bannerbannerbanner
Ο Χορός Του Φεγγαριού
Ο Χορός Του Φεγγαριού

Полная версия

Ο Χορός Του Φεγγαριού

текст

0

0
Язык: el
Год издания: 2019
Добавлена:
Настройки чтения
Размер шрифта
Высота строк
Поля
На страницу:
3 из 4

Το να βρει ακόλουθους να τον προμηθεύουν με αίμα δεν ήταν δύσκολο. Τον Κέιν συνέχιζε να τον εκπλήσσει το γκοθ παρασκήνιο αυτής της πόλης. Πολλοί από αυτούς ονειρεύονταν ότι ήταν ότι αυτός… δηλαδή ένα αληθινό βαμπίρ αντί ενός γκοθά που ήθελε κάποια στιγμή να γίνει.

Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να μετατρέψει έναν και μετά να αφήσει τον άψυχο υποτακτικό του να τον υπηρετεί. Είχε διαλέξει τον πιο επικίνδυνο της παρέας… εκείνον που όλα έδειχναν πως είχε ήδη πουλήσει την ψυχή του στο σκότος. Ο Ρέιβεν, ένας αλήτης, ένας οριακά ψυχασθενής ως άνθρωπος, ένας γκοθάς, που διψούσε για αίμα πριν καν να έχει πραγματική ανάγκη γι’ αυτό.

Ο Ρέιβεν ήταν ο μόνος στον οποίον ο Κέιν είχε μιλήσει για τις πισώπλατες μαχαιριές των ανθρωπόμορφων και για το σχέδιο τους να τον παγιδεύσουν και να τον θάψουν ζωντανό. Δεν είχε καταλάβει γιατί του τα είχε εκμυστηρευτεί, ίσως από πλήξη…

Ο Κέιν τον είχε αφήσει ελεύθερο στην πόλη. Ο Ρέιβεν, που ήταν ήδη θυμωμένος με τον κόσμο, τώρα που ο Κέιν του είχε δώσει την ευκαιρία να ξαναγεννηθεί ως παιδί του σκότους, είχε βρει διέξοδο για όλον αυτόν το συσσωρευμένο θυμό. Ο Ρέιβεν είχε κάνει προσωπική του υπόθεση την εκδίκηση του Κέιν και το ζοφερό βαμπίρ άρχισε να χρησιμοποιεί όλες τις ικανότητές του για αυτόν τον σκοπό.

Ο Κέιν δεν προσπάθησε να τον αποτρέψει καθώς οι πράξεις του Ρέιβεν συμφωνούσαν απόλυτα με την παγίδα που ο ίδιος ετοίμαζε στα μέλη της οικογένειας του Μαλάχι. Δεν είχε κανένα λόγο να προστατεύσει τους ανθρωπόμορφους από το Ρέιβεν. Το περισσότερο που μπορούσε να κάνει ήταν να συμβουλέψει το Ρέιβεν ότι δε χρειαζόταν να σκοτώσει για να τραφεί, ότι δεν ήταν ανάγκη να προκαλέσει τέτοιες ζημιές αν δεν το επιθυμούσε. Δεν έφταιγε εκείνος αν ο Ρέιβεν είχε επιλέξει το θάνατο.

Την πρώτη φορά που ο Ρέιβεν σκότωσε ήταν και η μοναδική φορά που είχε παρέμβει ο Κέιν, πιάνοντας το αγόρι, πριν αφήσει τους νεκρούς με το σημάδι του βαμπίρ στην εύκολη θέα των ανθρώπων. Κρατώντας αυτό το μυστικό, βυθίστηκε στην αυτοσυντήρησή του και ξέχασε να το μοιραστεί με το Ρέιβεν. Έπειτα ο Κέιν του έδειξε πώς να καλύπτει τα νώτα του και να το κάνει να μοιάζει περισσότερο με μία σαδιστική δολοφονία.

Ο Ρέιβεν είχε αναλάβει να θάβει τα θύματά του σε μία περιοχή κοντά στο Μούνντανς, ώστε οι αρχές να μη δυσκολεύονται να τα βρούν. Ήταν το τέλειο σχέδιο. Τα περισσότερα βαμπίρ ήταν έμφυτα κακά, έτσι ο Κέιν είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος της κανονικής ζωής του μέσα στην περιοχή των δολοφόνων. Το να βλέπει αυτό το αγόρι να σκοτώνει έμοιαζε τόσο φυσικό.

Αν ο Σιν ζούσε και έβλεπε αυτήν τη δολοφονική μανία θα είχε απαλλάξει τον κόσμο από αυτήν τη δυστυχία, είτε σκοτώνοντας το Ρέιβεν, είτε καταδικάζοντάς τον ζωντανό σε αιώνιο τάφο. Τώρα που ο Κέιν είχε βιώσει αυτήν την τιμωρία θα επέλεγε σίγουρα ένα γρήγορο θάνατο.

Πριν την εξορία του είχε υπάρξει στενός φίλος και με ένα άλλο βαμπίρ… το Μάικλ. Είχαν ζήσει μαζί περισσότερο από ότι μπορούσαν ή ήθελαν να θυμηθούν. Ήταν κι οι δυο τους προικισμένοι με τις πέτρες αιματίτη, επειδή είχαν διατηρήσει τις ψυχές τους. Αυτοί και ο αδελφός του Μάικλ ο Ντέιμον.

Ο Μάικλ ήταν καλός άνθρωπος… είχε παραμείνει στη λεγόμενη πλευρά των αγγέλων, ενώ σύμφωνα με τις φήμες, ο αδελφός του ο Ντέιμον είχε αναπτύξει πολύ τη σκοτεινή πλευρά του και τη χρησιμοποιούσε εναντίον του αδελφού του. Αφού τελείωνε εδώ, ίσως να έκανε μια επίσκεψη στο Ντέιμον, για να τον διδάξει τρόπους. Αυτή η αδελφική αντιπαλότητα παραξένεψε τον Κέιν γιατί ήξερε ότι ο Μάικλ αγαπούσε τον αδερφό του… ωστόσο τα πράγματα μπορούσαν πάντα να αλλάξουν.

Ο Κέιν δεν ήθελε να μάθει ο Μάικλ το κακό που είχε σπείρει μέσα του ο τάφος. Τις δύο τελευταίες βδομάδες είχε περάσει χρόνο παρακολουθώντας το Μάικλ από απόσταση. Ήξερε ότι ο Μάικλ και ο μεγαλύτερος γιος του ιαγουάρου, ο Γουόρεν, ήταν φίλοι… έτσι ακριβώς όπως είχε υπάρξει κι εκείνος με το Μαλάχι.

Οι ανθρωπόμορφοι ήταν προδότες και ο Μάικλ θα έπρεπε να το ανακαλύψει μόνος του. Βγάζοντας από τη μέση τους ανθρωπόμορφους θα έκανε ,μία τελευταία χάρη στο Μάικλ… προς τιμή του παλιού καλού καιρού.

Ο Κέιν σήκωσε τα χέρια του και άγγιξε το σκουλαρίκι του. Είχε απόλυτη επίγνωση ότι η πέτρα του τον σταματούσε από το να σκοτώνει ανθρώπους. Αν η ψυχή του ήταν πραγματικά σατανική, τότε η πέτρα δε θα λειτουργούσε. Αναρωτιόταν πως ο Μαλάχι είχε μπορέσει να παραβλέψει αυτό το γεγονός. Η απόδειξη της αθωότητάς του ήταν εκεί, μπροστά στα μάτια του.

Δεν έχει σημασία… Είχε περάσει τριάντα χρόνια στη φυλακή του για κάτι που δεν είχε κάνει. «Η εκδίκηση θα είναι κόλαση φίλοι μου.»

«Διαφήμιση;» Ρώτησε ο Τσαντ προσπαθώντας να κρύψει ένα πονηρό χαμόγελο την ώρα που η μικρή αδερφή του κοπανούσε το ακουστικό του τηλεφώνου, τόσο δυνατά και νευριασμένα που θα μπορούσε να γκρεμίσει τον τοίχο. Τελικά προσγειώθηκε βίαια στο πάτωμα.

Η Ένβι κλώτσησε τη συσκευή μακριά στο διάδρομο, ενώ φανταζόταν πως είναι το κεφάλι του φίλου της, και γύρισε στον αδερφό της. «Είστε όλοι τέτοια παλιόσκυλα ή μόνο αυτοί που βγαίνω;»

Ο Τσαντ σήκωσε τα χέρια του ως έκφραση απορίας. «Κατά τη γνώμη μου τα κορίτσια είναι το ίδιο χάλια με τα αγόρια. Τώρα ηρέμησε κι έλα να πεις στο μεγάλο σου αδερφό τι έγινε.»

Η Ένβι άρχισε να σπρώχνει με το μέτωπό της το δροσερό τοίχο. Αρνιόταν να αφήσει να κυλήσει έστω και ένα δάκρυ. Ο Τρέβορ δεν την είχε συνεπάρει τόσο ώστε να κλάψει γι’ αυτόν, αλλά από την άλλη είχε αρχίσει να κουράζεται σοβαρά από όλους αυτούς τους ανεπαρκείς τύπους. «Μόλις μου τηλεφώνησε ο Τζέισον για να βγούμε. Νόμιζε ότι είμαι ξανά μόνη μου γιατί συνάντησε τον Τρέβορ σε ένα καινούργιο κλαμπ. Σχεδόν έκανε σεξ με μια άλλη στην πίστα.»

Ο Τσαντ κούνησε το κεφάλι του. Δε θα ένιωθε κανέναν οίκτο για τον Τρέβορ μόλις η αδερφή του τον έπιανε στα χέρια της. «Οπότε τι λες; Πάμε για κλάμπινγκ;» Δε θα ήθελε για τίποτα στον κόσμο να το χάσει αυτό, σκέφτηκε σμίγοντας τα φρύδια του.

Η Ένβι χαμογέλασε, αρχίζοντας να διασκεδάζει με την ιδέα. «Σε δέκα λεπτά θα είμαι έτοιμη.»

Ο Τσαντ της έγνεψε, κάθισε στην άκρη του καναπέ και άνοιξε την τηλεόραση να δει ειδήσεις, χωρίς όμως να δίνει ιδιαίτερη σημασία. Έτσι κι αλλιώς δεν είχε συμπαθήσει ποτέ τον Τρέβορ και δεν του άρεσε που έβγαιναν. Ήξερε ότι ο τύπος είχε ενεργήσει με εντελώς αμερικάνικο τρόπο. Σαν πλούσιο κολεγιόπαιδο που έπρεπε να βγάλει όλους τους αντίπαλους από τη μέση και να κερδίσει το λάφυρο. Δεν του άρεσε όμως η Ένβι να έχει λανθασμένη αντίληψη για το ποιος πραγματικά ήταν. Αν η αδερφή του επρόκειτο να κοιμηθεί με τον Τρέβορ, έπρεπε τουλάχιστον να γνωρίζει ποιον πηδούσε.

Το να ξεκινήσει μία σχέση βασισμένη σε ψέματα δεν ήταν ο καλύτερος τρόπος. Αν ήθελες να κοροϊδέψεις τον άλλον καλό θα ήταν να μην μπλεχτείς καθόλου. Είχε πλευρίσει τον Τρέβορ την τελευταία φορά που τον είχε δει στο σταθμό και του είχε ζητήσει είτα να αποκαλύψει στην Ένβι την αλήθεια για το ποιος ήταν, είτε να μείνει μακριά της. Δεν έφταιγε εκείνος που ο Τρέβορ δεν άκουγε κανέναν.

Θύμωνε όταν σκεφτόταν ότι ο Τρέβορ μπορεί να χρησιμοποιούσε την Ένβι ενώ ήταν σε μυστική αποστολή στο μπαρ. Με εκείνη να δουλεύει ως μπαργούμαν στα περισσότερα κλαμπ, είχε βρει την τέλεια ευκαιρία να τρυπώνει στα περισσότερα κτίρια πολύ πριν ανοίξουν και να μένει εκεί μέχρι και πολύ αργότερα όταν έκλειναν. Το να βρίσκεται εκεί χωρίς τα πλήθη κόσμου του επέτρεπε να ερευνά ανενόχλητος και η Ένβι δεν ήταν αρκετά παρατηρητική ώστε να το καταλάβει.

Ο Τσαντ είχε αρνηθεί να δουλέψει ως μυστικός, παρά το ότι οι μυστικές υπηρεσίες προσπαθούσαν, εδώ και καιρό, να τον προσεγγίσουν. Το περισσότερο που μπορούσε να κάνει για τώρα ήταν να είναι η αγαπημένη κλήση τους όταν χρειάζονταν κάποιον να σπάσει καμιά πόρτα ή να ακινητοποιήσει κόσμο. Και αυτό ήταν απολύτως αρκετό για εκείνον. Προτιμούσε να παλέψει σωματικά με τον οποιοδήποτε κακό, παρά να ανακατεύει χαρτιά όλη μέρα προσπαθώντας να ξεσκεπάσει τις παρανομίες κάποιου.

Από την άλλη, ο φίλος τους ο Τζέισον ήταν πολύ καλή περίπτωση για την Ένβι. Είχαν πάει σχολείο μαζί και εκεί ακριβώς ήταν το πρόβλημα. Ο Τζέισον ήταν ανέκαθεν ερωτευμένος μαζί της. Όταν πήγαιναν λύκειο ερχόταν τόσο συχνά στο σπίτι τους που η Ένβι κατέληξε να τον θεωρεί σχεδόν αδερφό και όχι πιθανό σύντροφο.

Ο Τζέισον είχε μπει στην υπηρεσία δασοφυλακής του δάσους των Αγγέλων και δεν είχε αλλάξει ποτέ δουλειά. Στην Ένβι ακόμα άρεσε να κάνει παρέα μαζί του. Είχε έτσι και την ευκαιρία να βλέπει πιο συχνά και τη φίλη της την Τάμπαθα, που πλέον ήταν μέλος της ομάδας του Τζέισον.

Ο Τσαντ σηκώθηκε από τον καναπέ και πήγε στην πόρτα του δωματίου της Ένβι. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια, από τότε που οι γονείς τους είχαν σκοτωθεί σε ατύχημα, μοιράζονταν το ίδιο σπίτι. Τα έβρισκαν απόλυτα. Εκείνος ήταν αστυνομικός και εκείνη μπαργούμαν στα περισσότερα μπαρ της πόλης.

Ο μόνος λόγος που την άφηνε να συνεχίζει και δεν της έλεγε να βρει μία «αληθινή» δουλειά ήταν γιατί εκείνη, τις περισσότερες νύχτες που δούλευε, έβγαζε πολλά περισσότερα χρήματα από ότι εκείνος. Η Ένβι πλήρωνε συνήθως το ενοίκιο και εκείνος φρόντιζε όλα τα υπόλοιπα.

«Σε ποιο κλαμπ;» ρώτησε από τη μισάνοιχτη πόρτα.

«Στο καινούργιο, στο Μούνντανς.» Η Ένβι έπιασε σε αλογοουρά τα μισά κόκκινα μαλλιά της και άφησε τα υπόλοιπα να πέφτουν στους ώμους της. «Μπορεί να μιλήσω και για δουλειά όσο είμαστε εκεί.»

Ο Τσαντ συνοφρυώθηκε. «Είναι εκείνο στο τέρμα της πόλης, ε;» Επέστρεψε στο δωμάτιο του χωρίς να περιμένει την απάντησή της. Τελευταία, η κατάσταση είχε γίνει λίγο ζόρικη εκεί κάτω. Είχαν συμβεί διάφορα περιστατικά. Οι εξαφανίσεις ήταν πια στην ημερήσια διάταξη, ενώ αρκετά πτώματα είχαν βρεθεί μόλις ένα τετράγωνο από το κλαμπ.

Μέχρι στιγμής δεν υπήρχε κανένα στοιχείο που να συνδέει το κλαμπ με όλα αυτά , παρά μόνο το ότι όλα τα θύματα ήταν πελάτες του Μούνντανς. Ήταν το χρονικό πλαίσιο που ο Τσαντ, αλλά και πολλοί άλλοι, έβρισκαν ύποπτο. Στην ατμόσφαιρα αιωρούταν η άποψη ότι ίσως να υπήρχε ένας κατά συρροή δολοφόνος που σύχναζε στο μπαρ. Την τελευταία φορά που κάποιος είχε δει ζωντανό κάποιο από τα θύματα ήταν μέσα στο κλαμπ. Η ιδιότητα του ως αστυνομικός δεν του επέτρεπε να αγνοήσει την πιθανή σύνδεση των γεγονότων.

Μιας και το σήμα και το όπλο του βρίσκονταν ήδη στο αυτοκίνητο, ο Τσαντ άρπαξε τη μικρή συσκευή ηλεκτροσόκ και την έχωσε πίσω από τη ζώνη του. Με όλα αυτά που συνέβαιναν στην περιοχή ένιωθε πιο ασφαλής να το έχει μαζί της η Ένβι, σε περίπτωση που κάτι πήγαινε στραβά όσο βρίσκονταν στο κλαμπ.

Βγαίνοντας από το δωμάτιό του κοίταξε προς το διάδρομο και έμεινε στήλη άλατος όταν είδε την αδερφή του. Φορούσε μαύρη δερμάτινη φούστα με δαντέλα στις άκρες και ένα μικροσκοπικό μπλουζάκι που άφηνε ακάλυπτη την κοιλιά της. Η μπλούζα της είχε τόσα δερμάτινα μπαλώματα, όσα χρειάζονταν για να καλύψουν το στήθος της αλλά και να αφήσουν σε κοινή θέα τον αφαλό της.

Είχε συνδυάσει το ντύσιμο με ένα ζευγάρι μαύρες μπότες, που σταματούσαν ακριβώς πάνω από το γόνατο και ήταν διακοσμημένες με αλυσίδες στους αστραγάλους. Στο λαιμό της είχε ένα μενταγιόν με πέτρα αμέθυστου, που της είχε χαρίσει η μητέρα τους πολλά χρόνια πριν. Τα μισά μαλλιά της ήταν πιασμένα σε αλογοουρά και τα υπόλοιπα κυμάτιζαν στους ώμους της.

Είχε βαφτεί πολύ κομψά, με μαύρο αϊλάινερ, μαύρη σκιά και σκουρόχρωμο κραγιόν. Έμοιαζε με ντομινατρίξ.

« Έλα, είμαστε έτοιμοι να πιούμε αίμα;» Ο Τσαντ έγνεψε καταφατικά συνοφρυωμένος. Σκεφτόταν να ακυρώσει την έξοδο και να την κρατήσει σπίτι για λόγους ασφαλείας.

«Λοιπόν, το αποφάσισα», είπε η Ένβι υψώνοντας το φρύδι της. «Αφού κανονίσω τον Τρέβορ, θα διασκεδάσω! Από δω και στο εξής θα σταματήσω να είμαι η κοπέλα κάποιου. Δε θέλω να έχω μόνο ένα φίλο… θέλω ΠΟΛΛΟΥΣ! Έτσι, όταν κάποιος θα φέρεται σα γαϊδούρι δε θα με νοιάζει γιατί θα έχω όλους τους άλλους, πάντα, έτοιμους να με υπερασπιστούν.»

«Ακόμα θυμάμαι πόσο καλά τα πήγαινα στο λύκειο.» Ο Τσαντ κούνησε το κεφάλι του, γνωρίζοντας ότι η αδερφή του ήταν ακόμα πιο αθώα από ότι παρίστανε. «Ας πάρουμε το αυτοκίνητό μου, μήπως και με χρειαστεί η υπηρεσία.»

«Εντάξει, αλλά μόνο αν με αφήσεις να παίξω με τα φώτα.» Η Ένβι χαμογέλασε γιατί ήξερε ότι θα την άφηνε. Ο Τσαντ μόρφασε και άρχισε να περπατά προς το αυτοκίνητο. «Πραγματικά είσαι χειρότερη από μικρό παιδί σε μαγαζί με παιχνίδια, που ζουλάει όλα τα αρκουδάκια και τρελαίνει τον κόσμο με τους ήχους που κάνουν.

«Γιατί;», γέλασε. «Μ’ αρέσουν τα μπλε φώτα. Ο κόσμος κάνει στην άκρη όταν τα ανάβω.»

«Όπως έκανες όταν μας τελείωσε ο καφές;», ρώτησε. Έχεις υπόψη σου ότι είναι σπατάλη των χρημάτων των φορολογούμενων έτσι;»

«Άμα δεν το βουλώσεις θα οδηγήσω εγώ. Και μετά θα έχεις να τα βγάλεις πέρα με τα κόκκινα φώτα και τις σειρήνες,» τον προειδοποίησε πειραχτικά.

Ο Τσαντ σταμάτησε αμέσως, μόλις θυμήθηκε την τελευταία φορά που κάτι τέτοιο είχε συμβεί. Εκείνη είχε αργήσει για τη δουλειά κι εκείνος ήταν πολύ άρρωστος για να οδηγήσει. Έτσι, της παραχώρησε το τιμόνι, κάθισε στη θέση του συνοδηγού και αποκοιμήθηκε. Ο αρχηγός ακόμα τον αποδοκίμαζε.

Η Ένβι έσβησε τα μπλε φώτα ένα τετράγωνο πριν το κλαμπ και κοίταξε τα φωτορυθμικά που χόρευαν στο συννεφιασμένο ουρανό. Τώρα το διώροφο κτίριο φαινόταν καλά. Τελευταία δούλευε πολύ και δεν της είχε δοθεί ακόμα η ευκαιρία να τσεκάρει το Μούνντανς. Ήξερε μόνο όσα είχε ακούσει από τους πελάτες της. Εντάξει, εξωτερικά δεν έλεγε και πολλά. Ήταν απλώς μια παλιά αποθήκη από τούβλα, λίγα παράθυρα και μία μεγάλη επιγραφή από μωβ νέον στον μπροστινό τοίχο.

Καλοντυμένοι άνθρωποι που μιλούσαν ζωηρά σχημάτιζαν ουρά, που έφτανε μέχρι το παρκινγκ, για να μπουν μέσα. Το γεγονός ότι, περασμένες δέκα, υπήρχε ακόμα κόσμος που περίμενε, την έκανε να σκεφτεί ότι η δουλειά εκεί θα ήταν πολύ προσοδοφόρα.

«Ναι, σίγουρα θα κάνω αίτηση,» σκέφτηκε χαμογελώντας.

«Τουλάχιστον η ουρά κινείται γρήγορα,» είπε σχεδόν σαρκαστικά ο Τσαντ , μη μπορώντας να περιμένει άλλο για να δει την αδρεναλίνη της αδερφής του να ξεσπά πάνω στον Τρέβορ.

На страницу:
3 из 4