bannerbanner
Η Τελευταία Θέση Στο Χίντενμπουργκ
Η Τελευταία Θέση Στο Χίντενμπουργκ

Полная версия

Η Τελευταία Θέση Στο Χίντενμπουργκ

Язык: el
Год издания: 2021
Добавлена:
Настройки чтения
Размер шрифта
Высота строк
Поля
На страницу:
2 из 2

Τμήμα Υποθέσεων για Βετεράνους

5000 Λεωφόρος Γούντλαντ

Φιλαδέλφεια, Πενσιλβανία 19144

24 Μαρτίου, 2014

Κύριος Γουίλιαμ Σ. Μάρτιν

1267 Οδός Μπράντλεϊ

Άβοντεϊλ, Πενσιλβανία 19311

Αγαπητέ κ. Μάρτιν,

Ενημερωθήκαμε για την αποθανούσα κατάστασή σας με χρονολογία 4 Ιουνίου, 1988. Δια του παρόντος καταργούμε την αποζημίωση αναπηρίας από τη σημερινή ημέρα και περαιτέρω απαιτούμε την επιστροφή παλαιών αποζημιώσεων από τις 5 Ιουνίου, 1988 έως τη σημερινή ημερομηνία, με το ποσό των 745. 108,54 δολαρίων χρωστούμενο στο Τμήμα Υποθέσεων για Βετεράνους.

Εάν το ποσό δε ξεπληρωθεί άμεσα, θα παρακρατείτε ποσό των 20.789,80 δολαρίων από τη μηνιαία αποζημίωση αναπηρίας σας έως ότου αποπληρωθεί το συνολικό ποσό.

Με εκτίμηση,

κ. Άντριου Τζ. Τάνκερς,

Διοικητικός Σύμβουλος της Διευθύντριας, κα. Κάρεν Γκράμπτρι.

Το τμήμα μας βοηθά όσους υπηρέτησαν την πατρίδα μας.

Ο Ντόνοβαν γύρισε το γράμμα προς το φως ενός κοντινού παραθύρου. Κοίταξε προσεκτικά την υπογραφή. Ναι, ήταν αλήθεια γραμμένη με μελάνι, δεν είχε φωτοτυπηθεί εκ των προτέρων.

Και λοιπόν, κ. Άντριου Τζ. Τάνκερς, πώς ακριβώς θα παρακρατήσεις 20.780,80 δολάρια από την ‘καταργημένη μηνιαία αποζημίωση’ του κ. Μάρτιν; Ειδικότερα όταν νομίζεις ότι πέθανε το 1988;

Ο Ντόνοβαν κοίταξε τη νεαρή γυναίκα. «Δε διαβάζουν ποτέ αυτοί οι άνθρωποι τις επιστολές που υπογράφουν»;

Ανασήκωσε τους ώμους της.

«Τί θέλετε να κάνω εγώ»; Τη ρώτησε.

«Δε μπορούμε να πάρουμε τα λεφτά αυτά για μόνο δύο μήνες τώρα».

«Ναι, βλέπω ότι έχουν διακόψει την... είναι ο παππούς σας»;

«Ναι».

«Τέλεια. Έχουν διακόψει τις πληρωμές στον προπάππου σας γιατί νομίζουν ότι έχει αποβιώσει».

«Δεν απεβίωσε».

«Το βλέπω αυτό, αλλά από τη στιγμή που ο υπολογιστής της κυβέρνησης θεωρεί ότι είσαι νεκρός, δύσκολα τον πείθεις για το αντίθετο».

«Αλλά πως αυτό το κάνω»;

«Πρέπει να πάρετε τον κύριο Μάρτιν... έχετε αναπηρικό καροτσάκι»;

Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της.

«Θα πρέπει να αγοράσετε μια αναπηρική καρέκλα για τον κύριο Μάρτιν... έχετε αυτοκίνητο»;

Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της.

«Τότε θα πρέπει να τηλεφωνήσετε σε ταξί να έρθει να παραλάβει τον κ. Μάρτιν και να τον πάει στα γραφεία του Τμήματος Υποθέσεων για Βετεράνους, ώστε να δώσει το όνομά του, τον βαθμό –»

«Που είναι αυτό το καρότσι»;

Ο Ντόνοβαν κοίταξε προς την πόρτα. «Είναι εδώ η μητέρα σας»;

«Καμία μητέρα».

«Ο πατέρας σας»;

«Κι οι δύο χάθηκαν, όλοι παρά ένας, μόνο ο προπάππους και η Σάντια».

«Πού είναι η Σάντια»;

Ζάρωσε το φρύδι της. «Εδώ είμαι».

«Εσύ είσαι η Σάντια»;

Ένευσε καταφατικά. «Πριν δύο βδομάδες, ο προπάππους έκανε αυτό, εκείνο, φέρνει το φαγητό σπίτι, πληρώνει ρεύμα, νερό και προσέχει κι εμένα. Αλλά τώρα μόνο που προσπαθώ να προσέχω τον προπάππου και όλα τα άλλα χωρίς λεφτά».

Ο Ντόνοβαν ήταν σιωπηλός για λίγη ώρα. Πώς βρέθηκα σε αυτή την κατάσταση αυτή τη φορά;

«Γιατί με καλέσατε»;

«Σε βρήκα στο κίτρινο βιβλίο».

«Για να δω».

Έφυγε απ’ το δωμάτιο και γύρισε με τον τηλεφωνικό κατάλογο. Άνοιξε το βιβλίο σε μια σελίδα με τσαλακωμένη την άκρη της. «Εδώ τον αριθμό σου».

Κοίταξε τη διαφήμιση. ‘Δικηγόρος Υποθέσεων Αποζημιώσεων Αναπηρίας. Μίλτον Σ. Μαγκουάιρ. Βρίσκουμε τη θεραπεία στους δύσκολους διαπληκτισμούς της αναπηρίας σας. 555-2116.’

«Χμμ...» Πήρε το βιβλίο και το ξεφύλλισε. «Εδώ είναι η δική μου διαφήμιση· ‘Μετάφραση κώδικα Μπράιγ για τους τυφλούς. Ντόνοβαν Ο’ Φάλον. 555-2161’». Της το έδειξε. «Μετατοπίσατε τα τελευταία νούμερα και αντί να πάρετε τον δικηγόρο σας, πήρατε εμένα».

Η Σάντια κοίταξε τη διαφήμιση, αλλά εκείνος έβλεπε πως δυσκολευόταν να καταλάβει τί είχε συμβεί.

«Μεταφράζω εκτυπωμένα κείμενα σε κώδικα Μπράιγ, αλλά κάνω κι άλλα πράγματα».

Η Σάντια τον κοίταξε στα μάτια για αρκετή ώρα. «Άρα δε θα με βοηθήσεις»;

Το χρώμα των ματιών της ήταν κάτι ανάμεσα στο μπλε της λίμνης Άλπαϊν και του βαθυγάλανου ουρανού τα όμορφα καλοκαιρινά πρωινά.

«Συγνώμη», της απάντησε. «Δεν μπορώ εγώ να κάνω κάτι».

Στάθηκε ένα λεπτό, σαν να προσπαθούσε να καταλάβει κάτι. «Εντάξει τότε». Τον συνόδευσε στην πόρτα.

Όταν βγήκαν στη βεράντα, κοίταξε τα προβληματισμένα της μάτια για μια στιγμή. «Αντίο, Σάντια».

«Αντίο, Ντόνοβαν Ο’ Φάλον».

Έκανε ένα βήμα πίσω, κι άφησε την πόρτα να κλείσει αργά, φαινομενικά σαν από δική της βούληση, τελειώνοντας με μια απαλή έκλειψη της εικόνας της.

Εκείνος παρατήρησε την ξεφτισμένη μπογιά και τη νιφαδωτή σκουριά στο σημείο όπου την είδε τελευταία φορά. Μια αμυδρή αίσθηση απώλειας τον τραβούσε από κάποιο απομακρυσμένο σημείο του μυαλού του.

Μετά από μερικά λεπτά, άρχισε να περπατά.

Μια κυρία έφτιαχνε το παρτέρι της στο δίπλα σπίτι.

«Χαίρεται», της είπε όπως περνούσε τον παραμελημένο κήπο και κατευθυνόταν προς εκείνη.

Τον κοίταξε με κριτική ματιά καθώς και το σπίτι απ’ το οποίο μόλις είχε βγει. «Γεια σου».

«Γνωρίζετε τους ανθρώπους που ζουν σε αυτό το σπίτι»;

«Εννοείς την καθυστερημένη και τον παλιόγερο»;

«Δε νομίζω πως είναι καθυστερημένη».

«Μπα; Της έχεις μιλήσει»;

«Ναι».

«Και δε νομίζεις ότι έχει χάσει δυο-τρεις βίδες απ’ το κεφάλι»;

«Νομίζω πως έχει κάποιου είδους πρόβλημα ομιλίας».

«Έτσι το λένε τώρα; Ο γέρος ζει ακόμη»;

«Ναι, καλά είναι».

«Δεν τον έχει δει κανείς για μήνες. Νομίζαμε ότι πέθανε και η καθυστερημένη τον έχωσε στην κατάψυξη», Γέλασε σαν ύαινα.

Και κάποιος άλλος γέλασε· ένας γέρος που ξετρύπωσε πίσω από μια σειρά αζαλέες, σαν γκριζομάλλης φασουλής. Μάλλον ήταν ο σύζυγος της γυναίκας.

«Στην κατάψυξη»! Γκάριζε σαν ηλίθιος.

Σας χρειάζεται ένα χώσιμο σε ζωολογικό κήπο, και στους δυο σας.

Άλλαξε κατεύθυνση και πήγε στο αυτοκίνητό του. Έβαλε μπρος τη μηχανή της γυαλιστερής ασπροκόκκινης Μπιούικ του, κι έφερε τη ζώνη του οδηγού μπροστά, ασφαλίζοντάς τη στην υποδοχή της. Έλεγξε τον εσωτερικό καθρέφτη και είδε δυο μικρά κοριτσάκια να χοροπηδούν στην άκρη του πεζοδρομίου. Είχαν ζωγραφίσει με κιμωλία τετραγωνάκια πάνω στο τσιμέντο και χοροπηδούσαν από πάνω τους, χαχανίζοντας από τον ενθουσιασμό τους. Μπροστά του βρισκόταν ένας πελώριος, καταϊδρωμένος άνδρας χωρίς μπλούζα και υπερβολικά στενό σορτσάκι, να κουρεύει το γρασίδι στον κήπο του.

Ο Ντόνοβαν έριξε άλλη μια ματιά στο σπίτι της Σάντια, όπου τα αγριόχορτα μεγάλωναν δίχως έλεος και οι τριανταφυλλιές έγερναν προς το χώμα.

«Να πάρει», ψιθύρισε, και έσβησε τη μηχανή.

Κεφάλαιο Τρία

Χρονοδιάγραμμα: 1623 π.Χ., στα ανοιχτά του Νότιου Ειρηνικού Ωκεανού

Ο Ακέλα ήταν ξαπλωμένος μπρούμυτα στο αρμάτωμα ανάμεσα στα κύτη του διπλού κανό του, μήκους 16 μέτρων. Άφησε τα δάχτυλά του να γλιστρήσουν μέσα στο νερό καθώς αγνάντευε τον Νότιο Ειρηνικό.

Το μεταναστευτικό του κομβόι ολοκλήρωναν άλλα δύο διπλά κανό. Κυβερνήτης του δεύτερου κανό ήταν ο φίλος του Ακέλα, o Λολάνι, ενώ το τρίτο το διοικούσε ο Κάλεϊ. Οι τρεις άντρες είχαν επιλεγεί σκοπίμως από τους αρχηγούς του Μπαμπατάνα επειδή δεν είχαν συγγένεια εξ αίματος. Ούτε και οι γυναίκες τους.

Με το πέρασμα πολλών γενεών, οι Πολυνησιακοί συνειδητοποίησαν ότι οι νέες αποικίες εξασθενούσαν και πέθαιναν εάν οι ενήλικες είχαν στενές συγγενικές σχέσεις μεταξύ τους. Ήξεραν επίσης ότι ένα ζεύγος δεν μπορεί να παράξει βιώσιμο πληθυσμό. Ήταν ακόμη αβέβαιο εάν γινόταν με δύο ή τρία ζευγάρια, επομένως έστελναν τουλάχιστον σαράντα άτομα σε τέτοια ταξίδια, για να είναι εγγυημένη η επιτυχία της νέας αποικίας.

«Τεβίτα», είπε η Καρίκα στην πεντάχρονη κόρη της, «δώσε το μαγιάτικο στον μπαμπά σου».

Το μικρό κορίτσι γέλασε, πήρε στα χέρια της το φρεσκοκομμένο κομμάτι ψαριού, κι έτρεξε πάνω στην πλατφόρμα κατά μήκος του κανό, προς την πλώρη. Δε φοβόταν να πέσει στη θάλασσα. Και εάν τύχαινε να πέσει, θα κολυμπούσε μέχρι το σχοινί που κρεμόταν από το κανό για να πιαστεί και να ανέβει, ή, θα έψαχνε για κάποιον από τα άλλα κανό να την τραβήξει έξω απ’ το νερό.

«Μπαμπά», είπε η Τεβίτα, «έχω κάτι για σένα».

«Αα», μίλησε ο Ακέλα, «πώς ήξερες ότι ήμουν τόσο πεινασμένος»; Πήρε το ωμό φιλέτο ψαριού, το βούτηξε στη θάλασσα και το έσχισε στα δύο, ένα γι’ αυτόν κι ένα για την κόρη του.

Μασουλούσαν χωρίς να μιλούν καθώς παρατηρούσαν τα κύματα που έρχονταν.

Είχε εκλεγεί αρχηγός αυτής της αποστολής λόγω των δεξιοτήτων του στη ναυσιπλοΐα. Είχε αποδειχθεί ικανός ήδη σε προηγούμενα ταξίδια.

Οι τρεις πιρόγες ήταν φτιαγμένες από δέντρα ευκαλύπτου που φύτρωναν στο νησί καταγωγής τους, Τσόιζελ. Κάθε σκάφος είχε δύο τριγωνικά ιστία φτιαγμένα από πλεγμένα φύλλα παντάν.

Τα διπλά κύτη των κανό ενώνονταν μέσω δύο δοκών τεσσάρων μέτρων, οι οποίοι κάλυπταν το κατάστρωμα που ήταν φτιαγμένο από ξύλο τεκτόνα. Είχαν χωρητικότητα πενήντα τέσσερις ενήλικες και παιδιά, συν σκύλους, γουρούνια και κότες, μαζί με αρτόκαρπο, καρύδα, τάρο, ροδόμηλο, ζαχαροκάλαμο και φύλλα παντάν σε δοχεία.

Πέραν από τους ανθρώπους και τα ζώα, βρισκόταν σε κλουβί και ένα μεγάλο θαλασσοπούλι, μια φρεγάτα1.

Πάνω σε ένα απ’ τα κανό, κάθονταν πέντε γυναίκες οκλαδόν κάτω από μία αχυροσκεπή φύλλων φοίνικα. Ενώ καθάριζαν τα ψάρια που είχαν πιάσει, συζητούσαν για το ταξίδι και πώς θα ήταν η καινούργια ζωή τους στον νέο τόπο.

Το ωμό ψάρι προσέφερε, εκτός της θρέψης, και τα απαραίτητα υγρά που χρειάζονταν ο οργανισμός τους. Χρησιμοποιούσαν τα κεφάλια και τα εντόσθια για να πιάσουν άλλα ψάρια, και ίσως καμιά νόστιμη θαλάσσια χελώνα.

Τα αγκίστρια ήταν κατασκευασμένα από κόκαλο σκύλου, και η πετονιά ήταν υφασμένη από ίνα κοκοφοίνικα.

Τη διατροφή τους συμπλήρωναν με αποξηραμένο τάρο, καρύδα, αρτόκαρπο και κρέας.

«Καρίκα», μίλησε η Χίουα Λάνι καθώς έκοβε στη μέση έναν αρτόκαρπο με το πέτρινο μαχαίρι της, «αν υπάρχουν άλλοι άνθρωποι στο νησί, θα μας συμπαθήσουν»; Η ακονισμένη πλευρά του μαχαιριού της από βασάλτη ήταν αρκετά κοφτερή, ώστε έκοβε το φλοιό της καρύδας ή τα καπούλια ενός φρεσκοσκοτωμένου χοίρου.

Η Καρίκα κοίταξε το έφηβο κορίτσι. «Μάλλον όχι. Όλα τα νησιά είναι πυκνοκατοικημένα. Αν βρούμε άλλους ανθρώπους εκεί, τότε ο Ακέλα θα κάνει εμπόριο για φρέσκο φαγητό και θα μας πάει σε άλλο νησί».

Στην καμπύλη του κανό, ο Ακέλα μελετούσε το ξύλινο διάγραμμά του, το οποίο έμοιαζε με παιχνίδι· μικρά κλαδάκια δεμένα μεταξύ τους με κομμάτια ίνας στο σχήμα περίπου ενός ορθογώνιου παραλληλογράμμου. Παρ’ όλ’ αυτά, ήταν ναυτικό διάγραμμα, που έδειχνε τους τέσσερις τύπους ωκεάνιων κυμάτων που παρατηρούνταν στο Νότιο Ειρηνικό. Δεμένα πάνω στο διάγραμμα ήταν μικρά κοχύλια, τα οποία έδειχναν την τοποθεσία γνωστών νησιών.

Χρησιμοποιώντας τη γνώση τους για τα ωκεάνια κύματα, τους εποχικούς ανέμους και τις θέσεις των αστέρων, οι Πολυνησιακοί είχαν διασχίσει το μεγαλύτερο κομμάτι του απέραντου ωκεανού.

Ο Ακέλα κοίταξε πάνω απ’ τον ώμο του προς τον Μέτοα, που καθόταν στην πρύμνη του αριστερού κύτους κρατώντας το κουπί του μέσα στο νερό. Του έκανε σήμα προς τα βορειοανατολικά, λίγο πιο δεξιά από την τωρινή τους κατεύθυνση.

Ο Μέτοα έγνεψε, και μετατόπισε το κουπί του για να πάρει την καινούργια πορεία.

Τα άλλα δύο σκάφη, που βρίσκονταν πίσω στα αριστερά και δεξιά απ’ τα απόνερα του αρχηγικού κανό του Ακέλα, άλλαξαν κι αυτά την πορεία τους για να τον ακολουθήσουν.

«Εάν το νέο νησί δεν είναι πυκνοκατοικημένο, μπορεί να μας υποδεχτούν με ahima’a2», είπε η Χίουα Λάνι.

Η Καρίκα αποκεφάλισε ένα κοκκινόψαρο που σπαρταρούσε. «Με γεύμα»; Γέλασε. «Ναι, με εμάς για το κυρίως πιάτο».

Γέλασαν και οι άλλες γυναίκες, αλλά η Χίουα Λάνι όχι. «Κανίβαλοι; Σαν εκείνους τους βάρβαρους από το Νούκου Χίβα;

«Μάλλον». Η Καρίκα καθάρισε το κοκκινόψαρο και πέταξε τα εντόσθια μέσα σε ένα κομμένο νεροκολόκυθο. «Ποιος ξέρει τί διαβολικά πράγματα παραμονεύουν σε μερικά απ’ αυτά τα απομονωμένα νησιά».

Η Χίουα Λάνι έκοψε έναν αρτόκαρπο. «Ελπίζω να παραμονεύουν μερικοί φιλικοί νέοι άντρες σε αυτά τα νησιά».

«Χίουα Λάνι», της απάντησε η Καρίκα, «έχουμε ήδη τέσσερις πολύ καλούς νέους άντρες πάνω στα κανό μας».

Η Χίουα Λάνι τίναξε τα μακριά μαύρα μαλλιά της πάνω απ’ τον γυμνό ώμο της. «Είναι όλοι τους τόσο ανώριμοι. Θα προτιμούσα να παντρευτώ κανίβαλο».

«Κοίτα εκεί». Η Καρίκα έδειξε δυτικά με το μαχαίρι της, σε ένα σημείο όπου μαύρα σύννεφα σχημάτιζαν μια γραμμή πάνω απ’ τον ορίζοντα της μπλε θάλασσας.

«Λοιπόν», μίλησε η Χίουα Λάνι, «τουλάχιστον θα έχουμε καθαρό νερό απόψε». Σηκώθηκε και πέταξε τον αρτόκαρπο στα πεινασμένα γουρούνια.

«Ναι». Η Καρίκα κοίταξε με ένα γρήγορο βλέμμα το μπροστινό αρμάτωμα, όπου πριν μερικά λεπτά κάθονταν ο άντρας και η κόρη της. «Υποθέτω πως θα ‘χουμε».

Ο Ακέλα στάθηκε όρθιος στην καμπύλη του αριστερού κύτους, με τα χέρια του να σκεπάζουν τα μάτια καθώς παρατηρούσε την καταιγίδα.

Η μικρή Τεβίτα, δίπλα του, μιμούνταν τον πατέρα της.

Στη διάρκεια των βροχών, οι γυναίκες σχημάτιζαν την αχυροσκεπή σε κωνικό σχήμα ώστε το νερό της βροχής να πέφτει μέσα σε άδειες καρύδες. Όταν γέμιζαν, τις έκλειναν με ξύλινα καπάκια και τις αποθήκευαν στο κάτω μέρος των κανό.

Πριν ξεκινήσουν το μακρινό τους ταξίδι, οι γυναίκες είχαν τρυπήσει πενήντα φρέσκες καρύδες, είχαν στραγγίσει το υγρό τους για να το χρησιμοποιήσουν για μαγείρεμα, και τις τοποθέτησαν πάνω σε διάφορες μυρμηγκοφωλιές. Μέσα σε λίγες μέρες, τα μυρμήγκια είχαν καθαρίσει το εσωτερικό των καρυδών επιτυχώς, αφήνοντας πίσω καθαρά και ανθεκτικά σκεύη για την αποθήκευση πόσιμου νερού.

Μόλις γέμιζαν οι καρύδες από το νερό που κατέβαινε από το στέγαστρο, έπλεναν τα παιδιά με το υπόλοιπο για να φύγει το αλάτι απ’ τα κορμιά τους.

Η Τεβίτα είχε την σημαντικότατη δουλειά σίτισης και προστασίας της φρεγάτας. Η μεγάλη φρεγάτα, όπως την ονόμαζαν, είχε άνοιγμα φτερών σχεδόν δύο μέτρων, και ήταν από τα σημαντικότερα μέλη του πληρώματος.

Όταν πίστευε ο Ακέλα πως πλησίαζαν σε νησί, άφηνε τη φρεγάτα ελεύθερη, και όλη την έβλεπαν να πετά ψηλά στον αέρα ώστε να πετάξει μακριά στον ορίζοντα.

Το θαλασσοπούλι δεν πλησιάζει ποτέ το νερό, διότι δεν κατέχει νηκτική μεμβράνη στα δάχτυλα των ποδιών του, και τα φτερά του δεν είναι αδιάβροχα. Αν δε βρει στεριά, θα επιστρέψει στα κανό.

Αν δεν επιστρέψει, αυτά είναι καλά νέα, γιατί αυτό σημαίνει ότι βρίσκεται νησί αρκετά κοντά. Έτσι, ο Ακέλα μετά θα αλλάξει πορεία προς την κατεύθυνση που πέταξε το πουλί.

* * * * *

Κοιτούσαν τον ορίζοντα με τις καταιγίδες όλο το απόγευμα, και όταν ήρθε η νύχτα, φώτιζαν ανά λίγα δευτερόλεπτα κεραυνοί τον σκοτεινό ουρανό, ενώ οι βροντές ταρακουνούσαν τα τρία εύθραυστα σκάφη, και τα ανήσυχα ζώα έκρουαν και τσίριζαν.

Ο Ακέλα είχε αλλάξει την πορεία τους προς την ανατολή, σε μια προσπάθειά του να πλεύσει περιμετρικά των καταιγίδων, αλλά αυτές μεγάλωναν και εξαπλώθηκαν προς την κατεύθυνσή του, σαν να ανέμεναν αυτή την κίνηση προς διαφυγή.

Θα μπορούσε να γυρίσει και να πλεύσει με τους ανέμους, αλλά οι καταιγίδες θα τους έφταναν.

Έδεσαν τα ζώα και οτιδήποτε άλλο δεν ήταν ασφαλισμένο στις σανίδες.

Τα παιδιά συγκεντρώθηκαν στο κατάστρωμα, κρατώντας τα ζώα και σχοινιά ασφαλείας δεμένα στα κανό.

Η καταιγίδα στην ανοιχτή θάλασσα είναι πάντα φοβερή, αλλά τη νύχτα είναι τρομακτικότατη.

Конец ознакомительного фрагмента.

Текст предоставлен ООО «ЛитРес».

Прочитайте эту книгу целиком, купив полную легальную версию на ЛитРес.

Безопасно оплатить книгу можно банковской картой Visa, MasterCard, Maestro, со счета мобильного телефона, с платежного терминала, в салоне МТС или Связной, через PayPal, WebMoney, Яндекс.Деньги, QIWI Кошелек, бонусными картами или другим удобным Вам способом.

Конец ознакомительного фрагмента
Купить и скачать всю книгу
На страницу:
2 из 2