bannerbanner
Άλκηστις
Άλκηστις

Полная версия

Настройки чтения
Размер шрифта
Высота строк
Поля

Euripides

Άλκηστις

ΠΡΟΣΩΠΑ

ΑΠΟΛΛΩΝ

ΘΑΝΑΤΟΣ

ΧΟΡΟΣ

ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ

ΑΛΚΗΣΤΙΣ

ΑΔΜΗΤΟΣ

ΕΥΜΗΛΟΣ

ΗΡΑΚΛΗΣ

ΦΕΡΗΣ

ΥΠΗΡΕΤΗΣ

[Απαγορεύεται η από της σκηνής διδασκαλία άνευ αδείας του μεταφράσαντος].

ΕΥΡΙΠΙΔΟΥ

ΑΛΚΗΣΤΙΣ

(Η πρόσοψις των ανακτόρων του Αδμήτου, βασιλέως των Φερών. Ο Απόλλων, φέρων το τόξον και τα βέλη του, κατεβαίνει την κλίμακα των ανακτόρων και πλησιάζει εις το προσκήνιον).

ΠΡΑΞΙΣ Α'

ΣΚΗΝΗ Α'

ΑΠΟΛΛΩΝ, μόνοςΩ του Αδμήτου ανάκτορα, που αν και θεός μεγάλοςεδέχθηκα να κάθωμαι στων δούλων το τραπέζι,χαίρετε τώρα. Αίτιος αυτής μου της δουλείαςήτανε ο Ζευς που σκότωσε με ένα κεραυνό τουτον γυιό μου τον Ασκληπιόν. Εγώ απ' τον θυμό μουτους Κύκλωπας εσκότωσα, που την φωτιά δουλεύουνκαι τηνε κάνουν κεραυνούς για τον πατέρα Δία.Μα ο Ζευς δεν εσυγχώρησε αυτήν μου την αγρίανεκδίκησιν και μ' έστειλε εδώ να γίνω δούλοςενός θνητού. Τότε κ' εγώ ήλθα σ' αυτόν τον τόποκαι του ανθρώπου έβοσκα τα βώδια, και το σπίτιως σήμερα επροστάτευα από κάθε δυστυχία.Γιατί εγώ ο δίκαιος, άνθρωπο δίκαιον ηύρατον γιό του Φέρητος. Εγώ τον έσωσα απ' τον Άδη,αφού της Μοίρες γέλασα. Εκείνες εχαρίσανσ' εμέ του Αδμήτου την ζωή, μα με τη συμφωνίαπώς κάποιος άλλος θα βρεθή για κείνον να πεθάνη.Όλους τους φίλους ρώτησε ο Άδμητος και όλουςκρυφά τους ξέτασε αν δέχονται. Αλλ' όμωςόλοι αρνήθηκαν, κι' αυτός ο γέρος του πατέραςκαι η μάννα που τον γέννησε, κι' αυτή αρνιέται ακόμη.Και μόνο η γυναίκα του προσφέρεται θυσία,και δέχεται για χάρι του να χάση τη ζωή της.Τώρα μέσα σ' τανάκτορα ψυχομαχεί· γιατ' ήρθεη μέρα που ήτανε γραφτό στον Άδη να κατέβη,κ' η δούλες της τήνε κρατούν στα χέρια ως να πεθάνη·τώρα κ' εγώ φεύγω μακρυά απ' ταγαπημένο σπίτιμήπως η θέα του νεκρού την όψι μου μολύνει,γιατί δεν κάνει ένας θεός νεκρόν να αντικρύζη.

(Παρατηρεί προς το δεξιά παρασκήνιον)

Α, να κι' ο Θάνατος. Εδώ τον βλέπω να προβαίνη,για να την σύρη γρήγορα στου Άδου τα παλάτιατην άμοιρη βασίλισσα. Πάνω στην ώρα φτάνειγιατ' ήλθε πλέον η στιγμή που πρέπει να πεθάνη.

ΣΚΗΝΗ Β'

ΑΠΟΛΛΩΝ- ΘΑΝΑΤΟΣ

(Εισέρχεται ο Θάνατος. Είναι ωπλισμένος με ξίφος. Βλέπων τον Απόλλωνα δεν αποκρύπτει την δυσαρέσκειάν του).

ΘΑΝΑΤΟΣΑ, α! Τι θέλεις, Φοίβε, εδώ τριγύρω στο παλάτι;Τάχα ποιός είναι ο σκοπός που βρίσκεσαι εδώ γύρω;Αν έρχεσαι το θύμα μου και τώρα να μου πάρηςσκέψου· του Άδου τους θεούς δεν πρέπει ναδικήσης,να τους στερήσης της τιμές που είναι δίκηο νάχουν.Δεν σ' έφτασε που εμπόδισες τον θάνατο του Αδμήτουκαι που της Μοίρες γέλασες με τέτοιαν απιστία,αλλά σε βρίσκω πάλι εδώ με τόξα και με βέλη,για να φυλάξης τη ζωή της κόρης του Πελία,που εδέχθη να πεθάνη αυτή για να γλυτώση εκείνος;ΑΠΟΛΛΩΝΗσύχασε· έχω κ' εγώ τους λόγους μου. Και έχωμαζί μου εγώ το δίκαιον.ΘΑΝΑΤΟΣΑφού το δίκηο έχεις,τι θέλουνε τα βέλη σου;ΑΠΟΛΛΩΝΠάντα μαζί μου τάχωΑυτή είν' η συνήθεια.ΘΑΝΑΤΟΣΔεν είναι η συνήθεια·το τόξο σου επήρες,για να φυλάξης άδικα το σπίτι αυτό.ΑΠΟΛΛΩΝΜε θλίβειη συμφορά, που απειλεί αγαπημένον φίλον.ΘΑΝΑΤΟΣΏστε και δεύτερον νεκρόν θέλεις να μου στερήσης;ΑΠΟΛΛΩΝΜήπως τον πρώτον σ' άρπαξα εγώ διά της βίας;ΘΑΝΑΤΟΣΜα τότε πώς ακόμη ζη και πώς στη γη γυρίζεικαι όχι κάτω από τη γη στου Άδου τα παλάτια;ΑΠΟΛΛΩΝΣούδωκε την γυναίκα του, που πας να πάρης τώρα.ΘΑΝΑΤΟΣΩ, θα την πάρω βέβαια, και θα την πάω κάτω.ΑΠΟΛΛΩΝΠάρ' την λοιπόν και πήγαινε. Δεν ξέρω αν θα σε πείσω.ΘΑΝΑΤΟΣΤι να με πείσης: Αν αυτήν θα πάρω; είν' η δουλειά μου.ΑΠΟΛΛΩΝΌχι. Αλλά αν ήθελες για λίγο ν' αναβάλης.ΘΑΝΑΤΟΣΝοιώθω καλά τα λόγια σου και τι ζητείς το νοιώθω.ΑΠΟΛΛΩΝΤάχα θα ήτανε πολύ, ν' αφήσης να γεράσηκαι να την πάρης έπειτα;ΘΑΝΑΤΟΣΑ, δεν μπορεί να γίνηούτε αυτό. Αδύνατον! Γιατ' η τιμές μ' αρέσουν.ΑΠΟΛΛΩΝΜήπως αργά ή γρήγορα δεν θα της έχης:ΘΑΝΑΤΟΣΌτανπεθαίνουν νέοι, πιο πολλή είν' η τιμή για μένα.ΑΠΟΛΛΩΝΑλλά κι' αν πέθαινε γρηά πάλι θα τηνε θάψουνμ' ακόμη περισσότεραις τιμαίς…ΘΑΝΑΤΟΣΑς είναι· βλέπωπως τώρα με τους δυνατούς πηγαίνεις και συ, Φοίβε.ΑΠΟΛΛΩΝΤι είπες; Δεν το ήξερα πώς τον σοφό μας κάνεις.ΘΑΝΑΤΟΣΌσοι πεθαίνουν γέροντες κάτι, θαρρώ, κερδίζουν.ΑΠΟΛΛΩΝΏστε το απεφάσισες; Τη χάρι δεν μου κάνεις;ΘΑΝΑΤΟΣΌχι· Τον χαρακτήρα μου καλά τονε γνωρίζεις.ΑΠΟΛΛΩΝΩ, βέβαια· είσαι εχθρός εσύ εις τους ανθρώπουςκαι όλοι σ' αποστρέφονται και οι θεοί ακόμη.ΘΑΝΑΤΟΣΛέγε ό,τι θέλεις. Βέβαια εγώ δεν θα σου κάμωπράγμα, όπου δικαίωμα δεν έχεις να σου γίνη.ΑΠΟΛΛΩΝΚι' όμως αδίκως φαίνεσαι σκληρός. Χωρίς να θέληςσε κάποιον άλλον πούρχεται θενά υποχωρήσης,σε κάποιον άνδρα, που έρχεται στου Φέρητος το σπίτι.Αυτόν τον στέλνει ο Ευρυσθεύς στα παγωμένα μέρητης Θράκης, δύο άλογα ζευγάρι να του φέρη.Αυτός θα φιλοξενηθή στου Αδμήτου το παλάτικαι μέσα από τα χέρια σου θα πάρη την γυναίκα.Έτσι κανένας από μας δεν θα χρωστάη χάρισ' εσένα, και εγώ θα κάμω αυτό που θέλωκαι πιο πολύ θα σε μισώ αφ' ό,τι σ' εμισούσα.ΘΑΝΑΤΟΣΌσα κι' αν πης τα λόγια σου πηγαίνουν στα χαμένακαι η γυναίκα σήμερα θα κατεβή στον Άδη.Πηγαίνω τώρα με αυτό το κοφτερό σπαθί μουνα την αγγίξω. Και, καθώς πολύ καλά γνωρίζεις,ανήκει πια εις τους θεούς του Άδου, όποιος τύχηνα του αγγίξη τα μαλλιά αυτή μου η ρομφαία.

(Ο Θάνατος εισέρχεται εις τανάκτορα, ενώ ο Απόλλων εξέρχεται δεξιά. Η σκηνή μένει επί τινας στιγμάς κενή. Ησυχία απόλυτος κρατεί).

ΣΚΗΝΗ Γ'

Χορός γερόντων.

(Εισέρχονται οι γέροντες της πόλεως εκδηλούντες ανησυχίαν και αγωνίαν).

Ο ΚΟΡΥΦΑΙΟΣΤι να σημαίνη άρά γε αυτή η ησυχία;Γιατί αυτή η σιωπή σ' τανάκτορα του Αδμήτου;Δεν φαίνεται από δω κανείς να μας ειπή αν πρέπειν' αρχίσωμε τα κλάμματα, αν η βασίλισσά μαςαπέθανε, ή και αν ζη ακόμα ή αν βλέπειτο φως του κόσμου η Άλκηστις, η κόρη του Πελία,που τηνε ξέρομε όλοι μας ξεχωριστή γυναίκαμέσα στης άλλες…ΗΜΙΧΟΡΙΟΝΣτεναγμοί ακούσθηκαν και θρήνοι;Ακούσατε καμμιά φωνή σπαρακτική να βγαίνηή να χτυπούν τα χέρια των εις το παλάτι μέσα,όπως συμβαίνει πάντοτε, όταν κανείς πεθαίνη;Β’ ΗΜΙΧΟΡΙΟΝΟύτ' ένας δούλος φαίνεται στη θύρα του. Ω, είθενα εφαινόσουν, συ, ω Παιάν, αλλού να μεταστρέψηςτης συμφοράς τα κύματα.Α’ ΗΜΙΧΟΡΙΟΝΜα αν είχε πια πεθάνει,γιατί αυτή η σιωπή;Β’ ΗΜΙΧΟΡΙΟΝΚι όμως έχει πεθάνει.Α’ ΗΜΙΧΟΡΙΟΝΚανείς δεν είδε τον νεκρό να βγάζουν…Β’ ΗΜΙΧΟΡΙΟΝΠώς το ξέρεις;εγώ δεν έχω όπως συ καμμιά εμπιστοσύνη.Εσύ τι τάχα σκέπτεσαι και έχεις τόσο θάρρος;Α’ ΗΜΙΧΟΡΙΟΝΜπορεί ποτέ ο Άδμητος να θάψη μια γυναίκα– τέτοια γυναίκα! έρημη, χωρίς να μας καλέση;Β’ ΗΜΙΧΟΡΙΟΝΊσως δεν έχεις άδικον. Στη θύρα εμπρός δεν βλέπωνάχουν νερό απ' την πηγή, που πλύνουνε τα χέρια,όταν πεθαίνη άνθρωπος στο σπίτι.Α’ ΗΜΙΧΟΡΙΟΝΤην πλεξίδα,δεν βλέπω εις την είσοδο να είναι κρεμασμένη,που δείχνει πως εσκέπασε το πένθος ένα σπίτι,ουδέ γυναίκες άκουσα τα στήθια να χτυπούνε.Β’ ΗΜΙΧΟΡΙΟΝΚαι όμως η ημέρα αυτή είναι ημέρα πένθους.Α’ ΗΜΙΧΟΡΙΟΝΤι θέλεις με αυτό να πης;Β’ ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ… Είναι ημέρα πένθους,που η καλή βασίλισσα στον Άδη κατεβαίνει.Α’ ΗΜΙΧΟΡΙΟΝΣώπασε! Με τα λόγια σου μου σφίγγεις την ψυχή μου.Β’ ΗΜΙΧΟΡΙΟΝΌταν οι άνθρωποι οι καλοί τέτοια κακά τραβούνε,εκείνος που έτυχε καλός να γεννηθή, λυπάται.Α’ ΗΜΙΧΟΡΙΟΝΤου κάκου· στα πιο μακρυνά όλης της γης μας μέρη,εις της Λυκίας τα Πάταρα, που είναι το μαντείοντου Απόλλωνος, ή στης σκληρές κι' άνυδρες Αμμωνιάδες,στο άλλο μαντείον του θεού, αν την γυναίκα στείλης,αδύνατον απ' το γραφτό της Μοίρας να γλυτώσηγιατί η ζωή της σώθηκε κ' η ώρα πλησιάζει,που θε ναρθή ο θάνατος γοργά να τηνε πάρη.Ούτε γνωρίζω πια θεόν κανένα να του πάμεθυσίες, να συγκινηθή και να μας εισακούση.Β’ ΗΜΙΧΟΡΙΟΝΈνας μονάχα θάκανε το θαύμα, αν εζούσεο γυιός του Φοίβου Ασκληπιός· αυτός και πεθαμμένηντην άμοιρη βασίλισσα μπορούσε ν' αναστήσηκι' από τον Άδη εις την γην να μας την φέρη πίσω.Γιατί πριν μ' ένα κεραυνό ο Ζευς να τον σκοτώσηπολλούς νεκρούς ανάστησε από τον κάτω κόσμο.Μα τώρα πια, ελπίδα μια μας μένει ότι τάχαημπορεί να ζήση η Άλκηστις και να σωθή απ' την Μοίρα;ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ ΧΟΡΟΥΟ βασιλιάς μας έκαμεν ό,τι έπρεπε να κάμηκαι όλων των θεών οι βωμοί εγέμισαν με αίμακαι ζώα εθυσιάσθηκαν και τίποτε δεν μένειαφ' ό,τι πάντα γίνεται σε τέτοιες περιστάσεις,αλλά του κάκου επήγανε θυσίες και δεήσεις.

(Στρέφεται εις την είσοδον των ανακτόρων, όπου φαίνεται ερχομένη μία υπηρέτρια. Όλοι οι άνδρες του χορού παρακολουθούν με αγωνίαν τον διάλογον και την διήγησιν της υπηρετρίας).

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣΜα να, μια υπηρέτρια απ'το παλάτι βγαίνεικαι κλαίει και οδύρεται. Τι μέλλεται ν' ακούσω;Από την όψι φαίνεται πώς δυστυχία μας φέρει.

(Προς την υπηρέτριαν η οποία εμφανίζεται εις την θύραν των ανακτόρων):

Λέγε, τι κάνει η Άλκηστις, απέθανεν ή ζη;

ΣΚΗΝΗ Δ'

Οι αυτοί. – Η υπηρέτρια

ΥΠΗΡΕΤΡΙΑΣτη θέσι όπου βρίσκεται ταιριάζουν και τα δύοκαι ζη ακόμα, η δύστυχη, και είναι πεθαμμένη..ΚΟΡΥΦΑΙΟΣΠώς είναι δυνατόν αυτό; Καλλίτερα εξηγήσου!ΥΠΗΡΕΤΡΙΑΨυχομαχεί. Σιγά σιγά ξεφεύγει η ζωή της.ΚΟΡΥΦΑΙΟΣΔυστυχισμένε σύζυγε, τόσο καλός που είσαιτέτοια γυναίκα άδικα πώς χάνεις!ΥΠΗΡΕΤΡΙΑΟ αφέντηςθα καταλάβη τι έχασε, μονάχα όταν το χάση,ΚΟΡΥΦΑΙΟΣΏστε δεν μένει πια καμμιά ελπίς;ΥΠΗΡΕΤΡΙΑΚαμμιά δεν μένει.Ήλθε η μέρα που έγραψεν η Μοίρα να πεθάνη.ΚΟΡΥΦΑΙΟΣΜέσ' στο παλάτι έγινεν ό,τι έπρεπε να γίνηκαι ό,τι συνηθίζεται, σ' αυτάς τας περιστάσεις;ΥΠΗΡΕΤΡΙΑΟ άνδρας της ετοίμασεν ο ίδιος τα στολίδιαπου θα της βάλη στον νεκρό.ΚΟΡΥΦΑΙΟΣΤουλάχιστον ας μάθηπως θα πεθάνη ένδοξη, και θα το πη ο κόσμοςπως ήταν η καλλίτερη γυναίκα εις την γη μας.ΥΠΗΡΕΤΡΙΑΑλήθεια, η καλλίτερη! Ποιος θαρνηθή πως ήτανξεχωριστή κι' ανώτερη απ' όλες της γυναίκες;Και πώς αλλοιώς θα τώδειχνε παρά μ' αυτό που κάνει;Άλλη γυναίκα δέχεται να χάση τη ζωή της,για να σωθή ο άνδρας της: Αυτά τα ξέρετε όλοι,μα αν μάθετε τι έκαμε στο σπίτι και τι κάνειθα μείνετε με ανοιχτό το στόμα. Μόλις είδεπως η ημέρα έφτασε που πρέπει να πεθάνηπήρε νερό του ποταμού και το άσπρο της το σώμακαλά καλά το έπλυνε· έπειτα από το δώμα,το κέδρινον, φορέματα και στολισμούς επήρεκαι με αυτά στολίσθηκε, σαν νύφη. Και κατόπινμπρος στο βωμό εστάθηκε κ' είπε την προσευχή της:«Δέσποινα, είπε, κύτταξε, μπροστά σου γονατίζωεγώ για τελευταία φορά, γιατί θε να πεθάνω.Τα ορφανά μου τα παιδιά, σ' εσέ, ω θεά, ταφήνωνα γίνης συ μητέρα τους, κι' όταν η ώρα έλθηδώσε στ' αγόρι σύζυγον, όπου να του ταιριάζη,και δώσε και της κόρης μου τον άνδρα, που της πρέπει.Προστάτευσε τα, δέσποινα, να μη χαθούν κ' εκείνα,όπως εγώ η δύστυχη, απάνω στον ανθό τους,αλλά να ζήσουνε πολύ, και να πεθάνουν γέροιστον τόπο που γεννήθηκαν, στο χώμα της πατρίδας».Έπειτα όλους τους βωμούς, που έχει το παλάτι,όλους τους εστεφάνωσε με στέφανα από μύρταχωρίς να κλάψη, ή στεναγμό τα χείλη της ν' αφήσουνή να χαλάση μια στιγμή το χρώμα του προσώπουαπό το φόβο του κακού, που τηνε περιμένει.Και μόνο όταν στον θάλαμο τον νυφικό της μπήκεκαι είδε το κρεββάτι της, τα κλάμματα την πήραν.«Κρεββάτι μου, είπε, που εγώ σ' εγνώρισα παρθένακαι που γυναίκα με έκαμες εκείνου που με χάνει,σε χαιρετώ. Δεν σε μισώ. Μόνον εσύ με χάνεις.Γιατί εγώ δεν ήθελα εσένα να προδώσω,αλλ' ούτε και τον άνδρα μου, γι' αυτό πεθαίνω τώρα.Εσένα άλλη θα χαρή γυναίκα, που θα τύχη,αν όχι πιο καλλίτερη, μα πιο ευτυχισμένη».Είπε και εγονάτισε μπροστά εις το κρεββάτικαι το φιλεί και με θερμά δάκρυα το μουσκεύει.Και όταν εκουράστηκε να κλαίη, βγαίνει έξωσιωπηλή και προχωρεί με το κεφάλι κάτωκαι φεύγει και ξανάρχεται, πολλές φορές, και πάλιξαναγυρίζει κλαίοντας στο νυφικό κρεββάτι.Και τα παιδιά της τάμοιρα εκλαίγανε κ' εκείναστους πέπλους της μητέρας τους με πόνο κρεμασμένα.Εκείνη στην αγκάλη της τάσφιγγε με λαχτάρακαι πότε το ένα βιαστικά φιλούσε, πότε τάλλο.Μα κι' όλοι οι υπηρέται της, που έχει στο παλάτι,έχυναν μαύρα δάκρυα για την καλή κυρά τουςκαι για την μαύρη μοίρα της. Εκείνη με το χέριόλους απεχαιρέτισε, και δεν υπάρχει έναςούτε κι' ο ταπεινότερος που να μη του μιλήση.Τέτοια κακά ευρήκανε το σπίτι του ΑδμήτουΕάν ο ίδιος πέθαινε όλα γι' αυτόν χαμέναμα και που εσώθη, συμφορά τον βρίσκει πιο μεγάληκαι τόση λύπη αισθάνεται, που δεν θα την ξεχάση.ΚΟΡΥΦΑΙΟΣΚι' ο Άδμητος; Πώς την βαστά αυτήν την δυστυχία;και πώς θα τηνε στερηθή τέτοια καλή γυναίκα;ΥΠΗΡΕΤΡΙΑΤην κλαίει· και κρατώντας την σφιχτά στην αγκαλιά τουτήνε θερμοπαρακαλεί να μη του φύγη ακόμα.Αλλ' όμως πράγμα αδύνατον ζητά. Γιατί η αρρώστιατην έφαγε την δύστυχη, και έρχεται το τέλος.Και έτσι μέσ' στα χέρια του, ενώ η ζωή της φεύγεικαι λίγη ακόμη μένει της πνοή, ζητάει ακόμαμία φορά τα μάτια της να ιδούν το φως του ήλιου– για τελευταία της φορά, πριν κλείσουνε για πάντα —Μα τώρα ας πάω να τους πω πως ήρθατε. Βεβαίωςοι βασιλιάδες πάντοτε δεν αγαπώνται τόσο,ώστε να τρέχη ο λαός τριγύρω τους, σαν τύχηνα τους σπαράζη συμφορά. Εσείς παληοί είσθε φίλοι.

(Εισέρχεται εις τανάκτορα).

ΣΚΗΝΗ Ε'

ΧΟΡΟΣΚΟΡΥΦΑΙΟΣΑλλοίμονον! Πώς θα βρεθή διέξοδος καμμία,ω Ζευ πατέρα, να σωθούν από την δυστυχίαοι βασιλιάδες; Άρά γε το χέρι σου θα βάληςή από τώρα τα μαλλιά της κεφαλής να κόψωκαι μαύρα να φορέσωμε και πένθος να ντυθούμε;Ω, φίλοι! Δεν υπάρχει πια καμμιά αμφιβολία.Εν τούτοις όμως στους θεούς θερμά ας προσευχηθούμεγιατί αυτοί είναι δυνατοί, κι' όλα μπορούν να κάμουν.Ω παντοδύναμε Παιάν, εύρε εσύ τον τρόπον' απομακρύνης το κακόν από αυτό το σπίτι.Βοήθησε· βοήθησε γιατί και προ ολίγουσυ έσωσες τον Άδμητον και συ μπορείς και τώρακαι απ' αυτόν τον θάνατον, αν θέλης, να τον σώσηςκαι να κρατήσης την ορμή την φονική του Άδου.Ω γυιέ του Φέρητος, εσύ· τι τύχη σε προσμένειτώρα οπού θα στερηθής τέτοια άξια γυναίκα!Δεν είναι τάχα άξια αυτή η δυστυχία,ώστε ο ίδιος να σφαγής ή να πνιγής μονάχος,αφού θα χάσης σήμερα μια τόσο αγαπημένηγυναίκα;

(Εις την θύραν των ανακτόρων εμφανίζονται οι φρουροί οι προπορευόμενοι των βασιλέων).

Α, να έρχεται! Ο Άδμητος κ' εκείνη.Στέναξε, γη, κι' ολόλυξε, Φεραία, γιατί τώρατου κόσμου η καλλίτερη γυναίκα κατεβαίνειστα σκοτεινά κ' υπόγεια παλάτια του θανάτου!Εγώ ποτέ μου δεν θα 'πω ότι ο γάμος φέρνειπολύ περσσότερες χαρές από της λύπες πούχει.Και τούτο έλεγα από πριν, αλλά το λέω και τώρα,που βλέπω την απίστευτη του Αδμήτου ατυχία.Έπειτα απ' την απώλεια τέτοιας χρυσής γυναίκαςμία ζωή αβάστακτη θα είναι η ζωή του.

ΣΚΗΝΗ ΣΤ'

(Εισέρχεται η Άλκηστις, κρατουμένη υπό του Αδμήτου. Τα παιδιά της κρατούνται κλαίοντα από τους πέπλους της)

Άλκηστις, Άδμητος, Εύμηλος. – Ο χορός.

ΑΛΚΗΣΤΙΣΩ ήλιε! Ω φως και ω σύννεφα, που γρήγορα στα ύψηγυρίζετε και τρέχετε στον γαλανόν αιθέρα!ΑΔΜΗΤΟΣΟ ήλιος βλέπει και τους δυο, κ' εμέ κ' εσένα βλέπει,που στους θεούς δεν 'κάμαμε ασέβειαν καμμίαν,για να μας κάνουν δυστυχείς, να τιμωρούμεθα έτσι!ΑΛΚΗΣΤΙΣΩ γη και ω παλάτι μου και σπίτι αγαπημένοκαι ω νυφικό κρεββάτι μου. της Ιωλκού ω πατρίδα!ΑΔΜΗΤΟΣΘάρρος, κρατήσου, δύστυχη! Μη φεύγης! Μη μ' αφήνηςκαι παρακάλει τους θεούς ίσως μας λυπηθούνε.ΑΛΚΗΣΤΙΣΒλέπω το πλοίο το δίκωπο, το βλέπω μέσ' στη λίμνηκαι τον πορθμέα των νεκρών, τον Χάρο, τον ακούω,όπου κρατώντας το κουπί στο χέρι του μου λέγει:«Γιατί αργείς; Μη χάνωμε καιρό. Σε περιμένω».Έτσι με βιάζει άγριος και θυμωμένος έτσι.ΑΔΜΗΤΟΣΑλλοίμονο, τι άγριο ταξείδι προφητεύεις!Ω, τ' είναι αυτή η συμφορά που τώρα μας ευρήκε!ΑΛΚΗΣΤΙΣΔεν βλέπεις; Κάποιος έρχεται κοντά μου να με πάρη.Εις στα παλάτια των νεκρών κάτω σιγά με σέρνειείναι θεός με τα φτερά. Τα μάτια του πετούνεκάτω από τα βλέφαρα αγριεμμένο βλέμμα.Α, άφησε με, άφησε. Τι θέλεις να με κάμης;Τι δρόμος τάχα η άμοιρη είναι αυτός που παίρνω;ΑΔΜΗΤΟΣΕίναι ο δρόμος θλιβερός για όσους σ' αγαπούνεγια τον φτωχό σου σύζυγο, για τα παιδιά που κλαίνε.ΑΛΚΗΣΤΙΣΑφήστε με, αφήστε με. Μη με κρατείτε τώρα.Ξαπλώστε με, τα πόδια μου δεν με κρατούν. Ο Χάροςκοντύτερα μου έρχεται. Τα μάτια μου θολώνουν.Παιδιά μου, η μητέρα σας δεν είναι πια στον κόσμο.Είθε εσείς τουλάχιστον να ζήτε ευτυχισμένα!ΑΔΜΗΤΟΣΑλλοίμονον τα λόγια σου μου σφίγγουν την ψυχή μουκ' είναι για με σκληρότερα ακόμα κι' απ' τον Χάρο!Για των θεών το όνομα, κρατήσου, μη μ' αφήνης·εις την ζωή των ορφανών παιδιών μας σε ορκίζω,σηκώσου ορθή και γέμισε με θάρρος την ψυχή σου!

Конец ознакомительного фрагмента.

Текст предоставлен ООО «ЛитРес».

Прочитайте эту книгу целиком, купив полную легальную версию на ЛитРес.

Безопасно оплатить книгу можно банковской картой Visa, MasterCard, Maestro, со счета мобильного телефона, с платежного терминала, в салоне МТС или Связной, через PayPal, WebMoney, Яндекс.Деньги, QIWI Кошелек, бонусными картами или другим удобным Вам способом.

Конец ознакомительного фрагмента
Купить и скачать всю книгу