bannerbanner
Το Κορίτσι Από Το Απαγορευμένο Ουράνιο Τόξο
Το Κορίτσι Από Το Απαγορευμένο Ουράνιο Τόξο

Полная версия

Το Κορίτσι Από Το Απαγορευμένο Ουράνιο Τόξο

Язык: el
Год издания: 2019
Добавлена:
Настройки чтения
Размер шрифта
Высота строк
Поля
На страницу:
2 из 6

«Είμαι πιστή, κύριε ΜακΛέιν», επιβεβαίωσα χαμηλόφωνα. «Ωστόσο, δεν πηγαίνω πολύ συχνά στην εκκλησία. Καθόλου για την ακρίβεια».

«Η Σκωτία είναι από τις λίγες αγγλοσαξονικές χώρες που εξασκούν τον καθολικισμό με ασύγκριτο ζήλο και αφοσίωση». Η ειρωνεία του ήταν σαφής. «Εγώ είμαι η εξαίρεση στον κανόνα… Όπως λέει κι έκφραση. Θα έλεγα ότι πιστεύω μόνο σε μένα και σε ό,τι μπορώ να αγγίξω».

Ακούμπησε ήρεμα στην πλάτη της αναπηρικής πολυθρόνας, ενώ χτυπούσε ρυθμικά τα ακροδάχτυλά του στα μπράτσα της. Ωστόσο, δεν σκέφτηκα ούτε για ένα δέκατο του δευτερολέπτου ότι ήταν ευάλωτος ή εύθραυστος. Είχε την έκφραση κάποιου που είχε γλιτώσει από τις φλόγες και που δεν θα φοβόταν να ξαναπέσει σε αυτές, αν το θεωρούσε απαραίτητο. Ή, απλώς, αν το ήθελε. Πήρα με δυσκολία τα μάτια μου από το πρόσωπό του. Ήταν λαμπερό, σχεδόν σαν πέρλα, ένα λαμπερό και φωτεινό λευκό, διαφορετικό από τα συνήθη πρόσωπα που είχα γύρω μου. Ήταν κουραστικό να τον κοιτώ και να ακούω τη φωνή του που με υπνώτιζε. Ένα γοητευτικό ερπετό, κάθε γυναίκα θα ήταν πρόθυμη να υποστεί το ξόρκι, τα μυστικά μαγικά λόγια που έρχονταν από εκείνον, από εκείνο το τέλειο πρόσωπο, από το ειρωνικό του βλέμμα.

«Ώστε εσείς είστε η νέα μου γραμματέας, δεσποινίς Μπρούνο».

«Αν επιθυμείτε να επιβεβαιώσετε την πρόσληψή μου, κύριε ΜακΛέιν», διευκρίνισα, σηκώνοντας το βλέμμα.

Εκείνος χαμογέλασε, διχασμένος. «Για ποιον λόγο δεν θα έπρεπε να σας προσλάβω; Επειδή δεν πάτε κάθε Κυριακή στην εκκλησία; Με κρίνατε πολύ επιφανειακά, αν πιστεύετε ότι είμαι σε θέση να σας διώξω ή να σας κρατήσω, βασισμένος σε δύο κουβέντες που είπαμε».

«Ούτε κι εγώ σας γνωρίζω αρκετά, για να σχηματίσω μία τόσο λίγο κολακευτική άποψη για εσάς», συμφώνησα χαμογελώντας. «Καταλαβαίνω, ωστόσο, ότι μία επωφελής σχέση εργασίας γεννάται κι από μία άμεση συμπάθεια, από μία πρώτη καλή εντύπωση».

Το γέλιο του ήταν τόσο απρόσμενο, που αναπήδησα. Όσο ξαφνικά ξεκίνησε, έτσι σταμάτησε. Με κοίταξε ψυχρά κι επίμονα.

«Πιστεύετε, πραγματικά, ότι είναι εύκολο να βρεθούν υπάλληλοι που είναι πρόθυμες να μεταφερθούν σε αυτό το ξεχασμένο από τον Θεό κι από τον κόσμο χωριό, μακριά από καθετί που έχει να κάνει με διασκέδαση, από κάθε εμπορικό κέντρο ή ντισκοτέκ; Είστε η μοναδική που απάντησε στην αγγελία, δεσποινίς Μπρούνο».

Η διασκέδαση παραμόνευε, πίσω από τον πάγο των ματιών του. Μία πλάκα από μαύρο πάγο, που έσπαγε από μία ευθυμία, που μου ζέσταινε ξανά την ψυχή.

«Τότε, δεν θα πρέπει να προβληματίζομαι για τον ανταγωνισμό», είπα, σταυρώνοντας νευρικά τα χέρια χαμηλά μπροστά μου.

Εκείνος, ακόμη, με μελετούσε με την ίδια ενοχλητική περιέργεια που θα κοιτούσε ένα σπάνιο ζώο.

Κατάπια το σάλιο μου, επιδεικνύοντας μία εικονική και επικίνδυνα αβέβαιη αδιαφορία. Για μία στιγμή, ώρα που βρήκε να έρθει κι αυτή η σκέψη, είπα στον εαυτό μου ότι έπρεπε να φύγω από εκείνο το σπίτι, εκείνο το γεμάτο βιβλία δωμάτιο, από εκείνον τον περίεργο και πανέμορφο άντρα. Αισθανόμουν σαν ανυπεράσπιστο γατάκι, λίγα εκατοστά από το στόμα ενός λιονταριού. Σκληρό αρπακτικό, αδύναμο θήραμα. Μετά, η αίσθηση αυτή εξαφανίστηκε και βγήκα από το σοκ. Απέναντί μου, ήταν ένας άντρας με έντονη προσωπικότητα, αλαζόνας και υπεροπτικός, αλλά καθηλωμένος εδώ και καιρό, πάνω σε μία αναπηρική καρέκλα. Εγώ με τη σειρά μου ήμουν το θήραμα, μία ντροπαλή κοπέλα, φοβισμένη, που δεν της άρεσαν οι αλλαγές. Γιατί να μην τον αφήσω να το κάνει; Αν τον διασκέδαζε να με κοροϊδεύει, γιατί να του σταματήσω τη μοναδική ευκαιρία διασκέδασης, ψυχαγωγίας που είχε; Ήταν πολύ ευγενικό από μέρους μου, από μία άποψη.

«Τι πιστεύετε για μένα, δεσποινίς Μπρούνο;»

Για μία ακόμη φορά, τον ανάγκασα να επαναλάβει την ερώτηση και για μία ακόμη φορά τον έπιασα προ εκπλήξεως.

«Δεν περίμενα ότι ήσαστε τόσο νέος».

Κοκκίνισα αμέσως και σιώπησα, ντροπιασμένη που τον χτύπησα έτσι. Εκείνος συνήλθε και πάγωσε, με άλλο ένα χαμόγελο, τον χτύπο της καρδιάς μου. «Αλήθεια;»

Μετακινήθηκα πάνω στην καρέκλα μου, αναποφάσιστη για το πώς να συνεχίσω. Μετά, αποφάσισα- προσπαθώντας να ανακτήσω όλο μου το θάρρος και έχοντας παρασυρθεί από το βλέμμα του που είχε κολλήσει πάνω μου σε έναν βουβό χορό που ,όμως, δεν αφαιρούσε το αισθησιασμό του - να συνεχίσω να μιλάω.

«Γράψατε το πρώτο σας βιβλίο στα 21, 15 χρόνια πίσω, από ό,τι γνωρίζω. Ωστόσο, φαίνεστε λίγο μεγαλύτερος από μένα», σκέφτηκα, κάπως αφηρημένα.

«Πόσων χρόνων είστε, δεσποινίς Μπρούνο;»

«22, κύριε», απάντησα, τυλιγμένη πάλι στο βάθος των ματιών του.

«Είμαι πολύ γέρος για εσάς, δεσποινίς Μπρούνο», είπε με ένα μικρό γέλιο. Μετά, χαμήλωσε το βλέμμα και η ψυχρή χειμωνιάτικη νύχτα τον ξανατύλιξε στα πλοκάμια της, πιο σκληρή κι από ένα ερπετό. Κάθε ίχνος ζεστασιάς χάθηκε. «Οπότε, μπορείτε να μείνετε ήσυχη. Δεν χρειάζεται να ανησυχείτε για σεξουαλική παρενόχληση, ενώ κοιμάστε στο κρεβάτι σας. Όπως βλέπετε, είμαι καταδικασμένος στην ακινησία».

Σιώπησα, γιατί δεν ήξερα τι να απαντήσω. Ο τόνος του ήταν πικρός και άδειος από ελπίδα, με το πρόσωπό του πετρωμένο.

Τα μάτια του περιεργάστηκαν τα δικά μου, αναζητώντας κάτι που φαινόταν να μη βρίσκει. Χαμογέλασε ελαφριά. «Τουλάχιστον, εσείς δεν με λυπάστε. Αυτό με ευχαριστεί. Δεν το χρειάζομαι, δεν το έχω ανάγκη. Είμαι πιο ευτυχής από πολλούς άλλους, δεσποινίς Μπρούνο, γιατί είμαι ελεύθερος, πλήρως, με τον πιο απόλυτο τρόπο». Συνοφρυώθηκε. «Τι κάνετε ακόμη εδώ; Μπορείτε να πηγαίνετε».

Η ξερή άδεια αποχώρησης με εξέπληξε. Σηκώθηκα αβέβαιη κι εκείνος επωφελήθηκε, για να μου ρίξει τη χολή του.

«Ακόμη εδώ; Τι θέλετε; Τον μισθό σας από τώρα; Ή θέλετε να μιλήσουμε για το ρεπό σας» με κατηγορούσε θυμωμένος.

«Όχι, κύριε ΜακΛέιν». Κατευθύνθηκα αδέξια προς την πόρτα. Είχα ήδη το χέρι στο πόμολο, όταν με σταμάτησε.

«Αύριο το πρωί στις εννέα, δεσποινίς Μπρούνο. Γράφω έναν καινούργιο βιβλίο, ο τίτλος του είναι “Άταφοι νεκροί”. Το βρίσκετε φρικτό;» Το χαμόγελό του έγινε ακόμα πιο πλατύ.

Η απότομη αλλαγή διάθεσης θα πρέπει να ήταν ένα βασικό χαρακτηριστικό της προσωπικότητάς του. Πιέστηκα να το θυμάμαι στο μέλλον, αλλιώς θα ρίσκαρα να παθαίνω κρίση υστερίας, τουλάχιστον είκοσι φορές την ημέρα. «Φαίνεται ενδιαφέρον, κύριε», απάντησα με προσοχή.

Έγειρε πίσω το κεφάλι του και ξέσπασε σε ένα χοντροειδές γέλιο. «Ενδιαφέρον! Στοιχηματίζω ότι δεν έχετε διαβάσει ποτέ κάποιο από τα βιβλία μου, δεσποινίς Μπρούνο. Μου φαίνεται ότι δεν έχετε αρκετά γερό στομάχι, θα κοιμόσαστε όλη νύχτα, τρομοκρατημένη από τους εφιάλτες…» Γέλασε ξανά, αλλάζοντας από τον πληθυντικό στον ενικό, με την ίδια ταχύτητα που άλλαζε και η διάθεσή του.

«Δεν είμαι τόσο ευαίσθητη όσο φαίνομαι, κύριε», απάντησα απολογητικά, προκαλώντας άλλο ένα κύμα γέλιου.

Με τα χέρια έκανε ελιγμούς με την αναπηρική καρέκλα, με μία αξιοθαύμαστη ικανότητα αιλουροειδούς, η οποία προερχόταν από τα χρόνια συνήθειας, και ήρθε δίπλα μου με απίστευτη ταχύτητα. Τόσο κοντά που καθιστούσε αδύνατη κάθε μου προσπάθεια να σκεφτώ λογικά. Ενστικτωδώς, έκανα ένα βήμα πίσω. Εκείνος προσποιήθηκε ότι δεν πρόσεξε πως μετακινήθηκα και έδειξε τη βιβλιοθήκη στα δεξιά μου.

«Πάρτε το τέταρτο βιβλίο από τα αριστερά, στο τέταρτο ράφι».

Υπάκουα, έπιασα το βιβλίο που μου υπέδειξε. Ο τίτλος μου ήταν γνωστός, γιατί είχα κάνει μία έρευνα για εκείνον στο διαδίκτυο πριν φύγω, ωστόσο όντως δεν είχα διαβάσει ποτέ κάτι δικό του. Οι ιστορίες τρόμου δεν ήταν το είδος μου, ταίριαζε σε πιο δυνατά στομάχια και όχι τόσο στο δικό μου, που ήταν ευαίσθητο, αφού ήμουν ρομαντική.

«Ζόμπι Που Περπατούν», διάβασα με δυνατή φωνή.

«Είναι το πιο κατάλληλο, για να ξεκινήσετε. Είναι το λιγότερο…πώς να το πω; Το λιγότερο τρομακτικό;» Γέλασε με την καρδιά του, προφανώς για μένα και για τη δυσφορία που, σίγουρα, κρυβόταν με δυσκολία, αφού αναδυόταν από κάθε πόρο του κορμιού μου.

«Γιατί δεν το ξεκινάτε απόψε; Είναι ό,τι πρέπει για να προετοιμαστείτε για την καινούργια σας δουλειά», πρότεινε εκείνος, με μάτια που χαμογελούσαν.

«Εντάξει, θα το κάνω», απάντησα χωρίς ενθουσιασμό.

«Αύριο το πρωί, δεσποινίς Μπρούνο», συγκατένευσε εκείνος, με αέρα που βάρυνε και πάλι. «Να κλειστείτε στο δωμάτιο, δεν θα ήθελα τα πνεύματα του σπιτιού να σας εμφανιστούν, απόψε, ούτε και οποιοδήποτε άλλο τρομακτικό πλάσμα της νύχτας. Ξέρετε πώς πάει…», έκανε μία παύση, ένα βλέμμα ευθυμίας στο κενό των ματιών του.

«Όπως σας είπα και πριν, είναι δύσκολο να βρεις υπαλλήλους σε αυτά τα μέρη».

Χαμογέλασα, ελάχιστα πειστικά, εν τέλει.

«Καληνύχτα, κύριε ΜακΛέιν». Προτού κλείσω την πόρτα, η εξυπνάδα βγήκε από τα χείλη μου, χωρίς να μπορέσω να τη συγκρατήσω. «Δεν πιστεύω στα πνεύματα ούτε στα νυκτόβια πλάσματα».

«Είστε σίγουρη;»

«Δεν υπάρχουν αποδείξεις για την ύπαρξή τους, κύριε», απάντησα, δίνοντάς του, άθελά μου, την ανταπάντηση.

«Ούτε και για το αντίθετο», απάντησε εκείνος. Κύλησε την αναπηρική καρέκλα και επέστρεψε πίσω από το γραφείο του.

Έκλεισα απαλά την πόρτα, με την ψυχή στο πάτωμα. Ίσως, εκείνος είχε δίκιο και τα ζόμπι να υπήρχαν. Γιατί εκείνη τη στιγμή αισθανόμουν σαν ένα από αυτά. Αισθανόμουν ναυτία, το μυαλό μου είχε σταματήσει, κρεμασμένη στην αβεβαιότητα, όπου δεν ήξερα να διακρίνω την αλήθεια από το ψέμα. Χειρότερο κι από το να μην διακρίνεις τα χρώματα.

Δείπνησα απρόθυμα παρέα με την κυρία ΜακΜίλιαν, με το μυαλό μου αλλού, σε μία άλλη καλύτερη παρέα. Σκεφτόμουν ότι θα το ανακτούσα το επόμενο πρωί, επιστρέφοντας σε εκείνον, εκεί που το άφησα. Κάτι μου έλεγε ότι η καλόπιστη καρδιά μου δεν το είχε εμπιστευθεί σε καλά χέρια.

Από την αποψινή συζήτηση με την οικονόμο, θυμάμαι πολύ λίγα. Μιλούσε μόνη της, ασταμάτητα. Φαινόταν να είναι στον έβδομο ουρανό, που επιτέλους είχε κάποιον να μιλήσει. Ή ακόμα περισσότερο, που είχε κάποιον να την ακούει. Εγώ ήμουν τέλεια σε αυτό. Είχα πολλή ευγένεια για να την διακόψω, πολύ σεβασμό για να φανερώσω την έλλειψη ενδιαφέροντος, πολύ απασχολημένη για να σκεφτώ κάτι άλλο, για να την ενημερώσω ότι είχα ανάγκη να μείνω μόνη. Τόσο πολύ τον σκεφτόμουν.

Στο δωμάτιό μου, μία ώρα αργότερα, καθισμένη βολικά στο κρεβάτι, με το κεφάλι ακουμπισμένο στα μαξιλάρια, άνοιξα το βιβλίο και βυθίστηκα στην ανάγνωση. Στη δεύτερη σελίδα ήμουν ήδη τρομοκρατημένη, με αξιοθρήνητο τρόπο, αν σκεφτεί κανείς ότι ήταν απλώς ένα βιβλίο.

Παρά το καλό γούστο το οποίο διέθετε θεωρητικά, η ατμόσφαιρα στο δωμάτιο είχε γίνει ασφυκτική και η επιθυμία για μία ανάσα αέρα έγινε επείγουσα.

Με γυμνά τα πόδια, διέσχισα το δωμάτιο μέσα στο σκοτάδι και άνοιξα διάπλατα το παράθυρο. Κάθισα στο περβάζι και βυθίστηκα στη ζεστή νύχτα της αρχής του καλοκαιριού, με την ησυχία να σπα μόνο από τον ήχο του γρύλου κι από την απάντηση μίας κουκουβάγιας. Ήταν ωραία να είμαι εδώ, έτη φωτός μακριά από την φρενίτιδα του Λονδίνου, από τους πιεστικούς του ρυθμούς, πάντα στα πρόθυρα της υστερίας. Η νύχτα ήταν ένα μαύρο πάπλωμα, εκτός από το λευκό φως μερικών αστεριών εδώ κι εκεί. Μου άρεσε η νύχτα και σκέφτηκα νωθρά ότι απολάμβανα να είμαι ένα πλάσμα της νύχτας. Το σκοτάδι ήταν ο σύμμαχός μου. Χωρίς φως, όλα είναι μαύρα κι η εκ γενετής ανικανότητά μου να διακρίνω τα χρώματα μίκραινε, έχανε τη σπουδαιότητά της. Το βράδυ τα μάτια μου ήταν πανομοιότυπα με τα μάτια κάποιου άλλου ανθρώπου. Γι’ αυτό, τότε, δεν αισθανόμουν διαφορετική. Μία σίγουρη, στιγμιαία ανακούφιση, μα αναζωογονητική, όπως το νερό πάνω στο ζεσταμένο κορμί.

Το επόμενο πρωί, ξύπνησα με τον ήχο του ξυπνητηριού κι έμεινα για λίγο στο κρεβάτι, ακίνητη. Μετά από μία αρχική έκπληξη, θυμήθηκα τι είχε συμβεί την προηγούμενη ημέρα και αναγνώρισα το δωμάτιο.

Όταν ντύθηκα, κατέβηκα τις σκάλες, πολύ φοβισμένη από την βαθιά ησυχία γύρω μού. Η θέα της Μίλισεντ ΜακΜίλιαν, χαρούμενη και φλύαρη όπως πάντα, διέλυσε τα σύννεφα και ξανάφερε την ηρεμία στο ταραγμένο μου μυαλό.

«Κοιμηθήκατε καλά, δεσποινίς Μπρούνο;» αναφώνησε.

«Καλύτερα από ποτέ», απάντησα εκπλήσσοντας και τον εαυτό μου από αυτό το νέο. Είχαν περάσει χρόνια που δεν αφηνόμουν τόσο ήσυχα στον ύπνο, με τις αρνητικές σκέψεις να με περιτριγυρίζουν, για τουλάχιστον για μία ώρα.

«Θέλετε καφέ ή τσάι;»

«Τσάι, παρακαλώ», την παρακάλεσα, ενώ καθόμουν στο τραπέζι της κουζίνας.

«Παρακαλώ, περάστε στο σαλόνι. Θα σας σερβίρω εκεί».

«Προτιμώ να πάρω πρωινό μαζί σας», είπα πνίγοντας ένα χασμουρητό.

Η γυναίκα φάνηκε δυσαρεστημένη και άρχισε να περιφέρεται στην κουζίνα. Ανέκτησε το φλύαρο στυλ της κι εγώ ήμουν ελεύθερη να σκεφτώ τη Μονίκ. Τι να έκανε εκείνη την ώρα; Θα είχε ετοιμάσει ήδη το πρωινό; Η σκέψη της αδελφής μου επανέφερε το βάρος στις λεπτές μου πλάτες και δέχτηκα με χαρά την άφιξη του φλιτζανιού με το τσάι.

«Ευχαριστώ, κυρία ΜακΜίλιαν». Ρούφηξα με ευχαρίστηση το ζεστό υγρό με το ευχάριστο άρωμα, ενώ η οικονόμος σέρβιρε φρυγανισμένο ψωμί και μία σειρά από μπολ γεμάτα με ελκυστικές μαρμελάδες.

«Πάρτε τη μαρμελάδα από σμέουρα. Είναι ονειρεμένη».

Άπλωσα το χέρι μου προς τον δίσκο, νιώθοντας ένα τσίμπημα στην καρδιά. Η διαφορετικότητά μου επέστρεψε, για να με καλύψει με λάσπη, σκούρα και δύσοσμη. Γιατί σε μένα; Κι υπήρχαν άλλοι στον κόσμο σαν εμένα; Ή ήμουν μία μεμονωμένη ανωμαλία, ένα τερατώδες αστείο της φύσης;

Πήρα τυχαία ένα μπολ, ελπίζοντας η ηλικιωμένη γυναίκα να ήταν τόσο συγκεντρωμένη στο να μιλά, για να αντιληφθεί κάποιο λάθος μου. Οι μαρμελάδες ήταν πέντε, έτσι είχα μία στις πέντε πιθανότητες, δύο στις δέκα και είκοσι στις εκατό, να διαλέξω τη σωστή με την πρώτη προσπάθεια.

Εκείνη βιάστηκε να με διορθώσει, λιγότερο απορροφημένη από ό,τι νόμιζα. «Όχι, δεσποινίς. Αυτή είναι πορτοκάλι». Χαμογέλασε μην έχοντας αντιληφθεί καθόλου την αναστάτωση που μου δημιουργούσε μέσα μου και το μέτωπό μου που είχε γεμίσει ιδρώτα. Μου πέρασε ένα μπολάκι. «Ορίστε, είναι εύκολο να τη μπερδέψεις με τη φράουλα».

Δεν κατάλαβε το πιεσμένο μου χαμόγελο και συνέχισε την αφήγηση των ερωτικών της περιπετειών με έναν νέο από τη Φλωρεντία, που τέλειωσε με εκείνον να την παρατά για κάποια Νοτιαμερικανή.

Έφαγα απρόθυμα, ακόμα με την ένταση από το προηγούμενο περιστατικό κι έχοντας ήδη μετανιώσει που δεν δέχτηκα την προσφορά να φάω μόνη μου. Αν το είχα κάνει δεν θα υπήρχαν τέτοια προβλήματα. «Να αποφεύγεις τις καταστάσεις όπου υπάρχει επικριτικότητα»: αυτό ήταν το μότο μου. Από πάντα. Δεν έπρεπε να αφήσω την εξαιρετική ατμόσφαιρα εκείνου του σπιτιού να με οδηγήσει σε απερίσκεπτες πράξεις, ξεχνώντας την απαραίτητη προσοχή. Η κυρία ΜακΜίλιαν φαινόταν μία ικανή γυναίκα, έξυπνη και καλοκάγαθη, ωστόσο ήταν πάρα πολύ κουτσομπόλα. Δεν μπορούσα να βασιστώ στη διακριτικότητά της.

Έκανε μία μικρή παύση, για να πιει το τσάι της, την οποία εκμεταλλεύτηκα για να της κάνω μία ερώτηση: «Δουλεύετε πολλά χρόνια για τον κύριο ΜακΛέιν;»

Εκείνη έλαμψε, ευτυχισμένη που θα μπορούσε να ξεκινήσει την αφήγηση νέων ιστοριών. «Είμαι εδώ 15 χρόνια. Έφτασα, λίγους μήνες μετά από το ατύχημα του κυρίου ΜακΛέιν. Εκείνο όπου…Καταλάβατε. Οι προηγούμενοι υπηρέτες είχαν απολυθεί. Φαίνεται ότι ο κύριος ΜακΛέιν ήταν ένας πολύ πρόσχαρος άντρας, γεμάτος όρεξη για ζωή, πάντα ευχάριστος. Τώρα, δυστυχώς, τα πράγματα άλλαξαν».

«Πώς έγινε; Εννοώ…το ατύχημα; Δηλαδή…συγχωρείστε την αδιακρισία μου, είναι ασυγχώρητη». Δάγκωσα τα χείλη μου, φοβούμενη ότι θα με παρεξηγούσε.

Εκείνη κούνησε το κεφάλι της. «Είναι φυσιολογικό να κάνετε τέτοιες ερωτήσεις, είναι στην ανθρώπινη φύση. Για την ακρίβεια, δεν γνωρίζω πώς συνέβη. Στο χωριό μου είπαν ότι ο κύριος ΜακΛέιν θα παντρευόταν μία μέρα μετά το αυτοκινητιστικό ατύχημα και αυτό δεν έγινε ποτέ. Κάποιοι λένε ότι ήταν μεθυσμένος, αλλά κατά την άποψή μου, αυτές οι πληροφορίες είναι ανυπόστατες. Εκείνο που ξέρω σίγουρα είναι ότι κατέληξε να βγει από το δρόμο, για να αποφύγει ένα παιδί».

Η περιέργειά μου αναζοπυρώθηκε, τροφοδοτούμενη από τις λέξεις της. «Ένα παιδί; Διάβασα στο ιντερνέτ ότι το ατύχημα έγινε βράδυ».

Εκείνη σήκωσε τους ώμους. «Όντως, φαίνεται ότι ήταν ο γιος του φαρμακοποιού. Το είχε σκάσει από το σπίτι γιατί είχε στο μυαλό του να μπει στην ομάδα του τσίρκου, που έκανε περιοδεία στην περιοχή.»

Αναλογίστηκα την είδηση. Εξηγούσε τις ξαφνικές αλλαγές διάθεσης του κυρίου ΜακΛέιν, τη συνεχή κακοδιαθεσία του, τη δυστυχία. Πώς να μην τον καταλάβω; Ο κόσμος του είχε καταρρεύσει, είχε γίνει κομμάτια, από ένα ολέθριο πεπρωμένο. Ένας άνδρας νέος, πλούσιος και όμορφος, επιτυχημένος συγγραφέας , έτοιμος να πραγματοποιήσει το όνειρο της αγάπης του…Και στο διάστημα λίγων δευτερολέπτων χάνει μεγάλο μέρος από όσα είχε. Εγώ δεν είχα ζήσει ποτέ μία τέτοια ατυχία. Μπορούσα μόνο να το φανταστώ. Δεν μπορείς να χάσεις κάτι που δεν έχεις. Η μόνη μου παρέα ήταν πάντα το Τίποτα.

Μία γρήγορη ματιά στο ρολόι χειρός, μου επιβεβαίωσε ότι ήταν ώρα να πηγαίνω. Η πρώτη μου μέρα στη δουλειά. Η καρδιά μου επιτάχυνε και σε μία αναλαμπή, αναρωτήθηκα αν αυτό οφειλόταν στη νέα μου δουλειά ή στον μυστηριώδη ιδιοκτήτη εκείνου του σπιτιού.

Ανέβηκα δύο-δύο τα σκαλιά, με τον παράλογο φόβο ότι θα αργήσω να φτάσω. Στο διάδρομο συνάντησα τον Κάιλ, τον νοσοκόμο για όλες τις δουλειές. «Καλημέρα».

Επιβράδυνα, ντροπιασμένη για τη βιασύνη μου. Θα του φάνηκα ανασφαλής ή, ακόμη χειρότερα, τρελή.

«Καλημέρα».

«Η δεσποινίς Μπρούνο, σωστά; Να σας μιλώ στον ενικό; Βασικά είμαστε στο ίδιο «πλοίο», στη δούλεψη ενός παράφρονα». H άξεστη και άσχημη χυδαιότητα των λόγων του με άφησε κατάπληκτη.

«Το ξέρω, δείχνω ασέβεια απέναντι στον εργοδότη μου κτλ. κτλ. Σύντομα, θα μάθεις να με δικαιολογείς. Πώς σε λένε;»

«Μελισσάνθη».

Έκανε μία αδέξια υπόκλιση. «Χαίρομαι που σας γνωρίζω, Μελισσάνθη με τα κόκκινα μαλλιά. Το όνομά σου είναι, πραγματικά, παράξενο, δεν είναι σκωτσέζικο…Αν κι εσύ μοιάζεις πιο πολύ να είσαι από τη Σκωτία, σε σχέση με μένα».

Χαμογέλασα, καθαρά από ευγένεια, και προσπάθησα να ξεφύγω, φοβούμενη ακόμη ότι θα αργήσω. Αλλά εκείνος μου έκοψε το δρόμο, δυνατός, με τα πόδια ανοικτά, στο κεφαλόσκαλο. Ήταν η έγκαιρη παρέμβαση ενός τρίτου προσώπου, που ξετύλιξε το κουβάρι.

«Δεσποινίς Μπρούνο! Δεν ανέχομαι την αργοπορία!». Η φωνή ανήκε, αναμφίβολα, στον καινούργιο μου εργοδότη και έκανε να σηκωθούν οι τρίχες στο σβέρκο μου.

Ο Κάιλ μετακινήθηκε αμέσως, επιτρέποντάς μου να περάσω. «Τις ευχές μου, Μελισσάνθη με τα κόκκινα μαλλιά. Θα τις χρειαστείς».

Του έριξα μία έντονη ματιά κι έτρεξα προς την πόρτα, στο βάθος του διαδρόμου. Ήταν μισάνοιχτη κι ένας δακτύλιος καπνού έβγαινε από μέσα.

Ο Σεμπάστιαν ΜακΛέιν ήταν καθισμένος πίσω από το γραφείο του, όπως την προηγούμενη μέρα, με ένα τσιγάρο ανάμεσα στα δάχτυλα, με πρόσωπο βλοσυρό.

«Κλείστε την πόρτα, σας παρακαλώ. Και, μετά, ελάτε να καθίσετε. Χάσαμε αρκετό χρόνο, όσο εσείς γνωριζόσαστε με το υπόλοιπο προσωπικό». Ο τόνος του ήταν οξύς, προσβλητικός.

Μία επαναστατική τάση με ώθησε να απαντήσω, ένα τρομαγμένο πρόβατο, μπροστά στο τσεκούρι.

«Ήταν, απλώς, φυσιολογική ευγένεια. Ή θα προτιμούσατε, ίσως, μία γραμματέα χωρίς τρόπους. Σε αυτή την περίπτωση, μπορώ και να φύγω. Αμέσως».

Η αυθόρμητη απάντησή μου τον έπιασε απροετοίμαστο. Το βλέμμα του έλαμψε από την έκπληξη, ίσως την ίδια που απέπνεα κι εγώ. Ποτέ δεν ήμουν αναιδής.

«Κι εγώ που σας είχα βάλει την ετικέτα, ως ‘σκυλί που δεν δαγκώνει’….Βιάστηκα…Βιάστηκα, πραγματικά».

Κάθισα μπροστά του, τα πόδια μου δεν τα αισθανόμουν πια, μετανιωμένη για την ξαφνική μου ειλικρίνεια. Και φοβισμένη για τις ενδεχόμενες εκρηκτικές συνέπειες.

Ο εργοδότης μου δεν φαινόταν να έχει προσβληθεί, όμως. Χαμογελούσε. «Ποιος είναι το μικρό σας όνομα, δεσποινίς Μπρούνο;»

«Μελισσάνθη», απάντηση μηχανικά.

«Από τον Ντεμπισί, φαντάζομαι. Οι γονείς σας είχαν πάθος με τη μουσική. Μήπως ήταν μουσικοί;»

«Ο πατέρας μου ήταν ανθρακωρύχος», ομολόγησα επιφυλακτικά.

«Μελισσάνθη… βαρύγδουπο όνομα για την κόρη ενός ανθρακωρύχου», παρατήρησε, με τη φωνή του να δονείται από ένα γέλιο που συγκρατούσε. Με κορόιδευε και, παρά τις προθέσεις της προηγούμενης μέρας, δεν ήμουν σίγουρη ότι ήθελα να τον αφήσω. Αλλιώς, θα γινόταν η αγαπημένη του συνήθεια.

Ίσιωσα την πλάτη μου, προσπαθώντας να ανακτήσω τη χαμένη μου ψυχραιμία. «Και το Σεμπάστιαν γιατί; Ίσως από τον Άγιο Σεβαστιανό; Πραγματικά, ακατάλληλη επιλογή».

Εκείνος δέχτηκε το χτύπημα και, για μία στιγμή, ζάρωσε τη μύτη του. «Μπήγετε βαθιά τα νύχια, Μελισσάνθη Μπρούνο. Δεν είμαι σε πόλεμο μαζί σου. Αν ήμουν, δεν θα είχες ελπίδες να κερδίσεις. Ποτέ. Ούτε στα πιο τρελά σου όνειρα».

«Ποτέ δεν βλέπω όνειρα, κύριε», απάντησα όσο πιο αξιοπρεπώς μπορούσα.

Εκείνος φάνηκε να ταράζεται από την απάντησή μου, που έσφυζε από ειλικρίνεια. «Τότε, είστε τυχερή. Τα όνειρα είναι πάντα μία απάτη. Αν είναι εφιάλτες, διαταράσσουν τον ύπνο σου. Αν είναι ωραία, όταν ξυπνάς η πίκρα είναι διπλή. Τελικά, καλύτερα να μην ονειρεύεται κανείς». Τα μάτια του δεν έφευγαν από πάνω μου, σαν να με υπνώτιζε. «Είσαι ενδιαφέρουσα προσωπικότητα, Μελισσάνθη. Σπίνος, αλλά διασκεδαστική», πρόσθεσε τραγουδιστά.

«Πού όμως έχεις τη χαρά να έχεις τα απαιτούμενα προσόντα, για αυτή τη δουλειά», σχολίασε ειρωνικά..

Βασάνιζα το εσωτερικό των χειλιών μου με τα δόντια μου, παρασυρμένη και πάλι από τη μεταμέλεια. Τι μου συνέβαινε; Δεν είχα αντιδράσει ποτέ με τόσο άθλιο αυθορμητισμό. Θα έπρεπε να το περιορίσω, προτού χάσω εντελώς τον έλεγχο.

Το χαμόγελό του, τώρα, έφτανε ως τα αυτιά του, διασκεδάζοντας όσο δεν πήγαινε. «Όντως, τα έχεις. Είμαι σίγουρος ότι θα τα πάμε καλά. Μία γραμματέας που δεν ονειρεύεται, όπως και το αφεντικό της. Υπάρχει μία εκλεκτική συνάφεια μεταξύ μας, Μελισσάνθη. Ψυχική, κατά μία έννοια. Σαν κάποιος από εμάς να μην είχε πια ψυχή και, μάλιστα, εδώ και καιρό…»

Προτού μπορέσω να ερμηνεύσω τα σκοτεινά του λόγια, σοβαρεύτηκε, τα μάτια του έγιναν και πάλι ψυχρά, απόμακρά, χωρίς ζωή.

«Πρέπει να στείλεις με φαξ στον εκδότη μου τα πρώτα κεφάλαια του βιβλίου μου. Ξέρεις πώς να το κάνεις;»

Συγκατένευσα και με πόνο διαπίστωσα ότι ήδη μου έλειπε η λεκτική μας μονομαχία. Θα ήθελα να κρατήσει για πάντα. Με είχε τραβήξει εκείνη η ανταλλαγή λόγων, σαν μία μαγική πηγή, γεμίζοντάς με ορμητική ζωντάνια, με μία ενέργεια που για μένα δεν είχε προηγούμενο.

Οι επόμενες δύο ώρες πέταξαν. Έστειλα διάφορα φαξ, άνοιξα την αλληλογραφία, έγραψα γράμματα απόρριψης σε διάφορες προσκλήσεις και τακτοποίησα το γραφείο. Εκείνος, σιωπηλός, έγραφε στον υπολογιστή, με το μέτωπο συνοφρυωμένο, τα χείλη ίσια, τα χέρια λευκά και λεπτά πέταγαν πάνω στο πληκτρολόγιο. Περίπου στην ώρα του μεσημεριανού, ξαναζήτησε την προσοχή μου, με μία κίνηση του χεριού του.

«Μπορείς να κάνεις διάλειμμα, Μελισσάνθη. Ίσως να φας κάτι, να κάνεις έναν περίπατο».

«Σας ευχαριστώ, κύριε».

«Άρχισες να διαβάζεις το βιβλίο μου που σου έδωσα;» Το βλέμμα του ακόμη απόμακρο, ακίνητο, ωστόσο είδα μία λάμψη καλής διάθεσης, μέσα σε εκείνα τα μαύρα μάτια.

«Είχατε δίκιο, κύριε. Δεν είναι ακριβώς το είδος μου;» ομολόγησα με κάθε ειλικρίνεια.

Τα χείλη του έγειραν ελαφρά, σε ένα λοξό χαμόγελο, που ήταν σε θέση να τρυπήσει την πανοπλία της άμυνάς μου. Πανοπλία που θεωρούσα πιο δυνατή κι από ατσάλι.

«Δεν είχα αμφιβολία. Στοιχηματίζω ότι είσαι πιο πολύ ο τύπος του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας». Δεν υπήρχε ειρωνεία στη φωνή του, απλά περιοριζόταν στο να κάνει μία διαπίστωση.

«Όχι, κύριε». Το να αντικρούσω μου φαινόταν φυσιολογικό, σαν να γνωριζόμαστε από πάντα και να μου επιτρεπόταν να είμαι ο εαυτός μου, εξ ολοκλήρου, χωρίς υπεκφυγές και προσωπεία. «Εγώ αγαπώ μόνο της ιστορίες με καλό τέλος. Η ζωή είναι πολύ πικρή, για να ενισχύω τη δόση με ένα βιβλίο. Εφόσον δεν ονειρεύομαι τη νύχτα, θέλω να το κάνω τουλάχιστον την ημέρα. Αν δεν μου επιτρέπεται να ονειρεύομαι στη ζωή, θέλω τουλάχιστον να το κάνω με ένα βιβλίο».

Σκέφτηκα προσεκτικά τα λόγια μου, τόσο πολύ που σκέφτηκα ότι δεν θα μου απαντούσε. Όταν ετοιμαζόμουν να τον χαιρετίσω με σταμάτησε.

«Σου εξήγησε η κυρία ΜακΜίλιαν, το όνομα αυτού του σπιτιού;»

«Πρέπει να το έκανε», παραδέχτηκα μισοχαμογελώντας. «Όμως φοβάμαι ότι άκουσα μόνο τα μισά».

«Μπράβο σου, εγώ χάνομαι μετά την 10η λέξη», συμπλήρωσε χωρίς ειρωνεία. «Ποτέ δεν είχα το πνεύμα της αυτοθυσίας. Είμαι εγωιστής, πάει και τελείωσε».

«Κάποιες φορές, χρειάζεται να είσαι», είπα χωρίς να το σκεφτώ. «Αλλιώς θα σε συνθλίψουν οι προσδοκίες των άλλων. Και θα καταλήξεις να ζεις μία ζωή που δεν είναι δική σου, αλλά μία ζωή που οι άλλοι επέλεξαν για σένα».

«Πολύ σοφή, Μελισσάνθη Μπρούνο. Έχεις βρει, μόλις στα 22 σου χρόνια, το κλειδί της πνευματικής ηρεμίας. Δεν το καταφέρνουν όλοι».

«Ηρεμία;», επανέλαβα με πικρία. «Όχι. Η σοφία της κατανόησης κάποιου πράγματος δεν υπονοεί, απαραίτητα, ότι το αποδέχεσαι. Η σοφία γεννιέται στο μυαλό, η ψυχή ακολουθεί τα δικά της μονοπάτια, που είναι ανεξάρτητα κι επικίνδυνα. Και έχει την τάση να κάνει θανάσιμες παρακάμψεις».

На страницу:
2 из 6