bannerbanner
Χοηφόροι
Χοηφόροι

Полная версия

Χοηφόροι

Язык: el
Год издания: 2017
Добавлена:
Настройки чтения
Размер шрифта
Высота строк
Поля

Aeschylus

Χοηφόροι

ΥΠΟΘΕΣIΣ

Το δεύτερον δράμα της Ορεστείας, αι Χοηφόροι, περιέχουσι την κυρίαν πράξιν, δηλ. την μητροκτονίαν του Ορέστου επί της οποίας στηρίζεται το ηθικόν πρόβλημα της Τριλογίας.

Η ένοχος Κλυταιμνήστρα ταρασσομένη από απαίσια όνειρα στέλλει την κόρην της Ηλέκτραν με συνοδείαν δούλων γυναικών (ο χορός) δια να εξευμενίση με νεκρωσίμους εκ μέρους της σπονδάς (χοάς) την σκιάν τον αδικοσκοτομένου Αγαμέμνονος. – Εκεί επί του τάφου, γίνεται η αναγνώρισις των δύο αδελφών, της Ηλέκτρας και του Ορέστου, όστις κρυφίως εκ της Φωκίδος είχεν έλθη μετά τον φίλον του Πυλάδου διά να λάβη εκδίκησιν του φόνου του πατρός του, συμφώνως με την επιτακτικήν διαταγήν του Απόλλωνος. Οι δύο αδελφοί ψάλλουσιν αμοιβαίον επιτάφιον θρήνον (κομμόν) επί τον τάφου του πατρός των, και σχεδιάζουσι την εκδίκησιν.

Πράγματι ο Ορέστης εισάγεται διά δόλου, όπως απήτησεν ο χρησμός του δελφικού Θεού, εις το πατρικόν ανάκτορον, όπου φονεύει πρώτον τον Αίγισθον και κατόπιν επί του πτώματος αυτού την μητέρα του Κλυταιμνήστραν.

Ακολούθως ανοίγει τας πύλας του ανακτόρου και επιδεικνύει εις τον λαόν τους νεκρούς των τιμωρηθέντων ενόχων και αφ' ετέρου τον πέπλον διά τον οποίον εκείνοι περιετύλιξαν τον πατέρα τον και τον εδολοφόνησαν. Αλλά συγχρόνως αρχίζει να ταράσσεται το λογικόν του, βλέπει ενώπιόν του τα φάσματα των τιμωρών Ερινύων, επικαλείται την μαρτυρίαν των Αργείων διά την αθωότητά τον και τρέπεται εις εκουσίαν εξορίαν.

ΠΡΟΣΩΠΑ

ΟΡΕΣΤΗΣ

ΠΥΛΑΔΗΣ

ΧΟΡΟΣ

ΗΛΕΚΤΡΑ

ΔΟΥΛΟΣ

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

ΤΡΟΦΟΣ

ΑΙΓΙΣΘΟΣ

ΧΟΗΦΟΡΟΙ

ΟΡΕΣΤΗΣΩ χθόνιε Έρμη, της πατρικής μου αρχής προστάτη,σωτήρας, δέομαι, γίνε μου και σύμμαχος μου,τώρα που πίσω ο εξόριστος φτάνω στη γη μας…και κράζω του πατέρα μου, σ' αυτόν επάνωτου τάφου του τον όχτο, να μ' ακούση.….. πλεξίδα πότρεφα του Ινάχουκι' αυτή την άλλη για το πένθος του πατρός μου.…γιατί δεν ήμουν μπρος να κλάψω το νεκρό σου,πατέρα, ουδέ στο ξόδι σου ν' απλώσω χέρι.…Α!τι 'ναι που βλέπω! σαν ποια νάναι η συνοδείατων γυναικών αυτών των μαυροφορεμένων,πόρχουνται δώθε; τι να φαντασθώ πως τρέχει;μη βρήκε νέα το σπίτι μας συμφορά πάλι;Ή δεν θα γελαστώ αν ειπώ πως του πατρός μουφέρνουν χοές που τους νεκρούς καλοκαρδίζουν;το δίχως άλλο! γιατί, νά, θαρρώ κ' η Ηλέκτραέρχεται η αδερφή μου εδώ βαρυπενθούσα.Ω Δία, δόσε του πατέρα μου το φόνονα εκδικηθώ και γίνε πρόθυμος βοηθός μου!Πυλάδη, ας τραβηχτούμε, για να εξακριβώσωτι νάναι αυτών των γυναικών η λιτανεία.ΧΟΡΟΣ(πάροδος)Ήρθα σταλμένη συνοδειάχοές να φέρω απ' τα παλάτιαγοργά τα στήθια μου χεροχτυπόντας·πρέπουν στα ματωμένα μάγουλά μουξεγδάρματ' απ' το νιόκοπο σπάραγμα των νυχιών – όσο για θρήνους βόσκομαι καθημερνά μ' αυτούς.Των πέπλων μου τα λινά φάδιασχίστηκαν κ' έγιναν κουρέλιααπό τη λύπη μου, πάνω στα στήθια,που στόλιζαν, κομματιασμένα,από τα αγέλαστά μας πάθια.Γιατί φόβος ορθότριχος τρανόςονειρομάντης των σπιτιών, στον ύπνοφρουμάζοντας μ' οργή, στης νύχτας την καρδιά,έβαλ' ένα ξεφωνητό τρομάρας στα παλάτιαστο γυναικίτη μέσα πέφτοντας βαρύς·κι αυτού του ονείρου οι εξηγητάδεςείπαν, μ' εγγύησι θεϊκιά,πως τόχουν οι κατωκοσμίτεςβαριά παρμένο στην καρδιάκαι κρατούν όργητα στους φονιάδες.Ζητόντας χάρι αχάριστη, ω μάννα γη,να στρέψη τούτα τα κακά απ' την κεφαλή της,μ' έστειλ' εμένα δω η άθεη η γυναίκα·όμως, φοβούμαι να τον πω το λόγο αυτό·γιατί ποιάν έχει γιατρειά το αίμα που θα χυθή;Αλλοί, σπίτι πανάθλιο,θεμελιοξεσπιτώματα,ανήλια ανθρωπομίσητασκοτάδια σε σκεπάζουνε,με του κυρίου το θάνατο.Τώρα το πριν το σέβας ταπολέμητοκι ανίκητο κι αδάμαστο, που μέσ' απ' του λαούτ' αυτιά περνούσε και μέσ' απ' τα φρένα,χάθηκε· και καθείς τέτοια ευτυχία φοβάταιπούναι θεός για τους θνητούς και κάτι πιο πολύ.Της δίκης η απόφασι αγρυπνάγι' άλλους γοργή καταμεσήμερα,γι άλλους φυλάει με τον καιρότην τιμωρία το σούρπωμα,κι άλλους κρατάει μεσάνυχτα.Για τα αίματα που χύθηκαν και τάπιε η μάννα γηςμένει πηχτός κι ασκόρπιστος λύθρος εκδικητής·κ' η βασανίστρα εκδίκησι τον σέρνει εδώ κ' εκείτον ένοχο, που πάσα αρρώστεια τυραγνεί.Και να κρυφτή σε νυφικό δεν έχει γλυτωμόκι όλοι ναρθούν οι ποταμοίαπόνα δρόμο, για να πλύνουν χέρι αιματωμένο,του κάκου θε να ξεχειλίσουν.Μα εγώ αφού μου ωρίσανε οι θεοίδιπλή πατρίδα, κι απ' τα σπίτιατα πατρικά με ρίξανε στην τύχη της σκλαβιάς —πρέπει σε δίκια κι άδικατων κύριων της ζωής μουσύμφωνη νάμαι, πνίγονταςτην πικρήν έχθρα στην καρδιά μου·και σκέποντας το πρόσωπο δακρύζωτου αφέντη μας την τυφλή τύχηκ' οι κρυφές λύπες με μαργώνουν.ΗΛΕΚΤΡΑΠιστές μου σκλάβες, των σπιτιών μας κυβερνήτρες,αφού μαζί μου έχετ' ερθή, της λιτανείαςετούτης συνοδεία, ζητώ τη συμβουλή σας,τώρα που αυτές τις νεκρικές χοές στο μνήματου πατέρα μου χύνω, ποιαν ευχή να κάμωπου να τούνε καλόδεχτη; να του πω τάχαπως από μέρος της μητέρας μου τις φέρνω,της καλής του γυναίκας στον καλό της άντρα;Δεν έχω θάρρος αχ! και τι να πω δεν ξέρω,ενώ την προσφορά στον τάφο του θα χύνω.Ή να του δεηθώ, καθώς και νόμος είναιανθρώπινος, να δώση αυτών, που του τις στέλλουντις προσφορές, την πλερωμή που τους αξίζει;ή δίχως λόγο, ατίμητα, καθώς και κείνοςεχάθηκε, να χύσω τις χοές στο χώμα,που θα τις πιή και να γυρίσω έτσι οπίσωσαν ένας που αφίνει καθαρμούς και φεύγειδίχως τα μάτια του να στρέψη να κοιτάξη;Και σεις την ίδια νάχετε, φίλες μου, γνώμη,αφού την ίδιαν έχουμε στο σπίτι έχθρα·ανοίξετέ μου δίχως φόβο την καρδιά σας,γιατί τ' όμοιο γραφτό της μοίρας περιμένεικ' ελεύθερο κι όποιος σε ξένα χέρια σκλάβος·λέγε μου, τίποτε καλύτερό μου αν ξέρης.ΧΟΡΟΣΣέβομαι σα βωμό το μνήμα του πατρός σουκι αφού προστάζεις θα σου κρίνω απ' την καρδιά μου.ΗΛΕΚΤΡΑΚαθώς τον τάφο του σεβάστηκες, και κρίνε.ΧΟΡΟΣΧύνε, κ' εύχου καλό για όσους τον αγαπούνεΗΛΕΚΤΡΑΚαι ποιοί 'ναι οι φίλοι αυτοί που λες να ονοματίσω;ΧΟΡΟΣΕσένα πρώτα πες κι όσοι 'ναι εχθροί του Αιγίσθου.ΗΛΕΚΤΡΑΤότε για με και σε την ευχή λες να κάμω.ΧΟΡΟΣΜόνη σου πια κατάλαβε τι έχεις να κρίνης.ΗΛΕΚΤΡΑΠοιο λοιπόν άλλο μετά μάς να βάλω ακόμα;ΧΟΡΟΣΤον Ορέστη μελέτησε, όμως κι αν λείπη.ΗΛΕΚΤΡΑΚαλά λες, και τον έφερες και με στο νου μου.ΧΟΡΟΣΤώρα θυμάμενη, γι' αυτούς που τον σκοτώσαν.ΗΛΕΚΤΡΑΤι να πω; ξήγησέ μου της άμαθης να μάθω.ΧΟΡΟΣΚάποιος γι' αυτούς άνθρωπος ή θεός να φτάση,ΗΛΕΚΤΡΑΚαι ποιο απ' τα δυο, κριτής των ή εκδικητής των;ΧΟΡΟΣΤόσο φτάνει να πης, το αίμα να πάρη πίσω.ΗΛΕΚΤΡΑΚαι μου είναι τούτο απ' τους θεούς συχωρεμένο;ΧΟΡΟΣΠώς όχι, τον εχθρό με κακό να πλερώνης;ΗΛΕΚΤΡΑΚήρυκα μέγιστε της γης και τουρανού,βοήθησέ μας, χθόνιε Ερμή, και στείλε μου τιςαυτές μου τις ευχές κάτω στη γης, ν' ακούσουντου κάτω κόσμου οι θεοί, που το φυλάγουντο αίμα του πατέρα μου, κ' η Γη που όλαγεννά και θρέφει και το σπέρμα πίσω παίρνει.Και γω σκορπόντας στους νεκρούς τα δώρα τούταλέω και κράζω «ελέησε και με, πατέρα,και τον Ορέστη, να τον φέρουμε στα σπίτια,που έτσι σαν πουλημένοι τώρα τριγυρνούμεαπ' την ίδια τη μάννα μας· κι άλλαξεν άντρατον Αίγιστο αντίς σε, το συνεργό του φόνου.Κ' είμαι σε τόπο δούλας τώρα εγώ· κι ο Ορέστηςαπ' τα δικά του εξόριστος, ενώ εκείνοιχαροκοπούν απόκοτα μέσα στο βιος σου.Μ' ας έρθη πια ο Ορέστης από κάποια τύχη,παρακαλώ σε, κι άκουσέ μου εσύ πατέρα·δόσε κ' εγώ πολύ πιο γνωστικιά να γίνωαπ' τη μητέρα και μ' αγνότερα τα χέρια.Για μας αυτές οι ευχές· και στους εχθρούς μας πάλιλέω να φανή, πατέρα μου, εκδικητής σου,που τους φονιάδες με το δίκιο να σκοτώση·[αυτά στη μέση βάζω της καλής ευχής μουκαι λέω για κείνους την κακήν αυτή κατάρα· ]σε μας τα καλά στέλλε μας, με τη βοήθειατων θεών και της γης και της νικήτρας δίκης.Σε τέτοιες πάνω ευχές τις σπονδές τούτες χύνω,και σεις με μοιρολόγια στεφανώνετέ τις,ως είναι νόμος, ψάλλοντας νεκρικόν ύμνο.ΧΟΡΟΣΧύνετε δάκρυα μαύρ' από σταμνιούταδικοσκοτωμένου μας αφέντη,τώρα πόχει πιωμένες τις χοέςαυτός ο τάφος των καλών η σκέπηκαι προστασία και φυλακτόγια τα κακά τα ξωρκισμένα·κι άκου και δέξου, σεβαστέ,από τη μαύρη την καρδιά μου τις ευχές μας.Αχ, και ποιος να είταν χεροδύναμοςνάρχονταν άντρας λυτρωτής μας,δίστροφα σειόντας βέλη σκυθικά στον πόλεμο,και στη δεξά καλόδετα μαχαίρια κυβερνόντας!ΗΛΕΚΤΡΑΉπιεν η γης κ' έχει ο πατέρας τις χοές μας,μα τώρα ακούστε μου κι αυτόν τον νέο το λόγο.ΧΟΡΟΣΠες μου.. χοροπηδά απ' το φόβο μου η καρδιά μου.ΗΛΕΚΤΡΑΒλέπω στον τάφο την κομμένη αυτή πλεξίδα.ΧΟΡΟΣΠοιου τάχ' αντρός, ή ποιας χαμηλόζωστης κόρης;ΗΛΕΚΤΡΑΚαθένας εύκολα μπορεί να ταπεικάση.ΧΟΡΟΣΠώς από σε τη νεώτερή μου θε να μάθω;ΗΛΕΚΤΡΑΆλλος, έξω από με, δεν μπόρειε να την κόψη.ΧΟΡΟΣΓιατί 'ναι εκείνοι εχθροί πόπρεπε να πενθήσουν.ΗΛΕΚΤΡΑΚι όμως είν' ομοιότατη αυτή η πλεξίδα.ΧΟΡΟΣΜε ποια μαλλιά; αυτό ίσα ίσα να μου μάθης.ΗΛΕΚΤΡΑΜε τα δικά μου να τα βλέπης πάρα μοιάζουν.ΧΟΡΟΣΜην είναι τάχα κρυφό δώρο του Ορέστη;ΗΛΕΚΤΡΑΠάρα πολύ μ' εκείνου μοιάζει τις πλεξίδες.ΧΟΡΟΣΚαι πώς εκείνος τόλμησε ναρθή εδωπέρα;ΗΛΕΚΤΡΑΈστειλε τάμμα τα μαλλιά του στον πατέρα.ΧΟΡΟΣΑυτά που λες μου φέρνουν τώρα κι άλλα δάκρια,αφού ποτέ δεν θα πατήση εδώ το πόδι.ΗΛΕΚΤΡΑΚαι μένα στην καρδιά μου ανέβη πικρό κύμαχολής, σαν να με πέρασε σπαθί για πέρα,κι από τα μάτια μου καυτές μου πέφτουν στάλεςαβάσταγες, σα χειμωνιάτικης πλημμύρας,ότι είδα την πλεξίδα αυτή· γιατί ποιανού άλλουνα φανταστώ πως ειμπορεί νάν' αυτ' η κόμη;και βέβαια δεν την έκοψεν η φόνισσά του,η μάννα μας! που ταιριαστή δεν έχει γνώμημ' αυτό η κακούργα τόνομα για τα παιδιά της.Μα και πώς πάλι να παραδεχθώ πως είναιτου Ορέστη δώρο τακριβό στολίδι τούτο,του φίλτατού μας; κι αχ, με τυραγνά η ελπίδα,αλλοίμονο!δεν ήταν νάχε μίλημα και κρίσι ανθρώπουνα μη στεκόμουν δίγνωμη στο ναι και στ' όχι,μα ή να μπορούσα μια καλή να την πετάξωαν είτανε κομμένη από κεφάλι εχθρού μας,ή αν ήταν πάλι από δικό, να κλαίη μαζί μουστόλισμα και τιμή σ' αυτό το μνήμα επάνω.Μα εσείς θεοί, που ξέρετε, μάρτυρες νάστεμέσα σε ποιους χειμώνες, σα θαλασσομάχοι,παραδέρνουμ' εμείς! μα αν είναι να σωθούμετρανά θεμέλια από μικρή αφορμή στεριώνουν.Μα νά και πατησιές, δεύτερο αυτό σημάδι,γιατί είναι χνάρια δυο ποδιών στη γης γραμμένατου ίδιου εκείνου αυτά και κάποιου σύντροφού του,μετρώ και βρίσκω πως οι φτέρνες κ' οι πατούσεςμε των δικώ μου συμφωνούν ποδιών το μέτρος·ω πόνος που με παίρνει και του νου μου αντράλα!ΟΡΕΣΤΗΣΓνώριζε στους θεούς των ευχών σου το τέλοςκ' ευχήσου και τα επίλοιπα σε καλό νάβγουν.ΗΛΕΚΤΡΑΠώς τάχα τι από χάρι τους καλό με βρήκε;ΟΡΕΣΤΗΣΒλέπεις εμπρός σου αυτόν, που από καιρόν ευχόσουνΗΛΕΚΤΡΑΚαι ποιον απ' τους ανθρώπους ξέρεις πως καλούσα;ΟΡΕΣΤΗΣΞέρω πως τον Ορέστη πάρα ελαχταρούσες.ΗΛΕΚΤΡΑΚαι σε τι τάχα εισακουστήκανε οι ευχές μου;ΟΡΕΣΤΗΣΕγώ είμ' αυτός! κι άλλον πιο φίλο μη γυρεύης.ΗΛΕΚΤΡΑΜα δόλους τώρα εδώ πλέκεις για μένα, ξένε;ΟΡΕΣΤΗΣΤότε στον εαυτό μου πάει να πη τους πλέκω.ΗΛΕΚΤΡΑΜα τάχα θες ναναγελάς στις συμφορές μου;ΟΡΕΣΤΗΣΚαι στις δικές μου τότε, αφού στις εδικές σου.ΗΛΕΚΤΡΑΝα λέω λοιπόν πως είν' ο Ορέστης που μου κρίνει;ΟΡΕΣΤΗΣΕνώ τον ίδιο βλέπεις, όμως αμφιβάλλεις·μα όταν την πένθιμη κουρά των μαλλιών είδεςκαι των ποδιώ μου αναμετρούσες τα σημάδια,σαν νάβλεπες εμένα πέταξε η καρδιά σου·σίμωσε την πλεξίδα αυτή στην κεφαλή μου

Конец ознакомительного фрагмента.

Текст предоставлен ООО «Литрес».

Прочитайте эту книгу целиком, купив полную легальную версию на Литрес.

Безопасно оплатить книгу можно банковской картой Visa, MasterCard, Maestro, со счета мобильного телефона, с платежного терминала, в салоне МТС или Связной, через PayPal, WebMoney, Яндекс.Деньги, QIWI Кошелек, бонусными картами или другим удобным Вам способом.

Конец ознакомительного фрагмента
Купить и скачать всю книгу