
Полная версия
Ιστορία των Εθνικών Δανείων
Συνεπεία της προσφοράς ταύτης οι αντιπρόσωποι της Ελλάδος και η εν Λονδίνω τετραρχία έπεμψαν κατά Μάρτιον 1825 εις Νέαν Υόρκην τον Γάλλον στρατηγόν Lallemand (81), όπως συνεννοηθή μετά των κ. κ. Leroy Bavard και Σας. Ούτοι (82) ανέλαβον να κατασκευάσωσιν αντί του προρρηθέντος ποσού εις διάστημα έξ μηνών δύο φρεγάτας 50 καννονίων, προσθέτοντες ότι εντός του αυτού χρόνου θα κατεσκευάζοντο και έξ μικρότεραι φρεγάται, ούτως ώστε η παραγγελία των 8 φρεγατών η δοθείσα υπό της Ελληνικής κυβερνήσεως να εκτελεσθή κατά γράμμα.
Αλλ' αντί να εκτελέσωσι τας υποσχέσεις ταύτας οι Αμερικανοί ναυπηγοί περιωρίσθησαν μόνον εις την παραγγελίαν δύο φρεγατών και εις την αποστολήν συναλλαγματικών εις Λονδίνον.
Εν τούτοις, οι εν Αγγλία αντιπρόσωποι της Ελλάδος βλέποντες τον καιρόν παρερχόμενον, την αναχώρησιν των φρεγατών μη αναγγελλομένην και τους κ. κ. Leroy, Bayard και Σαν μη δίδοντας σημεία ζωής, έγραψαν προς τούτους διαπυνθανόμενοι, αλλά μόνην απάντησιν έλαβον νέαν αίτησιν χρημάτων. Είχον ήδη σταλή 155,000 λιρών. Οι αντιπρόσωποι τότε απελπίσαντες, έπεισαν τον εν Λονδίνω Χίον έμπορον Α. Κοντόσταυλον, άνδρα γνωστόν διά τον πατριωτισμόν και την τιμιότητα του, να μεταβή άκων εις Αμερικήν, όπως προσπαθήση να επιτύχη δάνειον προς αποπεράτωσιν των δύο φρεγατών ή τουλάχιστον όπως σώση την μίαν εξ αυτών θυσιάζων την άλλην (83).
Ο Κοντόσταυλος, αφικόμενος εις Νέαν Υόρκην κατ' Απρίλιον του 1826, ευρέθη προ καταστάσεως έτι χείρονος της προσδοκωμένης. Αι μεν φρεγάται πολύ απείχον του να ώσιν αποπερατωμέναι, οι δε κατασκευασταί εζήτουν διά την αποπεράτωσιν της μιας μόνον εξ αυτών και διά διαφόρους άλλας απαιτήσεις 396,090 δολλ. (84) Εν περιπτώσει δε μη πληρωμής ηπείλουν ότι θα επώλουν τας ημιτελείς φρεγάτας εις δημοπρασίαν (85). Δοθέντος δε ότι κατά την εποχήν εκείνην μία φρεγάτα και εν δίκροτον, παραγγελθέντα υπό της Κολομβίας και της Σουηδίας και πωληθέντα εις δημοπρασίαν, είχον εκποιηθή εις ευτελεστάτας τιμάς (προς 70,000 και 32,200 δολλ.), υπήρχε πάσα πιθανότης ότι η πώλησις των Ελληνικών πλοίων θα κατέληγεν εις παρομοίαν συμφοράν.
Τότε ο Κοντόσταυλος άπελπις, ατελώς γνωρίζων την γλώσσαν της χώρας εν η ευρίσκετο, άγνωστος εν μέσω εμπορικού κόσμου εχθρικώς διακειμένου προς αυτόν, εκτεθειμένος εις μυρίας διαβολάς (86), έλαβε την ευτυχή ιδέαν να μεταβή εις Ουασιγκτώνα και απευθυνθή εις την Αμερικανικήν κυβέρνησιν. Διά δε του καλού καγαθού κ. Edward Everett (87), μέλους του Κογκρέσσου, κατώρθωσε να παρουσιασθή εις τον πρόεδρον των Ηνωμένων Πολιτειών Adams και ν' αποκαλύψη εις αυτόν και εις τους υπουργούς του τα συμβάντα. Εν μέσω του ανεπτυγμένου και φιλελληνικού κύκλου της Ουασιγκτώνος, ο Χίος έμπορος εύρε τέλος συμπαθές ακροατήριον (88). Το τε εκτελεστικόν και το νομοθετικόν σώμα τοσούτον εσκανδαλίσθησαν μανθάνοντα τα εν Νέα Υόρκη διαπραττόμενα, ώστε δεν εδίστασαν να παραβώσι τας αρχάς της ουδετερότητος ερχόμενα επίκουρα τη Ελλάδι. Δώδεκα ημέρας μετά την άφιξιν του Κοντοσταύλου εις την πρωτεύουσαν, αι δύο Βουλαί εψήφιζον την αγοράν του ετέρου των ελληνικών πλοίων, επιτρέπουσαι ούτως εις το άλλο να περατωθή και να εκπλεύση (89).
Αλλ' η υπόθεσις δεν έληξεν ενταύθα. Η Αμερικανική κυβέρνησις, άλλως τε πολύ δικαίως, έδιδε διά την μίαν των φρεγατών μόνον 250,000 δολλ., αι δε απαιτήσεις των κατασκευαστών ανήρχοντο, ως είδομεν, εις 396,000 δολλ. (90). Συνεπώς και αυτής της μιας φρεγάτας ο απόπλους καθίστατο αδύνατος. Προ τοιαύτης καταστάσεως ο Κοντόσταυλος, πολύ φρονίμως και επιτηδείως πολιτευόμενος, έπεισε πρώτον την κυβέρνησιν να μη προβή εις την αγοράν της μιας φρεγάτας, εάν το αντίτιμον αυτής δεν ήρκει όπως περατωθή, και αποπλεύση η άλλη, προς λύσιν δε των μετά των κατασκευαστών διαφορών προσέδραμεν εις αιρετοκρισίαν.
Αλλ' οι αιρετοκρίται, αντί να καταδικάσωσι τους κατασκευαστάς διά την ασύγγνωστον αυτών διαγωγήν (91), την πρόδηλον απάτην ην μετεχειρίσθησαν, όπως πείσωσι τους Έλληνας αντιπροσώπους ν' αναθέσωσιν αυτοίς την κατασκευήν των πλοίων, και τον τρόπον δι' ου παρεβίασαν την μίαν μετά την άλλην όλας αυτών τας υποχρεώσεις, περιωρίσθησαν να υποβιβάσωσι τας απαιτήσεις των κατασκευαστών από 396,090 εις 156,856 δολλ. Δικαίως άρα ο δικηγόρος της Ελλάδος Henry. D. Sedgwick είπεν εις τον πρόεδρον των αιρετοκριτών Jonas Pratt· «Κύριε, επράξατε παν ό,τι ηδύνασθε ίνα καταστρέψητε έν έθνος (την Ελλάδα) και ατιμάσητε έν άλλο (την Αμερικήν)» (92).
Οπωσδήποτε δ' όμως η απόφασις αύτη, κατά τα άλλα άδικος και επιζήμιος, έλυσε τουλάχιστον άκρως πολύπλοκον ζήτημα και επέτρεψεν εις το έθνος ν' απoκτήση έν τουλάχιστον νέον πλοίον. Πράγματι η φρεγάτα, Ελλάς επονομασθείσα, ηδυνήθη ν' αποπλεύση εξ Αμερικής και μετά πεντηκονθήμερον πλουν αφίκετο κατά Νοέμβριον του 1826 εις Ναύπλιον.
Το ευτυχές τούτο γεγονός, οφειλόμενον αποκλειστικώς εις τον ζήλον και την ευθυκρισίαν του Κοντοσταύλου, όστις και την ζωήν του αυτήν ερριψοκινδύνευσε κατά την επιστροφήν (93), εχαιρέτισε καταλλήλως η εν Αιγίνη Διοικητική Επιτροπή, επισήμως εκφράσασα εις τον Αλέξανδρον Κοντόσταυλον την ζωηράν ευγνωμοσύνην και τας εγκαρδίους ευχαριστίας του Ελληνικού έθνους (94). Είναι δ' όμως λυπηρόν να προσθέση τις, ότι πριν παρέλθωσιν ολίγα έτη, όχι μόνον πάσαι αι προς την πατρίδα υπηρεσίαι του ευγενούς Χίου (95) είχον λησμονηθή, αλλά και ούτος είδε δηλητηριαζόμενον τον υπόλοιπον βίον του διά κακοβούλων νύξεων και παντοίων διαβολών (96).
Παρ. Γ'. Χρήματα περιελθόντα εις χείρας Ελληνικάς.
Εις το κεφάλαιον τούτο ανάγονται:

Διέφυγε λοιπόν τους όνυχας των Άγγλων και Αμερικανών κερδοσκόπων εκ συνόλου 1,150,800 Λ., ποσόν 232,558, δηλαδή ποσόν μικρότερον των 308,000 Λ. του πρώτου δανείου (98). Ένθα αποδεικνύεται και πάλιν η μεταξύ του φιλελληνικού κομιτάτου του αναλαβόντος την διαχείρισιν του πρώτου δανείου και της μετέπειτα τετραρχίας διαφορά. Δυστυχώς όμως η εν Ελλάδι γενομένη χρήσις και των χρημάτων του δανείου του 1824 και των απομειναρίων του δανείου του 1825 υπήρξεν η αυτή. Περιεγράψαμεν ήδη μετά της προς αμαρτήσαντας ήρωας οφειλομένης ευλαβείας την χρήσιν των πρώτων 308,000 Λ. (99)· είναι περιττόν δε να επαναλάβωμεν την αυτήν περιγραφήν διά τας άλλας 230,000. Διά να εννοήση τις όμως οποία υπήρξεν η ευθύνη των ανδρών ους αινιττόμεθα, αρκεί να είπωμεν ότι εκ των περισωθέντων πέντε εκατομμυρίων φράγκων η ιδιοτέλεια και τα εμφύλια πάθη δεν αφήκαν ούτε λεπτόν διά το Μεσολόγγιον, και ότι, ότε επήλθε τέλος η ανυπέρβλητος ανάγκη να δοθή ποιά τις βοήθεια εις την ηρωικήν εκείνην πόλιν, εδέησεν, ουδενός των λογάδων εμπνέοντος εμπιστοσύνην, να διαβιβασθώσι τα εν Λονδίνω υπολειπόμενα ψιχία του πλουσίου δείπνου (3,350 Λ.) δι' απλού αστού, του εν Κερκύρα ιδιωτεύοντος Γεροστάθη.
Συνοψίζοντες νυν τας τρεις παραγράφους, εις ας διηρέσαμεν την χρήσιν του β' δανείου, ευρίσκομεν ότι αύται αποτελούσι σύνολον 1,121,778 Λ. (00 1) Είδομεν αφ' ετέρου ότι οι επίτροποι έσχον εις την διάθεσιν αυτών ολικόν ποσόν 1,150,800 Λ.· μένει λοιπόν υπόλοιπον 29,022 Λ. Ποία χρήσις εγένετο του ποσού τούτου;
Πρώτον δι' αυτού εκαλύφθησαν τα έξοδα ταξειδίου και τριετούς εν Ευρώπη διαμονής των διαφόρου επιτρόπων, ήτοι 11,600 Λ.
Δεύτερον επληρώθησαν διάφορα μεγάλα (101) και μικρά έξοδα (102) και εκαλύφθησαν μερικαί ζημίαι (103).
Τρίτον έμεινεν υπόλοιπον εις χείρας των πληρεξουσίων Ορλάνδου και Λουριώτη. Η εξακρίβωσις του υπολοίπου τούτου έδωκε μεν κατ' αρχάς αφορμήν εις πλείστας λογομαχίας μεταξύ των δύο πληρεξουσίων και του μετέπειτα διορισθέντος τοιούτου Σπανιολάκη, κατέληξε δε βραδύτερον εις μακροτάτην δίκην, ήτις περιέπλεξεν εις βαθμόν απίστευτον την υπόθεσιν, και ης η εξέτασις διαφεύγει εντελώς τον κύκλον της παρούσης μελέτης (104).
Ανασκοπούντες νυν τα κατά το δεύτερον δάνειον δυνάμεθα να είπωμεν:
α'. Ότι ένεκα της κακής πίστεως των εν Λονδίνω τραπεζιτών και της απειρίας ή της ακηδίας των Ελλήνων πληρεξουσίων μεγάλα ποσά, άτινα έπρεπε να σταλώσι κατεπειγόντως εις Ελλάδα, έμειναν εν Αγγλία, χρησιμεύσαντα μόνον εις το να προμηθεύσωσιν εις τους κ. κ. Ρικάρδους και συντροφίαν μεσιτικά και μέσον απαλλαγής εις καλήν τιμήν των ελληνικών ομολογιών, ας ούτοι είχον.
β'. Ότι τα σπουδαία ποσά, τα αφιερωθέντα εις συγκρότησιν αξιομάχου στόλου, εδαπανήθησαν ματαίως, καθ' ότι και αυτά τα περατωθέντα πλοία αφίκοντο ότε ήτο πλέον αργά.
γ'. Ότι ένεκα των τυφλών παθών των εν Ελλάδι τα πρώτα φερόντων, και αυτά τα λείψανα των δανείων καταναλώθηκαν εις εμφυλίους και όχι εις εθνικούς αγώνας (105).
Καταλήγων δε τις εις τοιαύτα συμπεράσματα αγανακτεί έτι μάλλον αναλογιζόμενος οποίοι ήσαν τότε οι κίνδυνοι, ους διέτρεχε το έθνος, και οποία υπήρξεν η χρήσις τοσούτων εκατομμυρίων.
Πρόχειρον δ' επιβεβαίωσιν τούτου παρουσιάζουσι και τα μέσα, εις ά ηναγκάσθη ταχέως να προσδράμη η προσωρινή κυβέρνησις προς διάσωσιν του Μεσολογγίου:
Τη 24η Δεκεμβρίου 1825, απεφάσιζε την έκδοσιν νέου δανείου ενός εκατομμυρίου διστήλων Ισπανικών. «Το δάνειον τούτο, έλεγεν η προκήρυξις (106), ν' ασφαλισθή με την εγγύησιν του έθνους, δηλαδή με την υποθήκην παντός είδους εθνικών κτημάτων εις οποιονδήποτε μέρος της ελληνικής επικρατείας. – Το δάνειον να γίνηται κατ' αναλογίαν των εν ταις επαρχίαις εθνικών κτημάτων και εκάστη συνδρομή (Souscription) να μη υπερβαίνη τα 100,000 τάλληρα. – Η υποθήκη να γίνηται, εις έκαστον ωρισμένον μέρος, διά δημοσίου κηρύγματος εις τον προσφέροντα τα περισσότερα. – Η διάρκεια του δανείου ορίζεται εις έξ έτη, μετά τα οποία η διοίκησις χρεωστεί να πληρώση το κεφάλαιον και τόκον 8 %, ειδέ μη να δίδη εις τον δανειστήν την εντελή κυριότητα. – Η καταβολή του δανείου να γίνηται το ήμισυ εις μετρητά, το δε άλλο ήμισυ εις εθνικάς ομολογίας ή εις οποιασδήποτε διαταγάς πληρωτέας από το ταμείον. – Ο δανειστής να καρπούται το υποθηκευμένον κτήμα, οφείλων μόνον ως πας ιδιοκτήτης να πληρώνη εις το δημόσιον την δεκάτην».
Του ιδιορρύθμου τούτου δανείου, αξίου δημοσιονομικού μουσείου, αποτυχόντος, ως ην επόμενον (107), η εν Επιδαύρω Εθνική Συνέλευσις έστρεψε τα βλέμματα αυτής προς τας Ιονίους νήσους, και τη 7η Απριλίου 1826 ανέθηκεν (108) εις τους κ. κ. Δ. Ρώμαν, Π. Δ. Στεφάνου και Κ. Δραγώναν την εξεύρεσιν εν Επτανήσω δανείου 100,000 ταλλήρων ισπανικών, προς βοήθειαν του Μεσολογγίου και κινητοποίησιν του στόλου (109). Δυστυχώς η κατάστασις ήτο τοιαύτη, ώστε παρ' όλην την ελευθερίαν, ήτις εδίδετο εις τους πληρεξουσίους (110), οι πράγματι φιλοπάτριδες εκείνοι άνδρες (111) ουδέν ηδυνήθησαν να πράξωσι και πεσόντος του Μεσολογγίου ανεφάνησαν έτι φαεινότερον τα οικτρά αποτελέσματα της διαχειρίσεως των Αγγλικών δανείων.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'
Διαρρύθμισις των Δανείων της Ανεξαρτησίας
Η διασπάθησις των δανείων της ανεξαρτησίας επόμενον ήτο να φέρη συν τοις άλλοις και την αναστολήν της υπηρεσίας αυτών. Η αναστολή αύτη παρετάθη επί εξήκοντα και πλέον έτη, καθ' όλον όμως το μακρόν τούτο διάστημα ουδέποτε η Ελλάς ηρνήθη, ως συχνάκις ελέχθη, τας υποχρεώσεις αυτής. Η Ελλάς απ' εναντίας επεζήτησεν επανειλημμένως να κανονίση τα του χρέους τούτου, ερχομένη εις συμβιβασμόν. Ως προς δε την απότισιν του ονοματικού κεφαλαίου, ουδ' αυτοί οι απαιτητικώτεροι των δανειστών ηξίουν αυτήν, αναλογιζόμενοι και τους ασθενείς πόρους του κράτους και την ελαχίστην ωφέλειαν, ην ηρύσθη τούτο εκ των δανείων, και κυρίως ότι η ελευθερωθείσα Ελλάς, καθ' ό άλλη ή η συνάψασα τα δάνεια, είχεν ίσως το δικαίωμα ν' απαρνηθή μέρος των υποχρεώσεων των κυβερνήσεων της επαναστάσεως, ή και απάσας.
Το τελευταίον τούτο απαιτεί τινας εξηγήσεις:
Τα δάνεια συνήφθησαν αρχικώς υπό συνελεύσεων, εν αις αντεπροσωπεύοντο πολλαί επαρχίαι, συμμετασχούσαι της επαναστάσεως, αλλά μη ευτυχήσασαι ν' αποτινάξωσι τον ξένον ζυγόν (112). Ηρωτάτο άρα αν ήτο δίκαιον ν' αποτίση το Ελληνικόν Βασίλειον τα χρέη επαρχιών εισέτι Τουρκικών, και αν οι δανεισταί του 1824 και 1825 δεν έπρεπε να θεωρηθώσιν ως κερδοσκόποι εν μέρει μόνον επιτυχόντες. Πολλοί των ημετέρων προέβαλον το επιχείρημα τούτο (113) και εάν μεν νομικώς είχον άδικον (114), πρακτικώς όμως αι αξιώσεις αυτών ήτο δύσκολον να παραγνωρισθώσιν (115).
Αλλά το ζήτημα παρουσιάζετο και άλλως. Ηδύνατό τις να ερωτήση ουχί αν υπήρχε μονομερής, αλλ' αν υπήρχεν οιαδήποτε υποχρέωσις εκ μέρους του Ελληνικού κράτους προς τους δανειστάς του 1824 και 1825. Πράγματι προκύπτει το ερώτημα: αν δάνεια, συναφθέντα υπό επαναστατικής κυβερνήσεως μη ανεγνωρισμένης υπό ξένων κρατών, δύνανται να υποχρεώσωσι κράτος, όπερ συνεστάθη έτη τινά βραδύτερον.
Το ζήτημα γίνεται αμέσως γενικώτερον, η δε λύσις αυτού, καθ' ημάς τουλάχιστον, εύρηται εν τω εξής τύπω (formule), ον δίδει ο κ. Πολίτης, εν τω περισπουδάστω αυτού έργω, Τα δάνεια των κρατών κατά το διεθνές δίκαιον (116): «Ότε μία κυβέρνησις, νόμω ή βία, εγκαθίσταται εν τη αρχή, και γίνεται δεκτή ή τουλάχιστον ανεκτή υπό του έθνους, αντιπροσωπεύει την χώραν και υποχρεοί αυτήν διά των πράξεων, ας συνάπτει εν ονόματί της, αδιάφορον αν η κυβέρνησις αύτη είναι ή ου ανεγνωρισμένη διπλωματικώς υπό των άλλων Δυνάμεων».
Κατά την λύσιν ταύτην, ην θεωρούμεν oρθήν, αι πράξεις των κυβερνήσεων της επαναστάσεως εδέσμευον τω ελευθερωθέν ελληνικόν κράτος. Η δε λύσις αύτη επιβάλλεται τοσούτω μάλλον ενταύθα, καθ' όσον υπάρχει και λόγος ηθικός προφανής (117) επιρρωννύων τους νομικούς συλλογισμούς του κ. Πολίτου. Ουχ ήττον όμως το πράγμα μένει αμφισβητήσιμον (118), είναι δε μεγάλη τιμή διά την Ελλάδα, ότι ουδέποτε εξεμεταλλεύθη τας επί του ζητήματος τούτου αμφιβολίας, διά ν' αποκλείση τους δανειστάς αυτής.
Τουναντίον μάλιστα αρχήθεν αι Ελληνικαί κυβερνήσεις, αναγνωρίζουσαι επισήμως τας υποχρεώσεις των, επεζήτησαν παντί σθένει ικανοποιητικόν δι' αμφότερα τα μέρη συμβιβασμόν.
Ούτως από της 8 Απριλίου 1827, η εν Τροιζήνι Εθνική Συνέλευσις εψήφισε την σύναψιν δανείου πέντε εκατομμυρίων διστήλων πραγματικών, ου η διαπραγμάτευσις ανετίθετο εις τον Κυβερνήτην. Το δε ψήφισμα δηλοί ρητώς, ότι το δάνειον τούτο θέλει συναφθή άνευ ζημίας των δύο προηγουμένων δανείων και θέλει μάλιστα συντελέση εις πληρωμήν των τόκων αυτών. Ολίγω βραδύτερον η εν Άργει Δ' Εθνική Συνέλευσις εθέσπιζε τη 26 Ιουλίου 1829, «Ότι η Κυβέρνησις θέλει ασχοληθή όσον το συντομώτερον εις το εξωτερικόν χρέος, έχουσα υπ' όψιν το παρουσιασθέν σχέδιον περί αυτού του αντικειμένου. Βαίνουσα εις την δικαιοσύνην και την επιείκειαν θέλει προχωρήση εις συμβάσεις μεθ' όσων έχουσιν αποδεικτικά των δανείων του 1824 και 1825, προσπαθούσα να τελειώση αυτήν την διαπραγμάτευσιν διά να λυτρωθώσιν εντίμως και το έθνος από το γενικόν χρέος του, και τα εθνικά κτήματα από του να είναι εις υποθήκην αυτού του χρέους (119)».
Το δε σχέδιον, ό αινίσσεται το ψήφισμα, έχει ως εξής:
Το Πανελλήνιον είχεν αναθέση εις επιτροπήν, συγκειμένην από τον Ζωγράφον, τον Παπαδόπουλον και τον Κοντουμάν, την εξέτασιν της καταστάσεως των δανείων και την εξεύρεσιν σχεδίου προς απόσβεσιν αυτών.
Η επιτροπή εκείνη υπέβαλε την σχετικήν έκθεσιν τη 2 Απριλίου 1829. Εν τη εκθέσει ταύτη, μετά πλήρη ανάλυσιν της τότε καταστάσεως των χρεών, η επιτροπή εξετάζουσα το μέγα πρόβλημα της αποσβέσεως παρατηρεί ότι, ενώ αφ' ενός η προ 6 – 7 ετών επανάληψις της υπηρεσίας των δανείων είναι αδύνατος, αφ' ετέρου, εφ' όσον δεν εκτελείται η πληρωμή των τόκων, και η πίστις της Ελλάδος θέλει ελαττωθή και το χρέος αυτής γίνεται βαρύτερον.
Όθεν η εξεύρεσις συνδυασμού τινος επεβάλλετο. Πολλά δε σχέδια είχον προταθή. Εκ τούτων το σπουδαιότερον συνίστατο α') εις το να εξαγορασθή ικανή ποσότης του χρέους προς 20 % περίπου· β') εις το να κηρυχθή το έν τρίτον του υπολοίπου χρέους μόνιμον (120) με τόκον 5 %, τα δε άλλα δύο τρίτα να εξοφληθώσι χωρίς τόκον και διά κληρώσεως, εις διάστημα 50 – 100 ετών, κατά το περί αναβαλλομένων χρεών σύστημα της Ολλανδίας.
Επί τούτοις η επιτροπή παρατηρεί ορθώς, ότι άνευ νέου δανείου δεν θα είναι δυνατή η εξαγορά ικανής ποσότητος μετοχών, εάν δε το νέον δάνειον συναφθή, αι ομολογίαι των προηγουμένων δανείων θα τιμώνται περισσότερον των 20 % της αρχικής αξίας.
Ως προς το β' μέρος του σχεδίου, η επιτροπή νομίζει ότι τούτο δεν πρέπει να ληφθή υπ' όψιν, διότι, πλην του ότι δι' αυτού αθετούνται αι υποσχέσεις της Ελλάδος, το σχέδιον τούτο δεν θα γίνη δεκτόν υπό των δανειστών. Εις αντικατάστασιν του απορριπτομένου η επιτροπή προτείνει νέον σύστημα αρκετά περίεργον: ήτοι αφ' ενός μεν να γίνη μετά των δανειστών συμβιβασμός, δι' ου η κυβέρνησις θα τοις πληρώνη 2 % του πραγματικού κεφαλαίου, αφ' ετέρου δε να δανεισθή η Ελληνική κυβέρνησις προς 5 % 444,960 Λ., ας να δανείση εις διαφόρους κοινότητας, επαρχίας και ευυπολήπτους κτηματικούς προς 8 %. Δανείζουσα δε εις τόκον ανώτερον εκείνου, εφ' ώ εδανείσθη, η κυβέρνησις θα έχη καθαρόν ετήσιον εισόδημα 35,596 Λ., δι' ων θα δύναται να πληρώνη τον συμβατικόν τόκον των 2 % (ήτοι 25,052) και να εξαγοράζη εν τη αγορά ποσόν ομολογιών, όπερ θα βαίνη αυξανόμενον εφ' όσον διά του χρεωλυσίου το διά τους τόκους απαιτούμενον ποσόν θα βαίνη ελαττούμενον. Κατά μακροσκελείς και λεπτομερείς υπολογισμούς, τα δάνεια της επαναστάσεως θ' απεσβέννυντο τοιουτοτρόπως εντός 42 ετών.
Καθ' όσον αφορά δε εις την απόσβεσιν του νέου δανείου, η επιτροπή ολίγον εμερίμνα, ούσα πεπεισμένη ό,τι ως εκ των αδιακόπως αυξανομένων προσόδων του δημοσίου ταμείου, αύτη θα ήτο λίαν εύκολος.
Τοιούτον σχέδιον δεν χρήζει καν ανασκευής, παρατίθεται δ' ενταύθα απλώς χάριν αρχαιολογικής περιεργίας (121). Μετ' ολίγον χρόνον όμως προετείνετο σχέδιον πολύ σοβαρώτερον, το της αποσβέσεως των δανείων της ανεξαρτησίας διά παραχωρήσεως εις τους δανειστάς μέρους των εθνικών κτημάτων της Γαστούνης (122). Τοιαύτη δε λύσις, ην παρεδέχθη κατ' αρχήν και η εν Προνοία κατ' επανάληψιν δ' εθνική συνέλευσις (123), ήθελεν είναι η ευτυχεστέρα πασών, καθ' όσον αι μεν εθνικαί γαίαι ήσαν τότε τόσον άφθονοι, ώστε ο συμβιβασμός δεν θα εστοίχιζε σχεδόν τίποτε εις την Ελλάδα, η δε ενδεχομένη άφιξις ολίγων ξένων γεωργών θα ήτο υπό πάσαν έποψιν ευεργετική διά την χώραν. Δυστυχώς αι τρεις προστάτιδες Δυνάμεις, αίτινες είχον αποφασίση, ουχί άνευ δισταγμών, να εγγυηθώσι το δάνειον των 60 εκατ., του οποίου η υπηρεσία έπρεπε να γίνηται διά των πρώτων εισοδημάτων του Ελληνικού κράτους, και αίτινες δεν ήθελον να ελαττωθώσι ποσώς τα εισοδήματα ταύτα, εδήλωσαν επισήμως τη εθνοσυνελεύσει, ότι προ της αφίξεως των αντιβασιλέων ουδεμία πώλησις των εθνικών γαιών έπρεπε να γίνη, ουδ' ώφειλε να γίνη δεκτόν ουδέν μέτρον δυνάμενον να γεννήση οικονομικάς δυσχερείας εις το νέον κράτος
Конец ознакомительного фрагмента.
Текст предоставлен ООО «ЛитРес».
Прочитайте эту книгу целиком, купив полную легальную версию на ЛитРес.
Безопасно оплатить книгу можно банковской картой Visa, MasterCard, Maestro, со счета мобильного телефона, с платежного терминала, в салоне МТС или Связной, через PayPal, WebMoney, Яндекс.Деньги, QIWI Кошелек, бонусными картами или другим удобным Вам способом.