bannerbannerbanner
Ορδεσ
Ορδεσ

Полная версия

Ορδεσ

текст

0

0
Язык: el
Год издания: 2019
Добавлена:
Настройки чтения
Размер шрифта
Высота строк
Поля
На страницу:
2 из 4

«Δεν υπάρχει τίποτα ανήθικο σ’ αυτό. Μου κάνει κάποιες εξωτερικές δουλειές και μερικές μικροδουλειές. Τον ξεπληρώνω αφήνοντάς τον να χρησιμοποιεί την καλύβα για να γράφει. Γράφει με τη γραφομηχανή του εδώ, γιατί στο κοινόβιο δεν έχει την ιδιωτικότητα που χρειάζεται για να πει αυτό που, πραγματικά, σκέφτεται. Κάποιες φορές συζητήσαμε. Είναι πολύ ενδιαφέρων, Γουές. Αλλά, όχι, δεν έχω κανένα δεσμό μαζί του, ούτε πρόκειται».

«Τότε, τι σε προβληματίζει; Γιατί θέλεις διαζύγιο;». Πήγε και κάθισε στον καναπέ, χωρίς να πάρει στιγμή τα μάτια του από πάνω της.

Η Στέλλα βάδιζε πέρα-δώθε, μπροστά του. Δίπλωνε και ξεδίπλωνε τα χέρια της και τελικά τα άφησε να κρέμονται. «Θέλω να μπορώ να έχω αυτοσεβασμό», είπε, τελικά.

«Και τώρα τον έχεις. Μπορείς να προχωράς με το κεφάλι ψηλά, μπροστά σε οποιονδήποτε στη χώρα».

«Δεν εννοούσα αυτό. Θέλω, για μία φορά, να μπορώ να υπογράψω με το όνομά μου Στέλλα Στόουναμ αντί ως κα. Γουέσλι Στοόυναμ. Να κάνω ένα πάρτι για ανθρώπους που εγώ συμπαθώ, αντί για τα πολιτικά σου φιλαράκια. Γουές, θέλω να νιώθω ότι είμαι ισότιμο μέλος σ’ αυτό το γάμο, όχι ακόμη ένα καλαίσθητο αντικείμενο για το σπίτι σου».

«Δε σε καταλαβαίνω. Σου έδωσα όλα όσα μπορούσε να θελήσει μία γυναίκα —”

«Εκτός από προσωπικότητα. Για σένα, δεν είμαι άνθρωπος, αλλά, απλά, μία σύζυγος. Διακοσμώ το χέρι σου σε ακριβά δείπνα και κάνω χαριτωμένους ήχους στις συζύγους των επίδοξων πολιτικών. Κάνω έναν εταιρικό δικηγόρο τόσο κοινωνικά σεβαστό, ώστε να σκέφτεται να κατέβει στην πολιτική. Και, όταν δε με χρησιμοποιείς, με ξεχνάς, με στέλνεις μακριά, στην καλύβα κοντά στη θάλασσα ή με αφήνεις να γυρίζω μόνη μου στα δεκαπέντε δωμάτια της έπαυλης και σιγά-σιγά να σαπίζω. Δε μπορώ να ζήσω έτσι, Γουές. Θέλω να φύγω από αυτή την κατάσταση».

«Τι θα έλεγες για ένα δοκιμαστικό χωρισμό, ίσως για ένα μήνα, περίπου—»

«Είπα θέλω να φύγω, να Φ-Υ-Γ-Ω. Το να είμαστε σε διάσταση δε θα ωφελούσε. Το φταίξιμο, αγαπητέ μου σύζυγε, δεν είναι στα άστρα μας, αλλά σε εμάς τους ίδιους. Σε ξέρω πολύ καλά και ξέρω ότι δε θα γίνεις ποτέ κάτι αποδεκτό για εμένα. Κι εγώ δε θα είμαι ποτέ ικανοποιημένη με το να είμαι ένα διακοσμητικό. Οπότε, το να είμαστε σε διάσταση δε θα μας ωφελήσει σε τίποτα. Θέλω διαζύγιο».

Ο Στόουναμ σταύρωσε τα πόδια του. «Έχεις μιλήσει με κανέναν γι’ αυτό;»

«Όχι». Κούνησε το κεφάλι της. «Όχι, σκόπευα, αύριο, να δω το Λάρι, αλλά ένιωσα ότι πρέπει να το πω πρώτα σε σένα».

«Ωραία», είπε ο Στόουναμ με έναν ψίθυρο που, μετά βίας, που ακουγόταν.

«Τι πάει να πει αυτό;», ρώτησε κοφτά η Στέλλα. Τα χέρια της κινούνταν νευρικά, πράγμα που σήμαινε ότι ήταν η ώρα να ψαχουλέψει την τσάντα της, που ήταν πάνω στο σεκρετέρ, για να βρει τα τσιγάρα της. Εκείνη τη στιγμή, ήθελε απεγνωσμένα ένα τσιγάρο.

Αλλά, δεν είχε καταλάβει ότι είχε ξεμείνει από σπίρτα, μέχρι που έβαλε ένα τσιγάρο, ανάμεσα στα χείλη της. «Έχεις φωτιά;»

«Φυσικά». Ο Στόουναμ ψάρεψε μέσα από την τσέπη του παλτού του ένα πακέτο σπίρτα. «Κράτησέ το», είπε και τα πέταξε στη γυναίκα του.

Η Στέλλα το έπιασε και το εξέτασε με ενδιαφέρον. Το εξωτερικό του ήταν λείο ασήμι, με κόκκινα και μπλε αστέρια στο περιθώριο. Στο κέντρο, λέξεις που ανακήρυσσαν:

ΓΟΥΕΣΛΙ ΣΤΟΟΥΝΑΜ

ΕΠΟΠΤΗΣ

ΚΟΜΗΤΕΙΑ ΣΑΝ ΜΑΡΚΟΣ

Μέσα, τα χρώματα των σπίρτων εναλλάσσονταν σε κόκκινο, λευκό και μπλε.

Κοίταξε αινιγματικά το σύζυγό της, που της χαμογελούσε πλατιά. «Σου αρέσει;» ρώτησε «Μόλις το πήρα από το τυπογραφείο, σήμερα το απόγευμα».

«Δεν είναι λίγο βιαστικό;» ρώτησε σαρκαστικά.

«Μόνο κατά δύο ημέρες. Ο γέρο-Κότμαν παραιτείται από το Συμβούλιο στο τέλος της εβδομάδας, λόγω των προβλημάτων που έχει με την υγεία του, και θα του επιτρέψουν να κατονομάσει τον αντικαταστάτη του. Φυσικά, δε θα είναι επίσημο, μέχρι ο Κυβερνήτης να διορίσει αυτό το άτομο, αλλά έμαθα, από έγκυρες πηγές, ότι το όνομα που συζητείται είναι το δικό μου. Αν ο Κότμαν θέλει να τον αντικαταστήσω, ο Κυβερνήτης θα τον ακούσει. Ο Κότμαν είναι 73 και πολύς κόσμος του χρωστά χάρες.

Μία ιδέα ήρθε αστραπιαία στο μυαλό της Στέλλα. «Ώστε, γι’ αυτό δε θέλεις το διαζύγιο, σωστά;»

«Στελ, ξέρεις όσο κι εγώ πόσο πουριτανός είναι ο Κότμαν», είπε ο Στόουναμ». «Ο γέρος εξακολουθεί να είναι αντίθετος προς κάθε είδος αμαρτίας και το διαζύγιο το θεωρεί αμαρτία. Ένας Θεός ξέρει γιατί, αλλά το θεωρεί αμαρτία». Σηκώθηκε από τον καναπέ και πήγε, πάλι, στη γυναίκα του, κρατώντας την από τους ώμους, τρυφερά αυτή τη φορά.«Γι’ αυτό σου ζητώ να περιμένεις. Θα είναι μόνο για μία-δύο εβδομάδες —»

Η Στέλλα απομακρύνθηκε, με ένα πονηρό και θριαμβευτικό χαμόγελο στο πρόσωπό της. «Αυτό είναι, λοιπόν. Τώρα ξέρουμε γιατί ο μεγάλος, δυνατός Γουέσλι Στόουναμ, ήρθε έρποντας. Δε θα μου αφήσεις ίχνος αυτοσεβασμού, έτσι; Δε θα με αφήσεις καν να πιστέψω ότι ήρθες, επειδή θεώρησες ότι υπάρχει κάτι στο γάμο μας, που αξίζει να το σώσουμε. Όχι, το λες ευθέως. Θέλεις χάρη».

Άναψε έξαλλη ένα σπίρτο κι άρχισε να καπνίζει το τσιγάρο σαν φουγάρο τραίνου, που ανεβαίνει το λόφο. Πέταξε το χρησιμοποιημένο σπίρτο στο σταχτοδοχείο, και το πακέτο των σπίρτων κάτω, δίπλα του. «Σιχάθηκα την πολιτική σου, Γουέσλι. Κουράστηκα να κάνω πράγματα, για να φαίνεσαι καλύτερος ή για να φανεί ότι νοιάζεσαι περισσότερο για τους πολίτες του Σαν Μάρκος. Ο μόνος άνθρωπος που σκέφτηκες ποτέ, είναι ο εαυτός σου. Υποθέτω ότι θα μου έδινες ακόμη και συναινετικό διαζύγιο, αν περίμενα, σωστά;»

«Αν αυτό θέλεις».

«Φυσικά. Ο Μέγας Συμβιβαστής. Κάνεις μία συμφωνία, εφόσον πάρεις αυτό που θέλεις. Λοιπόν, σου έχω μία έκπληξη, κύριε Επόπτη. Δεν κάνω συμφωνίες. Δε δίνω δεκάρα για το αν θα μπεις ή αν δε θα μπεις στην πολιτική. Αύριο, σκοπεύω να πάω στο γραφείο του δικηγόρου μας και να αρχίσουν να ρέουν τα χαρτιά του διαζυγίου».

«Στέλλα—»

«Ίσως να κάνω και μία κουβεντούλα με τον Τύπο, για το γάλα της ανθρώπινης καλοσύνης, που ρέει στις φλέβες σου, αγαπητέ μου σύζυγε».

«Στέλλα, σε προειδοποιώ—»

«Θα ήταν φοβερή τραγωδία, έτσι, Γουές, αν έπρεπε να εκλεγείς...»

«Σταμάτα, Στέλλα!»

«...από τους εκλογείς, για να μπεις στην πολιτική, αντί να σου ανατεθεί η θέση σου από τα καλά και άψογα φιλαράκια σου».

«Στέλλα!»

Τα χέρια του ήταν πάνω στο λαιμό της, καθώς ούρλιαζε το όνομά της. Ήθελε να σταματήσει, μα εκείνη δεν το έκανε. Τα χείλη της συνέχιζαν να κινούνται και οι λέξεις χάνονταν σε μία βουβή ομίχλη, που τύλιγε την καλύβα. Οι κανονικοί χρωματισμοί εξαφανίζονταν, καθώς το δωμάτιο έπαιρνε την απόχρωση του κόκκινου του αίματος. Την ταρακούνησε και έκλεισε τα τεράστια χέρια του, σφιχτά, γύρω από το λαιμό της.

Το τσιγάρο έπεσε από τα έκπληκτα, από την απρόσμενη επίθεση, χέρια της, σκορπίζοντας λίγη από τη στάχτη στο πάτωμα. Η Στέλλα σήκωσε τα χέρια της πιέζοντάς τα στο στήθος του άντρα της, προσπαθώντας να τον σπρώξει μακριά. Για μία στιγμή τα κατάφερε, αλλά εκείνος συνέχισε να πλησιάζει, παλεύοντας με τα χέρια της που κινούνταν, για να την αρπάξει με όλη τη δύναμη που είχε.

Τα δάχτυλά του είχαν μουδιάσει, καθώς έκλειναν γύρω από το λαιμό της. Δεν ένιωθε την απαλή ζεστασιά του δέρματός της να υποχωρεί από την πίεσή του, τον παλμό από τις αρτηρίες του λαιμού της ή το ενστικτώδες σφίξιμο των τενόντων της. Το μόνο που ένιωθε ήταν τους δικούς του μύες να σφίγγουν, να σφίγγουν, να σφίγγουν.

Η αντίστασή της υποχώρησε, σταδιακά. Το χρώμα του προσώπου της ήταν αλλόκοτο, ακόμη και μέσα από την κόκκινη ομίχλη, που θόλωνε την όρασή του. Τα γουρλωμένα μάτια της φαίνονταν έτοιμα να βγουν από τις κόγχες, ορθάνοιχτα, κοιτώντας τον επίμονα, επίμονα...

Την άφησε. Έπεσε στο έδαφος, αλλά αργά. Αργή κίνηση, σαν σε όνειρο. Και πάλι δεν υπήρχε κανένας ήχος, καθώς χτυπούσε το πάτωμα. Κατέρρευσε, άψυχη σαν πάνινη κούκλα, που την έχουν πετάξει στην άκρη, επειδή προτίμησαν πιο εντυπωσιακά παιχνίδια. Εκτός από το πρόσωπο, αυτό το μωβ, πρησμένο πρόσωπο. Η γλώσσα έξω σαν τερατούργημα, τα μάτια που κοιτούσαν με τρόμο. Ένα μικρό ρυάκι αίμα έσταζε από τη μύτη της, κάτω προς τα μωβ χείλη της και πάνω στο ανοιχτό καφέ χαλί. Ένα δάχτυλο στο αριστερό της χέρι τρεμόπαιξε σπασμωδικά δύο-τρεις φορές και, μετά, έμεινε ακίνητο.

* * *

Ο άσπρος-μπλε κόσμος ήταν από κάτω του, περιμένοντας ένα άγγιγμα του μυαλού του. Ο Γκάρννα βυθίστηκε στην ατμόσφαιρα και ήταν συνεπαρμένος από την αφθονία της ζωής. Υπήρχαν πλάσματα στον αέρα, πλάσματα στη στεριά, πλάσματα στο νερό. Η πρώτη δοκιμασία, φυσικά, ήταν η αναζήτηση ύπαρξης κάποιου Οφάσιι, τριγύρω, αλλά χρειάστηκε μόνο ένας σύντομος έλεγχος, για να ανακαλύψει ότι δεν υπήρχε κανένας εκεί. Οι Οφάσιι δεν είχαν βρεθεί σε κανέναν από τους πλανήτες που είχαν εξερευνήσει, ως τώρα, οι Ζαρτίκου, αλλά η έρευνα συνεχιζόταν. Οι φυλή των Ζάρτικ, δε θα αισθανόταν πραγματικά ασφαλής, μέχρι να ανακαλύψουν το τι είχε συμβεί στους παλιούς τους αφέντες.

Ο πρωταρχικός σκοπός της Εξερεύνησης είχε επιτευχθεί, τώρα. Απέμενε ο δευτερεύων σκοπός της: να καθοριστεί το είδος ζωής που πραγματικά κατοικούσε σε αυτό τον πλανήτη, αν ήταν νοήμονες κι αν αποτελούσαν την οποιαδήποτε απειλή για το Ζάρτι.

Ο Γκάρννα ανέπτυξε ένα νέο δίχτυ, μικρότερο αυτή τη φορά. Περιέβαλλε ολόκληρο τον πλανήτη στο μυαλό του, ερευνώντας για ενδείξεις ύπαρξης νοημοσύνης. Η αναζήτησή του στέφθηκε, αμέσως, με επιτυχία. Φώτα, σε λαμπερά μοτίβα, άναψαν στη μεριά που είχε νυχτώσει, υποδεικνύοντας πόλεις μεγάλου μεγέθους. Μία πληθώρα ραδιοκυμάτων, τεχνητά ρυθμιζόμενη, χτυπούσε σε όλη την ατμόσφαιρα. Τα ακολούθησε ως την πηγή τους και βρήκε μεγάλους πύργους και μεγάλα κτίρια. Και βρήκε και τα ίδια τα πλάσματα, που ευθύνονταν για τα ραδιοκύματα και για τα κτίρια και για τα φώτα. Περπατούσαν όρθια στα δύο πόδια και τα σώματά τους ήταν μαλακά, χωρίς τις πανοπλίες της φυλής Ζάρτικ. Ήταν κοντά, ίσως στο μισό ύψος ενός Ζαρτίκου, και το τρίχωμά τους ήταν, κυρίως, συγκεντρωμένο στο κεφάλι τους. Παρατήρησε τις διατροφικές τους συνήθειες και κατάλαβε, με αποστροφή, ότι είναι παμφάγα... Για μία φυλή φυτοφάγων, όπως οι Ζαρτίκου, τέτοια πλάσματα φαίνονταν να είναι σκληρής και κακής φύσης και θεωρούνταν απειλητικά προς ένα ευγενέστερο είδος. Αλλά, τουλάχιστον, ήταν καλύτεροι από τα σατανικά σαρκοφάγα. Ο Γκάρννα είχε δει μία-δύο κοινωνίες σαρκοφάγων, όπου η καταστροφή και οι σκοτωμοί, συνέβαιναν καθημερινά, κι ακόμη κι η σκέψη τους, του μετέφερε φανταστικές ανατριχίλες, μέσα από το μυαλό του. Κατάλαβε τον εαυτό του να εύχεται όλα τα είδη ζωής στο σύμπαν να είναι φυτοφάγα και, μετά, σταμάτησε τον εαυτό του. Δεν έπρεπε να επιτρέπει στις προσωπικές του προκαταλήψεις να εμπλακούν στην εκτέλεση των καθηκόντων του. Καθήκον του, τώρα, ήταν να παρατηρήσει αυτά τα πλάσματα, στο σύντομο χρονικό διάστημα που του απέμενε, και να κάνει μία αναφορά, η οποία θα έμπαινε στο αρχείο, για μελλοντική μελέτη.

Παρατήρησε κάτι ελπιδοφόρο γι’ αυτά τα πλάσματα, συγκεκριμένα ότι φαίνονταν να έχουν το ένστικτο της Ορδής περισσότερο από το να δρουν μεμονωμένα, σαν άτομα. Μαζεύονταν σε μεγάλες πόλεις και φαίνονταν να κάνουν πράγματα ανά πλήθη. Είχαν τη δυνατότητα να είναι μόνοι, αλλά δεν την αξιοποιούσαν τόσο.

Συγκέντρωσε τη σκέψη του και πάλι και ετοιμάστηκε να κάνει αναλυτικές παρατηρήσεις. Εστίασε κάτω στην επιφάνεια του κόσμου, για να δει. Τα πλάσματα ήταν, προφανώς, ημερόβια αλλιώς δε θα χρειάζονταν φώτα για τις πόλεις, οπότε, αρχικά, επέλεξε να παρατηρήσει ένα σημείο στο ημισφαίριο που είχε ημέρα. Δεν ανησυχούσε μήπως τον εντοπίσουν οι ιθαγενείς. Αυτό το είχε τακτοποιήσει η μέθοδος της φυλής των Ζάρτικ για την εξερεύνηση του διαστήματος.

Βασικά, η μέθοδος απαιτούσε πλήρη διαχωρισμό σώματος και μυαλού. Τα φάρμακα λαμβάνονταν για να βοηθήσουν την αποσύνδεση, ενόσω ο Εξερευνητής ξεκουραζόταν, αναπαυτικά, μέσα σε ένα μηχάνημα. Όταν ολοκληρωνόταν ο διαχωρισμός, το μηχάνημα αναλάμβανε τα μηχανολογικά της σωματικής λειτουργίας – παλμό καρδιάς, αναπνοή, διατροφή κτλ. Το μυαλό, στο μεταξύ, ήταν ελεύθερο να τριγυρνά, κατά βούληση.

Ωστόσο, λίγα όρια είχαν τεθεί, ως τώρα, στο ελεύθερο μυαλό. Η ταχύτητα με την οποία μπορούσε να «ταξιδεύει» - αν, όντως, του ζητούνταν να πάει οπουδήποτε- ήταν τόσο γρήγορη, που δεν μπορούσε να υπολογιστεί . θεωρητικά, θα μπορούσε να είναι άπειρη. Ένα ελεύθερο μυαλό, μπορούσε να περιορίσει τη συγκέντρωσή του σε ένα υποατομικό σωματίδιο ή να επεκταθεί, ώστε να καλύψει τεράστιες αποστάσεις στο διάστημα. Μπορούσε να εντοπίσει ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία, σε κάθε ποσότητα του φάσματος. Και, από την οπτική των προσεκτικών Ζαρτίκου, το καλύτερο όλων ήταν ότι δεν μπορούσε να ανιχνευθεί από καμία φυσική αίσθηση. Ήταν ένα φάντασμα, που κανείς δεν μπορούσε να δει, να ακούσει, να μυρίσει, να γευθεί ή να αγγίξει. Και όλα αυτά το έκαναν το ιδανικό όχημα για την εξερεύνηση του Διαστήματος, πέρα από την ατμόσφαιρα του Ζάρτι.

Ο Γκάρννα σταμάτησε σε ένα μέρος, όπου η γη είχε τυχαία στρωθεί για την ανάπτυξη καλλιέργειας. Η γεωργία ποίκιλλε σε μικρό βαθμό, μεταξύ των κοινωνιών που είχε ερευνήσει ως τώρα, ίσως επειδή η μορφή ακολουθούσε τη λειτουργία κι η λειτουργία ήταν, πρακτικά, η ίδια. Αυτά τα πλάσματα προσπαθούσαν ασταμάτητα με πρωτόγονα εργαλεία, που τα έσερναν υποδουλωμένα κερασφόρα φυτοφάγα. Αυτή η πρωτόγονη μέθοδος γεωργίας, δε φαινόταν να συνάδει με έναν πολιτισμό, που μπορούσε να παράγει τόσο πολλά ραδιοκύματα. Προκειμένου να λύσει το προφανές παράδοξο, ο Γκάρννα τεντώθηκε με το μυαλό του κι άγγιξε το μυαλό ενός ιθαγενούς.

Αυτό ήταν ακόμη ένα πλεονέκτημα του ελεύθερου μυαλού. Φαινόταν να έχει τη δυνατότητα «να ακούει» μέσα από τις σκέψεις άλλων μυαλών. Ήταν τηλεπάθεια, αλλά με έναν πολύ περιορισμένο τρόπο, καθώς λειτουργούσε προς μία κατεύθυνση. Ο Γκάρννα μπορούσε να ακούσει τις σκέψεις των άλλων, αλλά ο ίδιος δε μπορούσε να εντοπιστεί.

Ωστόσο, το φαινόμενο δεν ήταν ούτε στο ελάχιστο βοηθητικό, όπως φαινόταν στην αρχή. Τα νοήμονα όντα σκέφτονται εν μέρει με λέξεις της δικής τους γλώσσας, εν μέρει με αφηρημένες έννοιες κι εν μέρει με εικόνες. Οι σκέψεις προχωρούν πολύ γρήγορα και, μετά, φεύγουν για πάντα. Τα διάφορα είδη έχουν διαφορετικά πρότυπα σκέψης, βασισμένα, κυρίως, σε όσα λαμβάνονται από τις αισθήσεις. Και εντός κάθε φυλής, κάθε άτομο έχει το δικό του, προσωπικό, τρόπο συμβολισμού.

Γι’ αυτό το διάβασμα σκέψης, έτεινε να είναι μία επίπονη και πολύ κουραστική δουλειά. Ο Γκάρννα έπρεπε να περάσει βουνά ανούσιων συναισθημάτων, που τον βομβάρδιζαν με απίστευτο ρυθμό, προκειμένου να φτάσει στον πυρήνα μίας σκέψης. Με λίγη τύχη, μπορούσε να διαβάσει κάποια γενικευμένα συναισθήματα και να μάθει μερικές από τις βασικές έννοιες που υπήρχαν μέσα στο μυαλό, με το οποίο επικοινωνούσε. Αλλά, είχε εμπειρία σε αυτή τη διαδικασία και δε φοβόταν τη σκληρή δουλειά, αν ήταν για το καλό της Ορδής, οπότε βούτηξε, κατευθείαν.

Μετά από αρκετή αναζήτηση κι αρκετές εικασίες, ο Γκάρννα μπόρεσε να διαμορφώσει μία μικρή εικόνα αυτού του κόσμου. Υπήρχε μόνο μία νοήμων φυλή εδώ, αλλά είχε υποδιαιρεθεί σε πολλούς επιμέρους πολιτισμούς. Ωστόσο, υπήρχαν αρκετά σταθερά πρότυπα τα οποία εμφανίζονταν σε κάθε πολιτισμό. Οι ομάδες ιφφ, εδώ, φαίνονταν γενικά να αποτελούνται από μερικούς ενήλικες, που έχουν συγγένεια ή είναι ζευγάρια μεταξύ τους, μαζί με τους απογόνους τους. Ο σκοπός της ομάδας ιφφ, ήταν πολύ πιο προσανατολισμένος στο μεγάλωμα των μικρών τους, από ότι ήταν στην παροχή ασφάλειας προς το άτομο. Φαινόταν ότι υπάρχουν πολύ περισσότερα άτομα, τα οποία επιβίωναν εξ ολοκλήρου χωρίς ομάδες ιφφ. Η Ορδή, εδώ, ήταν περισσότερο μία αόριστη έννοια, παρά μία καθημερινή πραγματικότητα, όπως ήταν στο Ζάρτι.

Επίσης, έμαθε ότι μερικοί πολιτισμοί στον πλανήτη αυτόν ήταν πλουσιότεροι από άλλους. Ο πλουσιότερος εντοπιζόταν στην πλευρά του πλανήτη που είχε νύχτα. Στο συγκεκριμένο πολιτισμό, πολλά από τα πράγματα που γίνονταν χειρονακτικά, εδώ γίνονταν από μηχανές κι υποτίθεται ότι έπρεπε να υπάρχει αρκετό φαγητό για όλους. Η σκέψη ότι ένα μέρος της Ορδής μπορούσε να υπερτρέφεται, ενώ άλλο μέρος πεινούσε, φαινόταν άκαρδο για το μέλος της φυλής Ζάρτικ. Θύμισε στον εαυτό του να καταπνίξει τα συναισθήματά του. Βρισκόταν εδώ για να παρατηρήσει και το καλύτερο που είχε να κάνει ήταν να επικεντρωθεί σ’ αυτό.

Αποφάσισε να ερευνήσει τον πάμπλουτο πολιτισμό. Για την αξιολόγηση αυτών των πλασμάτων ως επικείμενη απειλή για την Ορδή, οι ανώτεροί του θα ενδιαφέρονταν μόνο για τις μεγαλύτερες ικανότητές τους. Δε θα είχε καμία σημασία το τι έκαναν οι φτωχότεροι πολιτισμοί, αν οι πλουσιότεροι κατείχαν κάποια μέθοδο φυσικού μέσου για διαστρικά ταξίδια, σε συνδυασμό με μία πολεμοχαρή φύση.

Με την ταχύτητα της σκέψης, ο Γκάρννα διέσχισε, ταχύτατα, μία τεράστια έκταση ωκεανού κι έφτασε στο σκοτεινό ημισφαίριο. Αμέσως, βρήκε μεγάλες παράκτιες πόλεις, που τον σημάδευαν με τα φώτα τους. Αυτά τα πλάσματα θα ήταν ημερόβια, αλλά σίγουρα δεν άφηναν το σκοτάδι να επηρεάζει τις ζωές τους, σε κανένα βαθμό. Υπήρχαν μέρη των πόλεων που ήταν τόσο φωτισμένα όσο ήταν και την ημέρα. Υπήρχε ένα μέρος, σε μία από τις πόλεις, όπου πλήθη αυτών των πλασμάτων, συγκεντρώνονταν σε θέσεις, για να δουν τη δράση που λάμβανε χώρα μεταξύ μικρότερου αριθμού αυτών των πλασμάτων, κάτω, σε ένα ειδικά διαμορφωμένο υπαίθριο χώρο. Το πρότυπο ήταν παρόμοιο με αυτά που είχε δει σε πολυάριθμους άλλους κόσμους, ειδικά σε εκείνους στους οποίους κυριαρχούσαν τα παμφάγα και τα σαρκοφάγα. Αντί να μοιράζουν εξίσου ό, τι υπήρχε, για το καλό της Ορδής, όπως θα συνέβαινε στο Ζάρτι, αυτά τα πλάσματα έμοιαζαν εξαναγκασμένα να ανταγωνίζονται, με τους νικητές να τα παίρνουν όλα και τους χαμένους να μην παίρνουν τίποτα. Όσο κι αν προσπαθούσε, ο Γκάρννα, δεν μπορούσε να κατανοήσει, πλήρως, τι σήμαινε όλος αυτός ο ανταγωνισμός γι’ αυτά τα πλάσματα.

Συνέχισε. Παρατήρησε τα κτίρια των ιθαγενών και τα βρήκε, ποικιλοτρόπως, ανώτερα σαν κατασκευές, σε σχέση με εκείνα στο Ζάρτι. Οι μηχανές για τη μεταφορά ήταν, επίσης, εξελιγμένες με το να είναι ταυτόχρονα αποτελεσματικές και ικανές να ταξιδεύουν με μεγάλη ταχύτητα. Αλλά, επίσης, παρατήρησε ότι έκαιγαν χημικά καύσιμα, προκειμένου να προωθηθούν. Προς στιγμήν, αυτό, έβγαλε αυτά τα όντα από τη λίστα των απειλών. Προφανώς, δε θα χρησιμοποιούσαν χημικά καύσιμα, αν είχαν ανακαλύψει κάποια αποτελεσματικό τρόπο αξιοποίησης της πυρηνικής ενέργειας και καμία φυλή δεν είχε ελπίδες να δημιουργήσει λειτουργική διαστρική πλοήγηση, αξιοποιώντας μόνο χημικά καύσιμα. Αυτά τα πλάσματα μπορεί να ήξεραν την ύπαρξη της πυρηνικής ενέργειας – κρίνοντας από την επαρκή τεχνολογία τους, ο Γκάρννα θα εκπλησσόταν αν δεν την ήξεραν- αλλά ήταν πολύ μεγάλο το άλμα από αυτό το σημείο στη διαστρική πλοήγηση. Οι Ζαρτίκου δε θα ανησυχούσαν ότι αυτή η φυλή θα αποτελέσει απειλή στο κοντινό μέλλον. Ακόμη κι οι Ζαρτίκου δεν είχαν τελειοποιήσει τη διαστρική πλοήγηση – αλλά, φυσικά, υπήρχαν συνθήκες που το δικαιολογούσαν.

Πέρασε τον περισσότερο χρόνο του, συγκεντρώνοντας υλικό, το οποίο θεωρούσε ότι θα χρειαζόταν για την αναφορά του. Όπως πάντα, υπήρχε υπερπληθώρα δεδομένων κι έπρεπε να αφαιρέσει προσεκτικά, κάποιες πολύ ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες, προκειμένου να κάνει χώρο για τάσεις, που θα τον βοηθούσαν να φτιάξει στο δικό του μυαλό μία συνεκτική εικόνα αυτού του πολιτισμού. Και πάλι, το σύνολο προηγούταν των μερών του.

Τελείωσε την έρευνά του και συνειδητοποίησε ότι είχε ακόμη λίγο χρόνο να ξοδέψει, προτού του ζητηθεί να επιστρέψει στο σώμα του. Και θα τον χρησιμοποιούσε. Είχε ένα μικρό, ακίνδυνο χόμπι. Και στο Ζάρτι είχε παραθαλάσσιες ακτές κι ο Γκάρννα είχε γεννηθεί σε μία από αυτές. Είχε περάσει την παιδική του ηλικία δίπλα στη θάλασσα και ποτέ δεν κουράστηκε να βλέπει τα κύματα να έρχονται και να σκάνε πάνω στην ακτή. Έτσι, όποτε έβρισκε λίγο ελεύθερο χρόνο σε έναν άλλο κόσμο, προσπαθούσε να γυρίσει με τη φαντασία του στα παιδικά χρόνια, στην άκρη του ωκεανού. Τον βοηθούσε να κάνει το ξένο να μοιάζει οικείο και δεν έβλαπτε κανέναν. Οπότε, γλίστρησε απαλά στην ακτή του τεράστιου ωκεανού αυτού του παράξενου κόσμου, βλέποντας και ακούγοντας το μαύρο, σχεδόν αόρατο νερό να σκάει πάνω στις σκοτεινές αμμουδιές αυτού του πλανήτη, χιλιάδες παρσέκ από τον πλανήτη στον οποίο γεννήθηκε.

Κάτι του τράβηξε την προσοχή. Πάνω στην κορυφή των λόφων που είχαν θέα αυτό το σημείο της παραλίας, έλαμπε ένα φως. Αυτό πρέπει να ήταν ένα παράδειγμα των μοναχικών ατόμων της κοινωνίας, που είχε εγκατασταθεί εδώ, μακριά από την πλησιέστερη συνάθροιση των άλλων της φυλής του. Ο Γκάρννα αιωρήθηκε προς τα πάνω.

Το φως ερχόταν από ένα μικρό κτίριο, πρόχειρα φτιαγμένο, σε σχέση με τα άλλα κτίρια της πόλης, αλλά αναμφισβήτητα άνετο για μείνει ένα πλάσμα μόνο του. Υπήρχαν δύο οχήματα παρκαρισμένα έξω, άδεια και τα δύο. Εφόσον τα οχήματα δεν ήταν αυτόματα, αυτό σήμαινε ότι μέσα υπήρχαν, τουλάχιστον δύο άτομα από αυτό τον πλανήτη.

Ως απλό πνεύμα, ο Γκάρννα πέρασε μέσα από τους τοίχους, σαν αυτοί να μην υπήρχαν. Μέσα, υπήρχαν δύο πλάσματα, που μιλούσαν μεταξύ τους. Το στιγμιότυπο δε φαινόταν πολύ ενδιαφέρον. Ο Γκάρννα κράτησε μία σύντομη σημείωση για τα έπιπλα του δωματίου κι ήταν έτοιμος να φύγει, όταν, ξαφνικά, το ένα από τα πλάσματα επιτέθηκε στο άλλο. Άρπαξε το λαιμό του συντρόφου του κι άρχισε να το στραγγαλίζει. Χωρίς καν να επεκτείνει τον εαυτό του, ο Γκάρννα μπορούσε να νιώσει την οργή, που εξέπεμπε το επιτιθέμενο άτομο. Πάγωσε. Κανονικά το ένστικτο του είδους του, θα τον έκανε να το σκάσει με τη μέγιστη ταχύτητα – στην προκειμένη περίπτωση, με την ταχύτητα της σκέψης. Αλλά, ο Γκάρννα είχε δεχθεί μακρά εκπαίδευση, προκειμένου να επιβάλλεται στα ένστικτά του. Είχε εκπαιδευτεί να είναι στην αρχή, στο τέλος και πάντα, ένας παρατηρητής. Παρατηρούσε.

* * *

Η πραγματικότητα επέστρεψε με αργό ρυθμό στο Στόουναμ. Ξεκίνησε χωρίς ήχο, ένα γρήγορο τακ-τακ, τακ-τακ, τακ-τακ, που αναγνώρισε καθυστερημένα ότι ήταν η καρδιά του. Ποτέ δεν την είχε ξανακούσει τόσο δυνατά. Φαινόταν να πνίγει το σύμπαν, μέσα στον ήχο της. Ο Στόουναμ κάλυψε τα αυτιά του με τα χέρια του, για να απομονώσει τον ήχο, αλλά αυτό έκανε την κατάσταση χειρότερη. Ξεκίνησε κι ένα κουδούνισμα – ένας οξύς ήχος που χτυπούσε σαν ένα ξυπνητήρι-σοπράνο, μέσα στον εγκέφαλό του.

Μετά ήρθε η οσμή. Υπήρχε μία αλλόκοτη μυρωδιά στον αέρα, μία άρρωστη μυρωδιά τουαλέτας. Λεκέδες απλώνονταν στο μπροστά και πίσω μέρος του φορέματος της Στέλλα.

Γεύση. Υπήρχε αίμα μέσα στο στόμα του, αλμυρό και χλιαρό κι ο Στόουναμ συνειδητοποίησε ότι είχε σκίσει τα χείλη του από το δάγκωμα.

Αφή. Τα ακροδάχτυλά του μυρμήγκιαζαν, υπήρχε ένα τρέμουλο στους καρπούς του, οι δικέφαλοί του χαλάρωσαν, μετά από το υπεράνθρωπο τέντωμα που υπέστησαν.

Όραση. Το χρώμα επανήλθε σε εκείνο του κανονικού κόσμου κι η ταχύτητα επανήλθε στα συνήθη επίπεδα. Αλλά, δεν έβλεπε κάτι να κινείται. Έβλεπε μόνο το σώμα της γυναίκας του, που κείτονταν άψυχο στη μέση του πατώματος.

Ο Στόουναμ στεκόταν εκεί, ούτε ήξερε για πόση ώρα. Τα μάτια του περιπλανήθηκαν στο δωμάτιο, αναζητώντας τα συνήθη πράγματα που υπήρχαν εκεί, αποφεύγοντας το πτώμα, που ήταν στα πόδια του. Όχι για πολύ, όμως. Υπήρχε κάτι το τόσο αποκρουστικά ενδιαφέρον στο πτώμα της Στέλλα, το οποίο ανάγκαζε το βλέμμα του να γυρίζει σ’ αυτό, από όπου κι αν περιπλανιόταν.

Άρχισε και πάλι να σκέφτεται. Γονάτισε αργά-αργά στο πλευρό της γυναίκας του κι αφουγκράστηκε για να βρει έναν παλμό, ο οποίος ήξερε ότι δεν υπήρχε. Το χέρι της ήδη ήταν ελαφρά κρύο στην αφή (ή ήταν η φαντασία του;) και κάθε υποψία ζωής είχε φύγει. Πήρε γρήγορα το χέρι του και στάθηκε πάλι όρθιος.

Πήγε προς τον καναπέ, κάθισε κάτω και κοίταξε για πολύ ώρα τον απέναντι τοίχο. Τίτλοι ειδήσεων του κραύγαζαν: ΕΠΙΦΑΝΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΤΗΣ ΚΟΜΗΤΕΙΑΣ, ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΤΟΥ. Τα χρόνια που σχεδίαζε προσεκτικά την πολιτική του καριέρα, που σχεδίαζε να κάνει χάρες σε ανθρώπους, ώστε κι εκείνοι να έκαναν, σαν ανταπόδοση, κάποια χάρη σε εκείνον, να πηγαίνει σε ατελείωτα βαρετά πάρτι και δείπνα...τα έβλεπε όλα να χάνονται μπροστά του, μέσα στη δίνη της καταστροφής. Κι έβλεπε πολλά, άδεια χρόνια μπροστά του, γκρίζους τοίχους και σιδερένια κάγκελα.

«Όχι», φώναξε. Κοίταξε κάτω, κατηγορώντας το άψυχο σώμα της γυναίκας του. «Όχι. Θα το ήθελες αυτό, έτσι; Αλλά δε θα το αφήσω να συμβεί, δε θα το κάνω αυτό. Έχω πολλά και σημαντικά πράγματα που θέλω να κάνω, προτού φύγω».

Μία αναπάντεχη ηρεμία επικράτησε στο μυαλό του και είδε καθαρά τι έπρεπε να κάνει. Διέλυσε το τσιγάρο που είχε πετάξει η γυναίκα του κι ακόμη σιγόκαιγε. Μετά πήγε στο ράφι με τα μαχαιροπήρουνα και πήρε ένα μαχαίρι τεμαχίσματος από τον τοίχο, κρατώντας το μαντήλι του γύρω από τη λαβή, ώστε να μην αφήσει αποτυπώματα. Πήγε έξω κι έκοψε ένα μεγάλο κομμάτι από το σκοινί απλώματος. Γύρισε στην καλύβα, έδεσε τα χέρια της γυναίκας του πίσω και λύγισε το σώμα της μπροστά, ώστε να μπορέσει να δέσει τα πόδια της στο λαιμό της.

На страницу:
2 из 4