«Θεία Ντα, πώς βλέπεις την κατάσταση του Χενγκ;»
«Πολύ ενδιαφέρουσα. Θα παρατηρήσατε ότι χθες ο Χενγκ κόντεψε να πεθάνει, αλλά τώρα ζωντανεύει με την ώρα, αν και δεν μοιάζει με τον Χενγκ που όλοι ξέραμε κι αγαπούσαμε, Πρέπει να δούμε πώς θα εξελιχθεί ο καινούριος Χενγκ ή θα γυρίσει στον παλιό καλό του εαυτό και συνηθίσει την καινούρια δίαιτα του και αναρρώσει από τον καιρό που δεν είχε καθόλου αίμα μέσα του. Μπορεί να μη μαντεύετε τόσο καλά όσο εγώ, αλλά είναι όλα καινούρια για μένα και δρω στα τυφλά, αλλά με μερικές συμβουλές από τους φίλους μου τα Πνεύματα, αν κι ένα από αυτά πρότεινε να τον σκοτώσουμε και να αρχίσει μία νέα ζωή. Τι γνώμη έχεις γι' αυτήν την πρόταση, Γουάν;».
«Πιστεύω ότι μία πολύ δραστική λύση, έτσι δεν είναι, θεία Ντα;»
«Ναι, συμφωνώ μαζί σου και γι' αυτό δεν την πρότεινα, αλλά είναι ακόμα μία πιθανότητα αν ξεφύγουν τα πράγματα».
Ο Χενγκ φαινόταν να κοιμάται κατά τη διάρκεια της συζήτησης, αλλά δεν το τσέκαραν.
«Νομίζεις ότι υποφέρει, θεία Ντα;»
«Μοιάζει φιλήσυχος, σωστά; Μιλάει πάλι τώρα και δεν ανέφερε κάποια δυσφορία οπότε δεν θα ανησυχούσα τόσο για τη φυσική του κατάσταση στη θέση σου. Αλλά εσύ τον ξέρεις καλύτερα από όλους οπότε αν δεις κάποια νοητική αλλαγή, πρέπει να την αναφέρεις για να τη συζητήσουμε».
«Εντάξει, θεία Ντα, θα το κάνω. Αν έχεις να κάνεις άλλα πράγματα, να μην σε κρατάμε. Τα παιδιά είναι μία χαρά, ανέλαβαν όλες τις δουλειές για να κάθομαι με τον Χενγκ, αλλά αν θες να σε πάω σπίτι, θα το κανονίσω. Σε ευγνωμονούμε για τη βοήθειά σου, ο Χενγκ θα είχε πεθάνει αν δεν ήσουν εσύ και το ξέρουμε πολύ καλά. Αν ποτέ υπάρξει κάτι που θα ήθελες να κάνουμε για σένα, να μας το πεις».
«Ευχαριστώ, Γουάν. Θα ήθελα να πάω σπίτι για λίγες ώρες, αλλά θα ήθελα να δω τον Χενγκ να τρώει το κατσικάκι για το δείπνο, οπότε θα ήταν υπέροχο αν μπορούσα να φάω μαζί σας χοιρινό. Όσο για την πληρωμή, μην το σκέφτεσαι καν αυτό. Ο Χενγκ είναι ο αγαπημένος μου ανιψιός και δεν θα ήθελα κανείς να πάθει τίποτα αν μπορώ να το αποτρέψω. Μπορώ να γυρίσω σπίτι με τα πόδια και να επιστρέψω. Τι ώρα λες να φάτε;».
«Επτά με επτά και μισή, όπως συνήθως, κι είσαι καλοδεχούμενη».
«Εντάξει, φεύγω και γυρίσω γύρω στις επτά. Αντίο προς το παρόν».
«Αντίο, θεία Ντα, κι ευχαριστούμε για τη βοήθεια».
Όταν έφυγε η Ντα, η Γουάν ένιωθε παράξενα που έμεινε μόνη με τον άντρα της. Ήταν η πρώτη φορά από τότε που «αρρώστησε» ο άντρα της, καθώς ο Ντεν είχε πάει τις κατσίκες στο ρυάκι κι η Ντιν περιποιούνταν τον λαχανόκηπο τους. Η Γουάν έπρεπε να ενημερώσει τον Ντεν να σφαγιάσει ένα από τα κατσικάκι που έτρεχαν με τις μητέρες τους στο κοπάδι, αλλά φοβόταν να αφήσει μόνο του τον Χενγκ. Η Ντιν ήταν η μόνη που θα μπορούσε να πάει κι ήλπιζε να γυρίσει για μεσημεριανό, όπως συνήθως, κι ήταν σίγουρη ότι ο Χενγκ θα έτρωγε το κατσικάκι του.
Προσπάθησε να του μιλήσει κι αφού κανείς δεν άκουγε, άρχισε τα γλυκόλογα.
«Χενγκ, αγάπη μου, ξύπνησες; Ανησύχησα για σένα. Παρακαλώ, απάντα μου αν με ακούς».
«Σε ακούω όταν είμαι ξύπνιος, αλλά με έπαιρνε ο ύπνος πού και πού, Μαντ» είπε με τη νέα του σιγανή βραχνή φωνή. «Νομίζω ότι έχασα μερικά πράγματα. Γενικά, νιώθω πολύ καλύτερα, αν και λίγο παράξενα. Ανυπομονώ για το δείπνο. Τι ώρα είναι τώρα;»
«Δώδεκα παρά τέταρτο. Θα σου κρατήσουμε θέση για το μεσημεριανό, θα ήθελες;»
«Τι θα φάμε;»
«Σαλάτα.
«Φαγητό για λαγούς!»
«Σου άρεσε η πράσινη σαλάτα, Χενγκ».
«Ναι; Δεν το φαντάζομαι και δεν το θυμάμαι».
«Τι λες για μία ομελέτα;»
«Ναι, ακούγεται υπέροχο. Μπορείς να βάλεις και λίγο μιλκσέικ;»
«Ναι, γιατί όχι. Έχω λίγο έτοιμο από αυτό που έφτιαξα για το γεύμα σου. Θα δώσω άλλη μισή ώρα στη Ντιν για να δω αν θα γυρίσει. Πρέπει να πάει στον Ντεν και να του πει να σκοτώσει ένα κατσικάκι για σένα».
Μετά το μεσημεριανό, η Ντιν πήγε μερικά μαχαίρια, μία τσάντα για το κρέας και ένα φλασκί για το αίμα στον αδερφό της για να κάνει το καθήκον του και μετά γύρισε στο χωράφι.
«Σου άρεσε η ομελέτα, έτσι, Χενγκ;»
«Ναι, ήταν πολύ υγιεινή, με πολύ κρέας και πολλές πρωτεΐνες».
Η Γουάν γυρόφερνε τον Χενγκ όλη μέρα, κόβοντας λαχανικά και φτιάχνοντας σάλτσα τσίλι, αλλά ο Χενγκ δεν είπε άλλη κουβέντα. Προφανώς έπαιρνε τον απογευματινό αναζωογονητικό του ύπνο μετά από το πρώτο του στέρεο γεύμα μετά από καιρό.
Η Ντιν ήταν η πρώτη που γύρισε αργά το απόγευμα με λαχανικά και βότανα για τις επόμενες 24 ώρες. Ο Ντεν έφτασε λίγο πιο αργά και έδωσε στη μητέρα του μία τσάντα με φρέσκο σφαγιασμένο κρέας κι ένα φλασκί με το αίμα του νεκρού κατσικιού.
«Θα πάω να το αλατίσω, εντάξει, μαμά; Το έγδαρα όπως μου έδειξε ο μπαμπάς. Θα είμαι πίσω σε είκοσι λεπτά».
«Μη βιάζεσαι, έχουμε χρόνο. Να κάνεις μπάνιο πριν έρθεις στο τραπέζι αφού έσφαξες την κατσίκα».
«Ναι, μαμά».
«Μιλκσέικ. Μυρίζω υπέροχο μιλκσέικ» αναδευόταν και μουρμούριζε ο Χενγκ.
«Ναι, Χενγκ, μιλκσέικ. Η Μαντ θα σου φτιάξει μιλκσέικ μετά, αλλά πρώτα θα περιμένουμε τη θεία για να φάμε φαγητό».
Η Γουάν ψιθύρισε στην Ντιν «Πιστεύω ότι μπορεί να μυρίσει το αίμα και το κρέας της κατσίκας από εδώ. Κοίτα πώς τινάζεται η μύτη του σαν μάγισσας; Ποιος θα πίστευε πριν μία εβδομάδα ότι θα ζούσε έτσι;»
Η Γουάν έβαλε το πλεονάζον κρέας στην κατάψυξη και απομάκρυνε το παϊδάκι από τον Χενγκ για να μην τον ενοχλεί η μυρωδιά και ξεκίνησε τις δουλειές. Ο Χενγκ πήγε πάλι για ύπνο σαν ένα ρολόι που έχει ξεκουρδιστεί.
Στις επτά πάρα τέταρτο, η Γουάν έβγαλε τα κομμένα λαχανικά από το νερό για να στραγγίξουν, έβαλε την αναμμένη φωτιά σε ένα κουβά που ψήνουν πάνω σε ένα τσιμεντένιο τούβλο στο τραπέζι και πρόσθεσε λίγα κάρβουνα. Σήμερα θα φάνε το αγαπημένο των παιδιών· ψητό χοιρινό.
Η συσκευή για το μπάρμπεκιου ήταν απλή, αλλά αποτελεσματική. Ήταν ένα μεταλλικό πιάτο που έμοιαζε με παλιό αποχυμωτή. Η λεκάνη ήταν γεμάτη με νερό για βράσιμο λαχανικών και ρυζομακάρονα κι η κορυφή ήταν για το ψήσιμο του κρέατος. Στην πραγματικότητα, όλοι μαγείρευαν το δικό τους φαγητό και γέμιζαν τη λεκάνη για όλους, για να φαίνεται ότι το φαγητό είναι κοινόχρηστο.
Όταν έφτασε η Ντα, όχι νωρίς, γύρω στις επτά και δέκα, η Γουάν έβαλε τη Ντιν να φέρει το κρέας από το ψυγείο. Μόλις απείχε λίγες γιάρδες από το φαγητό, η μύτη του Χενγκ ζωντάνεψε.
«Μιλκσέικ».
«Όχι τώρα μιλκσέικ. Πρώτα παϊδάκι».
«Εντάξει. Παϊδάκι μισοψημένο».
Η Ντα ήταν ενθουσιασμένη και κρατούσε νοητικές σημειώσεις.
Όταν η Γουάν έβαλε το κρέας στο μπάρμπεκιου, ο Χενγκ έβγαλε τα γυαλιά ηλίου για να δει το θαμπό φως. Τα μάτια του έλαμπαν σαν έντονα κόκκινοι φάροι κάνοντας τα παιδιά να τρομάξουν από φόβο και αδυναμία κατανόησης.
Όλοι θα λέγανε ότι τα βραστά λαχανικά και το μαγειρεμένο κρέας μύριζαν υπέροχα, αλλά ο Χενγκ μίλησε πρώτος.
«Το παϊδάκι είναι υπέροχο! Μην κάψετε το αίμα. Ο Χενγκ θέλει το φαγητό μισοψημένο, χωρίς λαχανικά, μυρίζουν απαίσια».
«Ναι, Χενγκ ξέρω, μισοψημένο αλλά όχι ωμό. Αυτό είναι ακόμα ωμό, πρέπει να του δώσεις λίγα ακόμα λεπτά».
«Όχι, Μαντ, θα το φάω έτσι. Μυρίζει τόσο ωραία τώρα και κάθε λεπτό η μυρωδιά μειώνεται. Θέλω το δικό μου τώρα».
«Εντάξει, Χενγκ, φάτο όπως θες. Θέλεις λίγα λαχανικά ή μακαρόνια μαζί;»
«Όχι, μόνο κρέας. Θέλω λαγό, όχι φαγητό λαγού».
Η Γουάν πήρε τα δύο παϊδάκια από τη φωτιά, έβαλε ένα σε ένα πιάτο για τον Χενγκ και του το σέρβιρε.
«Ορίστε, αλλά μου φαίνεται ότι έχει πολύ αίμα. Πάντα έτρωγες το κρέας καλοψημένο όπως όλοι μας».
Ο Χενγκ πήρε το πιάτο, το έβαλε στη μύτη του, το μύρισε κι η μύτη του τινάχτηκε. Μετά πήρε το πιάτο στην ποδιά του, πήρε στα χέρια του το παϊδάκι και το έβαλε στη μύτη του.
«Υπέροχο αν και λίγο παραπάνω ψημένο» είπε.
Ο Χενγκ δεν πρόσεξε ότι όλοι κριτίκαραν την κάθε του κίνηση καθώς δάγκωσε ένα μικρό κομμάτι κρέατος και το μάσησε με τα μπροστινά του δόντια. Η Γουάν περίμενε να φάει όλο το κρέας με τη μία. Μετά, κράτησε το παϊδάκι με το ένα χέρι και με το άλλο έκοβε μικρά κομμάτια κρέατος. Όταν έφτασε στο εσωτερικό που ήταν γεμάτο αίμα, το έβαλε στο στόμα του και το ρούφηξε.
Η οικογένειά του τον κοίταζε με έκπληξη καθώς τα κόκκινα και ροζ μάτια του κοίταζαν το κρέας σαν γεράκι.
«Υπάρχει κάποιο πρόβλημα;» είπε ο Χενγκ στη γυναίκα του τινάζοντας το κεφάλι του.
«Όχι, Χενγκ, κανένα πρόβλημα. Είναι πολύ ωραίο που σε βλέπω να τρως ξηρά τροφή πάλι. Όλοι χαιρόμαστε, σωστά;»
«Ναι» συμφώνησαν όλοι, αν κι η Ντα είχε τις αμφιβολίες της, αλλά δεν ήταν έτοιμη να τις μοιραστεί εκείνη ακριβώς τη στιγμή.
«Καλώς! Εντάξει» είπε ο Χενγκ και γύρισε στο φαγητό του με προφανή ευχαρίστηση.
Του πήρε του Χενγκ μισή ώρα να φάει μισή ντουζίνα ίντσες κρέας και ξεκίνησε με το κόκαλο, το οποίο το ρούφηξε μέχρι τελικής πτώσης. Οι άλλοι το βρήκαν αδύνατο να συγκεντρωθούν στο φαγητό τους με αποτέλεσμα να καεί η χόβολη και το κρέας κι έτσι το φαγητό τους καταστράφηκε, αλλά το έφαγαν καθώς δεν συνηθίζουν να πετάνε το φαγητό.
Όταν τελείωσε το πρώτο παϊδάκι, ο Χενγκ καθάρισε με την ανάστροφη του χεριού του το στόμα του και το ρούφηξε. Ένας περαστικός θα υπέθετε ότι ο Χενγκ μόλις απελευθερώθηκε από χρόνιο εγκλεισμό που έτρωγε μόνο νερό και ψωμί. Κανείς δεν τους δεν είχε δει κάποιον να απολαμβάνει τόσο πολύ το φαγητό του.
«Θες και το άλλο, μπαμπούλη;» ρώτησε η Ντιν.
Ο Χενγκ άρπαξε το σεντόνι από τους ώμους του και το τράβηξε για να βολευτεί καλύτερα κι ο Ντεν έπιασε το πιάτο από την ποδιά του πατέρα του πριν πέσει κάτω.
«Περίμενα να κατέβει πρώτα αυτό» είπε ο Χενγκ «και μετά να φάω κι άλλο. Πολύ ωραίο φαγητό. Χενγκ αρέσει πολύ».
Ο Ντεν κοίταξε τη μητέρα του κι ήξερε τι εννοούσε. Ο Χενγκ μιλούσε σπαστά ταϊλανδέζικα και κανείς δεν το είχε ακούσει ξανά να μιλά τόσο άσχημα αν και ποτέ δεν μιλούσε τέλεια ταϊλανδέζικα καθώς οι γονείς του ήταν Κινέζοι.
Καθώς όλοι γύρισαν στο φαγητό τους κι ο Χενγκ έμεινε ακούνητος, ακούστηκε ένας πνιχτός θόρυβος από τη μεριά του. Όλοι κατάλαβαν τι συνέβη, αλλά όντες ευγενικοί, προσποιήθηκαν ότι δεν άκουσαν τίποτα. Ακούστηκε άλλη μία φορά με τη συνοδεία άσχημης μυρωδιάς.
Μόνο η Γουάν κι η Ντα τον κοίταξαν κατάματα κι αυτός τις κοίταξε με ένα πλατύ χαμόγελο πίσω από τα σκοτεινά γυαλιά του.
Ο Ντεν άρχισε να χαχανίζει. Στη αρχή, σιγά, αλλά δεν μπορούσε να το κρατήσει κι έτσι κόλλησε και την Ντιν.
«Ήσυχα, παιδιά. Ο πατέρας σας δεν μπορεί να το ελέγξει, είναι άρρωστος. Η ξηρά τροφή τον επηρέασε αρκετά».
Παρ' όλα αυτά, τα παιδιά δεν μπορούσαν να συγκρατηθούν. Ο Χενγκ στεκόταν εκεί με ένα ικανοποιημένο χαμόγελο στο πρόσωπό του. Μερικά λεπτά μετά, όταν μη μυρωδιά δεν πέρασε, η Γουάν είπε στον Ντεν: «Πήγαινε τον πατέρα σου στο μπάνιο για να καθαριστεί, εντάξει; Αν υπάρχει πρόβλημα, φώναξε και θα έρθω να βοηθήσω. Χενγκ, βάλε τα εσώρουχά σου στα άπλυτα και θα τα καθαρίσω αύριο».
Όταν έφυγαν, η Γουάν είπε:
«Τι έχεις να πεις γι' αυτό, θεία Ντα;»
«Παράξενο, δεν είναι; Η συμπεριφορά του Χενγκ μου θυμίζει πουλιού. Δεν είμαι και σίγουρη, αλλά ο τρόπος που καθόταν κουρνιασμένος, ο τρόπος που έτρωγε κι έχεσε μετά το φαγητό. Τα πουλιά το κάνουν αυτό· υποθέτω και τα άλλα ζώα, αλλά δείτε τα κοτόπουλα στην αυλή σας. Δεν μου φεύγει η εικόνα του κουρνιασμένος με το σεντόνι και τα γυαλιά μετά που έφαγε το παϊδάκι».
«Οπότε δεν πιστεύεις ότι έχει ακράτεια, έτσι; Ανησυχώ για το κρεβάτι μας. Αγοράσαμε καινούριο στρώμα μόλις πριν μερικές εβδομάδες, θα ήταν ντροπή, σωστά; Θα είναι εντάξει να τον βάλουμε στον αχυρώνα μέχρι να σιγουρευτούμε;»
«Όχι, μη ανησυχείς. Ακόμα και τα πουλιά δεν χέζουν τη φωλιά τους αν και θα ήταν καλό να του βάλεις πάνες μέχρι να δούμε τι συμβαίνει ή πάνες ακράτειας αν επιμένει, αν και πρέπει να πας στην πόλη για να αγοράσεις μερικές».
Όταν ο Χενγκ επέστρεψε με τον Ντεν, έμοιαζε απογοητευμένος κι λίγο αμήχανα.
«Είσαι εντάξει, Χενγκ;» ρώτησε η γυναίκα του.
«Ναι, ατύχημα. Μην ανησυχείς. Όχι πρόβλημα. Όχι άλλο σήμερα. Πάω για ύπνο τώρα».
«Ναι, καλή ιδέα. Θεία Ντα, το μιλκσέικ του;»
«Νομίζω ότι πρέπει να πιει πριν αποσυρθεί. Δεν θα ανησυχούσα για το κρεβάτι, δεν θα κάνει κάτι αφού δεν έκανε και χθες. Δεν θα ήθελα να σηκωθεί μέσα στη νύχτα πεινασμένος αν ζούσα μαζί του στο ίδιο σπίτι».
«Όχι, ίσως έχεις δίκιο. Ντεν, κάθισε τον πατέρα σου στην άκρη του τραπεζιού. Ντιν, φέρε ένα ποτήρι μιλκσέικ, εντάξει;»
Όταν το κατάπιε και δεν υπήρχαν ύποπτοι ήχοι ή μυρωδιές, η Γουάν είπε στα παιδιά να πάνε τον πατέρα στο κρεβάτι τους.
«Θα ανέβω σύντομα να δω αν είναι εντάξει, αλλά νομίζω ότι θα κοιμηθεί».
«Θεία Ντα, τι θα κάνουμε; Έχουμε ένα πουλί στο σπίτι. Τι πιστεύεις για αυτό;»
«Δεν είμαι ακόμη σίγουρη, Γουάν, αλλά το αστείο σου μπορεί να είναι πιο κοντά στην αλήθεια από όσο νομίζεις. Πρέπει να δούμε τι θα γίνει. Ας δούμε αν θέλει να μεταναστεύσει νότια αυτόν τον χειμώνα».
Η Γουάν δεν ήξερε αν θεία Ντα αστειευόταν ή όχι, οπότε της μισοχαμογέλασε ελπίζοντας να μην την καταλάβει, αλλά ήξερε ότι δεν θα την ξεγελούσε.
Ανησυχούσε, αλλά και ποιος δεν θα ανησυχούσε με αυτές τις συνθήκες;
1 4. Ο ΔΡΟΜΟΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΝΑΡΡΩΣΗ
Τα παιδιά ξάπλωσαν τον Χενγκ στο κρεβάτι και του έβγαλαν τα γυαλιά. Είχε κλείσει τα μάτια του, προσποιούμενος ότι κοιμάται μα μόλις άκουσε την πόρτα να κλείνει, τα άνοιξε και κάθισε στο κρεβάτι. Δεν ήταν κουρασμένος, σε καμία περίπτωση.
Είχαν αφήσει αναμμένο ένα κερί κοντά στην πόρτα όπως κάνουν συνήθως πριν σκοτεινιάσει, αλλά δεν φώτιζε τόσο πολύ όλο το δωμάτιο. Ωστόσο, ο Χενγκ έβλεπε τα πάντα λες και ήταν μέρα.
Ήξερε ότι ήταν παράξενο, αλλά το δέχτηκε καθώς ήταν καλύτερο από το να μη βλέπει καθόλου στο σκοτάδι. Καταλάβαινε ότι δεν ήταν ο ίδιος με πριν, αλλά δεν θυμόταν πώς ήταν πριν. Ήξερε μόνο ότι κάτι άλλαξε και ήταν διαφορετικός τώρα.
Η γυναίκα του είπε ότι έτρωγε πράσινες σαλάτες πριν, αλλά δεν το θυμάται καθόλου και βρίσκει αποκρουστική την ιδέα να τρώει λαχανικά. Δεν καταλάβαινε γιατί κάποιος να προτιμά τα λαχανικά από το κρέας ή το μιλκσέικ.
Ο Χενγκ ήξερε ότι ο όρος «μιλκσέικ» δεν ήταν δόκιμος, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει τα συστατικά του εκτός του γάλατος. Κοχελίνη; Σκαθάρια; Τουλάχιστον ήταν κρέας. Φράουλες; Καρότα;
Ούτε να το σκεφτεί δεν ήθελε. Δεν είχε ιδέα.
Ο Χενγκ δεν το είχε καταλάβει, αλλά η μνήμη του είχε συρρικνωθεί, οπότε τα προβλήματα δεν μαζεύονταν και δεν ανησυχούσε.
Σκεφτόταν αν αγάπησε ή είχε αγαπήσει την οικογένειά του και κατέληξε ότι θα έπρεπε να τους αγαπούσε και να συνεχίσει να το κάνει γιατί έμοιαζαν να ανησυχούν γι' αυτόν και φαινόταν να τον αγαπούν. Δεν θυμόταν πολύ καλά την άλλη γυναίκα που την αποκαλούσαν θεία Ντα. Είχε αρκετά καθαρό μυαλό για να κατανοήσει ότι αφού οι άλλοι τη φώναζαν θεία, πρέπει να ήταν και δική του θεία, αλλά δεν τη θυμόταν παρόλο που το πρόσωπό της του ήταν οικείο.
Προσπάθησε να θυμηθεί τι δουλειά έκανε σαν ένας άνθρωπος που είχε πάθει διάσειση ή αμνησία, αλλά η μνήμη του δεν ήταν ακόμη τόσο δυνατή. Σκέφτηκε για λίγα λεπτά και μετά έστρεψε αλλού την προσοχή του.
Γιατί εκείνοι οι άνθρωποι ήταν ανήσυχοι όταν τον κοίταζαν; Μιλούσαν γι' αυτόν λες και ήταν άρρωστος, αλλά δεν θυμόταν να είναι άρρωστος κι η αμνησία δεν περνούσε καν από το μυαλό του.
Προσπάθησε να θυμηθεί τα ονόματα των μελών της οικογένειάς του, αλλά του ήταν δύσκολο και του φάνηκε παράξενο, καθώς πίστευε ότι μπορούσε να τα θυμηθεί. Η Γουάν ήταν η σύζυγός του και ένιωθε ευγνώμων που δεν ήταν η μεγαλύτερη γυναίκα η οποία ήταν η θεία Ντα. Οπότε, η Γουάν ήταν η σύζυγός του και την αγαπούσε· έτσι θα ήταν μάλλον καθώς την παντρεύτηκε κι έκαναν δύο παιδιά μαζί, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι, που τα λένε Νταμ και Ντιμ; Όχι, Ντεν και Ντιν; Του ακούγονταν οικεία,οπότε τα υιοθέτησε. Ντεν, Ντιν, Γουάν και Ντα που ήταν η θεία του.
Ξαφνικά, δεν του φαινόταν σημαντικό κι άρχισε πάλι να σκέφτεται το φαγητό, αν και δεν πεινούσε.
Ήταν απλώς το μυαλό του που έλεγχε αν πεινούσε, μία γενική ανησυχία από πού θα προερχόταν το επόμενο γεύμα του όταν θα πεινούσε. Δεν θυμόταν πού είχε τις προμήθειες ή αν είχε καθόλου προμήθειες. Θυμόταν ότι οι γυναίκες του είχαν δώσει φαγητό, αλλά αναρωτιόταν αν θα του δώσουν ξανά όταν πεινάσει πάλι. Έπρεπε να βασίζεται πάνω τους;
Προσπάθησε πάλι να θυμηθεί τα ονόματά τους. Γουάν και Ντιν ακουγόταν οικεία. Αυτές ήταν που φέρνανε τα λεφτά στην οικογένεια, αλλά το άλλο αρσενικό, ο Ντεν (μάλλον), τι έκανε; Δεν είχε ιδέα.
Οι γυναίκες φέρνανε τα λεφτά στο σπίτι; Ο Ντεν περίμενε το φαγητό έτοιμο; Ο Χενγκ δεν είχε ιδέα, αλλά πέρασε η στιγμή κι αναρωτιόνταν γιατί ήταν μόνος του στο μεγάλο δωμάτιο ενώ η οικογένειά του καθόταν έξω. Ήταν φυλακισμένος; Δεν θυμόταν. Οι νέοι δεν τον έφεραν στο δωμάτιο και τον έβαλαν στο κρεβάτι; Το έκαναν για να μείνει εκεί;
Δεν ένιωθε σαν φυλακισμένος, αλλά δεν ήταν σίγουρος. Πώς ήταν να είσαι φυλακισμένος; Υπήρξε ποτέ φυλακισμένος; Δεν το πίστευε, αλλά θυμάται να είναι είναι αποδυναμωμένος για κάποιο καιρό. Δεν θυμάται όμως πού. Κάποιος τον πυροβόλησε! Αυτό ήταν, σωστά; Αλλά γιατί το είχαν κάνει;
Όχι, δεν ήταν το ίδιο εδώ και δεν ήταν φυλακή, ήταν το σπίτι του. Έμενε εδώ και φαινόταν αόριστα οικείο.
Οι σκέψεις του επέστρεψαν στο φαγητό, αλλά δεν πεινούσε ακόμα. Ωστόσο, ανησυχούσε από πού θα ερχόταν το επόμενο γεύμα του και αν θα το λάμβανε πριν ή μετά την πείνα του. Ο Χενγκ κοίταξε γύρω γύρω στο δωμάτιο. Η όρασή του ήταν τέλεια κι έβλεπε λίγα κουνούπια στην κουνουπιέρα. Τα κοίταζε με ενδιαφέρον και τα απεχθανόταν που πετούσαν στον χώρο του. Είχε μία παράξενη αίσθηση ότι ήθελε να τα φάει, να τους δώσει ένα μάθημα, αλλά πίστευε ότι οι άνθρωποι δεν τρώνε κουνούπια.
Ήθελε να τα σκοτώσει και να τα φάει για να μην τολμήσουν τι; Να πετάξουν; Αλλά γιατί;
Δεν ήξερε, αλλά έτσι ένιωθε. Δεν είχε κάποιο νόημα γι' αυτόν. Ήθελε να τα σκοτώσει γιατί τολμούσαν να πετάξουν; Γιατί; Μήπως ήθελε να τα φάει; Άρχισε να πεινάει, αλλά δεν του φαινόταν σωστό. Τα απεχθανόταν κι ήθελε να τα σκοτώσει που τολμούσαν να πετάνε στον χώρο του.
Ένα παλιό ρητό έπαιζε στο κεφάλι του: «Οι αετοί δεν τρώνε μύγες», αλλά δεν θυμόταν από πού το είχε ακούσει. «Οι αετοί ίσως όχι», σκέφτηκε «αλλά εγώ ναι». Αλλά μετά σταμάτησε. «Ούτε οι άνθρωποι τρώνε κουνούπια, σωστά; Φυσικά κι όχι».
Οι σκέψεις του γύριζαν σαν καρουζέλ στο μυαλό του. Μερικές έρχονταν στο προσκήνιο για λίγα λεπτά, σκέψεις για κίνδυνο και τροφή κι υπήρχαν κι άλλες που εξαφανίζονταν αμέσως, αφού το μυαλό του ήταν κατακλυσμένο από τις σκέψεις τροφής και κινδύνου.
Ήθελε να μάθει αν ήταν φυλακισμένος ή όχι, οπότε μπουσούλησε μέχρι την πόρτα. Η ανάγκη για ελευθερία ήταν ακατανίκητη. Δοκίμασε την πόρτα επιφυλακτικά. Άνοιξε και βγήκε έξω. Το πλατύσκαλο στο οποίο βρέθηκε φωτιζόταν μόνο από το φως του φεγγαριού κι ένιωθε ελεύθερος σαν πουλί.
Ατένισε μπροστά του και έβλεπε για χιλιόμετρα σε τρεις κατευθύνσεις. Άκουγε φωνές από κάτω και αναγνώρισε το μέρος με το τραπέζι στο οποίο έτρωγε ώρες πριν. Άκουσε τις οικείες φωνές και μάντεψε ότι πρέπει να ήταν των ανθρώπων από πριν, της οικογένειάς του. Τους άκουγε και καταλάβαινε πολύ καλά, αλλά δεν ενδιαφερόταν. Κοίταξε τον ουρανό και την απόσταση και το μυαλό του ανυψώθηκε. Ένιωθε καταχαρούμενος να μην πατάει στο έδαφος και να είναι ελεύθερος.