bannerbanner
Η Μοίρα Των Τεσσάρων
Η Μοίρα Των Τεσσάρων

Полная версия

Настройки чтения
Размер шрифта
Высота строк
Поля
На страницу:
2 из 8

Ο Τζιουζέπε έμεινε πεσμένος εκεί. Έτρεχε αίμα από τη μύτη του και διπλώθηκε στην μέση από τον πόνο. Όταν προσπάθησε να σηκωθεί όλο του το σώμα διαμαρτυρήθηκε. Κατάφερε να σταθεί στα γόνατα. Οι άνθρωποι που περνούσαν άλλαζαν πεζοδρόμιο, νομίζοντας ότι ήταν μεθυσμένος ή κάτι χειρότερο.

Ένας, όμως, δεν τον προσπέρασε. «Είσαι καλά;», είπε μια γυναικεία φωνή. Κάθισε κάτω, δίπλα του. «Μπορείς να σηκωθείς; Άσε με να σε βοηθήσω. Μένεις εδώ κοντά;».

Έδειξε την ανοιχτή είσοδο της πολυκατοικίας που έμενε. «Εντάξει, πάμε μέσα. Έλα, θα σε βοηθήσω να σηκωθείς».

Κατάφερε να σταθεί όρθιος και τον βοήθησε να μην σκοντάψει στις σκάλες μέχρι το διαμέρισμά του. Μπήκαν μέσα από την πόρτα που την είχε αφήσει ανοιχτή, και τον βοήθησε να καθίσει στον καναπέ. Ξάπλωσε και τον πήρε ο ύπνος. Το άγγιγμα δροσερού υφάσματος στο μέτωπό του τον ξύπνησε, και βόγκηξε καθώς ο πόνος επανήλθε. «Σσςς», είπε μια φωνή. «Μην κουνιέσαι, μείνε ξαπλωμένος».

Δεν μπορούσε να ανοίξει τα μάτια του. Το πρόσωπό του είχε πρηστεί εκεί που τον χτύπησαν οι αλήτες. Ακόμα και όταν κατάφερε να τα ανοίξει, δυσκολεύτηκε να συγκεντρωθεί, και δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά του. Διέκρινε όμως ένα πρόσωπο μπροστά του, κι ένα κεφάλι με ξανθά μαλλιά. Το στόμα του ήταν μελανιασμένο και είχε κοψίματα στα χείλη, και το μόνο που μπόρεσε να μουρμουρίσει ήταν: «Τι συνέβη; Πώς;».

«Με συγχωρείς, ελπίζω να μην σε πειράζει. Σε βοήθησα να έρθεις εδώ. Είχες αφήσει την πόρτα ανοιχτή. Θυμάσαι;».

Άρχισε να συνέρχεται και συνειδητοποίησε ότι το πρόσωπο που βρισκόταν από πάνω του ανήκε στο ξανθό κορίτσι. «Γύρισες πίσω;», κατάφερε να πει.

«Κρύφτηκα στη γωνία μέχρι εκείνοι οι αλήτες να φύγουν. Ξέρεις, φέρθηκες ανόητα που τα έβαλες μ’ αυτούς τους τύπους, αλλά πάντως σ’ ευχαριστώ. Στ’ αλήθεια δεν ξέρω πώς θα τα είχα καταφέρει να τους ξεφύγω χωρίς εσένα. Ελπίζω να μην σε πειράζει που μπήκα εδώ μέσα έτσι».

Κατάλαβε ότι είχε ξενική προφορά και μετά θυμήθηκε τον αλήτη να μιλάει για μια "Γερμανίδα πόρνη". «Είσαι Γερμανίδα;».

Φάνηκε να ντρέπεται λιγάκι. «Ναι, είναι πρόβλημα αυτό;».

«Όχι, ασφαλώς όχι».

«Είμαστε, όμως, ακόμα εχθροί σας, έτσι δεν είναι; Οι "βάρβαροι Ούννοι"», είπε, και σηκώθηκε να φύγει.

«Όχι, σε παρακαλώ, μη. Δεν είσαι εχθρός μου. Ο πόλεμος τελείωσε έτσι κι αλλιώς. Σε παρακαλώ, μην φύγεις».

Εκείνη γύρισε πίσω και μάζεψε το λεκιασμένο με αίμα πανί που μ’ αυτό του είχε καθαρίσει το πρόσωπο. Πήγε στον μικρό νεροχύτη της κουζίνας και το ξέπλυνε κάτω από την κρύα βρύση. Προσπάθησε να σηκωθεί και βόγκηξε όταν ο πόνος επέστρεψε πάλι στο στομάχι και στο κεφάλι του. Άγγιξε το κεφάλι του πολύ προσεκτικά και τα δάχτυλά του γέμισαν αίματα. «Μείνε ακίνητος. Έχεις ένα άσχημο κόψιμο γύρω από το μάτι σου», είπε εκείνη.

Έκανε έναν μορφασμό πόνου όσο εκείνη καθάριζε προσεκτικά το πρόσωπό του από τα αίματα. «Νομίζω ότι θα πρέπει να ξεκουραστείς για μια-δυο μέρες. Πρέπει να πας να σε δει γιατρός».

«Δεν μπορώ, δεν έχω αρκετά χρήματα γι’ αυτό».

«Τότε, μάλλον θα πρέπει να σε φροντίσω εγώ», είπε εκείνη. «Άλλωστε, μου έσωσες τη ζωή».

Γέλασε, με δυσκολία από τον πόνο. «Δε χρειάζεται. Θα είμαι εντάξει».

«Σε λίγες μέρες μπορεί, αλλά μέχρι τότε, φοβάμαι ότι θα με ανεχτείς ως νοσοκόμα σου».

«Σ’ ευχαριστώ». Βυθίστηκε στον καναπέ. «Λοιπόν, είμαι ο Τζιουζέπε Μαλπάιζο. Είμαι φοιτητής. Και φτωχός, όπως βλέπεις. Αυτό είναι όλο. Τίποτα το ενδιαφέρον. Εσύ ποια είσαι; Μίλησέ μου για σένα».

«Είμαι Γερμανίδα, όπως μόλις ανακάλυψες. Είμαι εδώ για να σπουδάσω, όπως εσύ. Εκπαιδεύομαι ως νοσοκόμα».

«Τι τυχερός που είμαι! Με χτύπησαν γιατί έσωσα μια νοσοκόμα. Μιλάς καλά ιταλικά, πώς κι έτσι;».

«Ζω στη Βαυαρία. Έχουμε επαφή με πολλούς Ιταλούς. Είμαστε αρκετά κοντά στα αυστριακά σύνορα και κάνουμε συχνά σκι στις Άλπεις, πάνω από την Ιταλία. Ο πατέρας μου ήταν καθηγητής φιλολογίας και μας έπαιρνε στη Ρώμη και σε άλλα μέρη όταν ήμασταν μικρά. Ήταν επίσης και λάτρης της όπερας, και ο αγαπημένος του συνθέτης ήταν ο Βέρντι».

«Όχι ο Βάγκνερ;».

«Όχι. Θεωρούσε μακροσκελείς τις συνθέσεις του και πομπώδεις, ενώ ο Βέρντι, ο Ροσίνι, ο Ντονιτσέτι, είναι όλοι γεμάτοι ζωντάνια και χαρά. Τέλος πάντων, εξαιτίας αυτού κατάφερα να μάθω λίγα ιταλικά και με παρότρυνε να έρθω εδώ και να σπουδάσω. Συνήθιζε να λέει ότι είναι περισσότερο "Ρωμαίος" παρά "Ούννος"! Περίμενε λίγο: "Studente sono, e povero". «Είμαι ένας φτωχός μαθητής – Γκουαλτιέ Μαλντέ, ναι;».

Ο Τζιουζέπε γέλασε, πράγμα που έκανε το πρόσωπό του να πονέσει ξανά. «Μην ανησυχείς, δεν είμαι ο Κόμης, αν είναι αυτό που σκέφτεσαι. Μήπως ο πατέρας σου είναι ο Καμπούρης;».

«Όχι, δεν είναι ο Ριγκολέτο και εγώ δεν είμαι η Τζίλντα. Γνωρίζεις από όπερα;».

Η Μαρία -αυτό ήταν το όνομά της- τον βοήθησε να βγάλει το σακάκι και το πουκάμισό του. Και τα δύο ήταν σκισμένα και ματωμένα, και μετά πήγε να τον βοηθήσει να βγάλει το γιλέκο του, αλλά εκείνος τραβήχτηκε. «Ω, έλα σε παρακαλώ, είμαι νοσοκόμα, τα έχω δει όλα πολλές φορές. Πρέπει να δω πόσο άσχημα είσαι χτυπημένος».

Απρόθυμα και νιώθοντας παραδόξως ντροπαλός, την άφησε να βγάλει το γιλέκο πάνω από το κεφάλι του. Είδε τις μελανιές που του έκαναν αυτοί που του επιτέθηκαν. Εξέτασε με προσοχή τα πλευρά του κι εκείνος τινάχτηκε από τον πόνο όταν τον άγγιξε.

«Λυπάμαι. Νομίζω ότι μάλλον έχεις ένα σπασμένο πλευρό. Δεν μπορώ να κάνω πολλά γι' αυτό, απλά πρέπει να κάνεις υπομονή μέχρι να γιατρευτεί».

Τον έπεισε να βγάλει το παντελόνι του και κοίταξε τα κοψίματα και τις μελανιές στα πόδια του από το κλωτσίδι που του είχαν δώσει. Εκείνη άγγιξε μια μελανιά και τραβήχτηκε πίσω. «Συγγνώμη, πόνεσε αυτό;».

«Όχι, απλά δεν με έχουν αγγίξει ποτέ εκεί. Ένιωσα περίεργα».

Αφού τον εξέτασε και πάλι σχολαστικά, είπε: «Δε νομίζω ότι υπάρχει κάτι άλλο σπασμένο εκτός από τα πλευρά. Θα σε βάλω στο κρεβάτι και θα πάω να πάρω λίγη αλοιφή για τις πληγές».

Τον έβαλε προσεκτικά στο κρεβάτι, έβγαλε τις πιτζάμες κάτω από το μαξιλάρι του και αφού του αφαίρεσε όλα τα ρούχα, τον βοήθησε να τις φορέσει και μετά τον έβαλε να ξαπλώσει.

«Μπορείς να μου δώσεις ένα κλειδί για να μπορέσω να μπω μόνη μου;».

«Μετακόμισες κιόλας εδώ;».

Εκείνη κοκκίνισε. «Όχι βέβαια, δεν εννοούσα… Απλώς δεν θέλω να σηκωθείς για να μου ανοίξεις, αυτό είναι όλο». Κοκκίνισε ξανά. Έβαλε το πανωφόρι της, πήρε την τσάντα της που είχε αφήσει πάνω στο τραπέζι και το κλειδί από το κατεστραμμένο του παντελόνι, και έφυγε.

Ο Τζιουζέπε κοιμήθηκε και πάλι, αλλά ξύπνησε όταν άκουσε την πόρτα να ανοίγει. Ήταν αρκετά σκοτεινά κι εκείνη μπήκε στο διαμέρισμα στα νύχια των ποδιών της χωρίς να ανοίξει το φως. Είχε φέρει μια σακούλα με ψώνια μαζί της, που την έβαλε πάνω στο τραπέζι και άρχισε να την ψαχουλεύει. Εκείνος σάλεψε μέσα στον ύπνο του. «Συγνώμη που σε ξύπνησα, έφερα μερικά πράγματα για σένα».

«Δεν πειράζει, δεν κοιμόμουν». Προσπάθησε να σηκωθεί και τότε ο σουβλερός πόνος από το ραγισμένο του πλευρό του θύμισε απότομα τα τραύματά του. Βόγκηξε από τον πόνο, και την άφησε να βάλει το χέρι της γύρω από τους ώμους του για να τον διευκολύνει.

Εκείνη φέρθηκε σαν επαγγελματίας. Έβγαλε τις πιτζάμες του και περιποιήθηκε τις πληγές του. Μετά άπλωσε μια κίτρινη αλοιφή πάνω στις πληγές και τις μελανιές του. Όταν σιγουρεύτηκε ότι εκείνος ένιωθε άνετα, του έδωσε μια ασπιρίνη για να απαλύνει τον πόνο. «Αγόρασα μακαρόνια για το δείπνο. Θα τα καταφέρεις να φας;».

Φαινόταν να νιώθει υποχρεωμένη γι' αυτόν. Μαγείρεψε τα μακαρόνια και του σέρβιρε στο κρεβάτι, και μετά, αφού φρόντισε να είναι άνετα, σηκώθηκε για να φύγει.

«Φεύγεις κιόλας», την ρώτησε.

«Ναι, φυσικά», είπε εκείνη.

«Δεν μπορείς να μείνεις; Μπορεί να σε χρειαστώ τη νύχτα. Μπορώ να κοιμηθώ στον καναπέ αν θες».

«Δεν ξέρω. Δεν είναι πολύ σωστό. Μετά βίας γνωριζόμαστε».

«Ξέρω πως μπαίνεις στο λεωφορείο κάθε πρωί και επιστρέφεις κάθε βράδυ. Σε παρακολουθώ βδομάδες».

Φαινόταν λίγο έκπληκτη. «Τι πράγμα; Με παρακολουθείς; Γιατί;».

«Δεν ξέρω. Φαίνεσαι διαφορετική, αυτό είναι όλο. Ξεχωρίζεις».

«Ξένη», εννοείς», είπε, προσπαθώντας να μη δείξει τον εκνευρισμό της, και σηκώθηκε για να φύγει».

«Όχι, σε παρακαλώ, μην φύγεις. Ειλικρινά, σε πρόσεξα γιατί σκέφτηκα ότι είσαι όμορφη. Διαφορετική. Και είσαι, έτσι δεν είναι; Δεν εννοώ ξένη, εννοώ απλά, ξέρεις… ελκυστική». Τώρα ήταν η σειρά του να κοκκινίσει από ντροπή.

Αλλά εκείνη τον κοιτούσε τρυφερά. «Είσαι λίγο αδέξιος με τα κορίτσια, έτσι; Αυτό που είπες ήταν πολύ γλυκό. Με συγκίνησες. Και το να με υπερασπιστείς μ’ αυτό τον τρόπο, ήταν πολύ ηρωικό». Έσκυψε και τον φίλησε απαλά στα χείλη. Προσπάθησε μην αναπηδήσει από τον πόνο όταν το μελανιασμένο χείλος του πόνεσε με το άγγιγμα. «Συγγνώμη, συγγνώμη. Δεν έπρεπε να το κάνω αυτό. Δεν σκέφτηκα σωστά. Πάω τώρα, αλλά θα περάσω το πρωί να δω αν είσαι καλά».

Κάθε πρωί για τις επόμενες ημέρες, ερχόταν στο μικρό του διαμέρισμα στο δρόμο για τη σχολή της, και όταν επέστρεφε το βράδυ, του μαγείρευε το δείπνο του. Φρόντιζε τις πληγές του καθώς επουλώνονταν, και εκτός από το να φτιάχνει τα γεύματά του, τακτοποιούσε και καθάριζε το διαμέρισμα του.

Η υγεία του βελτιωνόταν σιγά-σιγά και μπορούσε πια να τα κάνει όλα μόνος του.

Πήγαινε κάθε μέρα κούτσα-κούτσα στο μαγαζί της γειτονιάς για να ψωνίσει και επέστρεφε για να ετοιμάσει το φαγητό έτσι ώστε όταν εκείνη έφτανε το βράδυ να μπορεί να μείνει για να φάνε μαζί το δείπνο που είχε ετοιμάσει. «Μου φαίνεται ότι δε με χρειάζεσαι πια», του είπε ένα βράδυ.

«Τι; Φυσικά και σε χρειάζομαι», είπε. «Πώς θα τα καταφέρω χωρίς εσένα;».

«Τα κατάφερνες και πριν, έτσι δεν είναι; Τα πας πολύ καλύτερα, και νομίζω ότι ήρθε η ώρα να επιστρέψεις στα μαθήματά σου».

«Ναι, έτσι είναι, υποθέτω. Θα ήθελες να βρεθούμε πάλι αργότερα;»

«Γιατί όχι; Ξέρω πού μένεις και εσύ ξέρεις από πού παίρνω το λεωφορείο».

Εκείνο το βράδυ πήγαν μαζί σε ένα μπαρ και μετά πήγαν στο διαμέρισμά του για να φάνε το δείπνο που εκείνη επέμενε να μαγειρέψει. «Είναι η σειρά μου αύριο», είπε ο Τζιουζέπε.

Τις εβδομάδες που ακολούθησαν συναντήθηκαν πολλές φορές. Εκείνος πήγαινε στη στάση να τη χαιρετήσει όταν έφτανε, ή όταν οι παραδόσεις των μαθημάτων του αργούσαν εκείνη τον περίμενε σε ένα μπαρ κοντά στο διαμέρισμα. Τη σύστησε σε κάποιους φίλους του από τη σχολή, αλλά είχε ο καθένας τη δική του ζωή.

Καθώς τα μαθήματα στη σχολή του τελείωναν και κόντευαν οι τελικές εξετάσεις, οι επαναλήψεις και η προετοιμασία για τις εξετάσεις τους εμπόδισαν να συναντιούνται τόσο συχνά. Πάντως δεν έχαναν ευκαιρία για να βρίσκονται. Μοιράζονταν την ίδια αγάπη για την όπερα και έκλειναν τις φθηνότερες θέσεις όρθιων στο θέατρο για να παρακολουθήσουν τις παλιές αγαπημένες όπερες των Βέρντι, Μπελίνι ή Ροσίνι, ή μία από τις καινούριες του νέου συνθέτη, του Πουτσίνι.

Την τελευταία μέρα των εξετάσεων την έβγαλε για φαγητό και είχαν ένα εορταστικό γεύμα με σαμπάνια.

«Είναι κάτι που θέλω να σε ρωτήσω», της είπε. Εκείνη τον κοίταξε, γεμάτη ανυπομονησία. «Είμαστε καλοί φίλοι;».

«Φυσικά και είμαστε! Τι σε κάνει να το ρωτάς αυτό;».

«Λοιπόν, είναι που…, ξέρεις, θα ήθελα να είμαι για σένα κάτι παραπάνω από φίλος». Έγινε κατακόκκινος από ντροπή. «Βλέπεις, σε συμπαθώ πάρα πολύ, το ξέρεις, έτσι δεν είναι; Και ελπίζω να με συμπαθείς κι εσύ!».

«Ναι, Τζιουζέπε. Φυσικά και σε συμπαθώ. Μου έσωσες τη ζωή, θυμάσαι;».

«Όχι, όχι μόνο γι’ αυτό, σταμάτησε για λίγο. «Θέλω να πω, ότι νομίζω ότι είμαι….».

«Τι;». Τον κοίταξε με προσήλωση. «Τι προσπαθείς να μου πεις;».

Και επιτέλους της μίλησε: «Τα μαθήματά μου τώρα τελείωσαν και πρέπει να φύγω, για να βρω δουλειά, οτιδήποτε. Δεν αντέχω στη σκέψη ότι δε θα σε βλέπω πια». Την κοίταξε με μάτια γεμάτα αγωνία, περιμένοντας μια απάντηση. Eκείνη σοβάρεψε και τον κοιτούσε σκεφτική.

«Αυτό ήθελες να μου πεις;», ρώτησε. «Τι θέλεις να σου πω;».

«Απλά, να… Θέλω να σε ρωτήσω, αν θα έπρεπε να φύγω από εδώ, θα μπορούσες να έρθεις μαζί μου;».

Χαμογέλασε ευγενικά. «Γιατί το θέλεις αυτό; Δεν χρειάζεσαι πια νοσοκόμα, έτσι δεν είναι;».

«Όχι, όχι. Φυσικά και όχι. Μου το κάνεις πολύ δύσκολο. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι…», σταμάτησε για μια στιγμή. «Αυτό που σε ρωτάω είναι αν νομίζεις, ξέρεις…, θα μπορούσες να… Αχ, τα έκανα μαντάρα! Αυτό που θέλω να πω είναι, ότι νομίζω… όχι, δε νομίζω. Το ξέρω ότι σ’ αγαπώ και θέλω να είσαι μαζί μου, στο μέλλον. Αν καταλαβαίνεις τι εννοώ».

«Λοιπόν, νομίζω ότι καταλαβαίνω. Δεν ξέρω πώς συνέβη, αλλά ούτε κι εγώ μπορώ να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς εσένα». Οπότε… Ναι, θέλω να είμαι μαζί σου. Αλλά οι δικοί μου…».

«Οι δικοί σου; Τι συμβαίνει με τους δικούς σου;».

«Είναι αρκετά αυστηροί. Οι γονείς μου έχουν πεθάνει. Με μεγάλωσε ο θείος μου. Είναι πολύ στενόμυαλος. Ο γιος του, ο ξάδελφός μου ο Κουρτ, μόλις επέστρεψε από τον πόλεμο. Ο θείος λέει ότι πρέπει να γυρίσω πίσω για να τον φροντίζω».

«Ω! Είναι τραυματισμένος;».

«Όχι, δεν το νομίζω. Αλλά έχει πάθει κατάθλιψη. Πιστεύει ότι αυτός και οι συμπολεμιστές του προδόθηκαν, ότι θα μπορούσαν να νικήσουν τον πόλεμο».

«Εσύ θες να γυρίσεις;».

«Όχι, φυσικά και όχι. Πρέπει να αποδεχθεί τι έγινε και να ξεχάσει τον πόλεμο. Χάσαμε, και ό,τι έγινε, έγινε. Και ειλικρινά, πιστεύω ότι είναι τυχερός που γύρισε πίσω σώος και αβλαβής. Έπρεπε να το δεχτεί αυτό και να συνεχίσει τη ζωή του. Είναι από τους τυχερούς. Αλλά ο θείος μου…».

«Τότε εξαρτάται από σένα. Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι θα είμαι δυστυχισμένος αν φύγεις, και νομίζω κι εσύ το ίδιο». «Σου ζητώ…», έκανε μια παύση. «Ναι, για την ακρίβεια, σε ρωτάω…», έκανε πάλι μια παύση, «αν δέχεσαι να με παντρευτείς;».

Αυτό αρκούσε για τηn Μαρία. Έσκυψε πάνω από το τραπέζι και τον φίλησε. «Φυσικά και θέλω! Μόνο που θα πρέπει να πω στον θείο μου ότι δεν θα μπορέσω να πάω τελικά».

Λίγες εβδομάδες αργότερα, τον Σεπτέμβριο του 1919, παντρεύτηκαν με πολιτικό γάμο, στον οποίο παρευρέθηκαν μόνο μερικοί φίλοι του Τζιουζέπε από το Ναυτικό, ο πατέρας του και η μητέρα του. Κουμπάρος του ήταν ο υποπλοίαρχος Γκραμάτικα. Από την οικογένεια της Μαρίας δεν ήρθε κανείς. Ο θείος της ισχυρίστηκε ότι ήταν πολύ απασχολημένος. Της έστειλε ένα μάλλον σκληρό γράμμα, όπου της ευχόταν καλή τύχη, αλλά την επέκρινε που απογοήτευσε την οικογένειά της. Ο Κουρτ, αντίθετα, ήταν πιο ευγενικός. Στο γράμμα του τη συνεχάρη για το γάμο της και της ευχήθηκε καλή τύχη: «Μην σε νοιάζει για τον πατέρα. Θα είμαι εντάξει. Πρέπει μονάχα να σταθώ στα πόδια μου. Ελπίζω να μπορέσουμε να είμαστε σε επαφή, και σου εύχομαι καλή τύχη».

Μόλις πρόσφατα, είχε ανατεθεί στον Γκραμάτικα η διοίκηση της Λέρου ύστερα από την κατάληψή της από τους Ιταλούς. Στο πάρτι μετά τον γάμο περιέγραψε τη νέα του θέση, ενημερώνοντας τον Τζιουζέπε για τα συναρπαστικά σχέδια ανάπτυξης που έκαναν για το νησί. «Χτίζουμε μια νέα αεροπορική και ναυτική βάση εκεί. Δεν θα πιστέψεις πόσα πράγματα έχουν αλλάξει από τότε που πρωτοπήγαμε, το 1912. Έλα να μας επισκεφτείς. Υπάρχει πολλή δουλειά να κάνουμε».

«Μα δεν είχαμε συμφωνήσει να δώσουμε τα νησιά πίσω στους Τούρκους, ή στους Έλληνες, ή σε κάποιον τέλος πάντων;».

«Φαγώνονται μεταξύ τους. Οι Έλληνες φαίνεται ότι θα προσπαθήσουν να ''πάρουν πίσω'' την Μικρά Ασία από τους Τούρκους. Οι Τούρκοι μας λένε ότι κέρδισαν αυτό που ήθελαν από τον πόλεμο, διώχνοντας τους Συμμάχους από τα Δαρδανέλλια. Τους πονάει που έχασε η Γερμανία». Σε εκείνο το σημείο σταμάτησε και κοίταξε με απολογητικό ύφος τη Μαρία. «Και έχουν ένα νέο τύπο που έχει αποκτήσει δύναμη, τον Μουσταφά Κεμάλ. Τον αποκαλούν «Ατατούρκ», δηλαδή ''πατέρα των Τούρκων'', και η αλήθεια είναι ότι έχει αρχίσει να γίνεται επικίνδυνος. Εάν όντως εισβάλλουν οι Έλληνες θα φάνε τα μούτρα τους, ή και χειρότερα ακόμα. Τέλος πάντων, αυτό σημαίνει ότι παραμένουμε στα νησιά για την ώρα, ίσως και μόνιμα. Πρέπει να αξιοποιήσουμε την ''επένδυσή μας''».

Κοίταξε τον Τζιουζέπε. «Γιατί δεν έρχεσαι να δουλέψεις για μένα; Χρειαζόμαστε καλούς μηχανικούς. Θυμάμαι πώς έβαζες μπρος τις τουρμπίνες στο «Σαν Μάρκο». Μπορεί να ήταν καινούριες, αλλά σίγουρα είχαν χαλάσει πολλές φορές!».

«Και τώρα μιλάει και ελληνικά, το ήξερες αυτό;». Πετάχτηκε στη συζήτηση η Μαρία, βρίσκοντας την ευκαιρία να επαινέσει τον άντρα της.

«Τι μου λες! Αλήθεια; Αυτό θα μας βοηθούσε πάρα πολύ. Θα πρέπει να βάλουμε τους ντόπιους Έλληνες να κάνουν τις οικοδομικές εργασίες. Είναι πρόθυμοι, αλλά δεν έχουμε αρκετούς Έλληνες διερμηνείς».

«Κοίτα, ίσως είναι υπερβολικό να πω ότι μπορώ να μιλήσω ελληνικά. Είναι λίγο σκουριασμένα τώρα. Περισσότερο διδάχτηκα αρχαία, παρά νέα ελληνικά. Μερικές από τις λέξεις είναι ίδιες, αλλά o τρόπος ομιλίας και η γραμματική έχουν αλλάξει, και θα χρειαστώ πολλή εξάσκηση και διάβασμα…».

Ο Γκραμάτικα είχε συμπαθήσει αμέσως τη Μαρία. Έμαθε πώς γνωρίστηκαν και είχε εντυπωσιαστεί που φρόντισε τόσο καλά τον φίλο του. Την είχε ήδη συμπαθήσει, παρά το γεγονός ότι η πατρίδα της ήταν η νικημένη Γερμανία. Οι Γερμανοί δεν έχαιραν εκτίμησης από τα συμμαχικά έθνη. «Αν υπάρχει ένα πράγμα που μπορώ να εγγυηθώ είναι ότι δεν υπάρχει χώρος, ούτε και χρόνος, βέβαια, στο μικρό μου «βασίλειο» για τέτοιες προκαταλήψεις. Χτίζουμε μια νέα χώρα και δεν θέλω να σκέφτομαι τι έγινε στο παρελθόν. Θα είσαι ιδιαιτέρως ευπρόσδεκτος στη Λέρο, να είσαι σίγουρος γι’ αυτό».

Ο Τζιουζέπε και η Μαρία έφθασαν στη Λέρο το 1920. Όταν έφτασαν στη Λέρο με το υδροπλάνο, τους υποδέχτηκε θερμά ο παλιός φίλος του Τζιουζέπε. Το αεροσκάφος προσγειώθηκε στο Πόρτο Λάγκο και τροχοδρομήθηκε στο νέο υδατοδρόμιο που είχε φτιαχτεί απέναντι από τη νέα πόλη που χτιζόταν στον κόλπο. Τρεις μεγάλοι γερανοί, βαμμένοι με κόκκινο και λευκό χρώμα, είχαν κατασκευαστεί για να σηκώνουν τα υδροπλάνα έξω στην ακτή, και έκαναν διαπλάτυνση στην προκυμαία για να στεγαστούν τα υδροπλάνα σε νέα τεράστια υπόστεγα που χτίζονταν εκεί.

Η Μαρία ήταν κιόλας έγκυος και ο γιος τους, ο Μάρκο, γεννήθηκε μερικούς μήνες αργότερα σε ένα μικρό νοσοκομείο που οι Ιταλοί είχαν χτίσει στο νησί.

Κεφάλαιο 2

Jutland, Αγγλία και Γαλλία 1916 – 1920

«Τι ανόητος τρόπος να τρέχεις σε σιδηρόδρομο!», είπε ο Άρνολντ.

Σχεδόν σε όλη τη διάρκεια του πολέμου, τα περισσότερα πλοία του Βρετανικού στόλου των πολεμικών πλοίων και των θωρακισμένων καταδρομικών βρίσκονταν αγκυροβολημένα στο Σκάπα Φλόου. Τα πλοία του κεντρικού στόλου σπάνια έβγαιναν στη θάλασσα, εκτός όταν ο γερμανικός στόλος έκανε επιθέσεις στο Σκάρμπορο, το Χάρτλπουλ και το Γουίτμπυ, το 1914. Εκείνες τις μέρες άναψαν τις μηχανές τους και κατευθύνθηκαν νότια, αν και ήταν πολύ αργά πια για να αναχαιτίσουν τα γερμανικά καταδρομικά.

Το δικό του πλοίο, το καταδρομικό «HMS Indefatigable», επέστρεφε από τη Μεσόγειο εκείνες τις μέρες. Μετά από την καταδίωξη γερμανικού καταδρομικού στα Δαρδανέλια, έκανε μια στάση στη Μάλτα για ανεφοδιασμό και επισκευές. Τώρα έπλεαν με μεγάλη ταχύτητα για να αντιμετωπίσουν τον γερμανικό στόλο που ερχόταν απειλητικά από το νότο. Είχαν δει να έρχονται τα εχθρικά πλοία, αλλά ο διοικητής τους, ο Ναύαρχος Μπίτυ, δεν θέλησε να επιτεθεί πρώτος, ούτε είχε αναδιατάξει τον στόλο του σε θέση μάχης όταν οι Γερμανοί άνοιξαν πυρ.

«Στην πραγματικότητα δεν βρισκόμαστε σε σιδηρόδρομο», -του απάντησε με σχολαστικό ύφος ο Έρνεστ, ο δεύτερος υπολοχαγός του,– «όπως σου έχω ξαναπεί!».

«Ναι, αλλά γιατί δεν πάμε να χτυπήσουμε τους μπάσταρδους, αντί να χαζολογάμε εδώ σαν παπάκια στο λούνα-παρκ; Να μάθουν να μην τα βάζουν με το Βρετανικό Ναυτικό και να τους τσακίσουμε μια για πάντα;».

Αυτό ήταν το συνεχές παράπονο του Άρνολντ και, αν και συμφωνούσαν σε μεγάλο βαθμό μαζί του, οι σύντροφοί του δεν ήθελαν να το παραδεχτούν. Κάτω, στην αίθουσα των αξιωματικών, δεν είχαν καν καταλάβει ότι η μάχη είχε ήδη ξεκινήσει.

Ο Έρνεστ είχε ενταχθεί στο πλήρωμα του πλοίου πρόσφατα, αποσπασμένος εμπειρογνώμων από το γραφείο Διοίκησης του Ναυαρχείου, και το όνομά του δεν υπήρχε ακόμα στη λίστα του πληρώματος. Μιλούσε άπταιστα τη γερμανική γλώσσα και είχε επαφές με κάποιους από τα πληρώματα του γερμανικού στόλου, όταν ήταν σε υπηρεσία κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του «Κάιζερ Μπιλ» στο Κάους το 1913. Όταν ξέσπασε ο πόλεμος, είχε τοποθετηθεί στην Υπηρεσία Πληροφοριών βοηθώντας στην αποκρυπτογράφηση μηνυμάτων που μετέδιδε το γερμανικό Ναυτικό, και είχε ζητήσει να αποσπαστεί σε ένα από τα πολεμικά πλοία του στόλου, για να δει πώς χρησιμοποιούνται οι αποκρυπτογραφήσεις στην πράξη.

Ήχησε ο συναγερμός. «Άλλη μία καταραμένη άσκηση», είπε ο Άρνολντ, όσο περίμεναν τον σηματωρό να έρθει και να τους δώσει εντολές. Κούμπωσε το μπουφάν του και περίμενε το νεαρό ναύτη που μπήκε φουριόζος στην αίθουσα. «Εντολή του καπετάνιου, ελάτε στη γέφυρα, και εξυπνάκια, αυτό δεν είναι άσκηση!».

«Τι; Έλα πίσω Χίγκινς! Τι εννοείς; Τι συμβαίνει εκεί πάνω;».

«Δεχόμαστε επίθεση. Γερμανικά θωρηκτά. Είναι πάρα πολλά! Μας επιτίθενται», φώναξε καθώς έτρεχε στη διπλανή αίθουσα αξιωματικών.

Ο Άρνολντ και οι σύντροφοί του έτρεξαν στη γέφυρα. Κούμπωσαν τα μπουφάν τους, έσφιξαν τις γραβάτες τους και έβαλαν τα καπέλα τους καθώς έτρεχαν. Η γέφυρα, έξι ορόφους πιο πάνω, γέμισε με αξιωματικούς, ανάστατους αλλά και ενθουσιασμένους, όσο ο πλοίαρχος – ήρεμος όσο ποτέ – κοιτούσε έξω από το παράθυρο.

Μπροστά τους δεν έβλεπαν τίποτα άλλο εκτός από θάλασσα. Πού και πού εμφανίζονταν συννεφάκια καπνού, αλλά διατήρησαν την ψυχραιμία τους, μέχρι που άκουσαν ένα βουητό πάνω από τα κεφάλια τους. «Αυτό πρέπει να είναι το τραίνο σου!», ψιθύρισε ο Έρνεστ. «Δεν ήταν στο πρόγραμμα, έτσι;». Μια βόμβα έπεσε κάνοντας ένα μεγάλο παφλασμό από την άλλη πλευρά του πλοίου, και ακολούθησε ο ήχος του πολυβόλου που την είχε εκτοξεύσει.

«Ήσυχα παιδιά, σας παρακαλώ», είπε ο καπετάνιος. «Κύριε Τάλμποτ, στα πολυβόλα. Κύριε Τζένκινς αναφερθείτε στον αρχικελευστή. Να είστε σε επιφυλακή για αντιμετώπιση πυρκαγιάς παρακαλώ. Όσο πιο γρήγορα μπορείτε, κύριοι».

Ήταν η τελευταία φορά που ο Έρνεστ είδε τον φίλο του. Όταν έφυγαν από τη γέφυρα πήγαν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ο Άρνολντ προς την πρύμνη και ο Έρνεστ μπροστά.

Ο Έρνεστ κατέβηκε γρήγορα τα σκαλιά του καταστρώματος προς την πλώρη. Μπροστά και πίσω του άκουσε τους τεράστιους πυργίσκους των πυροβόλων του «Indefatigable» να στρέφονται στα εχθρικά πλοία, που ήταν ελάχιστα ορατά στον μακρινό ορίζοντα. Ο λευκός καπνός, όμως, πρόδιδε ότι τα κανόνια τους έριχναν πυρά. Ο Αρχικελευστής ήρθε να τον βρει στο κατάστρωμα. «Κύριε Τζένκινς, σας παρακαλώ, βάλτε αυτό το σωσίβιο. Δεν θα σας είναι χρήσιμο το χέρι σας αν αιμορραγεί, έτσι δεν είναι;».

Έβαλε τα χέρια του στις τρύπες του βαριού σωσιβίου, δένοντας τους ενισχυτικούς ιμάντες γύρω του και πήγε εκεί που στεκόταν ο Αρχικελευστής. «Τώρα είστε εντάξει, κύριε. Αν δεν έχετε αντίρρηση…». Ο Αρχικελευστής σταμάτησε ξαφνικά να μιλάει. Το βλέμμα του γέμισε τρόμο κοιτάζοντας πίσω από τον Έρνεστ.

Ακούστηκε μια τρομερή κραυγή σαν ένα εξπρές τρένο να βγαίνει με ορμή από τούνελ. Βόμβες χτύπησαν στο πίσω μέρος του πλοίου και αμέσως μετά ακολούθησε μια τεράστια έκρηξη και λάμψεις φωτιάς, Ο «Indefatigable» μποτζάρισε και άλλαξε πορεία. Ο Έρνεστ ένιωσε ένα κύμα θερμού αέρα να τον σπρώχνει προς τα πίσω και να τον στροβιλίζει. Είδε έντρομος όλο το πρυμναίο τμήμα να καλύπτεται από πυκνό μαύρο καπνό και απειλητικές φλόγες. «Θεέ μου, Άρνολντ!».

«Μην ανησυχείς γι' αυτό παλικάρι μου, πιάσε τη μάνικα! Ο Αρχικελευστής επιστράτευσε την ομάδα των πυροσβεστών του και τον Έρνεστ. Σοκαρισμένος έβλεπε τις δυνατές φλόγες που έρχονταν τώρα από το πίσω μέρος, και προσπαθούσε να αποφασίσει τι έπρεπε να κάνει. «Εντάξει λεβέντες, ψυχραιμία. Ξεδιπλώστε τη μάνικα, εντάξει;», έδωσε εντολή ο Αρχικελευστής.

«Εντάξει», είπε ο Έρνεστ. «Όσο πιο γρήγορα μπορείτε ανοίξτε τη μάνικα!». Ένας ναύτης τράβηξε έξω τη μάνικα, ξετυλίγοντάς την από την πυροσβεστική φωλιά που ήταν αποθηκευμένη, ενώ ένας άλλος πήγε να ανοίξει τη βαριά βάνα. «Περιμένετε, μην την ανοίξετε μέχρι να είναι έτοιμη η μάνικα», είπε ο Έρνεστ. Ακόμα ένας κρότος από βόμβες και περισσότεροι παφλασμοί ακούστηκαν, καθώς οι ναυτικοί τραβούσαν την κορδέλα της μάνικας κατά μήκος του καταστρώματος προς τη φωτιά, πίσω από τη γέφυρα. Σύντομα, η σφοδρότητα της φωτιάς, ήταν τόσο μεγάλη που δεν μπορούσαν να πλησιάσουν, και ο Έρνεστ έδωσε εντολή να ανοίξουν τη στρόφιγγα. Το νερό φούσκωσε μέσα στο λάστιχο, που έγινε άκαμπτο από την πίεση του νερού. Ο Έρνεστ βοήθησε τον ναύτη που κρατούσε την άκρη της στρόφιγγας να σταθεροποιήσει το στόμιο και να κατευθύνει το ακροφύσιο, που τώρα παλλόταν, προς τις φλόγες. Παρά την προσπάθειά τους, όμως, δεν κατάφεραν να τη σβήσουν. Η ένταση της φωτιάς, που τροφοδοτούνταν από το πετρέλαιο και από το ξύλο του καταστρώματος, μεγάλωνε συνεχώς. Τα κανόνια του πλοίου βρέθηκαν στον πυρήνα της φωτιάς, και οι βόμβες τους άρχισαν να εκρήγνυνται, με έναν τρομακτικό και υπόκωφο γδούπο. Η φωτιά κυνηγούσε τους άντρες, που έτρεχαν τρεκλίζοντας προς τους πυροσβέστες, αλλά δεν προλάβαιναν να της ξεφύγουν και τους εγκλώβιζε, καίγοντας τα ρούχα τους και τις σάρκες τους.

Η φωτιά, αφού έκαψε όλα τα καύσιμα, άρχισε να τίθεται υπό έλεγχο και φαινόταν ότι το πλοίο μπορεί και να άντεχε, αν και σακατεμένο. Αλλά τότε, άλλος ένας κανονιοβολισμός από μεγάλη απόσταση που έριξαν οι Γερμανοί εισβολείς, κατάφερε να χτυπήσει το πλοίο στο χειρότερο μέρος, – στον πυργίσκο του ελαφρά θωρακισμένου εμπρόσθιου πυροβόλου- και προκάλεσε μια τεράστια έκρηξη που βύθισε τη γέφυρα. Μια πύρινη μπάλα φωτιάς έπεσε πάνω στους πυροσβέστες, και αμέσως περικύκλωσε τον Αρχικελευστή και τους άνδρες που ήταν μαζί του. Ο Έρνεστ, που κρατούσε ακόμα τη μάνικα, την ένιωσε να χαλαρώνει, κι εκείνη τη στιγμή η έκρηξη τον χτύπησε και ένιωσε να εκσφενδονίζεται στον αέρα, να χτυπά στην κουπαστή και να πετάγεται στη θάλασσα. «Τι γαμημένος τρόπος να πεθάνεις!», πρόλαβε να σκεφτεί παρά τον τρόμο του, καθώς έπεφτε στο νερό.

На страницу:
2 из 8