![Οι Απόκληροι](/covers_330/64262992.jpg)
Полная версия
Οι Απόκληροι
«Ντιν, κάνε μου μία χάρη, παρακαλώ. Δεν μου αρέσει η όψη του πατέρα σου, οπότε κάνε ένα μπάνιο γρήγορα και πήγαινε να δεις αν έχει να μας πει κάτι η θεία, εντάξει; Καλό κορίτσι. Αν δεν είναι ακόμη έτοιμη και πήγαμε νωρίς, ρώτα την αν μπορεί να κάνει ειδική και παραπάνω προσπάθεια για τον ανιψιό της πριν είναι πολύ αργά, εντάξει;»
Η Ντιν άρχισε να κλαίει και έτρεξε να κάνει ντους. «Συγγνώμη, αγάπη μου, δεν ήθελα να σε αναστατώσω!» φώναξε στην κόρη της.
Όταν έφτασε στο σπίτι της θείας δεκαπέντε λεπτά μετά, η ηλικιωμένη σαμάνος είχε ξυπνήσει, ντυθεί και καθόταν στο μεγάλο τραπέζι μπροστά από το σπίτι τρώγοντας σούπα με ρύζι.
«Καλημέρα, Ντιν. Χαίρομαι που σε βλέπω, θέλεις ένα μπολ με σούπα; Είναι πολύ νόστιμη».
Η Ντα νοιαζόταν για τις ανιψιές της κι ειδικά για την Ντιν, αλλά όταν άκουσα τι την ήθελε, δεν αντιστάθηκε να πει ότι η μαμά της ζητούσε πολλά για μία σωστή διάγνωση μέσα σε 24 ώρες.
«Αυτή η μητέρα σου! Εντάξει, θα δούμε τι θα κάνουμε. Ο μπαμπούλης σου είναι πολύ άσχημα, σωστά;»
«Ναι, θεία Ντα, είναι λευκός σαν νεκρός, αλλά δεν νομίζουμε ότι πέθανε ακόμα. Η μαμά θα τον τρυπούσε όταν έφυγα για να δει αν αποκρίνεται, αλλά δεν περίμενα να μάθω τι έγινε. Δεν θέλω να πεθάνει ο μπαμπούλης, θεία Ντα, σε παρακαλώ σώσε τον».
«Θα κάνω ό,τι μπορώ, παιδί μου, αλλά όταν καλεί ο Βούδας, κανείς δεν μπορεί να πει όχι, αλλά θα δούμε τι μπορούμε να κάνουμε. Έλα μαζί μου».
Η Ντα κατευθύνθηκε στο άδυτο της, άναψε ένα κερί και έκλεισε την πόρτα πίσω τους.
Ήλπιζε ότι η Ντιν θα έδειχνε ενδιαφέρον για τους «παλιούς τρόπους» καθώς ήταν ακόμα νέα για να τη διδάξει, επειδή ήξερε ότι θα χρειαζόταν διάδοχο κάποια μέρα, αν το επάγγελμα έμενε στην οικογένεια Λι.
Έδειξε προς το χαλί των Ερωτήσεων στο πάτωμα κι η Ντιν κάθισε, μετά περπατούσε γύρω από την καλύβα μουρμουρίζοντας προσευχές, ξόρκια κι ανάβοντας λίγα ακόμα κεριά, πριν κάτσει απέναντι από την Ντιν, η οποία κοιτούσε τις χούφτες της.
Η Ντα κοίταξα την ανιψιά της, ένιωσε ένα μικρό τρέμουλο σε όλο της το κορμί, κοίταξε τις χούφτες της για λίγο και μετά κοίταξε πάλι τη Ντιν.
«Ήρθες να ζητήσεις συμβουλή για άλλον. Παρακαλώ, κάνε την ερώτησή σου», είπε η Ντα με βαθιά, σκοτεινή και βροντερή φωνή που κανένας δεν είχε ξανακούσει έξω από την καλύβα.
Η μεταμόρφωση ξάφνιασε την Ντιν, όπως κάθε φορά που η θεία ήταν σε έκσταση και άφηνε άλλη οντότητα να ελέγχει το σώμα της.
Δεν ήταν τόσο το ότι άλλαξε το πρόσωπο της, αν κι άλλαξε, το σώμα της άλλαξε ανεπαίσθητα, όπως ένας ηθοποιός ή μίμος μπορεί να αλλάξει τη στάση του για να υποδυθεί τον ρόλο του, αλλά ήταν κάτι περισσότερο. Ήταν σαν τα εντόσθια της Ντα είχαν αντικατασταθεί με άλλου, που την έκαναν να μοιάζει και να ακούγεται διαφορετική.
Η Ντιν κοίταξε την ηλικιωμένη σαμάνο που δεν ήταν πια η θεία της.
«Σαμάνε, ο πατέρας μου είναι πολύ άρρωστος. Θα ήθελα να ρωτήσω τι έχει και τι μπορούμε να κάνουμε».
Το άτομο, η θεία της ακουγόταν σαν άντρας εκείνη τη στιγμή, έβαλε ένα χέρι στα δέματα που είχε φέρει χθες ο Χενγκ και έκλεισε τα μάτια της θείας. Η Ντιν νόμιζε ότι έγινε μεγάλη παύση και σιωπή τόσο βαθιά, που θα έλεγε ότι άκουγε τα μυρμήγκια να περπατάνε στο σκληρό πάτωμα από λάσπη.
Η Ντιν είχε παρακολουθήσει ντουζίνες από τέτοιες συνεδρίες πριν, αν και ποτέ για κάτι τόσο σοβαρό, όσο αυτό. Είχε ρωτήσει για έναν στομαχόπονο μία φορά, για τις περιόδους της πριν μερικά χρόνια και πρόσφατα ρώτησε αν θα παντρευτεί σύντομα. Δεν τη φόβιζε το σκηνικό, μόνο το αποτέλεσμα, αλλά ήξερε ότι έπρεπε να κάθεται, να περιμένει και να παρατηρεί καθώς το έβρισκε συναρπαστικό.
Η σαμάνος ξετύλιξε αργά το πρώτο δέμα που περιείχε την πέτρα, το εξέτασε προφορικά, το μύρισε και το έβαλε πάλι στο φύλλο μπανάνας, μετά πήρε το φύλλο που περιείχε βρύα και το μύρισε πριν το τοποθετήσει στο χαλί μπροστά της.
Η σαμάνος κοίταξε την Ντιν για λίγο σοβαρά και μετά μίλησε,
«Αυτός για τον οποίο ανησυχείς είναι πολύ άρρωστος. Στην πραγματικότητα, ήταν κοντά στον θάνατο πριν παράγει αυτά τα δείγματα, αλλά δεν πέθανε ακόμα. Κάποια εσωτερικά όργανά του, ειδικά αυτά που καθαρίζουν το αίμα, είναι σε κακή κατάσταση. Αυτά που αποκαλείτε νεφρά στα ταϊλανδέζικα έχουν σταματήσει να λειτουργούν και το συκώτι διαλύεται ραγδαία. Αυτό σημαίνει ότι πλησιάζει ο θάνατος.Δεν υπάρχει γιατρειά».
Η σαμάνος άρχισε ξαφνικά να τρέμει και πήρε πάλι τη μορφή της ηλικιωμένης θείας Ντα, που βλεφάρισε λίγες φορές, στριφογύρισε λίγο σαν να φορούσε ένα παλιό στενό φόρεμα και έτριψε τα μάτια της.
«Δεν ήταν καλά τα νέα, σωστά, παιδί μου; Ξέρεις ότι όταν είμαι σε έκσταση, δεν μπορώ πάντα να τα ακούσω όλα, αλλά άκουσα κάποια και καταλαβαίνω από το πρόσωπό σου ότι ο πατέρας σου δεν είναι καλά».
«Το πνεύμα είπε ότι ο μπαμπούλης σίγουρα θα πεθάνει σύντομα, καθώς δεν υπάρχει γιατρειά για διαλυμένα νεφρά και συκώτι»,
«Λυπάμαι, Ντιν. Ξέρεις ότι θαυμάζω τον πατέρα σου. Ξέρεις, έχω μάθει κάποια κόλπα μόνη μου όλα αυτά τα χρόνια εκτός της ύπνωσης. Ας ρίξουμε μία ματιά τώρα. Ναι, η πέτρα. Βλέπεις πού έφτυσε ο πατέρας σου; Δεν υπάρχουν σημάδια! Σημαίνει ότι δεν υπάρχει αλάτι στο σάλιο του, ούτε αλάτι, ούτε ιχνοστοιχεία, ούτε βιταμίνες, ούτε τίποτα, μόνο νερό.
Τώρα, τα βρύα», τα μύρισε από μακριά και μετά τα έφερε πιο κοντά στη μύτη της. «Το ίδιο! Μύρισε τα!» Τα έδωσε στην Ντιν να τα μυρίσει, αλλά η Ντιν δίσταζε να μυρίσει τα ούρα τους πατέρα της.
«Έλα, δεν δαγκώνουν!» είπε η Ντα. Η Ντιν υπάκουσε.
«Δεν έχει οσμή, μόνο μία οσμή από βρύα».
«Ακριβώς! Τα ούρα των ανδρών μυρίζουν σαν της γάτας αν τα έχεις τυλιγμένα, αλλά του μπαμπά σου όχι. Έτσι, δεν υπάρχει κρέας να σαπίσει. Συνεπώς, το αίμα του μπαμπά σου είναι νερό. Δεν μπορείς να ζήσεις για πολύ έχοντας νερό ως αίμα, μπορείς; Δεν έχει λογική, σωστά; Το αίμα μεταφέρει τα καλά στοιχεία στο σώμα, και στον πατέρα σου δεν υπάρχει, οπότε γι' αυτό είναι αδύναμος συνεχώς!
Πήγαινε σπίτι τώρα, δες αν είναι αργά, κι αν είναι ακόμα ζωντανός, γύρνα να με πάρεις με το σκούτερ σου. Πήγαινε και βιάσου!».
Η Ντιν βγήκε γρήγορα και έτρεξε για το σπίτι.
Όσο η Ντιν έλειπε για να δει τον πατέρα της, η Ντα ετοιμαζόταν να φύγει, καθώς ήξερε μέσα της ότι ο Χενγκ της δεν είχε πεθάνει ακόμα, όχι εντελώς, τέλος πάντων.
Επέλεξε μερικά βότανα, τα έβαλε στην τσάντα της, έριξε νερό στο πρόσωπό της έδεσε τα μαλλιά της με ένα μαντίλι λόγω του ρεύματος από την επερχόμενη βόλτα με το μηχανάκι. Έπειτα, βγήκε έξω να περιμένει την ανιψιά της.
Η Ντιν έφτασε λίγα λεπτά αργότερα μέσα σε ένα σύννεφο σκόνης.
«Γρήγορα, θεία. Η μαμά λέεινα έρθεις γρήγορα γιατί είναι έτοιμος να πεθάνει».
Η Ντα ανέβηκε πλάγια στο σκούτερ, όπως μία κυρία, κι έφυγαν με τα μακριά μαλλιά της Ντιν να μαστιγώνουν το ρυτιδιασμένο πρόσωπό της επίπονα και προσπάθησε να τα αποφύγει.
Καθώς έφταναν, η Ντα κατέβηκε καθώς ήταν σβέλτη για την ηλικία της και έτρεξε να μπει στο σπίτι.
«Ευχαριστούμε που ήρθες τόσο γρήγορα, θεία Ντα. Είναι ξύπνιος στο κρεβάτι».
«Το μάντεψα ότι θα είναι στο κρεβάτι κι όχι με τις αγαπημένες του κατσίκες!» Σήκωσε την κουνουπιέρα και κάθισε στο ξύλινο πάτωμα δίπλα στο κεφάλι του. Πρώτα, κοίταξε το δέρμα του, τα μαλλιά του, το δέρμα του και μετά άνοιξε τα μάτια του και κοίταξε μέσα τους.
«Κατάλαβα. Δείξε μου τα πόδια του!» Η Γουάν αποκάλυψε τα πόδια του άντρα της κι η Νταν έσκυψε να τα πιέσει και να τα δει καλύτερα.
«Δεν έχω ξαναδεί τέτοια σοβαρή έλλειψη ουσίας στο αίμα. Μου δίνεις την άδεια να πω στα παιδιά σου τι να κάνουν; Ωραία, θα επιστρέψω σύντομα. Βάλε στο κεφάλι του άντρα σου μερικά μαξιλάρια για να ανυψωθεί, θα στείλω μέσα την Ντιν να σε βοηθήσει ενώ ο Ντεν με βοηθάει έξω».
«Ναι, θεία, φυσικά. Οτιδήποτε για να βοηθήσω τον αγαπημένο μου Χενγκ».
«Ωραία, ας δούμε τι μπορούμε να κάνουμε, εντάξει;» είπε, σηκώθηκε και κατέβηκε στο ισόγειο.
«Ντιν, πήγαινε να βοηθήσεις τη μητέρα σου, Ντεν, έλα μαζί μου, όλοι πρέπει να δράσουμε σβέλτα και με ακρίβεια».
Η Ντιν έφυγε κι ο Ντεν ρώτησε τι μπορούσε να κάνει για να βοηθήσει.
«Πήγαινε και φέρε μου τον πιο δυνατό κόκκορα! Γρήγορα, παλικάρι μου!»
Όταν επέστρεψε με το πουλί ανά χείρας, η Ντα του το πήρε.
«Τώρα, δέσε τον πιο δυνατό σου τράγο σε έναν πάσσαλο τόσο δυνατά ώστε να μην μπορεί να κουνηθεί ούτε χιλιοστό· είτε καθιστός είτε όρθιος, το ίδιο μου κάνει».
Ενώ ο Ντιν έφυγε βιαστικά, η Ντα κούρνιασε στην άκρη του τραπεζιού, έκοψε τον λαιμό του κόκκορα, έχυσε το αίμα του σε ένα μπολ, πέταξε το άψυχο σώμα του στο καλάθι των λαχανικών στο τραπέζι και μετά ανέβηκε πάνω.
«Ντιν» είπε όταν έφτασε, «έχεις κατσικίσιο γάλα ή οποιοδήποτε γάλα στο ψυγείο; Αν όχι, πάρε μία κανάτα και φέρε φρέσκο, σε παρακαλώ».
Δεν χρειαζόταν να της πουν να βιαστεί, είχε ήδη φύγει.
«Εντάξει, Γουάν, ξύπνησε;»
«Όχι, πολύ, θεία, έτσι κι έτσι».
«Εντάξει, κλείσε του τη μύτη και θα του ρίξω το αίμα στον λαιμό του». Πίεσε το κλειστό του σαγόνι με τον δείκτη και το μεσαίο δάχτυλο για να το ανοίξει, πίεσε προς τα πίσω το κεφάλι του κι έχυσε λίγο αίμα κοτόπουλου στον λαιμό του.
Η Ντα μάντεψε από τον τρόπου που ψέλλιζε ο Χενγκ σαν βενζινοκίνητο αμάξι ότι το τουλάχιστον το μισό αίμα κατέβαινε με τον σωστό τρόπο.
Ο Χενγκ άνοιξε ελαφρώς τα μάτια του.
«Τι μου κάνετε, παλιομάγισσες;» ψιθύρισε. «Αυτό ήταν απαίσιο!».
«Το φαντάστηκα» είπε η Ντα «πολύ έντονο, πρέπει να το συνηθίσει».
Όταν έφτασε η Ντιν, είπε «Φρέσκο γάλα, ακόμα ζεστό από τη Λουλουδένια, την καλύτερη κατσίκα μας».
Η Ντα το πήρε, το ανακάτεψε μισό-μισό με το εναπομείναν αίμα και το έχυσε στο λαιμό του Χενγκ όπως πριν με το ίδιο αποτέλεσμα, αλλά λίγη παραπάνω αντίσταση.
«Το βλέπεις αυτό; Δυναμώνει συνεχώς!Ο Χενγκ προσπαθεί να μας πολεμήσει, αντιστέκεται. Ίσως δεν τον χάσαμε εντελώς ακόμα!
Εντάξει! Γουάν, συνέχισε με το γάλα, αλλά κράτα το μισό που έμεινε. Θα γυρίσω σε λίγα λεπτά».
Κατέβηκε και φώναξε τον Ντεν.
«Είναι έτοιμη η κατσίκα;»
«Ναι, θεία, εκεί είναι».
«Ωραία, έλα μαζί μου».
Η Νταν έκοψε με το ξυράφι τη φλέβα του λαιμού της κατσίκας και στράγγισε μερικά λίτρα αίμα.
«Είδες πώς το έκανα; Προσπάθησε να το θυμάσαι γιατί θα χρειάζεται να το κάνεις κάθε μέρα από εδώ και πέρα».
Ανέβηκαν πάνω και εξεπλάγησαν που είδαν τον Χενγκ να μιλά με τη γυναίκα και την κόρη του σαν ασθενής σε νοσοκομείο μετά από αναισθησία: ζαβλακωμένος, αδύναμος και διστακτικός, αλλά κατανοητός.
Η Ντα ανακάτεψε το αίμα της κατσίκας με το εναπομείναν γάλα, αλλά του έδωσε πρώτα να γευτεί το ανόθευτο.
«Είναι αηδιαστικό, θεία!»
«Δοκίμασε αυτό, τότε» του είπε δίνοντάς του ένα ποτήρι με ροζ υγρό.
«Ναι, αυτό είναι αρκετά καλό. Τι είναι; Νιώθω ήδη να μου κάνει καλό».
Ο Χενγκ το ήπιε πρόθυμα.
«Είναι μιλκσέικ με βότανα. Καλό δεν είναι;»
«Ναι, θεία, πολύ καλό. Πολύ αναζωογονητικό. Έχει κι άλλο;»
Η Γουάν κοίταξε την ηλικιωμένη σαμάνο που έγνεψε.
Η Γουάν έβαλε ένα ακόμη ποτήρι και βοήθησε τον άντρα της να το πιει.
«Χαίρομαι πολύ, Χενγκ. Νομίζω ότι αυτό το μιλσέικ είναι η λύση στην αρρώστια σου, αν και μπορούμε να το βελτιώσουμε. Ίσως μπορούμε να βρούμε κι άλλα υλικά για να αλλάξουμε λίγο τη γεύση του πού και πού για να μην είναι βαρετό».
«Ναι, θεία. Ήξερα ότι θα με βοηθήσεις».
«Οτιδήποτε για την οικογένειά μου, χαίρομαι πολύ που βοήθησα» απάντησε και του έδωσε ένα γνήσιο, σπάνιο μεν, ζεστό χαμόγελο.
Ανακάτεψε το υπόλοιπο αίμα και γάλα με μερικά βότανα σε μία κανάτα μιλκσέικ και μετά είπε:
«Χενγκ, νομίζω ότι πρέπει να ξεκουραστείς τώρα. Εδώ υπάρχει κι άλλο μιλκσέικ για αργότερα και θα δείξω στην οικογένειά σου πώς να το φτιάχνει όταν κατέβω κάτω, εντάξει; Ηρέμησε. Πάρε με αν θες βοήθεια. Αντίο προς το παρόν και γρήγορη ανάρρωση».
Μόλις κάθισαν όλοι στο μεγάλο τραπέζι του κήπου αναπαυτικά κι η Γουάν μοίρασε αναψυκτικά φρέσκων φρούτων και κρύο νερό, η Ντα πήρε τον έλεγχο της συζήτησης.
«Όπως είπα και πριν, δεν έχω δει ξανά ποτέ τέτοια ακραία περίπτωση, αλλά φαίνεται ότι η εμπειρία μου και τα Πνεύματα με οδήγησαν στην ενδεδειγμένη λύση. Ωστόσο, μέχρι τώρα χρησιμοποιήσαμε αυτό που αποκαλούμε ''έκτακτες πηγές. Δώσαμε στον Χενγκ αίμα ζώου που δεν τρώνε τα ίδια με τον άνθρωπο, οπότε θα έχει έλλειψη σε ζωτικά υλικά. Αυτό που χρειάζεται να κάνουμε είναι να του δώσουμε συχνό και τακτικό απόθεμα αίματος από ζώα που τρώνε ό,τι κι οι άνθρωποι. Όσο καλύτερο το ταίριασμα, τόσο το καλύτερο είναι για τον Χενγκ. Όλοι ξέρουμε ότι δεν τρώνε όλοι καθημερινά ό,τι έχει ανάγκη το σώμα, οπότε ας υποθέσουμε ότι ούτε ο Χενγκ το κάνει αυτό, αλλά αν του δώσουμε μόνο αίμα κοτόπουλου, θα στερηθεί πολλά και μόνο το μέρος αυτού που είναι ''κοτόπουλο'' θα ευδοκιμήσει και θα επιζήσει. Το ίδιο θα γίνει αν πίνει μόνο αίμα κατσίκας διότι το χορτάρι δεν είναι αρκετό για τους ανθρώπους μακροπρόθεσμα».
«Οπότε, τι προτείνεις, θεία Ντα;» ρώτησε ο Ντεν. «Να βρούμε αίμα μαϊμούς;»
«Ναι, είσαι στη σωστή κατεύθυνση, αλλά οι μαϊμούδες δεν τρώνε ακριβώς ό,τι κι εμείς, σωστά;»
Άφησε για λίγο να πλανηθεί η σκέψη της. Η Ντιν το κατάλαβε πρώτη.
«Θεία, εννοείς ότι ο μπαμπάς θέλει τακτικό απόθεμα από ανθρώπινο αίμα;»
«Ναι, αυτός θα ήταν ο πιο εύκολος τρόπος κι ίσως κι ο μοναδικός μακροπρόθεσμα. Αν δεν μπορείτε να βρείτε συχνό απόθεμα από ανθρώπινο αίμα, πρέπει να του δίνετε τεράστιες ποσότητες αίματος από διάφορα ζώα για να φτιάξετε την ανθρώπινη δίαιτα. Για παράδειγμα, τα γουρούνια τρώνε πολλά ίδια με εμάς, αλλά δεν τρώνε φρούτα ούτε χοιρινό. Υποθέτω ότι μπορείτε να κρατήσετε κάποια γουρούνια ως δωρητές για τον Χενγκ και να τα ταΐζετε φαγητό ειδικό για το σωστό αίμα και απόθεμα από άλλα ζώα, αλλά και πάλι θέλει πολλή προσπάθεια. Μπορείτε να κάνετε ένα κοκτέιλ από αίμα γουρουνιού, κατσίκας, κοτόπουλου, σκύλου και γάτας και να το κρατήσετε στο ψυγείο, αλλά κανείς δεν το έχει ξανακάνει και τα αποτελέσματα θα είναι απρόβλεπτα. Η λύση είναι πανεύκολη κι είναι το ανθρώπινο αίμα. Ελέγξαμε τα δείγματα του πατέρα σας για επτά ώρες και οι αποδείξεις ήταν ξεκάθαρες. Ο πατέρας σας δεν έχει αίμα. Καθόλου! Ούτε σταγόνα! Θα σας δείξω».
Η Ντα πήρε την τσάντα της κι έβγαλε τα βρύα που ήταν τυλιγμένα στο φύλλο μπανάνας.
«Αυτά είναι τα ούρα του πατέρα σας. Δείτε!» Τους έβαλε φωτιά. «Η φωτιά τρεμοπαίζει λόγω της υγρασίας, αλλά δείτε, δεν υπάρχει χρώμα, ούτε αλάτι, ούτε βιταμίνες, τίποτα στο αίμα. Έχει μόνο νερό στις φλέβες του ακόμη κι αν κοκκινωπό. Μπορούμε να του κάνουμε αφαίμαξη αργότερα και να το ελέγξετε αν θέλετε. Αν είχε αληθινό αίμα, τα βρύα θα είχαν ήδη ξεραθεί και θα φαινόταν το χρώμα τους καθώς καίγονταν. Το ίδιο και με την πέτρα, κοιτάξτε! Ο Χενγκ έφτυσε εδώ, αλλά δεν υπάρχει καθόλου, αλάτι, μόνο νερό. Ο πατέρας σας δεν έχει καθόλου αίμα, ούτε σταγόνα!»
«Είναι άσχημο αυτό, θεία σαμάνε;» ρώτησε ο Ντεν.
«Άσχημο; Ο άνθρωπος δεν ζει χωρίς αίμα! Σ' αγαπώ πολύ, Ντεν, αλλά μερικές φορές φέρεσαι χαζά! Το μυαλό σας μόνο στο σεξ, όπως όλα τα αγόρια της ηλικίας σου! Και να με λες θεία εκτός του ιερού.
Ο πατέρας σας μεταμορφώθηκε σε βρικόλακα. Δάγκωσε κανέναν από εσάς πρόσφατα;»
«Όχι, θεία, αλλά ίσως δάγκωνε τις κατσίκες, δεν μπορούμε να ξέρουμε», είπε ο Ντεν.
«Αυτό είναι σοβαρό, πολύ σοβαρό. Έχω ακούσει ξανά τέτοιες περιπτώσεις, αλλά δεν είχα δει ξανά σε όλη τη μακρά ζωή μου».
«Ο πατέρας μου έγινε βρικόλακας; Περιμένετε να το πω στους φίλους μου. Χενγκ, ο Βρικόλακας! Αυτό είναι φανταστικό!» είπε ο Ντεν.
«Θα πεθάνει σύντομα;» ρώτησε η Ντιν.
«Προσπαθούμε να τον σώσουμε, βάζουμε τα δυνατά μας κι αυτό σημαίνει ότι δεν πρέπει να το μάθει κανείς. Ντεν! Κατάλαβες! Κανείς μα κανείς, χαζό αγόρι! Είσαι σίγουρη ότι αυτό το αγόρι είναι της οικογένειας Λι, Γουάν;»
Έριξε ένα κατηγορηματικό βλέμμα στη Γουάν, η οποία την κοιτούσε βλοσυρά με όση ασέβεια είχε επιστρατεύσει απέναντι σε μία ηλικιωμένη που μόλις έσωσε τον άντρα της από τον θάνατο.
«Ορίστε, αυτές είναι οι επιλογές σας. Στην τελική, δική σας είναι η απόφαση, και των τεσσάρων, αφού θα πρέπει να προμηθεύεστε το ''γιατρικό'' που θα δίνετε στον Χενγκ για όλη την υπόλοιπη ζωή του καθώς δεν υπάρχει άλλη γιατρειά για την κατάστασή του».
Η Ντα έγειρε πίσω σε ένα από τα στηρίγματα της οροφής κι έκλεισε τα μάτια της σαν να έκλεινε ένα βιβλίο και τελείωνε τη συνεδρία της.
Η οικογένεια την κοίταξε και μετά κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον αναρωτιόνταν πώς θα γλίτωναν.
Καθώς η θεία Ντα φαινόταν να είναι σε καταστολή ή κοιμισμένη, όλοι τρεις λογομαχούσαν για το τι θα πρέπει να κάνουν.
«Λοιπόν», είπε η Γουάν «δεν μπορούμε να πάρουμε πολύ αίμα από τους ντόπιους, σωστά; Οι περισσότεροι δεν θα έδιναν ούτε κομμάτι από κρύα πουτίγκα, πόσο μάλλον μία πίντα από το αίματος και δεν έχουμε λεφτά να πληρώσουμε».
«Θα αιχμαλωτίσουμε τουρίστες, θα βάλουμε το αίμα τους σε μπουκάλια και θα τα αποθηκεύσουμε στο ψυγείο» είπε ο Ντεν.
«Δεν έρχονται πολλοί τουρίστες εδώ, έτσι δεν είναι, Ντεν;» είπε η μητέρα του με γύρισμα της γλώσσας της.
«Μπορούμε να κάνουμε το κοκτέιλ με το αίμα διάφορων ζώων και να δωρίζουμε μία πίντα από το αίμα μας κάθε μήνα», πρότεινε η Ντιν.
«Δεν ξέρω πόσο αίμα μπορεί να δώσει ένας άνθρωπος τον χρόνο, αλλά δώδεκα πίντες μου ακούγονται πάρα πολλές. Καλή σκέψη, όμως, γλυκιά μου.
Ίσως κάποια μέλη της οικογένειας να μπορούν να δωρίσουν αίμα πού και πού, ο πατέρας σας είναι αρκετά αρεστός στην περιοχή».
«Μπορούμε να προσφερθούμε να πάρουμε το αίμα των πεθαμένων» είπε ο Ντεν.
«Πρέπει να πάρεις το αίμα κάποιου πριν πεθάνει, καλέ μου, αλλιώς η καρδιά έχει σταματήσει και δεν υπάρχει τίποτα για να αντλήσουμε το αίμα».
«Μπορούμε να τους κρεμάμε από τα πόδια και να τους βάζουμε μία κάνουλα στον λαιμό ή την καρδιά τους ή και τα δύο;»
«Κατάλαβα. Οπότε αν πεθάνει η αγαπημένη μαμά κάποιου και όλοι κλαίνε, προτείνεις να τρέξουμε πριν κρυώσει και να ρωτήσουμε αν μπορούμε να τη δέσουμε και να στραγγίσουμε το αίμα της σε έναν κουβά για να πιει ο αγαπημένος σου πατέρας; Πώς νομίζεις ότι θα πετύχει αυτό;»
«Μπορούμε να ζητήσουμε και πριν λίγο».
«Μην προτείνεις ξανά κάτι τόσο χυδαίο και χαζό!»
«Τι λέτε για μωρά; Ίσως όχι, σωστά;» είπε ο Ντεν και μετά σιώπησε, καθώς όλες του οι προτάσεις απορρίφθηκαν.
«Εν κατακλείδι, έχουμε τις εξής επιλογές: συλλογή ανθρώπινου αίματος και συλλογή αίματος από διάφορα ζώα και δεν ξέρουμε αν θα δουλέψει κανένα από τα δύο. Κάτι άλλο;»
«Θα μπορούσαμε ή ίσως όχι...»είπε.
«Έλα, πες το, χαζό ή όχι. Είμαστε απελπισμένοι και θα σκεφτούμε κάθε πιθανή λύση» είπε η μητέρα τους.
«Θα μπορούσα να γίνω Μουσουλμάνος, να έχω τέσσερις γυναίκες οπότε θα είχαμε ακόμα τέσσερις δωρητές αίματος, κι αν η κάθε μία έκανε από τέσσερα παιδιά, τότε θα είχαμε ακόμα δεκαέξι δωρητές αίματος και...»
«Ναι, εντάξει, Ντεν, ευχόμουν να μην είχα ρωτήσει. Το επόμενο που θα προτείνεις είναι να εκπορνευτεί η αδερφή σου και να χρεώνει δύο πίντες αίμα!»
Η Ντιν κοκκίνισε με τη σκέψη και σοκαρίστηκε που η μητέρα της που το είπε η μητέρα της, αλλά ο Ντεν το καλοσκεφτόταν μέχρι που τον κλότσησε η μητέρα του.
«Όπως το βλέπω, έχουμε ακόμα δύο προβλήματα που δεν τα έχουμε σκεφτεί ακόμα» είπε η Ντεν.
«Η θεία Ντα είπε ότι ο μπαμπάς πρέπει να εγκρίνει το σχέδιο μας επειδή πρέπει να το πιει και χρειαζόμαστε κάτι για αύριο».
«Ίσως να χρησιμοποιήσουμε το αίμα της κατσίκας για αύριο καθώς φαίνεται ότι άρεσε στον πατέρα σας σε σχέση με τη γεύση του κοτόπουλου, αλλά έχεις δίκιο, Πρέπει να βρούμε κάτι πιο μόνιμο σύντομα. Μπορούμε να ρωτήσουμε τη θεία αργότερα. Όσον αφορά τον πατέρα σας, θα πρέπει να τρώει ό,τι του δίνουμε και να είναι ευγνώμων, μέχρι να δυναμώσει και να αποφασίζει μόνος τους το διατροφικό του πρόγραμμα, αλλά σίγουρα θα είναι ευγνώμων που τον σκεφτήκατε».
Όταν κι οι τρεις χάθηκαν στις σκέψεις του, η Ντα ξύπνησε.
«Βρήκατε καμιά ιδέα ή να προτείνω λύσεις;»
«Όχι, θεία» παραδέχτηκε η Γουάν «Ο Ντεν είχε κάποιες ιδέες, αλλά δεν είναι εφαρμόσιμες. Δυστυχώς, μείναμε με τις προτάσεις που είπες πριν λίγες ώρες».
«Φαντάστηκα ότι αυτό θα γινόταν, αλλά για να είμαι ειλικρινής, δεν υπάρχει εύκολη λύση στο πρόβλημα. Κι εγώ, επίσης, απέκλεισα όλα μου τα γιατροσόφια, αλλά αρχίζει και βραδιάζει και έχω κουραστεί, οπότε μπορεί κάποιος από εσάς να με πάει σπίτι και να σκεφτούμε καλύτερα το θέμα;»
«Περίμεναν να γυρίσει ο Ντεν πριν φάνε, ελέγξουν τα ζώα, κάνουν ντους εναλλάξ και περνώντας τις τελευταίες στιγμές της μέρας πριν πάνε για ύπνο νωρίς καθώς ήταν όλοι συναισθηματικά μουδιασμένοι. Ωστόσο, η αλήθεια ήταν ότι κανείς δεν ήθελε να ανέβει πάνω και να είναι μόνος του με έναν βρικόλακα, οπότε προτιμούσαν να ανέβουν όλοι μαζί.
Η Γουάν δεν ήθελε να κοιμηθεί μαζί του, αλλά ένιωθε υποχρεωμένη, κι ως μεγαλύτερη, ανέβηκε πρώτη, με ένα κερί στο χέρι και τα παιδιά να την ακολουθούν.
Σταμάτησαν στο γαμήλιο κρεβάτι και τον κοίταξαν. Ο Χενγκ ήταν καθιστός στο κρεβάτι, με χλωμό πρόσωπο, και κοραλλί μάτια που έλαμπαν στο σκοτάδι.
«Καλησπέρα, οικογένεια!» είπε με σιγανή βραχνή φωνή.
Πήγαν κι οι τρεις στα κρεβάτια τους, αλλά δεν μπορούσαν να πάρουν τα μάτια τους από τον Χενγκ που δεν κουνιόταν και κοιτούσε μπροστά του.
1 3. Ο ΒΡΙΚΟΛΑΚΑΣ ΧΕΝΓΚ
Όταν ξύπνησαν το πρωί, έχοντας σταδιακά κοιμηθεί από την κούραση, ο Χενγκ ήταν καλυμμένος με κουβέρτες και κι ένα μαξιλάρι στο κεφάλι του.
Όλοι κατέβηκαν γρήγορα κάτω, προσπερνώντας γρήγορα το κρεβάτι του.
«Μαμά, είδες τον μπαμπά χθες το βράδυ;» ρώτησε ο Ντεν. «Τα μάτια του και το δέρμα του έλαμπαν στο δωμάτιο, αλλά ήταν τα μάτια του, σωστά; Ήταν μαύρα σαν τα δικά μας, αλλά τώρα είναι κόκκινα με ροζ. Πρέπει να έχει σχέση με το αίμα».
«Δεν ξέρω, καλέ μου, αλλά πρέπει να έχεις δίκιο. Πήγαινε με την αδερφή σου να φέρεται λίγο ακόμα γάλα. Θυμάσαι πώς πήρε το αίμα η θεία σου;»
«Ναι, μαμά, αλλά θα πάρω από άλλον τράγο σήμερα για να θεραπευθεί ο χθεσινός, εντάξει;»
«Ναι, καλή ιδέα, Ντεν.Χρησιμοποίησε διαφορετικό τράγο κάθε μέρα για αίμα κι η Ντιν να συνεχίσει την καθημερινότητά της με το γάλα. Προς το παρόν τουλάχιστον, το γάλα από τις κατσίκες είναι όλο για τον πατέρα σας, εντάξει; Το χρειάζεται περισσότερο από εμάς και δεν θέλουμε να πεινάσει στη μέση της νύχτας, σωστά;»
«Φυσικά κι όχι, μαμά! Μου πήρε πολλή ώρα να κοιμηθώ χθες. Φοβόμουν ότι ο μπαμπάς θα σηκωθεί και θα περπατάει ίσως ψάχνοντας κάτι ή κάποιον να φάει».
«Μην ανησυχείς για τέτοια πράγματα, Ντεν. Είμαι πιο κοντά από εσένα, οπότε σε μένα θα έρθει πρώτα, αλλά αν δεις έναν ζαρωμένο, αιματοβαμμένο σάκο από δέρμα στο κρεβάτι του, φύγε. Το ίδιο κι αν δεις τέσσερα κόκκινα μάτια να σε κοιτάνε από την κουνουπιέρα κάποιο πρωινό».
«Να είσαι σίγουρη! Πάω να πάρω το αίμα τώρα! Πού είναι η Ντιν;»
«Δεν ξέρω, ίσως ξεκίνησε ήδη. Κάνε τη δουλειά σου κι εγώ θα πάω να πάρω τη θεία Ντα με το μηχανάκι· νομίζω ότι χρειαζόμαστε ακόμη βοήθεια με τον πατέρα σου. Να περιμένετε με την αδερφή σου να γυρίσω για να ανεβείτε πάνω, εντάξει;»
«Ναι, μαμά, δεν χρειάζεται να το πεις ξανά, αλλά τι θα γίνει αν κατέβει κάτω;»
«Δεν νομίζω να κατέβει. Κοιμόταν του καλού καιρού όταν σηκώθηκα από το κρεβάτι, αλλά όχι για πολύ ακόμα. Ακόμα κι αν σηκωθεί, μην τον αφήσετε να σας φιλήσει για καλημέρα».
Η Γουάν επέστρεψε μετά από δέκα λεπτά με την Ντα, η οποία καθόταν στο τραπέζι της περιμένοντας την αναπόφευκτη επίσκεψη από κάποιον από την οικογένεια του Χενγκ.
Όταν επέστρεψαν, Ο Χενγκ δεν είχε κατέβει, η Ντιν μάζεψε το γάλα κι ο Ντεν ήταν σχεδόν έτοιμος.
«Εντάξει» είπε η Ντα «Προς το παρόν, προτείνω μισό γάλα κατσίκας, μισό αίμα με μια κουταλιά του γλυκού βασιλικού, κόλιανδρο και μία πρέζα από αυτό. Καλό ανακάτεμα κι είναι έτοιμο. Δώστε του μισό λίτρο το πρωί και το υπόλοιπο πριν κοιμηθεί. Θα φτάσει για τώρα. Μην του δώσετε σκόρδο, είναι κακό για τους βρικόλακες! Πάμε να τον δούμε τώρα».
«Πριν ανέβουμε, θεία Ντα, πρέπει να σου πω ότι χθες το βράδυ καθόταν ξύπνιος στο κρεβάτι λαμπυρίζοντας σαν φάρος με το ωχρό δέρμα του και τα ροζ μάτια του με τις κόκκινες κόρες. Κι όταν μας μίλησε! Βούδα μου! Δεν έχω ακούσει ποτέ ξανά κάτι τέτοιο. Μας είπε «Καλησπέρα, οικογένεια!» με μία παράξενη βαθιά φωνή· ήταν πολύ τρομακτικό».
«Ξέχασέ το. Πάμε τώρα να τον δούμε».
Ανέβηκαν πάνω με το μιλκσέικ και μπήκαν στο δωμάτιο. Τα παραθυρόφυλλα ήταν κλειστά οπότε επικρατούσε απόλυτο σκοτάδι. Η Γουάν βγήκε πάλι έξω, πήρε ένα κερί, το άναψε με έναν αναπτήρα που κρεμόταν σε ένα σκοινί εκεί κοντά και μπήκε πάλι στον δωμάτιο ενώ η Ντα είχε πλησιάσει κοντά στο κρεβάτι που κοιμόταν ο Χενγκ.