bannerbannerbanner
Εκκλησιάζουσαι
Εκκλησιάζουσαι

Полная версия

Εκκλησιάζουσαι

текст

0

0
Язык: el
Год издания: 2017
Добавлена:
Настройки чтения
Размер шрифта
Высота строк
Поля
На страницу:
1 из 1

Aristophanes

Εκκλησιάζουσαι

ΠΡΟΣΩΠΑ

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ γυνή Αθηναία

ΜΕΡΙΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ (Α, Β, Γ, Δ, Ε, Ζ, Η, θ, I, κλπ.)

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

ΒΛΕΠΥΡΟΣ σύζυγος της Πραξαγόρας

ΑΝΗΡ [ΓΕΙΤΩΝ] (του Βλεπύρου)

ΧΡΕΜΗΣ πολίτης Αθηναίος

Ο ΚΑΤΑΘΕΙΣ (ΑΝΗΡ Α')

Ο ΜΗ ΚΑΤΑΘΕΙΣ (ΑΝΗΡ Β')

ΚΗΡΥΞ

ΜΕΡΙΚΑΙ ΓΡΑΙΑΙ (Α', Β', Γ')

ΝΕΑΝΙΣ

ΝΕΑΝΙΑΣ

ΘΕΡΑΠΑΙΝΑ (του Βλεπύρου)

ΔΕΣΠΟΤΗΣ (όστις δύναται να ήνε και ο Βλέπυρος)

ΠΡΟΣΩΠΑ ΒΩΒΑ

ΣΙΜΩΝ & ΠΑΡΜΕΝΩΝ κομίζοντες τα σκεύη του Καταθέντος. (Μέρος Β')

ΑΥΛΗΤΗΣ (Μέρος Δ')

ΓΕΡΩΝ διαβάτης (Μέρος Δ').

[Η παράφρασις αύτη των «Εκκλησιαζουσών» εδιδάχθη το πρώτον εις το

θέατρον της «Νέας Σκηνής» την 11 Αυγούστου 1904].

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΟΥΣ

"ΕΚΚΔΗΣΙΑΖΟΥΣΑΙ"

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟΝ

[Η σκηνή παριστά οδόν απόκεντρον και σκοτεινήν. Οικίαι τινές χαμηλαί φαίνονται κατά σειράν, εξ απόψεως δε η Ακρόπολις μετά του Παρθενώνος. Είνε νυξ].

ΣΚΗΝΗ Α'

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ εξέρχεται μετά προφυλάξεως εκ της οικίας της, κρατούσα λύχνον ανημμένον, τον οποίον τοποθετεί επί τινος λίθου και ομιλεί προς αυτόν:1

Ώ φως λαμπρό του λύχνου μου! – που στον τροχό τον πλάσανε,και ύστερα ψηλά ψηλά στο σπίτι τον κρεμάσανε!Λύχνε, θα ειπώ την τύχη σου και την καταγωγή:Βγαλμένος από τον τροχό, που ζύμωσε τη γη,χύνεις αχτίνες λαμπερές, κ' η [λαδερή σου] μύτηλαβαίνει όλες της τιμές του Ήλιου μέσ' στο σπίτι.Λοιπόν το φως σου χύνε'ς ό,τι μαζύ σου είνε.Τα μυστικά μας έχουμε και όλα τα κρυμμένα'ς εσέ φανερωμένα, —γιατί ποτέ δεν κρύψαμε απ' το δικό σου μάτιτης στάσεις, που λαβαίνουμε απάνω στο κρεββάτι,ούτε μπορέσαμε ποτέ μέσ' στα κρυφά μας δώματα,να κρύψουμ' από το μάτι σου τα ντούρα μας τα σώματα,και κάθε μας κρυφή μεριά φωτίζεις μοναχός σου,και όπου τρίχες μας ανθούν, γυαλοκοπούν στο φως σου.Κι' όταν, από τους άνδρες μας κρυφά, στης αποθήκεςπάμε για φρούτα και κρασί, πάντα μπροστά μας βγήκες,και μολονότι εγκληματείς μαζύ μας τόσους χρόνους,ποτέ δεν το μαρτύρησες, λυχνάρι, στους γειτόνους!Γι' αυτό θα μάθης σήμερα, [αγαπητό καντήλι μου],ό,τι εσυμφωνήσαμε εγώ και κάθε φίλη μουστων Σκίρων την πανήγυρι.. Μα [βλέπω ερημιά],κι' απ' όσες καρτερώ ναρθούν, δεν φαίνεται καμμιά..Κοντεύει όμως η αυγή,και είνε χρέος η Βουλή πρωί πρωί να βγη..Και πρέπει να προφθάσουμετης έδρες τους να πιάσουμε,– που κάποτ' ο Φυρόμαχος είπε γι' αυτές, πως «πρέπειη πόρνες όταν κάθωνται κανείς να μη της βλέπη».Τι να συμβαίνη άρα γε; μήπως δεν είχαν έννοιανα ράψουνε τα γένεια,που είπαμε να φέρνουμε, ή μήπως δεν μπορούνενα κλέψουν τα φορέματα, που οι άνδρες τους φορούνε;Μα βλέπω ένα φως εκεί που φθάνει γάλι-γάλι·μήπως είν' άνδρας πούρχεται; εγώ το στρίβω πάλι.

(Διατίθεται να παραλάβη τον λύχνον και να φύγη. Εισέρχεται αριστερόθεν η Α' ΓΥΝΗ φέρουσα λύχνον, περιβολήν ανδρικήν ανά χείρας μετά πλαστής γενειάδα και βακτηρίαν).

ΣΚΗΝΗ Β'

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ και κατά μικρόν αι ΓΥΝΑΙΚΕΣ Α', Β', Γ, Δ'. κλπ.Α' ΓΥΝΗΕ! ώρα να τραβήξουμε λοιπόν για τη Βουλή·τώρα για δεύτερη φορά ο πετεινός λαλεί.ΠΡΑΞΑΓΟΡΑΕγώ σας καρτερούσα,κι' ολονυχτής τα μάτια μου να κλείνω δεν μπορούσα.Α, στάσου τώρα μια στιγμή για να ειδοποιήσωκαι τη γειτόνισσ' από δω, και να της γρατσουνίσωτην πόρτα με το νύχι μου, κ' εκείνη να το στρίψη,χωρίς να νοιώση ο άνδρας της τη νύχτα πως θα λείψη.

(Εκτελεί. Μετά στιγμήν ανοίγεται η θύρα και εξέρχεται μετά προφυλάξεως η Β' ΓΥΝΗ κρατούσα γένεια, ράβδον, ενδύματα και υποδήματα ανδρικά εις τας χείρας).

Β' ΓΥΝΗΤην ώρα όπου σ' άκουσα να γρατσουνάς τη θύραφορούσα τα παπούτσια μου· γιατί αυτός που πήρα,[και είνε Σαλαμίνιος ο άνδρας μου], φιλτάτη,γερό κουπί μου τράβαγε τη νύχτα στο κρεββάτι.[Έτσι δεν ήταν δυνατό να κοιμηθώ σιμά του],και τώρα μόλις βούτηξα κι' αυτό το φόρεμά του.Α' ΓΥΝΗΝα, τώρα βλέπω πούρχεται εδώ κ' η Κλειναρέτη,και η Σωστράτη.. έρχεται μαζύ κ' η Φιλαινέτη..

(Καταφθάνουσι βαθμηδόν πολλαί ΓΥΝΑΙΚΕΣ ομού, φέρουσαι ανά χείρας ενδύματα ανδρών).

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ ερχόμενη προς αυτάς:Ελάτε γρήγορα και σεις, γιατί ωρκίσθ' η Γλύκηπως όποια θάρθη υστερνή θα φάη καταδίκη,[και φοβερή αλήθεια],τρεις μπότσες άδολο κρασί, κ' ένα σταμνί ρεβίθια.Α' ΓΥΝΗΝα και του Σμικυθίωνος η Μελιστίχη πάλι,που της αρβύλες της πλατειές τανδρός της έχει βάλη.ΠΡΑΞΑΓΟΡΑΘαρρώ πως είνε μόνη αυτή, που ησυχία βρήκετη νύχτ' από τον άνδρα της, και τώσκασε και βγήκε.Β’ ΓΥΝΗΚαλέ δεν βλέπετ' από κει κι' αυτή τη Γευσιστράτητου ταβερνιάρη, που 'ρχεται μ' ένα κερί τρεχάτη;ΠΡΑΞΑΓΟΡΑΝα κ' η Φιλοδωρήταινα.. να και η Χαιρητάδη..Ου!.. βλέπω κι' άλλες πού 'ρχονται, ολόκληρο κοπάδι·όλο το άνθος δηλαδή της πόλεως.

(Εισέρχεται πλήθος γυναικών, αι οποίαι, σχηματίζουσιν εκατέρωθεν τα δύο τμήματα του χορού).

Γ’ ΓΥΝΗ ερχομένη ταχέωςΟυφ! πόσο,φιλτάτη, εκοπίασα, ως πού να ξετρυπώσω!γιατί έφαγεν ο άνδρας μου όσες σαρδέλλες είχατο βράδυ, και μου πνίγηκε τη νύχτ' από το βήχα.ΠΡΑΞΑΓΟΡΑΚαθήστε, τώρα πούσθ' εδώ,να σας ρωτήσω και να ιδώαν ίσως κ' εκτελέσατε τα προμελετημέναστων Σκίρων την πανηγύρι.Δ’ ΓΥΝΗΑ, όσο δα για μένα,έχω στης αμασχάλεςκαι από δάσος πειό πυκνές της τρίχες και μεγάλες,κατά τη συμφωνία μας. Έκαμα κι' άλλο ακόμα·όταν επήγε ο άνδρας μου στην αγορά, το σώμαπασάλειψα, και στάθηκα στον ήλιον όλη μέρα.Ε’ ΓΥΝΗΜα το ξυράφι πέταξα από το σπίτι πέρα,και τρίχες άφησα κ' εγώ στο σώμα μου να βγάζω,που, όσο είνε δυνατό, γυναίκα να μη μοιάζω.ΠΡΑΞΑΓΟΡΑΈχετε και τα γένεια σας, που όταν θα μπορέσουμενα συναχθούμε, είπαμε πως όλες θα φορέσουμε;Δ’ ΓΥΝΗΩραία γένεια έφτιασα κ' εγώ, μα την Εκάτη!Ε’ ΓΥΝΗΚ' εγώ πολύ καλήτερα κι' από του Επικράτη.ΠΡΑΞΑΓΟΡΑΚαι σεις τι λέτε;Δ’ ΓΥΝΗΣύμφωνες, και με την ίδια γνώμη.ΠΡΑΞΑΓΟΡΑΒλέπω λοιπόν πως κάματε και όλα τάλλ' ακόμη,κ' επήρατ', όπως είπαμε, Λακωνικές κουντούρες,και ανδρικά φορέματα, και ανδρικές μαγκούρες.Ζ’ ΓΥΝΗΚ' εγώ επήρα μίααπ' τον ξυλοκουβαλητή εκείνον το Λαμίατην ώραν που κοιμώτανε.ΠΡΑΞΑΓΟΡΑΦαίνετ' αυτή τον κάνειπου, όταν τη φορτώνεται στους ώμους, όλο κλάνει.Α’ ΓΥΝΗΜα το θεό! αν έφερνε του Άργου το τομάριπούχε τα μάτια τα πολλά, μπορούσε να την πάρηκι' όλον να βγάλη στη βοσκή τον Δήμον Αθηναίων!ΠΡΑΞΑΓΟΡΑΕλάτε, τι θα κάνουμε να πούμε τώρα πλέον,όσο ταστέρια φαίνονται στον ουρανό να λάμπουν.Γιατ' η Βουλή, όπου εμείς κ' η φίλες όλες θα 'μπουν,πρέπει να γίνη το πρωί.Α’ ΓΥΝΗΑ, ώστε, μα τον Δία,τας θέσεις μας θα πάρουμε μπροστά στα Πρυτανεία,κάτ' απ' το βράχο της Πνυκός.Η ΓΥΝΗ εισέρχεται κρατούσα ηλακάτην και νήθουσα μαλλίον.Την ώρα να μη χάνω,πήρα και τούτα τα μαλλιά μέσ' στη Βουλή να ξάνω.ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ εν οργή.Γεμάτη νάνε η Βουλή και λόγου της να ξαίνη;!– τι λες, δυστυχισμένη;Η’ ΓΥΝΗΒέβαια, μα την Άρτεμι! μαζύ μ' αυτή πηγαίνω·και τάχα τι χειρότερα θ' ακούσω κι'αν θα ξαίνω;Είν' τα παιδάκια μου γυμνά.ΠΡΑΞΑΓΟΡΑΚατάλαβες τι κάνεις,να πας και συ να ξάνηςτην ώρα, που δεν πρέπεικανένας ίχνος γυναικός απάνω μας να βλέπη;Καλά θα την παθαίναμε αν έβγαινε καμμιά,κι' αδρασκελώντας τα σκαμνιάτη φούστα της ν' ανοίξη,και στη γεμάτη τη Βουλή το πράμα της να δείξη.Αν όμως πάμε πειό μπροστά της θέσεις μας να πιάσουμε,χωμένες μέσ' τα ρούχα τους, όλους θα τους γελάσουμε.Κ' εκεί που θα καθίσουμεκαι γένεια θα κολλήσουμε,ποιός δεν θα πη πως είμαστε σαν άνδρες στην αράδα;Κι' ο στρατηγός Αγύρριος, πούχε τη γενειάδατου Πρόνομου, εκρύφτηκε το ίδιο και καλήτερα·κι' όμως γυναίκα ήτανε και λόγου του προτήτερα!Και τι μεγάλα πράματα κάνει στην πόλι τώρα!Έτσι λοιπόν θα κάνουμε κ' εμείς καλό στη χώρααπ' αύριο, η τόλμη μας αν πάη κατ' ευχή,και πάρουμε στα χέρια μας του τόπου την αρχή·γιατί, καθώς τον φτιάνουμε αυτόν τον τόπο πειά,ούτε πανιά τον παν εμπρός, μα ούτε και κουπιά!Η’ ΓΥΝΗΜα το γυναικοπάζαρο πώς θα μπορέση πάλικαι ρήτορες να βγάλη!ΠΡΑΞΑΓΟΡΑΚαι στης γυναίκες ρήτορες μπορεί κανείς να βρίσκη.Λένε πως και οι πούστηδες εκείν' οι νεανίσκοιβγαίνουνε όλοι ρήτορες κι' από τους εκλεκτούς.Μήπως κ ' εμείς δεν κάνουμε ίδια δουλειά μ' αυτούς;Η’ ΓΥΝΗΔεν ξέρω η κακομοίρα·μα γίνονται πολλά κακά εκεί που λείπ' η πείρα.ΠΡΑΞΑΓΟΡΑΓι' αυτό κ' εμαζευθήκαμε λοιπόν 'ς αυτόν τον τόπο,για να προμελετήσουμε, γειτόνισσες, τον τρόπο.Κάμετε γρήγορα λοιπόν τα γένεια να κολλήσετε,όσες εσχεδιάσατε πως πρέπει να μιλήσετε.Θ' ΓΥΝΗ (προς την Η' Γυναίκα).Κουτή, και ποια είν' από μας, όπου δεν έχει γλώσσαπου να μην κόβη τόσα;ΠΡΑΞΑΓΟΡΑΒάλτε τα γένεια κάθε μια, την ώρα της μη χάνη,κι' ας γίνη άνδρας· εγώ δε θα βάλω το στεφάνι,και γένεια θα κολλήσωαν ίσως και μου κατεβή μπροστά σας να μιλήσω.(Εκτελούν όλαι).Β’ ΓΥΝΗΓλυκειά μου Πραξαγόρα,σκέψου, καϋμένη, τώρα —αστεία κάπως φαίνεται η γενειάδ' αυτή.ΠΡΑΞΑΓΟΡΑΑστεία; και γιατί;Β’ ΓΥΝΗ (εφαρμόζουσα την γενειάδα).Μα έτσι, με τα γένεια μας και σαγονοδεμένες,μοιάζουμε όλες με σουπιές απ' τη φωτιά καϋμένες.ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ (λαμβάνουσα ύφος κωμικώς σοβαρόν).Ο υπηρέτης του βωμού τη γάττ' ας τριγυρίσηκι' ας έβγη με το αίμα της της έδρες να ραντίση.Ε! Αριφράδη! σώπασε! – Και λόγο ποιός θα βγάλη;Θ' ΓΥΝΗΕγώ.ΠΡΑΞΑΓΟΡΑΛαμπρά! να στέφανος, και βάλ' τον στο κεφάλιΘ' ΓΥΝΗ εκτελούσα.Να με λοιπόν!ΠΡΑΞΑΓΟΡΑΈ, μίλησε!Θ' ΓΥΝΗΈτσι το λες εσύ;Πως θα μιλήσω δηλαδή προτού να πιω κρασί;ΠΡΑΞΑΓΟΡΑΓια ιδές· κρασί θέλει να πιή!Θ' ΓΥΝΗΚαι βέβαια· γιατίφορώ στεφάνι, βρε κουτή;ΠΡΑΞΑΓΟΡΑΦύγε από 'δω εσύ, τρελλή!γιατί τα ίδια, φαίνεται, θα φτιάσης στη Βουλή.Θ' ΓΥΝΗΓιατί, παρακαλώ; γιατί;δεν πίνουν στη Βουλή κι' αυτοί;ΠΡΑΞΑΓΟΡΑΕίσαι βεβαία; πίνουνε μέσ' στη Βουλή που πάνε;Θ' ΓΥΝΗΚι' απ' το καλήτερο κρασί, μα τη θεά, ρουφάνε·γι' αυτό κ' η κάθ' απόφασι, που απ' τη Βουλή μας βγαίνειόταν μεθούν, είνε κι' αυτή σαν τούτους μεθυσμένη.Ώ, μα τον Δία το θεό,ρουφάνε, σου το βεβαιώ.Και ποιά θα ήταν αφορμή τέτοια κακά να γίνουνε,αν ίσως στη Βουλή κρασί δεν βρίσκανε να πίνουνε;Μα μεθυσμένοι κάθονται και βρίζονται και βρίζουνε,και οι τοξόται [μπαίνουνε στη μέση και χωρίζουνε,και σπρώχνονται και σπρώχνουνε]και τους μπεκρήδες διώχνουνε!ΠΡΑΞΑΓΟΡΑΤράβα και κάτσε κάτω συ! Είσαι κολοκυθένια!Θ' ΓΥΝΗΜα το θεό, το ήθελα να μείνω δίχως γένεια,γιατί θα σκάσω απ' του κρασιού τη δίψα τη μεγάλη.(αποσύρεται)ΠΡΑΞΑΓΟΡΑΕ! μήπως έχει όρεξι να ρητορέψη άλλη;Γ’ ΓΥΝΗΕγώ!ΠΡΑΞΑΓΟΡΑΕμπρός του λόγου σου, βάλ' το στεφάνι αυθωρεί,γιατί κ' η ώρα προχωρεί.Μίλησε συ λοιπόν καλά, στάσου σαν άνδρας ντούρα,και στήριζε το σώμα σου καλά με τη μαγκούρα.Γ’ ΓΥΝΗ στεφανουμένη και λαμβάνουσα τον λόγον.Ήθελα άλλη να 'βγαινε ρητόρισσα προτήτερα,ν' αγόρευε καλήτεραστην άκρη να καθήσω·αλλά, εγώ τουλάχιστον ποτέ μου δεν θ' αφήσω,γιατί δεν είν' καλή δουλειά,ν' ανοίγουν μόνο για νερό τους λάκκους μεσ' στα καπηλιά,Δεν το φρονώ, μα της θεές..ΠΡΑΞΑΓΟΡΑΜα της θεές! πού τρέχεις,δυστυχισμένο θηλυκό! το νου σου πού τον έχεις;Γ’ ΓΥΝΗΜπα! σφάλμα έκαμα; και ποιο;Εγώ δε ζήτησα να πιω.ΠΡΑΞΑΓΟΡΑΌλα τα είπες μια χαρά· μα στης θεές ωρκίστηκεςάνδρας εσύ, πως μίλησες με λέξεις γυναικίστικες;Γ’ ΓΥΝΗΟυ!.. ναι, μα τον Απόλλωνα!ΠΡΑΞΑΓΟΡΑΠαύσε και συ τη λίμα,γιατί εγώ για τη Βουλή δεν κάνω ούτε βήμα,αν ίσως δεν προγυμνασθώ.(της αφαιρεί τον στέφανον από την κεφαλήν).Γ’ ΓΥΝΗΦέρ' το στεφάνι πίσω·τώρα μελέτησα καλά και θα το ξαναρχίσω.(λαμβάνει τον στέφανον εκ νέου και την στάσιν του ρήτορος)– Εγώ λοιπόν, γυναίκες μου..ΠΡΑΞΑΓΟΡΑΓυναίκες, – συφορά σου, —τους άνδρας πάλι κοπανάς που βλέπεις μπρος σου;Γ’ ΓΥΝΗΣτάσου!μου φάνη τον Επίγονο πως είδα [από πίσω]και με γυναίκες νόμισα πως πρέπει να μιλήσω.ΠΡΑΞΑΓΟΡΑΓκρεμίσου απ' αυτού και συ, και κάθησε πειο κείθε?θα πάρω εγώ το στέφανο και θα μιλήσω. – Είθετην προσευχή μου οι θεοί ν' ακούσουν τουρανού,και να 'πιτύχουν όλ' αυτά που μου 'ρθανε στο νου.(Ανέρχεται επί λίθου και αγορεύει:)Αγαπώ κ' εγώ τον τόπο, όπως σεις, ώ άνδρες, όλοι,και γι' αυτό δεν υποφέρω όσα γίνονται στην πόλι.Είνε όλ' οι άρχοντές μας παληανθρώποι πέρα-πέρα,κι' αν φανή κανείς πως είνε αγαθός για μιαν ημέρα,Θάνε μασκαράς για δέκα. 'Σ άλλον έδωκες τη θέσι;άλλα θάχης' απ' τα χείρου στα χειρότερα θα πέση.Δύσκολο κανείς να βάληνου και φρόνησι με λόγια σε ανόητο κεφάλι.Σεις φοβείσθε πάντα όσους την αγάπη τους σας δίδουνκι'όλο γλείφετε εκείνους, όπου πάντα σας προδίδουν.Ήταν εποχή, ώ άνδρες, που Βουλές δεν λειτουργούσαν,τον Αγύρριον εν τούτοις να τον βρίζουν δεν αργούσαντώρα πούχουμε Βουλή,επαινούν αυτόν που δίδει τον παρά τον πειό πολύ·κι' όποιος μερδικό δεν παίρνει, κρίνει άξιον θανάτουόποιον βουλευτάς πληρώνει να κερδίζη τη δουλειά του.Α’ ΓΥΝΗ'Στην Αφροδίτη! μίλησες με φρόνησι μεγάλη.ΠΡΑΞΑΓΟΡΑΤην Αφροδίτη έπιασες, δυστυχισμένη, πάλι;Λαμπρά θα τα κατάφερνες και στη Βουλή απάνω,το ίδιο αν σου ξέφευγε.Α’ ΓΥΝΗΜπα, δεν το ξανακάνω,ΠΡΑΞΑΓΟΡΑΤο νου σου, και φορές πολλέςμη συνηθίσης να το λες.(Εξακολουθούσα την αγόρευσίν της).Όταν καμμιά συμμαχία για την πόλι εσυμφωνείτο,έλεγαν πως αν δεν γίνη, συμφορά τρανή θα ήτο·κι' όταν εγινόταν πάλι,έπεφταν σε στενοχώρια και 'ς απελπισία μεγάλη·κι' απ' τους ρήτορας κανένας, ή για το 'να ή για τάλλοσυμβουλή αν είχε δώση, πάθαινε κακό μεγάλο.Ο φτωχός, οπού για φόρο ούτ' ένα λεφτό δεν δίνει,σκούζει πάντα πως ο στόλος πρέπει άφευκτα να γίνη,από τάλλο δε το μέρος πλούσιοι και γεωργοί,[πώχουνε παρά και γη],δεν τον θέλουν. Είχες πρώτα με 'τους Κορινθίους γίνηάσπονδος εχθρός, το ίδιο σ' εμισούσανε κ' εκείνοι·τώρα έχουνε στο νουφίλοι σου να γίνουν, τώρα φίλος τους και συ γενούΑργείος [ο δημαγωγός, πούνε σοφός και φρόνιμος],είν' αμαθής· κ' είνε για σας σοφός ο Ιερώνυμος,[εκείνο το κορόιδο,που σας τα κάνει ρόιδο!]Συ λοιπόν είσαι, ώ Δήμε, η αιτία όλου τούτου,που μοιράζετε το χρήμα και του δημοσίου πλούτου,και κυττάτ' ιδιαιτέρωςτι καθένας θα μπορέση να τραβήξη κατά μέρος,κ'οι πολίται, όλ' οι μπούφοι,να κυλιώνται από δώθε και από κει σαν κλωτσοσκούφι.Αν 'ς εμένα θα πεισθήτε,έχετε καιρό ακόμη και μπορείτε να σωθήτε.Σας προτείνω λοιπόν τώρανα εμπιστευθήτε όλοι στης γυναίκες μας τη χώρα,που της έχουμ' επιστάτες και ταμίες μεσ' στο σπίτι!Α’ ΓΥΝΗΕύγε! εύγε! Μα τον Δία!..Β’ ΓΥΝΗΠες τα! πες τα, συμπολίτηΠΡΑΞΑΓΟΡΑΠόσο είνε η γυναίκα απ' τον άνδρα πειό καλή,θα σας τ' αποδείξω τώρα. Πρώτον, πλένει το μαλλίπάντα σε θερμό νερό,σύμφωνα μ' αυτό το νόμο, πούταν στον παληόν καιρό.Και ποτέ δεν θα τη δήτε τη γυναίκα, κατά πόδανα πηγαίνη με τη μόδα.Αν των Αθηνών η πόλις ήθελε ν' ακολουθή'ς ό,τι κάνουν η γυναίκες, δεν θα είχε και σωθή,κι' αν δεν είχε τέτοια νόσονα μας ξεφουρνίζη τάχα και μια μόδα κάθε τόσο;Η γυναίκες όπως πρώτα κάθονται και τηγανίζουνόπως πρώτα με τη στάμνα στο κεφάλι τους γυρίζουν·όπως πρώτα θεσμοφόροι τρέχουνε στο πανηγύρι·όπως πρώτα ξεροτρίβει κάθε μια το νοικοκύρη·όπως πρώτα τους γαμιάδες μεσ' στο σπίτι κρυφοβάνουν·όπως πρώτα τους μεζέδες τους καλήτερους τους φτιάνουν·όπως πρώτα κρασοπίνουν [και περνούν ζωή και κόττα].κ' επί τέλους το γαμίσι τους αρέσει όπως πρώτα!Εις αυτές λοιπόν, ώ άνδρες, ας αφήσουμε τον τόπο,δίχως πλέον να ρωτάμε για να μάθουμε τον τρόποόπου θα διοικηθούμε·αλλά τούτα να σκεφθούμε:ότι σαν καλές μαννάδες, θα σκεφθούν εκείνες πρώτεςναύρουν τρόπο για να σώσουν τους δικούς των στρατιώτες·κι' άλλη ποιά, αν όχ 'η μάννα,θα φροντίση για να στείλη στο παιδί της κουραμάνα;Μόνον η γυναίκα ξέρει τον παρά να κομποδένη,και ποτέ στην εξουσία δεν εβγήκε απατημένη,γιατ' αυτή ξέρει τον τρόπο [με τα λόγια τα μεγάλα]ν' απατάη και τον άνδρα. Άφησε τα πειά και τάλλα.Αν πεισθήτε 'ς όσα είπα και μ' ακούσετε κ' εμένα,θα περάσετε, πολίται, τη ζωή ευτυχισμένα.(κατέρχεται του λίθου).Α’ ΓΥΝΗΏ Πραξαγόρα μου γλυκεία! τα είπες μια χαρά.Και όλ' αυτά πού τάμαθες, φτωχή μου;ΠΡΑΞΑΓΟΡΑΜια φοράμεσ' στης φευγάλας τον καιρό, όπως κ' η άλλες βγήκα,κ' έμεινα με τον άνδρα, μου εκεί κοντά στην Πνύκα·άκουα το λοιπόν εκεί παρλάτες κατά κόρον,κ' έτσι την έμαθα κ' εγώ την τέχνη των ρητόρων.Α’ ΓΥΝΗΑφού λοιπόν, βρε αδελφή,αδίκως δεν εγίνηκες σπουδαία και σοφή,σ' εκλέγουμ' από σήμερα και στρατηγό μεγάλη,αν τα πιτύχης όλ' αυτά, που σου 'ρθαν στο κεφάλι.Μ' αν πληρωθή ο Κέφαλος και πεταχθή μπροστά σουκ' ειπή ότι μ' αυτά που λες δεν είσαι στα σωστά σου,τι θα του ειπής, παρακαλώ;ΠΡΑΞΑΓΟΡΑΘα 'πω πως ετρελλάθη.Α’ ΓΥΝΗΔεν είν' η πρώτη δα φορά που ο κόσμος θα το μάθη.ΠΡΑΞΑΓΟΡΑΠως είν' υποχονδριακός.Α’ ΓΥΝΗΚαθένας πειά το βλέπει.ΠΡΑΞΑΓΟΡΑΈ, θα του ειπώ πως φέρνεται στην πόλι όπως πρέπει,μα φτιάνει πιάτα άσχημα.Α’ ΓΥΝΗΚαι αν σε κοροϊδέψεικι' ο Νεοκλείδης ο τσιμπλής, τι θα του ειπής;ΠΡΑΞΑΓΟΡΑΝα στέψηκαι σαν μπορή ευκόλως,ας διακρίνη τη μεριά πουν' του σκυλλιού ο κώλος.Α’ ΓΥΝΗΚαι αν σου φτιάσουν την δουλειά;ΠΡΑΞΑΓΟΡΑΤι λόγος! να δα η ώρα!θα το δεχτώ· όσο γι' αυτό είμαι δασκάλα τώρα!Α’ ΓΥΝΗΚι' αυτό δεν το σκεφθήκαμε: Αν έλθουν οι τοξόταικαι σε μαλλιοτραβήξουνε, σαν τι θα κάμης τότε;ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ (δεικνύουσα τον τρόπον της αμύνης).Να, θα τους σπρώξω έτσι δα με δύναμι μεγάλη,αλλά στη μέση, έννοια σου, κάνεις δεν θα με βάλη.Α’ ΓΥΝΗΚαι τέλος αν σε πιάσουνε, τους λέμε και σ' αφίνουν.Η’ ΓΥΝΗΑυτά που θυμηθήκατε μπορούν λαμπρά να γίνουν'μ' αυτό δεν το σκεφθήκαμε: Και πώς θα θυμηθούμετα χέρια να σηκώσουμε εκεί που θα βρεθούμε,αφού εσυνηθίσαμε τα σκέλια να σηκώνουμε;ΠΡΑΞΑΓΟΡΑΤο πράμα είνε δύσκολο· αλλά το κατορθώνουμεπειό εύκολα να γίνη,αρκεί το ένα μπράτσο μας ολόγυμνο να μείνη.Εμπρός λοιπόν τα ρούχα σας σηκώστε τώρα, φίλες,περάστε της Λακωνικές στα πόδια σας αρβύλες,και δέστε όπως είδατε τους άνδρες να της δένουν,όταν στην πόρτα, βγαίνουνε, ή στη Βουλή πηγαίνουν.Και όταν ταύτα γίνουνε με τη σοφή σας έννοια,κολλάτε και τα γένεια·κι' όταν καλά τα δέσετε,αυτά του ρούχα των ανδρών, που κλέψατε, φορέσετε,ένα τραγούδι βλάχικο αρχίζετε, σαν γέροι,και προχωρείτε ψέλνοντας με το ραβδί στο χέριΒ’ ΓΥΝΗΚαλά τα λες· ας πάμ' εμπρός εμείς η πειό μεγάλες,γιατί στην Πνύκα θάρθουνε απ' τους αγρούς και άλλες.ΠΡΑΞΑΓΟΡΑΓρήγορα κάμετ' όμως,γιατ' είνε κ' ένας νόμος:όσοι στην Πνύκα για να παν πρωί-πρων δεν έβγουν,ούτε παλούκι δεν βαστούν στα χέρια τους σαν φεύγουν.(Αι γυναίκες μεταμφιέζονται εις άνδρας).ΧΟΡΟΣΈφθασ' η στιγμή, ώ άνδρες· στη γραμμή και ξεκινάτε·τούτο πάντοτε να λέτε και ποτέ μην το ξεχνάτε·είν' ο κίνδυνος μεγάλος αν μας πιάσουνε στη φάκα,να σκαρώνουμε τη νύχτα στο σκοτάδι τέτοια φιάκα.Α' ΗΜΙΧΟΡΙΟΝΠάμε στη Βουλή, ώ άνδρες. Το μισθό του θα τον χάση,όπως είπ' ο νομοθέτης, όποιος το πρωί δεν φθάσησκονισμένος, τσιμπλιασμένος [και μ' αχτένιστα μαλλιά],και χωρίς να φάη άλλο, παρά μόνο σκορδαλιά.Σμίκρυνε, Χαριτωμένη, και συ Δράκοι, ξεκινάτεκι' ό,τι πρέπει μη ξεχνάτε,μήπως και σας φύγη λόγος, που στο πράμα δεν συμφέρει·κι' όταν πάρη ο καθένας και το σύμβολο στο χέρικαι καθίσουμε στης έδρες σοβαρά και στην αράδα,θα ψηφίσου' ό,τι θέλει κάθε μια μας φιλενάδα —ώ τι λάθος, πω, πω, πω!φίλος, ήθελα να ειπώ!Β' ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ (δεικνύων προς αριστερά)Έχε' από κει το νου σας· σπρώχτε τους να φύγουν, όσοιάρχον' απ' την πόλι νύχτα και προτού να ξημερώσει,μόνον το μισθό να πάρουν,και να κάτσουν να λιμάρουν.Γιατ' οι Βουλευταί μας πρώτα είχαν έθιμο καλό·και κανένας δεν τολμούσε να ζήτηση οβολό·κι' όλοι έπαιρναν μαζύ τους, στον καιρό του Μυρρωνίδη,έν' ασκί νερό, ψωμάκι, τρεις εληές κ' ένα κρομμύδι.Σήμερα, για να σκεφθούνε στης πατρίδος το καλό,θέλουνε κ' ημεροδούλι, λες και κουβαλούν πηλό.(Απέρχονται γυναίκες και χορός προς αριστερά, μετημφίεσμέναι εις άνδρας και ψάλλουσαι).2

ΜΕΡΟΣ ΔΕΎΤΕΡΟΝ

(Η σκηνή παριστά το αυτό μέρος με το της προηγουμένης πράξεως. Εξέρχεται ο ΒΛΕΠΥΡΟΣ, φέρων στενάς γυναικείας εμβάδας εις τους πόδας, ημίγυμνος και κακώς κρυπτόμενος υπό βραχύ ερυθρόν γυναίκειον χιτώνιον. Κρατεί την κοιλίαν του και προφανώς αναζητεί κατάλληλον θέσιν προς αφόδευσιν. Είνε νυξ).

ΣΚΗΝΗ Α'

ΒΛΕΠΥΡΟΣ-μόνοςΜωρέ! τι πράματα είν' αυτά!.. είνε σχεδόν ημέρα,κι' ακόμα η γυναίκα μου δεν φαίνετ' εδώ πέρα.Πώς γλίστρησε; … τι εστάθηκε;…πού πήγε και μου χάθηκε;…Εκεί που εκοιμώμουνα, μου έρχεται να χέσω·ζητώντας της αρβύλες μου στα πόδια μου να δέσωκαι το χιτώνα για να βγω, στο σκότος ψηλαφούσαεδώ κ' εκεί, μα πουθενά να ταύρω δεν μπορούσα.Και επειδή ο Κοπριάς στην πόρτα είχε φθίσηκ' εχτύπαγε με βιάσι,πέρασα της παντούφλες της, όπου αυτή εφόρει,κι' αυτό το πανωφόρι..Μα τώρα πού να βρη κάνεις καλή μεριά να χέση;Έ, νύχτα, – όπου κι' αν σταθής πάντα θα βρης μία θέσι·

Конец ознакомительного фрагмента.

Текст предоставлен ООО «ЛитРес».

Прочитайте эту книгу целиком, купив полную легальную версию на ЛитРес.

Безопасно оплатить книгу можно банковской картой Visa, MasterCard, Maestro, со счета мобильного телефона, с платежного терминала, в салоне МТС или Связной, через PayPal, WebMoney, Яндекс.Деньги, QIWI Кошелек, бонусными картами или другим удобным Вам способом.

1

Ο μονόλογος ούτος της Πραξαγόρας πρέπει ν' απαγγέλληται υπό του ηθοποιού όσον οίον τι πομπωδώς, διότι διά τούτου παρωδεί και σατιρίζει ο Αριστοφάνης το ύφος των τραγικών ποιητών.

2

{2} Σημ. Μετ. Ως άσμα του χορού ετονίσθη δια την παράστασιν η πρώτη στροφή «Έφθασ' η στιγμή, ώ άνδρες» ελλείψει άλλου καταλληλοτέρου χωρίου.

Конец ознакомительного фрагмента
Купить и скачать всю книгу
На страницу:
1 из 1