bannerbannerbanner
Ορδεσ
Ορδεσ

Полная версия

Ορδεσ

текст

0

0
Язык: el
Год издания: 2019
Добавлена:
Настройки чтения
Размер шрифта
Высота строк
Поля
На страницу:
1 из 4

ΟΡΔΕΣ

του Stephen Goldin

Η μετάφραση εκδόθηκε από την Tektime

Ορδές. Copyright 1975. Stephen Goldin. Με επιφύλαξη κάθε νόμιμου δικαιώματος.

Πρωτότυπος τίτλος: Herds

Μετάφραση: Αθανασία Σερεπίσου

Πίνακας Περιεχομένων

Πρόλογος

Κεφάλαιο 1

Κεφάλαιο 2

Κεφάλαιο 3

Κεφάλαιο 4

Κεφάλαιο 5

Κεφάλαιο 6

Κεφάλαιο 7

Κεφάλαιο 8

Κεφάλαιο 9

Κεφάλαιο 10

Κεφάλαιο 11

Κεφάλαιο 12

Κεφάλαιο 13

Κεφάλαιο14

Κεφάλαιο 15

Σχετικά με τον Stephen Goldin

Συνδεθείτε με τον Stephen Goldin

Αφιερωμένο στη μητέρα μου, Φράνσις Γκόλντιν, στην οποία, πάντα, άρεσαν τα μυστήρια

Πρόλογος

Ο πλανήτης Ζάρτι, κάποτε ήταν γαλήνιος. Η πιο εξελιγμένη φυλή ήταν ένα είδος ευγενικών, φυτοφάγων με μακριούς λαιμούς, οι οποίοι δεν είχαν άλλη προσδοκία, από το να γεμίζουν τις κοιλιές τους. Οι Ζαρτίκου ενώθηκαν σε ορδές, για την προστασία τους από τους εισβολείς και, τελικά, επινόησαν απλές μεθόδους επικοινωνίας, προκειμένου να ανταλλάσσουν βασικές ιδέες μεταξύ τους.

Χωρίς προειδοποίηση, ήρθαν οι Οφάσιι. Η φυλή αυτών των ταξιδιωτών του διαστήματος, έφτασαν μαζικά στο Ζάρτι, εκατοντάδες εκατομμύρια από αυτούς – θεωρητικά όλος ο πληθυσμός των Οφάσιι – σε διαστημόπλοια διαμέτρου αρκετών μιλίων το καθένα. Μαζεύτηκαν σαν ακρίδες πάνω από αυτόν τον ειδυλλιακό πλανήτη και άλλαξαν ριζικά τη ζωή εκεί.

Πρώτα, έφτιαξαν ζωολογικούς κήπους, συγκεντρώνοντας δείγμα από κάθε βασική κατηγορία ζώων, που μπορούσαν να βρουν. Τα δείγματα εξετάστηκαν, ερευνήθηκαν και καταπονήθηκαν, με κάθε δυνατό τρόπο, για λόγους πολύ πανούργους για να μπορέσει να τους συλλάβει κανείς. Οι Ζαρτίκου πέρασαν τη δοκιμασία και κρατήθηκαν, ενώ οι άλλοι επεστράφησαν στο φυσικό τους περιβάλλον.

Ήταν μία συγκέντρωση ειδών από όλο τον πλανήτη. Όλοι οι Ζαρτίκου αιχμαλωτίστηκαν και κρατήθηκαν σε ξεχωριστές φυλακές. Όσοι δεν μπορούσαν να αιχμαλωτιστούν, θανατώνονταν απευθείας. Μετά, ξεκίνησαν τα βασανιστήρια. Πολλοί Ζαρτίκου σκοτώθηκαν και τους έγινε νεκροψία. Άλλοι δεν ήταν τόσο τυχεροί - τους άνοιξαν ενώ ήταν ζωντανοί, για να παρατηρήσουν το σύστημά τους σε λειτουργία. Οι κραυγές αυτών των δύσμοιρων πλασμάτων έφταναν μέχρι τις φυλακισμένες ορδές, πανικοβάλλοντας τα άλλα ζώα και προκαλώντας ακόμη περισσότερους θανάτους.

Σε κανέναν Ζαρτίκου δεν επιτρεπόταν η φυσιολογική αναπαραγωγή. Ειδικά επιλεγμένο σπέρμα και ωάρια, συνδυάζονταν με τεχνητή σπερματέγχυση, ενώ οι Οφάσιι κατέγραφαν με ηρεμία, τα αποτελέσματα αυτών των αναπαραγωγών, για τρεις γενιές. Όταν οι υπολογιστές τους είχαν αρκετά δεδομένα, ξεκίνησαν να μεταλλάσσουν τη δομή του DNA των Ζάρτικ γαμετών. Τα γονίδια που δεν τους άρεσαν, αποσύρονταν και τα αντικαθιστούσαν με καινούργια, για να δουν τι αποτέλεσμα θα έχουν στη νέα γενιά. Μερικά από αυτά τα γονίδια, ήταν, επίσης, ανεπιθύμητα και απαλείφονταν στις ακόλουθες γενιές.

Μετά από είκοσι ζωές των Ζαρτίκου, γεννήθηκε μία γενιά που ταίριαζε με το ιδανικό πρότυπο των Οφάσιι. Όταν αυτή η γενιά ωρίμασε, όλα τα εναπομείναντα μέλη των προηγούμενων γενεών θανατώθηκαν, έτσι ώστε να μην αφήσουν κανέναν άλλον, εκτός από αυτό το νέο είδος των Ζαρτίκου, να κληρονομήσει τον κόσμο.

Αυτά τα νέα πλάσματα είχαν σημαντικές διαφορές από τους προγόνους τους, οι οποίοι τριγύριζαν ελεύθεροι στα δάση του Ζάρτι. Ήταν μεγαλύτεροι, δυνατότεροι και πιο υγιείς. Η όρασή τους ήταν οξύτερη. Τα σκληρά, μπερδεμένα μαλλιά, που βρίσκονταν στις πλάτες τους, είχαν γίνει η πανοπλία τους. Οι μικρές προεκτάσεις που, αρχικά, χρησίμευαν στο να σταθεροποιούν τα κλαριά των δέντρων όταν έτρωγαν, είχαν εξελιχθεί σε πλήρως αναπτυγμένα χέρια, τα οποία κατέληγαν σε εξαδάχτυλα δαχτυλίδια, με δύο αντικριστούς αντίχειρες, που μπορούσαν να γραπώνουν και να χειρίζονται αντικείμενα. Ο μέσος όρος ζωής τους είχε διπλασιαστεί. Και το σπουδαιότερο, ήταν πολύ πιο έξυπνοι απ’ ό, τι υπήρξαν οι πρόγονοί τους. Το επίπεδο της νοημοσύνης τους είχε, τουλάχιστον, τετραπλασιαστεί.

Επιπλέον, είχαν μία παρακαταθήκη από τους προγόνους τους. Ιστορίες από τα βασανιστήρια των Οφάσιι, μεταφέρθηκαν με τα χρόνια στόμα με στόμα, με κάθε γενιά να προσθέτει τις δικές της ιστορίες τρόμου. Οι ιστορίες εμπλουτίζονταν, καθώς ξαναλέγονταν κι ο μύθος της σκληρότητας των Οφάσιι μεγάλωσε.

Τώρα πλέον που, προφανώς, είχαν πάρει αυτό που ήθελαν, οι Οφάσιι συνέχισαν να χρησιμοποιούν – και να εκμεταλλεύονται - τα υποκείμενά τους. Οι Ζαρτίκου έγιναν σκλάβοι της παλαιότερης γενιάς και χρησιμοποιήθηκαν στις πλέον υποτιμητικές και μονότονες εργασίες. Ήταν αλυσοδεμένοι σε μηχανισμούς ρολογιών, οι οποίοι δε χρειάζονταν επίβλεψη, εξαναγκάζονταν να λαμβάνουν μέρος σε τελετουργικά που δεν εξυπηρετούσαν κανένα σκοπό, αναγκάζονταν να αποσυναρμολογούν μηχανές, απλά για να μπορέσουν να τις επανασυναρμολογήσουν άλλοι Ζαρτίκου. Οι Οφάσιι μπορούσαν να τους κυνηγήσουν και να τους θανατώσουν, θεωρώντας το σαν σπορ. Κάποιες φορές τους έριχναν στην αρένα για να αναμετρηθούν ενάντια σε άγρια ζώα ή ακόμη και με άλλους του είδους τους. Παρόλο που η σεξουαλική επαφή επιτρεπόταν, η επιλογή των συντρόφων γινόταν από τους Οφάσιι και δεν ακολουθούσε κάποιο πρότυπο, το οποίο μπορούσαν να κατανοήσουν οι Ζαρτίκου.

Η περίοδος της σκλαβιάς διήρκησε για περίπου έναν αιώνα. Σε αυτό το διάστημα, το πρόσωπο του πλανήτη άλλαξε. Κάθε σπιθαμή καλλιεργήσιμης γης, είχε αξιοποιηθεί προς όφελος των, βάναυσα, αποτελεσματικών Οφάσιι. Ύψωσαν πόλεις, που είχαν σχεδιαστεί και είχαν κατασκευαστεί με τέλειο τρόπο. Τα συστήματα μεταφοράς και επικοινωνίας ήταν για όλους.

Κι ύστερα, μία ημέρα, οι Οφάσιι έφυγαν. Ήταν μία έξοδος καλοσχεδιασμένη και με τάξη, χωρίς οι άναυδοι Ζαρτίκου να πουν λέξη. Τη μία στιγμή οι Οφάσιι διοικούσαν τον κόσμο με το συνήθη ψυχρό τρόπο τους, την άλλη μπήκαν ήρεμα στα τεράστια διαστημόπλοιά τους – τα οποία είχαν παραμείνει αδρανή από την ημέρα που προσγειώθηκαν – κι απογειώθηκαν προς το διάστημα. Άφησαν πίσω τους όλες τους τις δουλειές, τις πόλεις τους, τις φάρμες τους, τις μηχανές τους. Επιπλέον, εγκατέλειψαν και μία φυλή πρώην σκλάβων, η οποία ήταν πολύ συγκλονισμένη και πολύ μπερδεμένη.

Στην αρχή, οι Ζαρτίκου δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι τα αφεντικά τους είχαν πραγματικά φύγει. Ήταν μαζεμένοι από το φόβο ότι αυτό μπορούσε να είναι κάποιο καινούργιο και ύπουλο μαρτύριο. Αλλά, οι εβδομάδες πέρασαν και δεν υπήρχε, πουθενά, ίχνος των Οφάσιι. Στο μεταξύ, υπήρχαν καλλιέργειες και μηχανές τα οποία χρειάζονταν φροντίδα. Σχεδόν αντανακλαστικά, επέστρεψαν στις συνηθισμένες τους εργασίες.

Πέρασαν αρκετοί αιώνες κι οι Ζαρτίκου χρησιμοποίησαν την ειδικά διαμορφωμένη νοημοσύνη τους προς όφελός τους. Εξέτασαν τις μηχανές που άφησαν πίσω τους οι Οφάσιι κι ανακάλυψαν τις αρχές της επιστήμης. Από εκεί κι έπειτα, βελτίωσαν και προσάρμοσαν τις μηχανές για να πετύχουν τους δικούς τους σκοπούς. Ανέπτυξαν ένα δικό τους πολιτισμό. Χρησιμοποίησαν τη νοημοσύνη τους για να δημιουργήσουν φιλοσοφία και αφηρημένη σκέψη. Επινόησαν τους δικούς τους τρόπους διασκέδασης και ψυχαγωγίας. Ξεκίνησαν να ζουν την άνετη ζωή ενός ευφυούς είδους, το οποίο ήλεγχε το δικό του πλανήτη.

Αλλά, πίσω από το προσωπείο της επιτυχίας, υπήρχε πάντα ο φόβος – ο φόβος των Οφάσιι. Οι αιώνες της σκληρής καταπίεσης, άφησαν το σημάδι τους στην ψυχή των Ζαρτίκου. Τι θα γινόταν αν κάποια ημέρα επέστρεφαν οι Οφάσιι; Δε θα έβλεπαν θετικά, την κατάχρηση του εξοπλισμού τους από τιποτένιους σκλάβους. Θα επινοούσαν νέα, ακόμη πιο τρομερά βασανιστήρια κι οι Ζαρτίκου, θα υπέφεραν όπως πάντα.

Ήταν αυτοί η ατμόσφαιρα φόβου και περιέργειας που τροφοδότησε το πιο τολμηρό βήμα που έκανε ποτέ η φυλή των Ζαρτίκου – το Πρόγραμμα Εξερεύνησης του Διαστήματος.

Κεφάλαιο 1

Η διπλής κατεύθυνσης ευθεία Καλιφόρνια 1, εκτεινόταν κατά μήκος της ακτογραμμής. Στα δυτικά, μερικές φορές λίγα μόνο μέτρα από το δρόμο, βρισκόταν ο Ειρηνικός Ωκεανός, απλώνοντας απαλά τα κύματά του πάνω στην άμμο και την πέτρα της παραλίας του Σαν Μάρκος. Στα ανατολικά, ένας γυμνός λόφος, από λευκό βράχο, πεταγόταν προς τα πάνω σε ύψος πάνω από 60 μέτρα. Πάνω από αυτό το λόφο απλωνόταν μία οροσειρά. Δεν ήταν πολύ ψηλή, το ψηλότερο βουνό, μετά βίας, υψωνόταν 300 μέτρα πάνω από το επίπεδο της θάλασσας, αλλά ήταν αρκετό για τους κατοίκους της περιοχής. Τα βουνά καλύπτονταν από αραιά δάση, με κυπαρίσσια και μπλεγμένα χαμόδεντρα και μερικά ακόμη είδη βλάστησης, που τολμούσαν να κάνουν αισθητή την παρουσία τους στα διάσπαρτα κενά διαστήματα.

Στην κορυφή του λόφου, υπήρχε μία ξύλινη καλύβα με θέα τον αυτοκινητόδρομο και τον ωκεανό. Βρισκόταν στο κέντρο μίας αποψιλωμένης περιοχής, ένα μικρό μόνο δείγμα ανθρώπινης παρουσίας, στη μέση της φύσης. Το αυτοκίνητο ήταν παρκαρισμένο δίπλα στην καλύβα, πάνω στο χαλίκι, που ήταν σκορπισμένο περιμετρικά του κτιρίου. Το χαλίκι εκτεινόταν στα 9 μέτρα, μετά έδινε χώρο σε ψιλό και ξερό χώμα, πάνω από το σκληρό βράχο, μέχρι που έφτανε στα δέντρα, 5 1/2 μέτρα πιο μακριά.

Υπήρχε ένας στενός χωματόδρομος που οδηγούσε από τον αυτοκινητόδρομο ως την καλύβα. Δεν ερχόταν απευθείας επάνω, αλλά περνούσε, με κυματοειδή σχηματισμό, μέσα από τα δέντρα, μέχρι που έφτανε στο άνοιγμα. Δύο προβολείς φαίνονταν να κάνουν ελιγμούς κατά μήκος αυτού του δρόμου, ενώ εξαφανίζονταν κι εμφανίζονταν ξανά, καθώς το αυτοκίνητο έπαιρνε τις διάφορες στροφές ή περνούσε πίσω από τις συστάδες των κυπαρισσιών.

Η Στέλλα Στόουναμ στεκόταν στο σκοτάδι, παρακολουθώντας τους προβολείς να πλησιάζουν. Τα όργανα μέσα της προσπαθούσαν γενναία να δεθούν σε κόμπο μεταξύ τους, καθώς τα φώτα έρχονταν όλο και πιο κοντά. Τράβηξε μία τελευταία μεγάλη ρουφηξιά από το τσιγάρο της και το πέταξε νευρικά στο έδαφος, κάτω από το πόδι της, στο χαλίκι. Αν υπήρχε ένας άνθρωπος που δεν ήθελε να δει τώρα ήταν ο σύζυγός της, αλλά φαινόταν ότι η απόφαση δεν ήταν δική της. Κατσούφιασε και κοίταξε ψηλά στον ουρανό. Η βραδιά ήταν σχεδόν ξάστερη, με μικρά μόνο σύννεφα να καλύπτουν τα αστέρια. Κοίταξε και πάλι κάτω, προς τους προβολείς. Εκείνος θα ήταν εκεί σε ένα λεπτό. Αναστενάζοντας, ξαναμπήκε στην καλύβα.

Συνήθως, το εσωτερικό της καλύβας της έφτιαχνε τη διάθεση, με τη ζεστασιά και τη φωτεινότητά του, αλλά, απόψε, είχε κάτι ειρωνικό, που τη βύθιζε ακόμη περισσότερο στην κατάθλιψη. Το δωμάτιο ήταν μεγάλο, αλλά δεν ήταν φορτωμένο, δίνοντας την ψευδαίσθηση του χώρου και της ελευθερίας, που ήθελε η Στέλλα. Υπήρχε ένας μακρύς καφέ καναπές, κατά μήκος ενός τοίχου, με ένα τραπεζάκι και μία λάμπα δίπλα του. Στην άλλη γωνία, πηγαίνοντας προς τη φορά των δεικτών του ρολογιού, υπήρχε ένας νεροχύτης κι ένας μικρός φούρνος, ένα ντουλάπι αποθήκευσης, κρεμόταν από τον τοίχο δίπλα τους, με λεπτομερή ξυλογλυπτική, διακοσμητικά σχέδια και μικρούς κόκκινους νάνους να το υποστηρίζουν. Επιπλέον, στον τοίχο υπήρχε ένα ράφι με ένα σετ μαχαιροπήρουνα, που ακόμη έλαμπαν από τη μικρή χρήση. Συνεχίζοντας το γύρο του δωματίου, υπήρχε μία μικρή λευκή τραπεζαρία, η οποία στεκόταν όμορφα στην τρίτη γωνία. Η πόρτα προς την πίσω κρεβατοκάμαρα και το μπάνιο ήταν μισάνοιχτη, με το φως από τον κεντρικό δωμάτιο, να διεισδύει ίσα-ίσα, στο σκοτάδι που υπήρχε πέρα από το κατώφλι αυτής της πόρτας. Τέλος, υπήρχε ένα σεκρετέρ με μία γραφομηχανή, ένα τηλέφωνο και μία πτυσσόμενη καρέκλα, δίπλα του, στην πλησιέστερη προς την πόρτα γωνία. Το κέντρο του δωματίου ήταν άδειο, εκτός από το ξεφτισμένο καφέ χαλί, που κάλυπτε το ξύλινο πάτωμα. Το μέρος δεν ήταν κάτι το ιδιαίτερο, ώστε να προσκολληθείς σε αυτό κι η Στέλλα το ήξερε, αλλά αν επρόκειτο να γίνει καυγάς – όπως φαινόταν ότι θα γίνει τώρα- θα ήταν καλύτερο να το χειριστεί στο δικό της χώρο.

Κάθισε στον καναπέ και ξανασηκώθηκε, αμέσως. Βημάτιζε κατά μήκος του δωματίου, αναρωτώμενη τι να κάνει με τα χέρια της, ενόσω θα μιλούσε ή θα άκουγε. Οι άντρες, τουλάχιστον, ήταν αρκετά τυχεροί ώστε να έχουν τσέπες. Απ’ έξω μπορούσε να ακούσει τον ήχο του αυτοκινήτου πάνω στο γρασίδι, καθώς έφτανε μέχρι ακριβώς έξω από την πόρτα της καλύβας, όπου και σταμάτησε. Η πόρτα του αυτοκινήτου άνοιξε κι έκλεισε με δύναμη. Ανδρικά βήματα ανέβηκαν βαριά τα τρία μπροστινά σκαλιά. Η πόρτα άνοιξε διάπλατα κι ο άντρας της μπήκε μέσα.

* * *

Αυτό θα ήταν το ενδέκατο ηλιακό σύστημα που θα εξερευνούσε, προσωπικά, ο ίδιος, το οποίο σήμαινε ότι, για τον Γκάρννα ιφφ-Aλμάνικ, το έργο της ανακάλυψης και μελέτης πλανητών είχε γίνει ρουτίνα, όσο ρουτίνα μπορούσε να γίνει μία τόσο ασυνήθιστη δουλειά. Οι Ζάρτικ εκπαιδεύονταν για χρόνια, προτού καν ενταχθούν στο Πρόγραμμα. Καταρχήν, υπήρχε η αυστηρή πνευματική εκπαίδευση, που θα επέτρεπε στο συνδυασμό μηχανημάτων και φαρμάκων, να προβάλλει τη σκέψη έξω από το σώμα, μακριά στα βάθη του διαστήματος. Αλλά, ένας Εξερευνητής έπρεπε να έχει λάβει πολύ μεγαλύτερη εκπαίδευση από αυτή. Θα έπρεπε να χαρτογραφήσει την πορεία του στο κενό, προσπαθώντας τόσο να εντοπίσει ένα νέο πλανήτη όσο και να βρει, στη συνέχεια, το δρόμο της επιστροφής. Αυτό απαιτούσε εκτεταμένη γνώση προσανατολισμού στο διάστημα. Έπρεπε, να μπορεί να κατηγοριοποιήσει, στη στιγμή, το γενικό τύπο του πλανήτη, τον οποίο ερευνούσε, κάτι το οποίο απαιτούσε εξαιρετική ενημέρωση και εξειδίκευση στην αναπτυσσόμενη επιστήμη της πλανητολογίας. Θα καλούνταν να κάνει αναφορά για τις μορφές ζωής πάνω στον πλανήτη, αν υπήρχαν, κάτι το οποίο απαιτούσε γνώσεις βιολογίας. Και, στην περίπτωση που ο πλανήτης φιλοξενούσε κάποιο είδος νοημόνων πλασμάτων, θα έπρεπε να είναι σε θέση να περιγράψει το είδος του πολιτισμού τους, σε επίπεδο πιο προχωρημένο από μία απλή αναφορά – κι αυτό έπρεπε να είναι κατά το δυνατόν περισσότερο απαλλαγμένο από προσωπικές προκαταλήψεις και προσωπικούς φόβους, καθώς οι κοινωνίες των άλλων πλανητών, έκαναν τα πράγματα με διαφορετικό τρόπο, κι αυτό μπορούσε να οδηγήσει ένα φυσιολογικό Ζάρτικ σε υστερικό ξέσπασμα.

Αλλά, περισσότερο έπρεπε να ξεπεράσει τον ενστικτώδη φόβο ενός Ζάρτικ προς τους Οφάσιι κι αυτό απαιτούσε την πιο σκληρή εκπαίδευση. Ο νους του αιωρούταν πάνω από αυτό το ηλιακό σύστημα, αναζητώντας δυνατότητες. Ήταν η πιο μακρινή Εξερεύνηση που είχε γίνει ως τότε, σε απόσταση πολλών παρσέκ από το Ζάρτι. Ο αστέρας ήταν μεσαίου μεγέθους, ένας κίτρινος νάνος – το είδος που συχνά θεωρούταν ότι έχει πλανητικά συστήματα. Αλλά, όσον αφορά το αν αυτό το σύστημα είχε πλανήτες...ο Γκάρννα έκανε μία νοερή γκριμάτσα. Αυτό ήταν το κομμάτι που μισούσε πιο πολύ.

Άρχισε να αιωρείται στον περιβάλλοντα χώρο του αστέρα. Οι νευρικές ίνες του εγκεφάλου του απλώνονταν σαν δίχτυ και γίνονταν όλο και πιο λεπτές, καθώς πίεζε τα κομμάτια του μυαλού του έξω προς τις τρεις διαστάσεις, στα πλαίσια της αποστολής του στους πλανήτες.

Εκεί! Άγγιξε έναν, σχεδόν αμέσως, και τον απέρριψε το ίδιο γρήγορα. Δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μία πέτρινη μπάλα χωρίς ατμόσφαιρα, η οποία δεν ανήκε καν στη ζώνη του πλανήτη, που μπορούσε να κατοικηθεί από πρωτοπλασματικά είδη ζωής. Παρόλο που ήταν αμυδρά κατανοητό ότι κάποιο είδος ζωής υπήρχε εκεί, δεν τον απασχολούσε. Συνέχιζε να απλώνει το δίχτυ του προς τα έξω.

Κι άλλος πλανήτης. Χαιρόταν που βρήκε και δεύτερο, γιατί τα τρία σημεία που είχε τώρα – Ήλιος και δύο πλανήτες- μπορούσαν να του καθορίσουν το εκλειπτικό επίπεδο αυτού του συστήματος. Εδώ και καιρό είχε ανακαλυφθεί ότι, γενικά, τα πλανητικά συστήματα σχηματίζονταν σε ένα επίπεδο, με μικρές μόνο αποκλίσεις από αυτό. Τώρα που ήξερε τον προσανατολισμό του, μπορούσε να σταματήσει την τρισδιάστατη εξάπλωσή του και να επικεντρωθεί στην εξερεύνηση όλης της περιοχής, εντός του εκλειπτικού επιπέδου.

Ο δεύτερος πλανήτης ήταν κι αυτός μία απογοήτευση. Βρισκόταν εντός της κατοικήσιμης ζώνης, αλλά αυτό ήταν το μόνο του θετικό στοιχείο. Η ατμόσφαιρα καλυπτόταν με σύννεφα και ήταν γεμάτη διοξείδιο του άνθρακα, ενώ η επιφάνεια ήταν τόσο απίστευτα καυτή, που ωκεανοί αλουμινίου και ποτάμια κασσίτερου είχαν ενοποιηθεί. Επίσης, δεν υπήρχε και κανένα είδος πρωτοπλασματικής ζωής. Ο Γκάρννα συνέχισε την Εξερεύνησή του.

Το επόμενο πράγμα που συνάντησε τον ξάφνιασε κάπως – ένας διπλός πλανήτης. Δύο μεγάλα αντικείμενα, σε μέγεθος πλανήτη, περικύκλωναν τον αστέρα σε κοινή τροχιά. Με μία πιο κοντινή εξερεύνηση, ένας από τους πλανήτες φαινόταν πολύ πιο συμπαγής από τον άλλον. Ο Γκάρννα, άρχισε να θεωρεί τον έναν ως τον κύριο πλανήτη και τον άλλον ως δορυφόρο.

Προσπάθησε να δώσει όσο μεγαλύτερη προσοχή μπορούσε στο σύστημα, ενόσω διατηρούσε ακόμη το δίχτυ που είχε απλώσει στο διάστημα. Ο δορυφόρος ήταν κι αυτός μία γκρι μπάλα χωρίς ατμόσφαιρα, μικρότερος ακόμη κι από τον πρώτο πλανήτη που βρήκε, και φαινόταν να μην έχει κανένα είδος ζωής, αλλά ο κύριος πλανήτης φαινόταν πολλά υποσχόμενος. Από το διάστημα φαινόταν να έχει μία ανοιχτή μπλε και άσπρη όψη. Το άσπρο ήταν τα σύννεφα και το μπλε, προφανώς, ήταν νερό σε υγρή μορφή. Μεγάλες ποσότητες νερού σε υγρή μορφή. Αυτό ήταν καλός οιωνός για την ύπαρξη πρωτοπλασματικής ζωής εκεί. Ήλεγξε την ατμόσφαιρα κι εξεπλάγη ακόμη πιο ευχάριστα. Υπήρχαν μεγάλες ποσότητες οξυγόνου, το οποίο ήταν ελεύθερα διαθέσιμο για αναπνοή. Σημείωσε νοερά να το ερευνήσει πιο προσεκτικά, σε περίπτωση που προέκυπτε κάτι ακόμη καλύτερο, και συνέχισε να επεκτείνεται προς τα έξω, στην αναζήτησή του για πλανήτες.

Ο επόμενος που ανακάλυψε ήταν μικρός και κόκκινος. Η λίγη ατμόσφαιρα που υπήρχε φαινόταν να αποτελείται, κυρίως, από διοξείδιο του άνθρακα και σχεδόν ανύπαρκτη ποσότητα ελεύθερου οξυγόνου. Η θερμοκρασία στην επιφάνειά του επέτρεπε την εμφάνιση πρωτοπλασματικής ζωής, αλλά φαινόταν να υπάρχει λίγο διαθέσιμο νερό, αν υπήρχε, το οποίο ήταν πολύ κακό σημάδι. Παρόλο που αυτό το μέρος είχε δυνατότητες, ο κύριος πλανήτης, από τους δύο που βρήκε πριν, είχε περισσότερες. Ο Γκάρννα συνέχισε να επεκτείνεται.

Το δίχτυ γινόταν πολύ λεπτό, καθώς ο Ζάρτικ τεντωνόταν όλο και πιο μακριά. Οι εικόνες γίνονταν θολές και το μυαλό του φαινόταν μετά βίας να συγκρατεί τη δική του ταυτότητα. Αντιμετώπισε μερικούς μικροσκοπικούς βράχους που αιωρούνταν στο διάστημα, αλλά αρνήθηκε να τους λάβει υπόψη. Ο επόμενος κόσμος ήταν ένας γίγαντας από αέρια. Ήταν δύσκολο να τα καταφέρει να βγει προς τα έξω, καθώς η διανοητική του λειτουργία είχε λεπτύνει τόσο πολύ, σ’ εκείνη τη φάση, αλλά δε χρειάστηκε. Η αναζήτηση πλανητών είχε τελειώσει γι’ αυτό το σύστημα, το ήξερε, γιατί είχε βγει εκτός κατοικήσιμης ζώνης, για μία ακόμη φορά. Βάσει της θεωρίας, ένας γίγαντας αερίων, σαν αυτόν, δεν μπορούσε να υπάρχει σε αυτή τη ζώνη. Μπορεί να υπήρχαν άλλοι πλανήτες πέρα από την τροχιά του, αλλά ούτε κι αυτοί θα είχαν σημασία. Οι Οφάσιι δε θα ενδιαφέρονταν γι’ αυτούς και γι’ αυτό δεν ενδιέφεραν ούτε τον Γκάρννα.

Έστρεψε και πάλι την προσοχή του στο σύστημα των διπλών πλανητών. Ένιωσε τεράστια ανακούφιση, καθώς περιπλανιόταν στα μακρινά μέρη του μυαλού του, τα οποία είχαν απλωθεί στο διάστημα. Πάντα ένιωθε ωραία, όταν η αρχική αξιολόγηση των πλανητών είχε τελειώσει. Ήταν το συναίσθημα που έρχεται όταν ενώνεις διάσπαρτα κομμάτια, για να σχηματίσουν και πάλι ένα συνεκτικό σύνολο. Ένα συναίσθημα παρεμφερές με το να φτιάχνεις μία Ορδή από άτομα, απλά σε μικρότερη, περισσότερο προσωπική κλίμακα.

Ήταν αρκετά άσχημο να είναι ένας μοναχικός Ζάρτικ, έξω στο διάστημα, αποκομμένος από όλη την Ορδή, αλλά και από την ασφάλεια της ιφφ-ομάδας του. Φυσικά, η δουλειά ήταν απαραίτητη για το καλό της Ορδής, αλλά η αναγκαιότητα δεν την έκανε πιο ευχάριστη. Κι όταν ένας Ζάρτικ έπρεπε να επεκτείνει κομμάτια του εαυτού του, μέχρι να μη μείνει τίποτα, αυτό ήταν σχεδόν ανυπόφορο. Αυτός ήταν κι ο λόγος που ο Γκάρννα μισούσε περισσότερο απ’ όλα αυτό το κομμάτι της αποστολής. Αλλά, τώρα, είχε τελειώσει και μπορούσε να επικεντρωθεί στην πραγματική δουλειά της Εξερεύνησης.

* * *

Ο Γουέσλι Στόουναμ ήταν μεγαλόσωμος άνδρας, πάνω από δύο μέτρα, με πλατιούς, μυώδεις ώμους και το πρόσωπο ενός μεσήλικα ήρωα. Είχε ακόμη όλα του τα μαλλιά, μία παχιά μαύρη χαίτη, κομμένα έτσι ώστε ακόμη κι όταν μπερδεύονταν, το έκαναν με στυλ. Το μέτωπο κάτω από τα μαλλιά του ήταν, σχετικά, στενό και το διακοσμούσαν τα μεγάλα, πυκνά του φρύδια. Τα μάτια του ήταν αποφασιστικά, με ένα γκρι ατσάλινο χρώμα, κι η μύτη του ήταν ίσια και προεξείχε. Στο χέρι του κρατούσε μία βαλίτσα μεσαίου μεγέθους.

«Έλαβα το σημείωμά σου,» ήταν το μόνο που είπε, καθώς έβγαζε ένα διπλωμένο χαρτί από την τσέπη του και το πέταγε στο έδαφος, στα πόδια της γυναίκας του.

Η Στέλλα αναστέναξε απαλά. Ήξερε τόσο καλά αυτόν τον τόνο και ήξερε ότι αυτό θα ήταν ένα μακρύ και πικρό βράδυ. «Προς τι η βαλίτσα;», ρώτησε.

«Εφόσον οδήγησα ως εδώ, σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να μείνω, απόψε». Η φωνή του ήταν στρωτή και απαλή, αλλά είχε έναν επιτακτικό τόνο, καθώς άφηνε τη βαλίτσα του στο πάτωμα.

«Δεν μπαίνεις καν στον κόπο να ζητήσεις την άδεια της οικοδέσποινας, προτού εγκατασταθείς;»

«Γιατί να το κάνω; Η καλύβα είναι δική μου, την έχτισα με τα λεφτά μου». Η έμφαση στο μου ήταν ανεπαίσθητη, αλλά αναμφισβήτητη.

Γύρισε, αποστρέφοντας το βλέμμα της από εκείνον. Αλλά, ακόμη και με την πλάτη της γυρισμένη σε εκείνον, ένιωθε το βλέμμα του να της τρυπά την ψυχή. «Γιατί δεν τελειώνεις τη φράση σου, Γουές; Η καλύβα μου, τα λεφτά μου, έτσι δεν πάει;»

«Είσαι γυναίκα μου, ξέρεις.»

«Όχι, πλέον». Ήδη ένιωθε τις άκρες των ματιών της να καίνε και προσπάθησε να ελέγξει τα συναισθήματά της. Δεν ωφελούσε να κλάψει τώρα. Ίσα-ίσα, θα μπορούσε να βλάψει και το σκοπό της. Εξάλλου, έμαθε μέσα από την οδυνηρή της εμπειρία, ότι ο Γουέσλι Στόουναμ δεν επηρεαζόταν από τα δάκρυα.

«Είσαι, μέχρι ο Νόμος να πει το αντίθετο». Διέσχισε το δωμάτιο βιαστικά κι έφτασε σ’ εκείνη με δύο μεγάλα βήματα, την άρπαξε και τη γύρισε προς το μέρος του. «Και θα με κοιτάζεις, όταν μου μιλάς».

Η Στέλλα προσπάθησε να ξεφύγει από το κράτημά του, αλλά τα δάχτυλά του μπήκαν ακόμη πιο σφιχτά μέσα στο δέρμα της, ένα από αυτά (επίτηδες το έκανε;) χτυπώντας ένα νεύρο, με τέτοιο τρόπο που ένα ρεύμα πόνου διαπέρασε τους ώμους της. Σταμάτησε να περιστρέφεται και, τελικά, εκείνος πήρε μακριά τα χέρια του.

«Κάπως καλύτερα» είπε. «Το λιγότερο που μπορεί να περιμένει ένας άντρας, είναι λίγη ευγένεια από την ίδια του τη γυναίκα».

«Συγγνώμη» είπε εκείνη, γλυκά. Υπήρχε ένα ελαφρύ σπάσιμο στη φωνή της, καθώς προσπαθούσε να της δώσει λίγη ευθυμία. «Θα έπρεπε να πάω να ψήσω ένα κέικ στον αντρούλη μου, για να τον καλωσορίσω».

«Κράτα το σαρκασμό, για όποιον γουστάρει αυτές τις αηδίες, Στέλλα», γρύλισε ο Στόουναμ. «Θέλω να μάθω, γιατί θέλεις διαζύγιο».

«Μα, μονάκριβέ μου, είναι...» ξεκίνησε με τον ίδιο σαρκαστικό τόνο. Ο Στόουναμ της έδωσε ένα δυνατό χαστούκι. «Σου είπα, κόφτο», είπε.

«Πιστεύω οι λόγοι μου είναι περισσότερο από προφανείς», είπε με πικρία η Στέλλα. Το μάγουλό της άρχισε να κοκκινίζει στο σημείο που τη χτύπησε. Ακούμπησε το χέρι της στο σημείο εκείνο, περισσότερο για να προστατευτεί, παρά γιατί πονούσε.

Τα ρουθούνια του Στόουναμ έπαιρναν φωτιά και το βλέμμα τους ήταν απίστευτα ψυχρό. Η Στέλλα έστρεψε αλλού το βλέμμα της, αλλά κράτησε με πείσμα τη θέση της. Οι λέξεις του άντρα της ήταν ψυχρές, καθώς ρωτούσε: «Έχεις δεσμό μ’ αυτό τον υπερήλικα χίπη;».

Της πήρε λίγη ώρα, για να καταλάβει ποιον εννοούσε. Περίπου 1,5 χιλιόμετρο από την καλύβα, στο Φαράγγι Τοτίδο, σε μία εγκαταλελειμμένη θερινή κατασκήνωση, είχε μετακομίσει μία ομάδα νεαρών κι είχαν σχηματίσει αυτό που αποκαλούσαν «Κοινόβιο του Τοτίδο». Λόγω του αντισυμβατικού τρόπου με τον οποίο συμπεριφέρονταν και ντύνονταν, οι κάτοικοι των γύρω περιοχών τους θεωρούσαν χίπηδες και τους κατέκριναν, αναλόγως. Αρχηγός τους ήταν ένας μεγαλύτερος σε ηλικία άνδρας, πάνω από 35 ετών, ο οποίος φαινόταν να κρατά την ομάδα στη σωστή πλευρά του νόμου.

«Μιλάς για τον Καρλ Πολάσκι;» ρώτησε η Στέλλα, με δυσπιστία.

«Σίγουρα δε μιλάω για τον Άγιο Βασίλη».

Παρά τη νευρικότητά της, η Στέλλα γέλασε. «Αυτό είναι ανήκουστο. Κι εξάλλου, δεν είναι χίπης. Είναι καθηγητής ψυχολογίας και κάνει έρευνα πάνω στο φαινόμενο της πρόωρης εγκατάλειψης της εκπαίδευσης».

«Μου λένε ότι συχνάζει πολύ σ’ αυτή την καλύβα, Στελ. Δε μου αρέσει αυτό».

На страницу:
1 из 4