bannerbannerbanner
Κριτήριο Λάιμπνιτς
Κριτήριο Λάιμπνιτς

Полная версия

Κριτήριο Λάιμπνιτς

Настройки чтения
Размер шрифта
Высота строк
Поля
На страницу:
2 из 15

Ο Μαρρόν γύρισε προς την οθόνη και επέλεξε την πρώτη παράμετρο στην οποία έπεσε το μάτι του.

<Θα τροποποιήσω την K22. Τώρα είναι στα 1123,08V3. Θα την πάω στο μηδέν>.

Ο φοιτητής προχώρησε.

Δε συνέβη τίποτε.

<Αυξάνω κατά 10V τη φορά. Τώρα η K22 είναι 10V, 20V, 30V…>

Και πάλι τίποτα.

Φτάνοντας τα 350V, ο Ντρου είπε στον Μαρρόν να αυξήσει κατά 50V τη φορά.

<…400V, 450V, 500V…>

Πάλι τίποτα.

Η γεννήτρια βούιζε ανησυχητικά, από την αύξηση της τάσης.

<…950, 1000, 1050, 1100, 1150, 1200V…>

Τίποτα.

Ο Μαρρόν σταμάτησε. Σταμάτησε να αυξάνει την τάση.

<Καθηγητά, ξεπεράσαμε την τιμή του πειράματος>.

<Το είδα, Μαρρόν>, ο Ντρου σκεφτόταν έντονα, <Καλά, πήγαινε την K22 κατευθείαν στα 1123,08V, όπως ήταν στην αρχή>.

Ο Μαρρόν έθεσε την τιμή με το πληκτρολόγιο και, πριν την εισάγει στο σύστημα, σταμάτησε, αντάλλαξε ένα βλέμμα συγκατάβασης με τον Ντρου, και οι δύο θα επικεντρώνονταν στο σάντουιτς και μετά το αγόρι ενεργοποίησε την τιμή: στην στιγμή, σαν να ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο, μία ποσότητα του σάντουιτς εξαφανίστηκε. Το σχήμα της ήταν ακριβώς ίδιο με του κομματιού που είχε εξαφανιστεί, προηγουμένως.

O Ντρου λαχάνιασε. Μέσα του, δεν είχε πιστέψει στ’ αλήθεια ότι υπήρξε η επίδραση που του περιέγραψε ο Μαρρόν, αλλά σκεφτόταν ότι θα υπήρχε μία κοινότυπη εξήγηση για όλα.

Βοηθούσε άμεσα στo να δείξει την επίδραση που το μετατόπισε. Του φαινόταν ότι βυθιζόταν σε ένα κενό που δημιουργούνταν ξαφνικά από κάτω του και ένιωσε να καταρρέει. Ευτυχώς, καθόταν κι αυτό ήταν αρκετό ώστε ο φοιτητής, που ήταν σε ετοιμότητα, να τον στηρίξει για μία στιγμή εμποδίζοντάς τον από το να πέσει. Αντιλήφθηκε πώς ένιωσε ο Μαρρόν παρατηρώντας την επίδραση αυτή, την πρώτη φορά. Χρειάστηκε λίγο χρόνο για να επανέλθει, αλλά τώρα είχε πλήρη αυτοέλεγχο. Δεν αισθανόταν πια την κούραση της ημέρας, η νύστα είχε φύγει, το μυαλό του ήταν, τώρα, ένα ικανό και αξιόπιστο εργαλείο, συγκεντρωμένο πλήρως στο πείραμα.

<Ωραία, Μαρρόν>, είπε ψυχρά ο Ντρου, <πήγαινε την K22 στο μηδέν και μετά στα 1123,08V>. Στο μεταξύ, επανατοποθέτησε τυχαία το κομμάτι του ψωμιού.

Ο Μαρρόν ακολούθησε τις εντολές και, πάλι, το υλικό εξαφανίστηκε.

Δοκίμασαν να πάνε την K22 στα 1123,079V, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.

<Τώρα, ξέρουμε ότι η K22 παράγει αυτό το αποτέλεσμα, αν φτάσει απευθείας την κρίσιμη τιμή. Δεν υπάρχει σταδιακή εμφάνιση του φαινομένου, ούτε για τιμές πολύ κοντά στην κρίσιμη τιμή. Φαίνεται ότι είμαστε μπροστά σε κάτι ξεκάθαρο, το οποίο είτε εμφανίζεται είτε δεν εμφανίζεται καθόλου, βάσει της τιμής που δίνουμε στην παράμετρο. Ωραία, τώρα, θα δοκιμάσουμε με τις άλλες παραμέτρους. Προχώρησε με τη σειρά, ξεκινώντας από την πρώτη, διαφοροποιώντας την σταδιακά, όπως κάναμε με την K22>.

Ο Μαρρόν παρενέβη:

<Καθηγητά, έχει απομείνει λίγο ψωμί. Θεωρώ ότι πρέπει να δοκιμάσουμε με κάποιο άλλο υλικό, προτού περάσουμε στις άλλες παραμέτρους>.

<Μμμ, έχεις δίκιο.>

Ο Ντρου πήρε ένα κομμάτι τεφλόν από έναν κοντινό πάγκο και το ακούμπησε πάνω στην πλάκα.

Διαφοροποιώντας την K22, έκαναν να εξαφανιστεί ένα κομμάτι και από αυτό. Το ίδιο αποτέλεσμα αποκόμισαν και με ένα κομμάτι ξύλο, με ένα πρίσμα, ένα πλακίδιο μολύβδου και το σπόγγο σβησίματος του πίνακα. Εξακρίβωσαν ότι το πάχος του υλικού που αφαιρούταν ήταν περίπου μισό εκατοστό.

Ήταν δέκα το βράδυ. όταν ξεκίνησαν να διαφοροποιούν τις άλλες παραμέτρους. Είχαν σβήσει όλα τα φώτα, εκτός από μία λάμπα πάνω από τον πάγκο. Το απόκοσμο φως του φεγγαριού έμπαινε από το κοντινό παράθυρο, φωτίζοντας τις πλάτες των δύο ανδρών που ήταν σκυμμένοι πάνω από έναν φθαρμένο πάγκο ενός συνηθισμένου εργαστηρίου Φυσικής. Δούλευαν αθόρυβα, σαν να ήταν σε μοναστήρι. Ο φοιτητής ακολουθούσε τον δάσκαλο κι ο δάσκαλος αντλούσε καινούργια δύναμη από τις ιδέες του νέου, μα οξυδερκή, φοιτητή. Αρκούσαν λίγες λέξεις, κάποιες μόνο χειρονομίες οι οποίες μόλις που διακρίνονταν, γιατί συνεννοούνταν αμέσως, και συνέχιζαν απόλυτα συντονισμένοι στην ανάλυση ενός φαινομένου αξιοθαύμαστου όσο και άπιαστου.

<Πρέπει να υπάρχει κάποια ανταλλαγή>, παρατήρησε ο Ντρου, κατά τη διάρκεια των προσπαθειών.

Ο Μαρρόν τον κοίταζε με απορία.

<Αν το υλικό μετακινείται ή αφαιρείται, στη θέση του θα παραμείνει το κενό και ο αέρας που το περιβάλλει θα το ξαναγεμίσει αμέσως, παράγοντας έναν ξερό ήχο, σαν κρότο. Εφόσον ο θόρυβος δεν ακούγεται, πιστεύω ότι το υλικό, που εξαφανίζεται από εδώ, πάει σε ένα άλλο σημείο κι εκεί αντικαθιστά μία ποσότητα αέρα η οποία, αντίθετα, μεταφέρεται εδώ. Η ανταλλαγή θα πρέπει να είναι στιγμιαία και ταυτόχρονη>.

«Ποιος ξέρει πού θα καταλήξει αυτό το πράγμα», αναρωτήθηκε ο Μαρρόν, «πού να στοχεύει το όργανο;»

Κάποια στιγμή έσβησαν και τη μοναδική λάμπα που είχε μείνει ανοιχτή και την οθόνη του υπολογιστή, για να παρατηρήσουν τυχόν οπτικά εφέ που σχετίζονταν με το πείραμα.

Το εσωτερικό του εργαστηρίου ήταν σκοτεινό, εκτός από το σεληνόφως, το οποίο φώτιζε διακριτικά τον περιβάλλοντα χώρο.

Κανένας θόρυβος, εκτός από τον ανεμιστήρα του υπολογιστή, ο οποίος φυσούσε απαλά, και το ήσυχο βουητό της γεννήτριας υψηλής τάσης.

Ο Μαρρόν ένιωσε την παρόρμηση να κοιτάξει έξω από το παράθυρο και παρατήρησε κάτι παράξενο: το πρόσωπο που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε, όταν κοιτάζουμε το φεγγάρι, τώρα φαινόταν να τον κοιτάζει έκπληκτο, σαν αυτό που έκαναν οι δυο τους, να μην έπρεπε να γίνεται.

Ή, ίσως, όχι ακόμα.

Ο Μαρρόν ανατρίχιασε για λίγο, αλλά επανήλθε αμέσως κι ενεργοποίησε την ανταλλαγή. Το εργαστήριο βυθίστηκε στο απόλυτο σκοτάδι. Ο φοιτητής, ξαφνικά, πάγωσε. το μέτωπό του γέμισε σταγόνες ιδρώτα.

<Καθηγητά…>, μουρμούρισε.

Σαν απάντηση, άκουσε μόνο ένα δυνατό κλικ. Δεν τόλμησε να κινηθεί. Ο ιδρώτας αυξανόταν.

Ο χρόνος φαινόταν να είχε σταματήσει σε εκείνο το εργαστήριο.

Πάντα σκοτεινά, με ένα σκοτάδι συντριπτικό σαν ένα μεγάλο χέρι να να το έκανε ακόμη πιο έντονο.

Η ένταση ήταν, πλέον, αβάσταχτη.

Πέρασε μισό λεπτό ακόμη, μετά ο άνεμος έδιωξε μακριά το σύννεφο που κάλυπτε το φεγγάρι, εν αγνοία των δυο τους, κι εκείνο φώτισε ψυχρά το σκηνικό.

Ο Μαρρόν κοίταξε τον Καθηγητή.

Ο ηλικιωμένος καθηγητής είχε ορθάνοιχτα τα μάτια του, το πρόσωπό του ήταν άσπρο σαν πανί και τα χέρια ήταν γραπωμένα στον πάγκο και τον έσφιγγαν δυνατά, με τις αρθρώσεις άσπρες από την πίεση. Αυτό το σφίξιμο παρήγαγε το δυνατό κρότο που άκουσε ο φοιτητής, λίγο πριν. Η σιγουριά και ο αυτοέλεγχος του Ντρου είχαν φύγει και, εκείνη την στιγμή, ο άνθρωπος εξέφραζε μόνο ένα πράγμα: φόβο.

<Καθηγητά…>, προσπάθησε πάλι ο Μαρρόν.

O Ντρου φαινόταν να συνέρχεται αργά.

<Άναψε το φως, Μαρρόν>, είπε ασθμαίνοντας από κούραση.

Το αγόρι αναζήτησε τον διακόπτη και άναψε τη λάμπα. Ένα ζωντανό φως φώτισε τον πάγκο. Χωρίς να πει λέξη, πήγε στον τοίχο και άναψε όλα τα φώτα του εργαστηρίου.

Φαινόταν σαν να επέστρεψε η ζωή, ότι εκείνες οι στιγμές τρόμου έσβησαν ταχύτατα από αυτό το φως. Ο Ντρου σηκώθηκε από την καρέκλα κι έκανε λίγα βήματα. Σκούπισε το μέτωπό του με ένα μαντήλι.

Ο Μαρρόν επέστρεψε στον πάγκο και παρατήρησε την πλάκα του πειράματος. Το υλικό είχε εξαφανιστεί, όπως πάντα. Τίποτα δεν ήταν διαφορετικό. Ο φοιτητής κοίταξε τον Καθηγητή, ο οποίος στο μεταξύ, επέστρεφε στη θέση του. Τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν και ήξεραν και οι δύο, ότι εκείνη τη δραματική στιγμή αισθάνονταν το ίδιο.

<Ένδειξη. Μόνο ένδειξη. Είναι νύχτα, είμαστε κουρασμένοι και παλεύουμε με δύσκολα προβλήματα. Μπορεί να πετύχει...>, ο Ντρου μιλούσε, αβέβαιος, προσπαθώντας να ανακτήσει τον αυτοέλεγχό του.

<Ναι, βέβαια. Έτσι πρέπει να πάει>, ενέκρινε ο Μαρρόν, όχι πολύ πεπεισμένος, αλλά ως λογικό άτομο που θεωρούσε ότι ήταν, πίστευε ότι έπρεπε να είναι όπως τα έλεγε ο καθηγητής, που ήταν πιο μεγάλος και πιο σοφός.

Οι δύο τους συνέχισαν τη δουλειά τους, όχι χωρίς έναν αρχικό δισταγμό, ωστόσο.

Οι παράμετροι στον υπολογιστή ήταν 28 και, στις δύο τη νύχτα, ο Μαρρόν και ο Ντρου τελείωναν τις δοκιμές. Είχαν καταγράψει τα πάντα, είχαν σώσει όλα τα δεδομένα που είχαν χρησιμοποιήσει, τα μάτια τους, διευρυμένα από την ένταση, με μαύρους κύκλους και γεμάτα αίμα από την καταπόνηση , εξέφραζαν μία κούραση, που δεν περιγραφόταν με λόγια και συνάμα ένα φως ενός θριάμβου, που λίγες φορές καταφέρνει ένας άνθρωπος να νιώσει στη ζωή του. Το συμβάν είχε ήδη ξεχαστεί.

Κεφάλαιο ΙΙΙ

Βλέποντας την ώρα, ο Ντρου θεώρησε αγένεια να αφήσει τον Μαρρόν να γυρίσει στη φοιτητική εστία, μόνος κι εξαντλημένος, με όλα αυτά που κατάφερε το αγόρι και για τους δύο τους.

<Μαρρόν, τι θα έλεγες να έρθεις να κοιμηθείς σπίτι μου; Η αδελφή μου είναι σε μία φίλη της στο Λιντς, για μερικές ημέρες, και θα μπορούσες να χρησιμοποιήσεις το δωμάτιό της>.

<Ευχαριστώ, Καθηγητά, νομίζω θα δεχτώ, ευχαρίστως>, απάντησε με ευγνωμοσύνη το εξαντλημένο αγόρι.

Για να αποφύγει το ενδεχόμενο κάποιος να πειράξει, έστω άθελά του, το πείραμα την επόμενη ημέρα, ο Ντρου κόλλησε στο εξωτερικό μέρος της πόρτας εισόδου του εργαστηρίου, ένα χαρτί, πρόχειρα γραμμένο στη στιγμή, το οποίο έλεγε: «ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΕΧΕΙ ΜΟΛΥΝΘΕΙ ΑΠΟ ΚΑΤΣΑΡΙΔΕΣ. ΜΗΝ ΕΙΣΕΡΧΕΣΤΕ!», μετά μπήκαν στο αυτοκίνητο του Ντρου και, σύντομα, ήταν στην εξοχική κατοικία, η οποία βρισκόταν μόλις έξω από την περίμετρο του Πανεπιστημίου.

«Δόξα τω Θεώ, μένει κοντά...» σκέφτηκε ο Μαρρόν, τόσο γιατί ο Καθηγητής μπόρεσε να φτάσει γρήγορα στο εργαστήριο εκείνο το βράδυ, όσο και γιατί αισθανόταν τόσο κουρασμένος, που έκλειναν τα μάτια του. Είχε απόλυτη ανάγκη να κοιμηθεί.

Ανέβηκαν το δρομάκι που οδηγούσε στην είσοδο και ο Ντρου χασομέρησε λίγο με τα κλειδιά κι, επιτέλους, ήταν μέσα.

Ο ιδιοκτήτης του σπιτιού οδήγησε τοΝ φοιτητή στο δωμάτιο της αδελφής του και του έδωσε τις απαραίτητες οδηγίες, όσον αφορά τις διάφορες ανέσεις και την κουζίνα, και μετά πρότεινε:

<Άκου λίγο, Μαρρόν, τώρα θα βάλουμε πιτζάμες και θα πλύνουμε τα δόντια, σαν καλά παιδιά, αλλά τι θα έλεγες να τσιμπήσουμε κάτι, για να διώξουμε την ένταση, πριν κοιμηθούμε;>

Ο φοιτητής δεν μπορούσε να σταθεί στα πόδια του, από τη νύστα, αλλά έπρεπε να παραδεχτεί ότι τα νεύρα του ήταν τεντωμένα στο έπακρο κι αυτή η κατάσταση θα μπορούσε να τον κρατήσει ξύπνιο όλη τη νύχτα. Επιπλέον, δεν είχε φάει βραδινό αλλά, τέτοια ώρα, ποιος είχε όρεξη για να φάει, πόσω μάλλον να ετοιμάσει φαγητό; Το να παρακάμψεις ένα γεύμα δεν ήταν το τέλος του κόσμου, για εκείνον, ωστόσο συγκατένευσε.

<Καλή ιδέα, είναι κι ένας τρόπος για να γιορτάσουμε, σωστά;>

Μετά από ένα τέταρτο ήταν βυθισμένοι στις πολυθρόνες του καθιστικού, με ένα πολύ καλό ουίσκι στα χέρια τους. Η ευχάριστη ζεστασιά από τις πρώτες γουλιές τους χαλάρωσε αρκετά κι η συζήτηση ήταν ήρεμη.

<Αυτή είναι μία ξεχωριστή ημέρα, Μαρρόν>, είπε ο Ντρου, <πολύ ξεχωριστή. Όπως το αντιλαμβάνομαι εγώ, έχουμε στα χέρια μας ένα εργαλείο που παράγει ένα εντελώς καινούργιο αποτέλεσμα, που δεν υπάρχει ούτε καν στη θεωρία. Θα πρέπει να λάβουμε υπόψη τις τρέχουσες θεωρίες της Φυσικής και να δούμε αν είναι δυνατόν να εξηγήσουμε, μέσω αυτών, το αποτέλεσμα ή, σε αντίθετη περίπτωση, αν είναι απαραίτητο να φτιάξουμε μία νέα θεωρία που θα το εξηγεί. Θα πρέπει να γίνει πολλή δουλειά, από εμένα και τους συναδέλφους μου, ανά τον κόσμο, από τη στιγμή που θα τους εμπλέξω στο πείραμα>.

<Θα είναι, σίγουρα, ένα ωραίο εγχείρημα. Θα μου άρεσε να συμμετάσχω στη μελέτη...>

<Γιατί, είχες αμφιβολίες; Μετά από όλο αυτό, χάρη σε σένα αυτό το αποτέλεσμα χαρίζεται στον κόσμο και μπορείς να είσαι σίγουρος ότι, στο εξής, μόνο ένα πράγμα σε περιμένει: ένα σωρό δουλειά. Στο μεταξύ, θα μπορείς να συνεχίσεις τη ροή των κανονικών σπουδών σου και, μετά, θα δίνεις ψυχή και σώμα σε αυτή τη νέα πρόκληση. Συγχαρητήρια, Μαρρόν, πρόκειται να γίνεις διάσημος και, ταυτόχρονα, θα πεθαίνεις στη δουλειά, όπως ένας μούτσος στο καράβι. Τι άλλο θες;> ο Ντρου απευθυνόταν στον Μαρρόν με πατρικό τόνο, ικανοποιημένος από τα κατορθώματα του παιδιού.

<Αυτή τη στιγμή, θα έλεγα, ένα ωραίο κρεβάτι!>, απάντησε ο Μαρρόν τελειώνοντας το ποτό του.

<Σύμφωνοι>, συγκατένευσε ο Ντρου, <Παρεμπιπτόντως, πώς σε λένε;>

<Μαρρόν!…Α…ε...Τζόσουα Μαρρόν. Τζος>.

Ο Ντρου τον παρατηρούσε ευχαριστημένος.

Αυτό το παιδί με το σοκολατί δέρμα, είχε την τύχη και την οξυδέρκεια να συλλάβει ένα φαινόμενο το οποίο, διαφορετικά, θα μπορούσε να παραμείνει άγνωστο για την ανθρωπότητα, ποιος ξέρει για πόσο καιρό, ίσως για πάντα.

«Άλλος ένας πόντος για τους νέγρους», στοχάστηκε, «Χρειαζόταν. Τους άξιζε. Στην κόλαση όσοι ήθελαν να κάνουν διακρίσεις εις βάρος τους. Ο κόσμος άρχισε να γυρνά προς τη σωστή κατεύθυνση, δόξα τω Θεώ, και πιστεύω ότι...» ο Ντρου επανήλθε, καταλαβαίνοντας ότι τον είχε «πιάσει» το ουίσκι.

<Καληνύχτα, Τζος>.

<Καληνύχτα, Καθηγητά Ντρου.>

Λίγο μετά, ο Ντρου ήταν στο κρεβάτι του, μόνος όπως πάντα, στην εργένικη ζωή του.

Είχε γνωρίσει κάποιες γυναίκες, πολύ καιρό πριν, αλλά ήταν φίλοι ή κάτι λιγότερο από αυτό. Εκείνος δεν προχωρούσε ποτέ τη σχέση, κι εκείνες τον άφηναν, μετά από λίγο, καταλαβαίνοντας ότι δεν μπορούσε να συμβεί τίποτε με αυτόν τον τύπο, που φαινόταν να έχει το μυαλό του πάνω από το κεφάλι του.

Σίγουρα, η Φυσική έπιανε όλο τον χώρο στη ζωή του Ντρου, αλλά εκείνος, εκτός όλων των άλλων, ήταν και άντρας κι ο αληθινός λόγος για τον οποίο δεν κατάφερε τίποτα, από συναισθηματικής άποψης, ήταν η αδελφή του.

Η Τιμορίνα Ντρου έμενε πάντα μαζί του. Στα πενήντα της, δέκα χρόνια μικρότερη από τον αδελφό της, ανύπαντρη κι αυτή, ασχολούταν με τον ίδιο και με το σπίτι, με τόσο υποδειγματικό τρόπο, που ο Ντρου αισθανόταν, άθελά του, υποχρεωμένος απέναντί της, γι’αυτό που έκανε. Πράγματι, η προθυμία της αδελφής του τού επέτρεπε να αφιερωθεί εξ ολοκλήρου στη δουλειά του, πράγμα που τον ικανοποιούσε πλήρως.

Ως εκ τούτου, ο Ντρου απέφευγε να παντρευτεί κάποια γυναίκα γιατί, υποσυνείδητα, φοβόταν ότι αυτή η γυναίκα δε θα μπορούσε να σταθεί στο ύψος της αδελφής του και θα περιόριζε τη δραστηριότητά της, πράγμα αδιανόητο, για εκείνον. Επιπλέον, η υποτιθέμενη σύζυγος, θα μπορούσε να έρθει σε σύγκρουση με την Τιμορίνα κι αυτό θα ήταν ανυπόφορο, εφόσον είχε τέτοια υποχρέωση να δείχνει ευγνωμοσύνη απέναντι στην αδελφή του και θα έπρεπε να δίνει και την προσοχή ενός συζύγου στη γυναίκα του. Θα βρισκόταν μέσα σε έναν φαύλο κύκλο και δε θα ήξερε πώς να βγει από αυτόν.

Εν ολίγοις, ο Ντρου είχε τα συμπλέγματά του κι αυτό δεν έκανε εύκολη τη ζωή του, παρόλο που εκείνος την αντιλαμβανόταν ως μία καλή ζωή.

Πράγματι, η Τιμορίνα, τον εκβίαζε ψυχολογικά, όπως κάνουν πολλές γυναίκες, χωρίς να το αντιλαμβάνονται οι άντρες, και τον έβαζε να κάνει δουλειές τις οποίες εκείνη, απλώς, δεν ήθελε να κάνει, παρουσιάζοντάς τες στον Ντρου ως δουλειές «που μόνο εσύ ξέρεις να κάνεις καλά».

Μία από αυτές ήταν το κούρεμα του γκαζόν, μπροστά από την εξοχική κατοικία.

Είχε επιφάνεια, περίπου, 200 τ.μ. και με τη μηχανή του γκαζόν χρειαζόταν, περίπου, μία ώρα. Δεν ήταν πολλή ώρα αλλά, τελευταία, η αδελφή του του το φόρτωνε το πρωί της Κυριακής, στιγμή ιερή για εκείνον, κατά την οποία ήθελε να χαλαρώνει εντελώς και να κάθεται στην πολυθρόνα ακούγοντας κλασσική μουσική. Μέχρι πριν ένα-δύο μήνες, εκείνος κούρευε το γκαζόν το μεσημέρι του Σαββάτου αλλά, από τότε, η Τιμορίνα ξεκίνησε να καλεί τις φίλες της- που πρώτα της καλούσε την Κυριακή- από το Σάββατο και υποστήριζε ότι «δεν μπορούμε να παίρνουμε το τσάι μας με το θόρυβο της μηχανής του γκαζόν!».

Ο Ντρου προσαρμόστηκε αλλά, τις τελευταίες εβδομάδες, το πράγμα έγινε ανυπόφορο για εκείνον, έτσι του ήρθε μία ιδέα.

Σκέφτηκε ότι, ως καθηγητής Φυσικής που ήταν, θα μπορούσε να κατασκευάσει μία μηχανή, που θα ήταν σε θέση να καίει στη στιγμή το γκαζόν, πάνω από ένα συγκεκριμένο ύψος, δίνοντας ένα αποτέλεσμα παρόμοιο με το κούρεμα της μηχανής.

Ο Ντρου πίστευε ότι τοποθετώντας μία ικανοποιητική ποσότητα αγωγών στο γκαζόν και δημιουργώντας ένα ηλεκτρικό πεδίο υψηλής τάσης, που να ξεκινά, ας πούμε από τα πέντε εκατοστά πάνω από το γρασίδι, αυτό θα κοβόταν κατά ένα συγκεκριμένο μήκος, διατηρώντας το ίδιο αποτέλεσμα με το κόψιμο της μηχανής του γκαζόν.

Δεν λάμβανε υπόψη, αφελώς, ότι στην αδελφή του δε θα ξέφευγαν τα σημάδια καψίματος στις κορυφές του γρασιδιού κι έτσι, εκείνος θα έπρεπε να επιστρέψει στη μηχανή του γκαζόν, όπως πάντα.

Παρόλα αυτά, από όλο αυτό γεννήθηκε η συσκευή που βρισκόταν πάνω στον πάγκο του εργαστηρίου.

Αν ήξερε μόνο ότι «η φίλη από το Λιντς», την οποία, εδώ και λίγο καιρό, επισκεπτόταν η Τιμορίνα τις Κυριακές και, κάποιες φορές, για όλο το Σαββατοκύριακο ή και ως τη Δευτέρα, ήταν ένας συμπαθητικός μεσήλικας άντρας, ο οποίος εκείνη τη δεδομένη στιγμή, έκανε μία ξεχωριστή γυμναστική με την αδελφή του, σε ένα ημίδιπλο κρεβάτι!

Κεφάλαιο IV

Ο Μαρρόν ξύπνησε νωρίς, την αυγή. Κανονικά, τα πρωινά δεν είχε καμία δυσκολία να ξυπνήσει και, παρά το γεγονός ότι, κάποιες φορές, η κούραση της νύχταςδεν είχε φύγει. Έμεινε, όμως, λίγο ακόμη στο κρεβάτι, για να ζυγίσει στο μυαλό του αυτό που είχε συμβεί, και άρχισε να αναρωτιέται πού είχε στείλει η συσκευή το υλικό που είχε εξαφανιστεί. Ίσως σε μία ιαπωνική παγόδα; Ή σε μία έρημο στην Αυστραλία; Ή ίσως σε κάποιο μακρινό αφρικανικό χωριό;

<Μπα! Αν υπάρχει τρόπος να ανακαλυφθεί, θα ανακαλυπτόταν!>, συμπέρανε φιλοσοφικά.

Κατέβηκε στην κουζίνα και βρήκε τον Ντρου, που ετοίμαζε ένα πλούσιο πρωινό για δύο.

Χαιρετήθηκαν και όρμησαν με όρεξη στα αυγά με μπέικον, τα οποία συνοδεύονταν από ένα ωραίο τσάι.

Κατά τη διάρκεια του γεύματος, μίλησαν λίγο, καθώς ο χρόνος πίεζε.

Όταν τελείωσε το πρωινό, ο Ντρου τηλεφώνησε στη Γραμματεία του Πανεπιστημίου, για να ειδοποιήσει ότι θα αργούσε.

Ο Μαρρόν, αντίθετα, εκείνο το πρωί δεν είχε μαθήματα, οπότε ήταν ελεύθερος.

Ετοιμάστηκαν και βγήκαν.

Πρώτα, πήγαν σε ένα συμβολαιογράφο, φίλο του Ντρου. Μετά από σύντομη επεξήγηση, ο συμβολαιογράφος, άρχισε να ετοιμάζει ένα έγγραφο, με το οποίο δήλωνε ότι με αυτά τα δεδομένα, οι κύριοι Λέστερ Ντρου και Τζόσουα Μαρρόν είχαν ανακαλύψει έναν νέο φυσικό φαινόμενο, το οποίο περιγραφόταν εν συντομία, και ότι αυτό το φαινόμενο παράχθηκε από μία συσκευή την οποία κατασκεύασε ο Ντρου και τη ρύθμισε κατάλληλα ο Μαρρόν. Ο γάτος δεν αναφερόταν στο έγγραφο αυτό.

Μετά από τις απαραίτητες υπογραφές, οι δυο τους ξαναμπήκαν στο αυτοκίνητο και ο Ντρου οδήγησε ως το πάρκινγκ, κοντά στο γραφείο του Πρύτανη.

Ζήτησαν να τους αναγγείλουν και λίγα λεπτά μετά, έμπαιναν.

Ο Πρύτανης ΜακΚίντοκ, ήταν εγκατεστημένος σε αυτό το γραφείο με σπαρτιάτικο τρόπο και χωρίς πολυτέλειες. Μόνο τα αμέσως απαραίτητα και χρήσιμα είχαν θέση σε αυτόν τον χώρο. Και μόνο η εμφάνιση του Πρύτανη, εξέπεμπε διαύγεια και αποτελεσματικότητα.

<Ντρου, φίλε μου, τι μπορώ να κάνω για σένα;> έριξε μόνο μία ματιά στο Μαρρόν, χωρίς να τον χαιρετίσει.

<Γεια σου, ΜακΚίντοκ. Έχω μία ανακάλυψη>.

Η σπουδαιότητα της δήλωσης του Ντρου, έκανε το μέτωπο του Πρύτανη να ζαρώσει, πλήττοντας το ψυχρό προσωπείο, που συνήθιζε να παρουσιάζει στην εργασία του. Αυτό το προσωπείο έπρεπε να εκφράζει αυτοέλεγχο και πλήρη έλεγχο πάνω στους πάντες και τα πάντα κι ήταν μία αποτελεσματική βοήθεια στη διατήρηση της ιεραρχίας σε τάξη.

Ο ΜακΚίντοκ ήξερε ότι ο Ντρου ήταν ικανός αλλά δεν περίμενε ότι, στα εξήντα του, ο Φυσικός θα παρήγαγε κάτι ιδιαίτερο, έχοντας περάσει μία ζωή στη σκιά μίας αξιοπρεπούς, μα ανώνυμης διδασκαλίας.

<Μία ανακάλυψη; Ποια;>

<Εγώ κι ο φοιτητής Μαρρόν δημιουργήσαμε μία συσκευή που είναι σε θέση να ανταλλάξει, μεταξύ τους, δύο όγκους χώρου, με τρόπο στιγμιαίο και με μικρή δαπάνη ενέργειας>.

Ο Πρύτανης ήταν καθηγητής Κλασικών Σπουδών και η Φυσική ήταν για εκείνον ένας άυλος και ακατανόητος κόσμος. Έννοιες όπως ο χωροχρόνος, η σχετικότητα ή ακόμη και η δομή του ατόμου του ήταν εντελώς ξένες.

Πίστευε ότι καταλάβαινε αυτό που του έλεγε ο Ντρου, έτσι τον κοιτούσε με μία υποψία σαρκασμού, μετά πήρε ταυτόχρονα, από το γραφείο ένα πρες παπιέ και μία θήκη γυαλιών, σταύρωσε τα χέρια και τα άλλαξε θέση.

<Δε μου φαίνεται μεγάλη ανακάλυψη, Ντρου. Μπορώ κι εγώ να το κάνω με γυμνά χέρια και χωρίς τη βοήθεια εργαλείων, όπως βλέπεις>.

<Μπράβο, αλλά έχεις αρκετά μακριά χέρια, για να το καταφέρεις μεταξύ Μάντσεστερ και Πεκίνου;>, ο Ντρου ήξερε τα κενά που είχε ο ΜακΚίντοκ στην Επιστήμη και ήξερε και τάση του για σαρκασμό, έτσι είχε αποφασίσει να απαντήσει αναλόγως.

<Τι πράγμα; Στο Πεκίνο;…>, ο Πρύτανης είχε μπερδευτεί.

<Έτσι ακριβώς, ΜακΚίντοκ>, τόνισε ο Ντρου, <η συσκευή μας είναι σε θέση πραγματοποιεί την ανταλλαγή, σε απόσταση η οποία θεωρούμε ότι εξαρτάται από τις ρυθμίσεις του, αλλά σίγουρα, μιλάμε για χιλιόμετρα, εκατοντάδες, αν όχι χιλιάδες.>

<«Θεωρούμε» με ποια έννοια;>, ο ΜακΚίντοκ είχε επανακτήσει τον έλεγχο της κατάστασης.

<Με την έννοια ότι δουλέψαμε απόψε και καταφέραμε να αντλήσουμε πολλά θεμελιώδη στοιχεία, ως προς τη λειτουργία της συσκευής, ενώ πρέπει ακόμη να καθορίσουμε το πού στοχεύει η συσκευή και πώς μπορούμε να διαφοροποιήσουμε αυτές τις συνισταμένες. Εφόσον, η ανταλλαγή δεν είχε σαν προορισμό το εσωτερικό του εργαστηρίου, προφανώς, προς στιγμήν, αυτό παραμένει ένα δεδομένο το οποίο πρέπει να προσδιορίσουμε>.

Τον Ντρου αυτό το «θεωρούμε», τον έκανε να χάσει το πλεονέκτημα που είχε στον Πρύτανη, κι αυτό μπορούσε να αποτελέσει πρόβλημα.

Εκείνη τη στιγμή, άκουσε φασαρία στη Γραμματεία. Ένα χτύπημα στην πόρτα, έντονα βήματα και μία διαπεραστική φωνή, η οποία επιτιθόταν στη γραμματέα, μετά κι άλλα έντονα βήματα, με πολύ χτύπημα τον τακουνιών κι η πόρτα του Πρύτανη, ξαφνικά άνοιξε διάπλατα, με την καθηγήτρια Μπράις να μπαίνει ορμητικά και να προχωρά με αποφασιστικότητα ως το γραφείο, αδιαφορώντας για τους επισκέπτες.

Ανάμεσα στις ανοιχτές πόρτες, η γραμματέας ξαφνιασμένη άπλωσε τα χέρια και κούνησε το κεφάλι, εξηγώντας έτσι στον Πρύτανη ότι δεν κατάφερε να τη σταματήσει.

<Πρύτανη ΜακΚίντοκ!> ξεκίνησε η γυναίκα με αλλοιωμένη φωνή, σχεδόν ουρλιάζοντας, <αυτή τη φορά παράγινε το κακό! Κοιτάξτε τι βρήκα, σήμερα το πρωί, στην πολυθρόνα του γραφείου μου!>

Η καθηγήτρια κράδαινε μία διάφανη πλαστική σακούλα, η οποία περιείχε διάφορα μικροαντικείμενα με ποικίλα χρώματα.

<Έφτασα στο γραφείο, κάθισα και, ξαφνικά, κατάλαβα ότι από κάτω είχα αυτό το πράγμα. Κοιτάξτε χάλι: γυαλί, μέταλλο, πλαστικό και ωωωω, αποφάγια! Μου κατέστρεψαν τη φούστα και δεν ξέρω αν μπορώ να την επιδιορθώσω. Οι δευτεροετείς φοιτητές, αυτή τη φορά, υπερέβησαν τα εσκαμμένα και περιμένω ότι θα λάβετε τα απαραίτητα μέτρα. Από πλευράς μου, έχω ήδη τον τρόπο για να τους τακτοποιήσω!>

Κατά τη διάρκεια του λογιδρύου, ο Ντρου κι ο Μαρρόν, άσπρισαν, ξαφνικά: πράγματι, αναγνώρισαν στο περιεχόμενο της σακούλας, τα υλικά που είχαν ανταλλαχθεί, κατά τη διάρκεια της νύχτας. Το μυστήριο του πού έδειχνε η συσκευή είχε λυθεί, αλλά τώρα υπήρχε ένα πιο άμεσο πρόβλημα.

Ο ΜακΚίντοκ είχε μείνει ανέκφραστος μπροστά στον παροξυσμό της Μπράις. Πράγματι, τέτοιες φάρσες συνέβαιναν συνέχεια, με αξιοσημείωτη συχνότητα, κι εκείνος γνώριζε ότι αυτή η περίπτωση ήταν μία από τις πολλές, χωρίς να είναι σε θέση να συνδέσει την ανακάλυψη του Ντρου με τα αντικείμενα του σκανδάλου.

Ο Ντρου αντιλαμβανόταν την κατάσταση, αλλά είδε ότι κι η καθηγήτρια ήταν πολύ θυμωμένη για να δεχτεί εξηγήσεις: ήθελε μόνο εκδίκηση. Οπότε, άφησε τον Πρύτανη να προνοήσει για εκείνη.

Ο ΜακΚίντοκ πήρε μία έκφραση μεγάλης αποδοκιμασίας.

<Έχετε απόλυτο δίκιο, καθηγήτρια Μπράις. Αυτοί οι φοιτητές δε γνωρίζουν τίποτε περί πειθαρχίας και σεβασμού για τους καθηγητές, οπότε, μπορείτε να είστε σίγουρη ότι θα ενεργήσω άμεσα, γιατί απαιτείται μία παραδειγματική τιμωρία, κατόπιν της οποίας δε θα έχουν πια καμία όρεξη για κάτι που δεν αφορά τις σπουδές τους>.

Η Μπράις αποδέχτηκε την απάντησή του με ένα ξερό βλέμμα επιδοκιμασίας, μετά γύρισε επί τόπου με τα τακούνια και, με μεγάλα βήματα, βγήκε από το γραφείο, κατευθυνόμενη στην αίθουσα της Βιολογίας, της ειδικότητάς της, για να επιβάλλει τη δική της τιμωρία στους δευτεροετείς φοιτητές, οι οποίοι είχαν καταδικαστεί σε γραπτή εξέταση. Τους έβαλε μία απίθανη άσκηση και την βαθμολόγησε κατά τρόπο, που κατέστρεφε το μέσο όρο σε όλους.

На страницу:
2 из 15