
Полная версия
Διηγήματα, Νέα Σειρά
Το χτύπημα ήταν πολύ βαρύ. Επήγε να σαλέψη ο νους του ναύτη, γιατί ήταν ένας χαραχτήρας, που ό,τι είχε, τόκρυβε μέσα του. Επήρε τους δρόμους δεξιά και αριστερά. Μπροστά του θαρρείς, δεν έβλεπε· μόνο το αυτί του, υπερβολικά ευαίσθητο, έπαιρνε, από την κακογλωσιά του δρόμου, μερικά φαρμακόλογα και τα έχυνε στη μαρτυρική ψυχή του μέσα – «Ήφαγε τόσω φτωχώ τον παρά και τώρα γυρίζει». Ήταν και άλλοι που τον επονούσαν, αυτό όμως ο ναύτης δεν το γνώριζε.
Ευγήκε στην εξοχή. Η φύση, στολισμένη με όλη της τη λάμψι, εσκορπούσε τριγύρω τα μαγευτικά της δώρα με μεγαλοπρεπή αφθονία. Εγελούσαν όλα· και τα βουνά και οι κάμποι και τα περήφανα δέντρα και η ταπεινή χλόη και η λίμνη η ακίνητη και το νερό το τρεχάμενο, όλα ηλιόλουστα, περίλαμπρα, γεμάτα ζωή. Πουλάκια, μικρά, τόσο μικρά, που να τα κλείση ένας στην παλάμη του, έχυναν τη χαρμόσυνη, μελωδική φωνούλα τους, τρέχοντας εναέρια από δέντρο σε δέντρο και από θάμνο, σε πέτρα, με το κυματιστό, χαριτωμένο πέταμά τους· αρνάκια σγουρόμαλλα, σωριασμένα στον απότοιχο χωραφιού, αναμασσούσαν την τροφή τους αμέριμνα. Όλες αυτές η εμορφιές, όλ' αυτά τ' αγαθά σαν να σε προσκαλούσαν να ζης, σαν να σου λέγαν να λησμονής κάθε βάσανο και κάθε λύπη. Αλλά ο ναύτης με τη μαυρίλα της συμφοράς, με το βαθύ σκοτάδι στην καρδιά του την πληγωμένη, ήταν αναίσθητος στην γοητευτικήν εικόνα και αν ετύχαινε να έρθη στο σκοτισμένο του μυαλό καμμιά ιδέα, ήταν και αυτή απελπιστική. Εστοχαζότανε, τι καλά να ήταν ένα από εκείνα τα βοσκήματα, ένα από εκείνα τα βουνά, να μην αισθάνεται.. και πρώτη φορά του ήρθεν η ιδέα της ανυπαρξίας.
Επήρε δρόμο πολύ εωσού απόστασε. Πού να πάγη! χωρίς να το καταλάβη, εγύρισε προς τη χώρα, όπου έφτασε πρι βασιλέψη ο ήλιος.
Εμπήκε σ' ένα καφενεδάκι απόκεντρο, που το κρατούσ' ένας γέρος, παλαιός γνώριμος, ναύτης κι' αυτός, απόμαχος, κυρτωμένος πλιο από του χρόνου το βαρύ, το πιεστικό χέρι και από την κακομοιριά μιας άχαρης ζωής. Εκάπνιζε ο γέρος άφωνος ένα κοντό τσιμπούκι, ζαρωμένος σε μια γωνιά. Ο ναύτης εκάθησε κοντά στο παράθυρο του δρόμου κ' έρριξε το κεφάλι κάτω. Ο καφετζής του είπε «καλώς τον» κ' εξακολούθησε το κάπνισμα. Πέρασε λίγη ώρα σε βαθειά σιωπή, όταν έξαφνα ακούστηκαν φωνές και γέλοια στο δρόμο. Ο ναύτης εσήκωσε ζωηρά το κεφάλι, σαν να τον εκέντησε κάτι ευχάριστο, σαν να του εγαργάλισε την ακοή μία γνωστή, χαρμόσυνη φωνούλα. Κυττάζει όξω και βλέπει κάμποσα παιδιά να πεζογελούν και μαζή μ' αυτά το παιδί του.. το δικό του παιδί, το μόνο αγόρι που είχε, ξανθογάλανο παλληκαράκι οχτώ εννιά χρονών. Το πρόσωπό του εφωτίσθηκε, τα σβυσμένα του μάτια σαν να επήραν νέα ζωή.. Εξέχασε για μια στιγμή το μυστικό του, το ατελείωτο μαρτύριο και με φωνή γιομάτη ταραχή ανέκφραστη, με μια τρεμούλα ανεξήγητη εφώναξε το παιδί να μπη μέσα.. Εκείνο, χωρίς καθόλου να ταραχτή, τον κύτταξε μια στιγμή αδιάφορο, ψυχρό, σαν να τον έβλεπε πρώτη φορά, έπειτα εσήκωσε τα δυο του χέρια με ανοιχτές της παλάμες, τον εμούντζωσε και το βάλ' ευθύς στα πόδια.. Ο ναύτης αποσβολώθηκε, τα έχασε σαν να έλαβε δυνατό χτύπημα κατακέφαλα, εσυμμαζεύθη, εζάρωσε και δεν τολμούσε να σηκώση το κεφάλι του· λες εφοβότανε να κυττάξη γύρω του. Άξαφνα, μέσα στη φριχτή κατάστασι του ταραγμένου μυαλού του μία ιδέα μαύρη του επέρασε, μία ιδέα σκοτεινή, η οποία όμως – πράμμα παράξενο – του έφερε αταραξία.
Και του ήρθανε κάτι συλλογισμοί που δε μπορούσε να τους διώξη· – χωρίς να κάμω κακό, χωρίς να θέλω να βλάψω, να πειράξω κανεί, με κυνηγούνε σαν σκυλί ψωριάρικο, είπε με πικρία. Ούλη μου τη ζωή επέρασα τίμια, χωρίς ν' αδικήσω και να που εκατάντησα. Από τι; Από κάτι κακό που τόφερε η Τύχη. Δε νοιώθω τι είν' αυτά, μα είνε πολύ παράξενα. Ούλη μου τη ζωή τίμιος και για μια στιγμή παν όλα. Με βλέπουνε πως χάνομαι, βυθίζομαι και κανένα χέρι δεν απλώνει να με πιάση. Προχτές ακόμα τον Πρίσκα τον είχανε κυκλωμένο πέντ' έξη και χάσκανε στα λόγια του και ούλοι όμως ξέρουνε πώς εσύναξε τα πλούτη του. Ο κόσμος θέλει χρυσάφι για προσκύνημα. Αξίζει να ζη κανείς;
Και ήθελε να διώξη από το νου του όλ' αυτά και του ήταν αδύνατο.
– Εσηκώθηκε και με βήμα στερεό και γρήγορο επήγε στης αδερφής του. Εκείνη έτυχε να λείπη· ο ναύτης εξεκρέμασε από τον τοίχο ένα τουφέκι του κυνηγιού γιομάτο – παλαιό τουφέκι του σπιτιού των – εξυπολήθηκε γρήγορα, εστάθη στο κατώφλι της πόρτας, εστήριξε το όπλο κατά γης, επέρασε το μεγάλο δάχτυλο του δεξιού ποδαριού στο σκανδάλι, έβαλε το στόμα της κάννας στο στόμα του – δυο στόματα, το ένα κρύο, παγωμένο, το άλλο φωτιά – . κ' επυροβόλησε.
Και τώρα ομπρός στο άτυχο το θύμα του σκληρόκοσμου η κακογλωσσιά έπαψε· άκουες μόνο λόγια, παρατήρησες άλλες. – Γιατί να σκοτωθή; τι τον έμελλε; δεν έφευγε; «Ο κόσμος δε σ' αφίνει ήσυχο σε καμμιά περίστασι», έλεγ' ένας που αγαπούσε να φιλοσοφή· σε φορτώνεται χωρίς να εξετάζη πολύ πολύ σε ποιά ψυχική κατάστασι να βρέθηκε ο άνθρωπος· για μια στιγμή μπορεί να αισθάνθηκε μέσα του το κενό, το χάος, μπορεί να τούλειψε ο νους και σε στιγμή λειποψυχίας, έδωκε τη βουτιά του στην αχόρταγη της ανυπαρξίας θάλασσα. Αφήστέ τον ήσυχο, Χριστιανοί μου!
Στην έρημη, τη φτωχή του κακότυχου ναύτη κηδεία ούτε παππάς, ούτε ψαλμωδία καμμιά.. μόνο μερικά δάκρυα μερικών πονόψυχων τον εσυνώδευσαν και την ύστερη στιγμή η αδερφή του – για τη γυναίκα του δε μιλώ – ερράντισε το βασανισμένο κουφάρι του με δάκρυα θερμά.
Η υστερνή του ήλιου αχτίνα εφώτισε το έρημο, το καταφρονεμένο μνήμα.
ΚΕΦ. Γ'Ο ΚΑΛΟΓΕΡΟΣΛίγο ύστερ' από το δράμα, το παιδί του ναύτη έγεινε άφαντο. Κάποιος το είχε πάρη στην ξενητιά, όπου, ύστερ' από χρόνια, μια μέρα εγύρισε στον τόπο του παππάς! Με ποιο τρόπο και με τι μέσα το εκατώρθωσε αυτό, κανείς δεν ήξερε· η ουσία είνε πως ήταν παππάς και τι παππάς; παχύς, όμορφος, ομιλητικός, αστείος, όλα του έδειχναν ένα λαμπρό ιερομόναχο· ως και καλόφωνος ήταν. Έκαν' ευχαρίστησι με το εξωτερικό του και όλα τα σπίτια ανοίχτηκαν 'ς τον παππά Συνέσιον. Η μάννα του, αν και αποσυρμένη σε γυναικείο Μοναστήρι, ευθύς που ήρθε ο γυιός της, εγύρισε στη χώρα κ' εκατοίκησε μαζή του. Εις τον νέο παππά εδόθηκ' ευθύς καλή ενορία, σε λίγο καιρό όμως έδειξε σημεία στενοχώριας· σαν να μην του ήρεσε να είνε απλός εφημέριος και άρχησε να ενεργή να γείνη ηγούμενος στο Μοναστήρι του τόπου. Η πολλή ταραχή, λέγει, δεν του άρεσε· και ήθελε να ζη πιο ήσυχα. Η αλήθεια είνε πως, σαν έξυπνος που ήταν, εκατάλαβε πως στο Μοναστήρι θα ζούσε πολύ καλλίτερα παρά στη χώρα. Κόμμα είχε δικό του, τα καλλίτερα σπίτια, είχε και τον Δεσπότη της επαρχίας φίλο του και δεν δυσκολεύθηκε να 'πιτύχη το σκοπό του. Έγεινε ηγούμενος και αυτό τον ευχαρίστησε υπερβολικά. Επήρε τη διοίκησι από τα τίμια, μα αδύνατα χέρια του παππά Νεκτάριου και έδειξε πως ξέρει να κυβερνά. Και άρεσε πολύ και στο προσωπικό του Μοναστηριού και όξω. Εφρόντιζε να τρων καλά οι καλόγεροι, τους καλομιλούσε κ' εδεχότανε με τρόπο ευγενικό τον απ' έξω κόσμο. Η μάννα του τον βοηθούσε στην εσωτερική διοίκησι και όλα πήγαιναν καλά. Αυτά στας αρχάς, τον πρώτο καιρό· μετά ένα όμως χρόνο τα πράμματ' άλλαξαν. Άλλαξε δηλαδή ο παππά Συνέσιος τρόπους εις όλα και άρχησε η μουρμούρα, η οποία σιγά σιγά ηύξανε εωσού έγεινε αληθινή βοή, σαν τη βοή που φέρνει μεγάλη θαλασσοταραχή. Του ρίχτηκαν όλοι του παππά Συνέσιου, μικροί μεγάλοι, καλόγεροι και κοσμικοί. Τον έλεγαν φανερά ήρωα σε κάτι σκάνδαλ' ακατονόμαστα.
– Καλέ είδες πράμματα;
– Ο αλιτήριος, ο κακούργος!
– Να παππάς μια φορά! Να κλειδώνεται.. φτου! Θεέ μου σχώρεσέ μου.
– Μα πας αφίνει τίποτα στο κελλάρι;
– Να φύγη, να φύγη!
Και η ταραχή ηύξανε ολοένα. Ο παππά Συνέσιος εφοβήθηκε κ' εζήτηξε με τρόπο να φέρη διόρθωσι, να βουλώση τα στόματα μα ήταν αδύνατο και μια νυχτιά επήρε τη μάννα του κ' έφυγε για το εξωτερικό, δεν ήπαυσε όμως να ενεργή από εκεί, με το μέσο εκεινών που τον αγαπούσαν, για να γυρίση πίσω και αληθινά, ύστερ' από καιρό το εκατώρθωσε. Τα σκάνδαλα είχανε ξεχασθή, γιατί ο κόσμος λησμονεί εύκολα και οι ίδιοι οι διώχτες του τον εδέχτηκαν πάλι. Ίσως είχαν ελπίδα πως θα εδιωρθώθηκε. Μα δε βαριέσαι, μετά καιρό, τα ίδια και πάλι φωνές, ταραχή, καυγάδες, βρωμόλογα και στο τέλος διώξιμο νύχτα! Η κωμωδία όμως αυτή εφαινότανε να μην έχη τέλος· τον έδιωχταν και τον έφερναν τον ήθελαν και δεν τον ήθελαν, οι διάδοχοι του δεν ευχαριστούσαν τον κόσμο και οι φίλοι του εξόριστου ενεργούσαν και τον ξανάφερναν. Καθώς και τον ξανάφεραν και αυτή τη φορά, ύστερα από τρία τέσσερα χρόνια. Τώρα όμως και ο παππά Συνέσιος εφαινότανε ν' άλλαξε. Σκάνδαλα δεν άκουες να γίνουνται. Μόνο κάτι αστεία έκανε που έκαναν τους περισσότερους να γελούν. Μα σου έκανε κάτι χώρατα ο αθεόφοβος! Και απ' όλους περισσότερο επείραζε τον παππά Κύριλλο· τον εύρισκε, πολύ ήμερο, πολύ παλαβό και του έκανε ό,τ' ήθελε καταιβή εις την πρόστυχη φαντασία του. Αφού μια φορά στην εκκλησιά, στην πιο ιερή στιγμή που βγαίνουν τα άγια, είχε σκαλώση, με μια καρφίτζα, το φελόνι του από πίσω και ο καϋμένος ο παππά Κύριλλος, ανίδεος, ευγήκε στη μέση του ναού με το φελόνι ανασηκωμένο και ο παππά Συνέσιος εστεκότανε στη θύρα και τον εκαμάρωνε, γνέφοντας δεξιά και αριστερά για να τον δούνε! Ή άξαφνα, στο δρόμο, εκεί που μιλούσε με ευγένεια μπροστά σου, με κανένα ξένο, όταν ο ξένος αυτός εγύριζε να φύγη, τον εμούντζωνε και με τα δυο του χέρια! Αυτή τη φορά όμως ήταν πιο φρόνιμος και οι καλόγεροι δεν εγογγύζανε φανερά. Μόνο ένας καλόγερος, ο αδελφός Άνθιμος δεν υπόφερε όχι να τονε βλέπη, ούτε να τον ακούη πλιο.
Εξηντάρης, μικρόσωμος, λιγνός, λίγο σκυφτός, με τα μάτια πάντα πονεμένα ο αδελφός Άνθιμος ήτανε τύπος τίμιου, ίσιου ανθρώπου. Το μίσος και την περιφρόνησί του στον παππά Συνέσιο την έδειχνε φανερά, γιατί μόλις άκουε πως έρχεται, εσύναζε τα ρούχα του κ' έφευγε γρήγορα γρήγορα γι' άλλο Μοναστήρι, σε ξένο τόπο· δεν ήθελε να τον αντικρύση· πόσα δεν είχε κάμη ο παππά Συνέσιος να τονε δελεάση, να τον γυρίση στο μέρος του. Γλυκόλογα, δώρα, ξεχωριστές περιποίησες δεν έκαναν τίποτα. Ο Άνθιμος ήταν άνθρωπος με θέληση, με χαρακτήρα, και σαν είχε μια ιδέα σταθερή, δεν του εγύριζε κανείς το κεφάλι. Στο γούμενο δεν είχε καμμιά υπόληψι· ετελείωσε. Ήξερε αυτός τι έκρυβε μέσα του ο πονηρόπαππας, αδιάφορο πως ήταν γλυκός και ζαχαρένιος. Τη διπροσωπία ο καλόγερος δεν την υπόφερε σαν τους άλλους και καλλίτερα να λείπη, παρά να κάθεται να βλέπη αδιάφορος τα ντροπιασμένα του καμώματα. Ψωμί μαύρο και όσπρια νερόβραστα βρίσκει και αλλού και τον Άνθιμο παντού τον παρακαλούνε, γιατί ξέρει και τέχνη, είνε παπουτζής, δεν είνε κηφήνας να κάθεται αργός· είναι άνθρωπος χρήσιμος. Δεν του χρειάζουνται και πολλά να ζήση και η υπόσχεσες του 'γουμένου δεν τονε δελεάζουν, ο θεομπαίχτης αυτός ας τρώγη κι' ας παχαίνη μονάχος του. Βέβαια, ο Θεός δε θέλει να μισούμε ο ένας τον άλλο, μα πάλι πως να κάθεται να βλέπη τα καμώματα του άθεου; δεν θα ήταν σαν να εσυμφωνούσε μαζή του;
Ο Άνθιμος είχε γείνη καλόγερος για να ησυχάση, για ν' αποφύγη κάθε πειρασμό του κόσμου και τώρα να βλέπη ασχημίες στο Κοινόβιο μέσα και από ποιόν; από τον πρώτο, από την κεφαλή! Δε θα το υποφέρη αυτό άνθρωπος που επέταξε τ' αγαθά του κόσμου, για τη θεϊκή γαλήνη, την ησυχία του ακύμαντου λιμανιού.
Και αλήθεια είχε τη μικρή του ιστορία ο Άνθιμος. Στον κόσμον τον έλεγαν Αντώνη. Ήταν από μικρός πεντάρφανος, καλό όμως παιδί και φιλόπονο, επήγε κοντά σ 'ένα παπουτζή και τόσο καλά εφέρθηκε, οπού σε λίγα χρόνια έγεινε λαμπρός μάστορης. Τ' αφεντικό του τον αγάπησε πολύ και για τη δουλειά και για το χαραχτήρα του τον τίμιο. Ήταν πολύ συμπαθητικό παλληκάρι, τόσο, που και η μοναχοκόρη του μάστορη, μια πολύ όμορφη κοπέλλα τον εσυμπάθησε πολύ, τουλάχιστο έδιχνε πως τον συμπαθούσε. Αυτό πολύ εσυγκίνησε τον Αντώνη και καθώς ήταν ευαίσθητος, μια μέρα που την ηύρε μονάχη, της είπε πως την αγαπά τόσο, που δε ξέρει, αν γίνεται αγάπη μεγαλείτερη. Η κοπέλλα του αποκρίθηκε με το ίδιο αίσθημα και ο καϋμένος ο Αντώνης ευρέθηκε μια στιγμή στους ουρανούς. Και όσο επερνούσαν ημέρες, εμεγάλωνε η αγάπη.. Μα πώς να κάμη; Να μιλήση του μαστόρου του ο ίδιος, ή να βάλη κανέναν άλλονε; Είχε αυτά στο νου του, όταν τ' αφεντικό του τον έστειλε ν' αγοράση πετζιά και άλλα χρήσιμα του μαγαζιού. Έμεινε ο Αντώνης στην ξενιτειά ένα μήνα και σαν εγύρισε, ευρήκε τη λατρευτή του πανδρεμμένη.. Είχε στεφανωθή, μια βδομάδα πριν, ένα θαλασσινό. Δεν είπε τίποτα ο φτωχός σε κανένα. Σε μια βραδεία έχυσε όλα του τα δάκρυα.. Εκείνη δε θέλησε να την δη, μόνο έγεινε πολύ μελαγχολικός και ακοινώνητος.. Αξαφνα μια πρωινή αποχαιρέτισε το μάστορή του κ' επήγε στο μοναστήρι. Την απλή αυτή ιστορία λίγοι την ήξευραν.
Ο αδελφός Άνθιμος εσχετίσθηκε ευθύς με τον παππά Συνέσιο. Είχαν μακρυνή συγγένεια και επειδή ο απλός, ο απονήρεφτος Άνθιμος δεν τον εγνώριζε, εφιλιώθηκε μαζί του. Αυτό στην αρχή, οπού ο παππά Συνέσιος φορούσε προσωπίδα και δεν εφαινότανε ποιος είνε στ' αλήθεια, οπού εμπορούσε να γελάση εκατό σαν τον Άνθιμο, τον απλό και απονήρεφτο. Σε λίγο καιρό, κάποιος κάτι είδε και κάτι είπε σιγά σιγά, σκεπαστά ακόμα, όπου ο Άνθιμος είδησι δεν είχε. Ήταν και άνθρωπος που ήθελε να ιδή μόνος του, να ψηλαφήση. Απάνω σ' αυτό ήταν άπιστος Θωμάς· εύκολα δεν πίστευε. Άμα όμως εψηλαφούσε και εγνώριζε και εννοούσε ο ίδιος, ετελείωσε· εσχημάτιζε την ιδέα του, η οποία αποκρυσταλλώνετο, έμενε ασάλευτη μέσα του για πάντα. Ο πονηρόπαπας είχε καταλάβη τον χαραχτήρα του καλόγερου και τον παρατηρούσε και τον επρόσεχε πολύ στην αρχή, έπειτα κάπως άρχησεν ανοίγεται από λιγάκι κοντά του, για να ιδή πώς θα του εφαινότανε ο τρόπος του. Ο Άνθιμος όμως δεν έπαιρνε είδησι από βελόνας κεντήματα· ήθελε χτύπημα δυνατό για να ξυπνήση. Και το χτύπημα δεν άργησε να του δοθή.
Πριν όμως προχωρήσωμεν, θέλω να πω ακόμα μερικά για τον καλόγερο προς συμπλήρωμα του χαρακτήρος του. Θα είταν άδικο να λείψουν αυτά από την όλην εικόνα, γιατί ζωγραφίζουνε ακόμα καλλίτερα, ακόμα πληρέστερα και τους δυο· και τον πονηρό Συνέσιο και τον αγαθόν Άνθιμο.
Στο ισχνό και ολίγο κυρτωμένο σαρκίον του καλόγερου, ήταν μία μεγάλη ψυχή και μία διαμαντένια, ακλόνητη θέλησι. Ο ήμερος Άνθιμος, οπού μπορούσε να συγκινηθή και να κλάψη και εις το πλιο μικρό δυστύχημα, εις το θάνατο πουλιού, ή εις την αρρώστεια κανενός αρνιού, δεν εσυγχωρούσε το παραμικρό παράπτωμα, όταν εγινότανε για να βλάψη, και ας ήταν ο πιο δυνατός, ο πιο επίσημος, ο πιο μεγάλος εκείνος που το έκανε· ημπορούσε να του ειπή, να του το ρίξη κατά πρόσωπον, χωρίς να φοβηθή καθόλου. Κ' έβλεπες τότε τον ήμερο, τον άκακο Άνθιμο, να μεταμορφώνεται και να κεραυνοβολά τον πταίστη, όποιος και να ήταν αυτός. Γράμματα ήξερε λίγα, μα είχε κρίσι ορθή και με τη βοήθειά της εσκεπτότανε καλλίτερα από πολλούς διαβασμένους· έπειτα είχε την αρετή, που είνε μεγάλη δύναμις και οπού τον ωδηγούσε.
Όσο μπορούσε, βοηθούσε τους χωργιανούς με τας συμβουλάς του· και ήτανε τότε γλυκός, πράος, γιατί ήξερε πως με την υπομονή μόνον θα ωφελούσε. Το κελλί του το είχε καθαρό, όσο μπορούσε. Είχε το μπάγκο του και τα σύνεργα της δουλιάς του, σουβλιά και καλαπόδια και όταν είχε δουλιά, έφτιανε καινούργια, ή εμπάλωνε παλιά παπούτζια και σαν δεν είχε δουλιά, εδιάβαζε. Ω! αγαπούσε πολύ να διαβάζη κ' έλεγε πως η καλή ανάγνωσι ανοίγει της ψυχής τα μάτια. Αλήθια είχε μόνον εκκλησιαστικά βιβλία, (κάτι τραγουδάκια κοσμικά που είχε όταν ήταν νέος, τα είχε χαρίσει προ πολλού εις κάποιον) και τα εδιάβαζε μ' ευχαρίστησι, εκείνο όμως το βιβλίο, οπού του άρεσε υπερβολικά, ήταν ο Μηνιάτης, το βιβλίο δηλαδή του μεγάλου εκείνου εκκλησιαστικού ρήτορα, οπού ολίγοι, πολλά ολίγοι του μοιάζουν στο χαριτωμένο λόγο και στη θεία έμπνευσι. Μάλιστα ένα γνωμικό του, μία μεγάλη αλήθεια την είχε γραμμένη σ' ένα χαρτί και κολλημένη στον τοίχο του κελλιού του και αυτήν ανάφερε συχνά στους χωρικούς, τους καλούς, τους πιο έξυπνους και που ήθελαν να τον ακούνε. Λέγει ο Μηνιάτης κάπου.
«Ο Θεός, ως παντοδύναμος, ό,τι θέλει κάμνει, και δεν είνε καμμία δύναμις να τον εμποδίση. Ο άνθρωπος, ως ελεύθερος, ό,τι δεν θέλει, δεν κάμνει, και δεν είνε καμμία δύναμις να τον εμποδίση».
Πολύ τον εσυγκινούσαν τα λόγια αυτά τον καλόγερο, γιατί, αν και αισθανότανε πως η ανάγκη, η μεγάλη αυτή δύναμις, υποχρεώνει τον άνθρωπο να κάμνη καμμιά φορά και ό,τι δεν θέλει, ήξευρε όμως πως ο ενάρετος και δυνατός αποφεύγει τα περισσότερα άτοπα, σαν θέλη με τα σωστά του. Και πολλούς χωριανούς εκατώρθωσε, με το γνωμικό αυτό και με ορμήνιες άλλες να βάλη στον ίσιο δρόμο· ποιον από το κρασί και ποιον από άλλα χειρότερα· και τον αγαπούσαν πολύ τον καλόγερο όσο επεριφρονούσαν τον Συνέσιο, οπού από τα λίγα που έβλεπαν εμαντεύανε πολύ περισσότερα.
Και ο Άνθιμος τον εμάντευεν και τον υπωπτευότανε τον παππά Συνέσιο, ήταν όμως με κρίσι άνθρωπος και χωρίς μεγάλα και ψηλαφητά πειστήρια, δεν ήθελε να ξεσκίση το πράμμα. Ήθελε να μεταχειριστή όλα τα μέσα, να μάθη πρώτα καλά κ' έπειτα να διή τι έχει να κάμη. Είχε και μίαν ελπίδα πως ίσως δεν είνε καθώς τόνε λένε· γιατί να βιαστή· αν τόνε πιάση και τον καταλάβη αδιόρθωτο, τον μουντζώνει και φεύγει. Δεν ήταν άνθρωπος να υποφέρη μούτρα απαίσια. Μήπως δεν έκαμε τα ίδια του Δεσπότη; Μια φορά, οπού η αγιωσύνη του ήρθε στο Μοναστήρι και ήθελε να μάθη αν έχουνε οι αδελφοί παράπονα, ενώ οι λοιποί γέροι, ταπεινοί και ζαρωμένοι, δεν τολμούσαν να σηκώσουν κεφάλι, ο Άνθιμος εστάθηκε μπρος του και με ένα θάρρος έκτακτο και με μια ρητορική και μίαν ευγλωττία οπού την χαρίζει μόνον η αγάπη στην αλήθεια, του εξετύλυξε ό,τι άσκημο ό,τι ρυπωμένο και κηλιδωμένο έμενε κρυφό από εκείνους που έχουνε συμφέρο να το σκεπάζουνε. Εθαύμασε ο Δεσπότης με την τόλμη του καλόγερου· του μίλησε με αγάπη και ευγένεια και του είπε πως γρήγορα θα φέρη σε όλα διόρθωσι. Πέρασαν δυο χρόνια από τη σκηνή αυτή, χωρίς να γείνη το παραμικρό καλό και σαν εξαναγύρισε ο Δεσπότης ο Άνθιμος δεν επήγε να τον δη γιατί δε θα μπορούσε να βασταχτή μπροστά του με απάθεια.
Μαζή με τ' άλλα που είχε ο παππά Συνέσιος, στης εκλογές έκανε τον ψηφοθήρα.
Ένα πρωί ο Άνθιμος, μετά τη λειτουργιά, επήγε στο κελλί του κ' εκάθισε στο μπάγκο του, να μπαλώση κάτι παπούτζια του φίλου και αγαπημένου του, του Σταυράκη του περιβολάρη.
Είχε κάμη ο Σταυράκης στρατιώτης πολλά χρόνια, ύστερα πήγε στο Μοναστήρι κ' έγεινε κηπουρός. Εργατικός πολύ και τιμιώτατος, αγάπησε πολύ τον Άνθιμο και ο Άνθιμος τον αγάπησε· μα ο παππά Συνέσιος δεν τον αγαπούσε και κάθε λίγο τον εβασάνιζε και τον αδκούσε, με χίλια δύο. Τα υπόμενε ο καϋμένος ο Σταυράκης και μόνον ήλεγε πότε πότε τα παράπονά του στον Άνθιμο.
Εκείνο το πρωί ο Σταυράκης επήγε κ' ευρήκε τον καλόγερο. Ο Άνθιμος ήταν σκυμμένος στο μπάγκο του, ενώ κοντά του ο αγαπημένος του γάτος, η μόνη του συντροφιά, συμμαζωμένος, ερουθούνιζε.
– Καλημέρα, πάτερ Άνθιμε.
– Καλό στο Σταυράκη· κάθησε.
– Θα φύω γλήγορα, είπεν ο Σταυράκης, γιατί έχω πότισμα· μόνον ήρθα κάτι να σου πω για το μαστρογούμενο!
– Τι είνε πάλι;
– Μ' έχει να με χαλάση, μπρε παιδί, για τον ψήφο μου.
– Πώς μαθές; αρώτηξεν ο καλόγηρος.
– Και καλά να ψηφίσω το κόμμα του καπτά Κοσμά.
– Και η γνώμη σου εσένα πια είνε;
– Εγώ ψηφίζω τον καπτά Φιλιππή πάντα, γιατί μούχει καλό καμωμένο.
– Να μείνης με τη γνώμη σου Σταυράκη, σου λέω γω.
– Ναι, πάτερ Άνθιμε, μα ο 'γούμενος μούπενε θυμωμένα, πως αν δεν ψηφίσω τον καπτά Κοσμά, θα με βγάλη απ' τον κήπο.
Ο Άνθιμος δεν απεκρίθην ευτύς.
– Και ήρθα είπεν ο Σταυράκης, να σε παρακαλέσω να του μιλήσης.
Και εθύμωσε κ' ελυπήθηκε ο Άνθιμος για την νέα ατιμία και για την απονιά του Συνέσιου.
– Θα του μιλήσω, Σταυράκη, του είπε, μα ό,τι κι' αν αποφασίση, εσύ δεν πρέπει να τον ακούσης· να κάμης ό,τι σου λε η συνείδησί σου. Κ' εγώ να σου πω εβαρέθηκα να τον βλέπω.
– Ο Σταυράκης έφυγε και ο Άνθιμος επήγε και ωμίλησε του Συνέσιου.
– Γιατί, 'γούμενε, βιάζεις τον Σταυράκη να μην ψηφίση εκείνον που θέλει;
– Γιατί είν' ανόητος και πρέπει να ακούη εμένα.
– Έχει τη συνείδησί του και θ ' ακούη ό,τι του λέει.
– Εγώ τονε ταΐζω, δεν τονε ταΐζ' η συνείδησί του, είπεν ο Συνέσιος.
– Όχι, γούμενε, είπεν ο Άνθιμος· τόνε ταΐζει ο κόπος του και τα χέρια του.
Ήταν πολύ αυστηρό το πρόσωπο του καλόγερου· ο Συνέσιος το παρετήρησε.
– Καλά, Άνθιμε, του είπε πιο μαλακά, θα σκεφτώ και θα κάμω.
– Ύστερα δεν είνε δική μας δουλιά να κάνωμε ψήφοι· είπεν ο Άνθιμος κ' έφυγε.
Μετά λίγες μέρες ο Άνθιμος έλαβε και άλλη χτυπιά, την υστερνή.
Μια βραδειά, το Μαριώ η Μυλωνού είχε τηγανίτες για την εορτή του αγοριού της και είχε προσκαλεσμένο το 'γούμενο και τον Άνθιμο. Ο καλόγερος δεν είχε πολλή όρεξι, επήγε όμως για να μην κακοφανή της γυναίκας.
Καλεσμένοι πολλοί, χωριανοί, χωριανές, γέροι, νέοι και παιδιά, έκαμαν ένα γλέντι τρικούβερτο. Τηγανίτες σωρός σε βρενιγάδια μέσα και σε σκουτέλες, εκοκκινοβολούσαν κ' ετραβούσαν την όρεξι τόσο, που σε λιγάκι σχεδόν άδειασαν η σκουτέλες και τα τσανάκια. Το ρετσινάτο και αυτό έτρεχε ρέμμα και η πολλή φλυαρία και τα τραγουδάκια έδειχναν μετά κάμποση ώρα, πως οι χωρικοί, άντρες και γυναίκες ετίμησαν καλά το συμπόσιο της κερά Μαριώς. Ο 'γούμενος έτρωγε κ' έπινε εις την πρώτη γραμμή κ' επαρακινούσε να τρώγη και τον Άνθιμο οπού ήταν άτολμος και δειλός σ' αυτά τα πράγματα. – Τρώγε, παλαβέ, του έλεγε κάθε λίγο και τον έκανε να κοκκινίζη με το ύφος του, οπού κάθε στιγμή εγινότανε πιο αδιάντροπο. Είχε κορώση πιο το ζεύκι, όταν άξαφνα ο παππά Συνέσιος σηκώνεται, αρπάζει από το χέρι τον Άνθιμο, τον τραβά κατόπι του και παγαίνει και καθίζει δίπλα σε μια χωριανή, νέα χήρα, δροσερή και αφράτη· τον καλόγερο τον κάθισε δίπλα του· αυτός ήταν στενοχωρεμένος, μα δεν ήθελε να το δείξη. Ο 'γούμενος άρχησε την ομιλία με τη χήρα και στον ίδιο καιρό εκερνούσε και αυτήν και τον Άνθιμο, χωρίς να λησμονά τον εαυτό του. Οι χωριανοί ετρωγόπιναν ανάμεσό τους κ' ετραγουδούσαν χωρίς να δίνουν προσοχή στο 'γούμενο με την παρέα του. Ο παππά Συνέσιος όσο περνούσε η ώρα εγινότανε πιο εύθυμος και μια φορά οπού ο Άνθιμος δεν τον άκουσε και δεν ήθελε να πιή, ο 'γούμενος του λέγει – Πιε παλαβέ, πιε, ανόητο πράμμα· και στον ίδιο καιρό του δίνει μία τσιμπιά από πίσω οπού ο καλόγερος ετινάχτηκε από τον πόνο και πριν καλοέλθη στον εαυτό του, άλλη τσιμπιά ο γούμενος της χήρας, η οποία επετάχθη με γέλοια ενώ επροσπαθούσε να μην τους καταλάβη κανείς. Ο Καλόγερος τα έχασε – «Μεθυσμένος είνε,» εμουρμούρισε. Κ' εγυρευε ευκαιρία να τραβηχτή σιγά σιγά, χωρίς να τονε καταλάβουνε. Σε λιγάκι ο 'γουμενος άρχησε κουβέντα τρυφερή με την γειτόνισσά του και αρκετά δυνατά για ν' ακούση ο Άνθιμος· είχε πολύ ζεσταθή φαίνεται, είχε πάρη πολύ θάρρος και δεν τον έμελε. Αυτή τη φορά ο καλόγερος αγρίεψε. Είδε με τα μάτια του, ήκουσε με τ' αυτιά του, εψηλάφησε, σαν το Θωμά «έβαλε τον δάκτυλον εις τον τύπον των ήλων». Τίποτε άλλο δεν του εχρειαζότανε για να σχηματίση γνώμη· ο ψευτόπαππας του εφανερώθηκε τώρα γυμνός, με όλες της ασχημίες του. Στο μεθύσι του μέσα, του έδειξε τώρα ολοφάνερα, χωρίς στενοχώρια, όλες της ψυχής τούτης αηδέστατες κηλίδες. Κάτω η προσωπίδα τώρα· ολοφάνερος, ολόγυμνος ο παππά Συνέσιος.
Και ο καλόγερος, ο απλός, ο άδολος, ο απονήρεφτος εθύμωσε τώρα· εθύμωσε στα γερά, εκοκκίνησε, ο αθώος αυτός, για του χαμένου ανθρώπου, για του ανίερου παππά τη διαγωγή! Ετραβήχτηκε σιγά σιγά από την συντροφιά και μέσα στης νύχτας το σκοτάδι έγεινε άφαντος.
Το πρωί ο καλόγερος δεν ήτανε στο Μοναστήρι· επήρε το φτωχικό του δέμα κ' έφυγε· έφυγε γρήγορα, γρήγορα, να μην τον ιδούν, σαν να τον έδιωχταν! Δεν ήθελε ν' αντικρύση πλιο το μασκαρένιο πρόσωπο του υποκριτή. Έλειψε κάμποσο καιρό κ' εφανερώθηκε μόνο, όταν έδιωξαν τον παππά Συνέσιο, για να ξαναφύγη, σαν εγύρισε πάλι ο ψευτόπαππας, σταλμένος από τον Δεσπότη. Το παιχνίδι αυτό έγεινε δυο τρεις φορές· ήρχετο ο ένας, έφευγε ο άλλος. Έκαμε κάθε τρόπο ο 'γούμενος να τον ξαναφέρη στα νερά του, είχε όμως να κάμη με χαραχτήρα διαμαντένιο, αλύγιστο και η πονηριές του σαν νερό, έσπαναν κ' εσκορπιόνταν ανίσχυρες απάνω στον ακλόνητο βράχο της αρετής του καλόγερου.
Και τώρα ο καλόγερος δε βρίσκεται στο Μοναστήρι και όλοι θυμούνται τον χαραχτήρα και τα λόγια του, χωρίς κανένας να έχη το θάρρος να τονε μιμηθή. Όλοι θυμούνται την αρετή του καλόγερου, που δεν υπόφερε τη παραμικρή διπροσωπία.
Τώρα ετοιμάζεται νέο δράμα από τον παππά Συνέσιο! θέλει να χαλάση καμωμένο αρρεβώνα και να παντρέψη την κουμπάρα του. Εβάλθηκε με τα όλα του και βοηθοί του είνε ο παππά Κρητικός και ο Γιάννης ο Σερέτης, δυο άξια υποκείμενα.
Και ο πατέρας όμως της αρρεβωνιασμένης κοπέλλας είνε άνθρωπος με χαραχτήρα, με δύναμι, με θέλησι· έχει φίλο και τον Δήμαρχο και είνε άγνωστο τι θαγενή.
ΚΕΦ. Δ'ΤΑ ΧΟΙΡΟΣΦΑΓΙΑΔύο μεγαλόσωμα, μελιτόχρωμα, ωμορφοκαμωμένα βώδια, ήταν ζεμμένα στο αλέτρι του γέρω Μήτρου. Βροχούλα ψιλή είχε πέση τη νύχτα και ο γέρος αποφάσισε να οργώση. Μικρόσωμος, κυρτωμένος λίγο, μα στιβαρός σα στομωμένο σίδερο, με ανοιχτά τα δασύτριχα, πλατειά του στήθια, ακουμπούσε στο αλέτρι απάνω το ζερβό του το χέρι για να διευθύνη το υννί και με το δεξί κρατώντας τη βουκέντρα, εκεντούσε τα ζα τα πολυδύναμα, οπού υπομονετικά και υπάκοα, ετέντωναν τον σκληρόσαρκο, πλατύτατο λαιμό τους κ' επροχωρούσαν με το βαρύ τους πάτημα. Το σίδερο έσκιζε με κόπο το λεπτόγαιο χωράφι, που αντιστέκετο όσο μπορούσε, λες και δεν ήθελε ν' ανοίξη τα σπλάγχνα του στο κρύο, το σκληρό, το άπονο σίδερο. Και ο γέρω Μήτρος ολοένα εκεντούσε, ομιλώντας πότε πότε με τα χτηνά του στη γλώσσα που τα συνείθισεν ν' ακούνε και το αυλάκι σιγά σιγά εμάκραινε και ο ήλιος ανέβαινε κ' εφλογοβολούσε κ' έψηνε το χώμα, ενώ μικροπούλια του κάμπου ποικιλόχρωμα, χαριτωμένα, καθισμένα στους θάμνους και στα χαμόκλαδα ή και στο νωποανασκαμένο χώμα, πίσω από το αλέτρι, εύθυμα, άφοβα, ωρμούσαν πότε πότε, σαν σαΐτες, ψηλά σ' ένα διάστημα, αφίνοντας και καμμιά χαροπή φωνούλα, άρπαζαν σ' τον αέρα κανένα έντομο και κατέβαιναν πάλι στα χαμόκλαδά τους, ή και εκυνηγούσε το ένα τ' άλλο, χωρίς καθόλου να φοβούνται τα βώδια και το γέρω Μήτρο, συντρόφους τους συνειθισμένους.