bannerbannerbanner
Ευμενίδες
Ευμενίδες

Полная версия

Ευμενίδες

текст

0

0
Язык: el
Год издания: 2017
Добавлена:
Настройки чтения
Размер шрифта
Высота строк
Поля
На страницу:
1 из 1

Aeschylus

Ευμενίδες

ΕΥΜΕΝIΔΕΣ

Εις τας Ευμενίδας, το τελευταίον δράμα της Ορεστείας, η σκηνή υπόκειται κατ' αρχάς μεν εις τον ναόν του Πυθίου Απόλλωνος εν Δελφοίς, όπου, υπό την προστασίαν του Θεού, ο μητροκτόνος Ορέστης ευρίσκει προσωρινόν άσυλον από την καταδίωξιν των Ερινύων. Ο ίδιος ο θεός αποκοιμίζει τας τιμωρούς θεάς και διευκολύνει την φυγήν του Ορέστου, όστις κατά συμβουλήν του καταφεύγει εις τας Αθήνας, ικέτης της Αθηνάς. Εις τας Αθήνας λοιπόν συνεχίζεται και τελειώνει η πράξις. Η Αθηνά δεχθείσα ικέτην τον Ορέστην, μη δυναμένη όμως αφ' ετέρου να παρίδη το δίκαιον των φοβερών Ερινύων, συνιστά εκ των πολιτών το μέγα και σεμνότατον εκείνο κριτήριον του Αρείου Πάγου, διά να αποφασίση περί της τύχης του υποδίκου. Η διαδικασία διεξάγεται καθ' όλους τους τύπους της ποινικής νομοθεσίας των Αθηναίων, και με την ψήφον της Αθηνάς, επελθούσης ισοψηφίας, ο Ορέστης κηρύσσεται ελεύθερος του φόνου. Αλλ' η τοιαύτη απόφασις εξεγείρει φοβεράν την οργήν των Ερινύων κατά της πόλεως των Αθηνών, την οποίαν μόλις και μετά βίας επί τέλους κατευνάζει η Αθηνά διά της πειθούς και των υποσχέσεών της. «Τοιουτοτρόπως η τέχνη του ποιητού τερματίζει την μακράν ταύτην σειράν τραγικών καταστροφών, την φοβεράν και αιματηράν ταύτην τριλογίαν, με την παρήγορον εικόνα μιας ιεράς τελετής, με τα ευσεβή εφύμνια τα αντηχούντα από της σκηνής και προς τα οποία ανταποκρίνονται εκ του αμφιθεάτρου αι θορυβώδεις και χαρμόσυνοι επευφημίαι των θεατών». (M. Patin). – Περιώνυμος έμεινεν εις το Αττικόν θέατρον, διά την πρωτοφανή κατάπληξιν την οποίαν επροξένησεν, η σκηνή εκείνη των Ευμενίδων, όπου το φάσμα της Κλυταιμνήστρας εξεγείρει εκ του ύπνου τας Ερινύας και τας παρορμά εις νέαν καταδίωξιν του φονέως της υιού της.

ΠΡΟΣΩΠΑ

ΠΡΟΦΗΤΙΣΣΑ

ΑΠΟΛΛΩΝ

ΟΡΕΣΤΗΣ

ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΗΣ ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑΣ

ΧΟΡΟΣ

ΑΘΗΝΑ

ΠΡΟΠΟΜΠΟΙ

ΕΥΜΕΝΙΔΕΣ

ΠΡΟΦΗΤΙΣΣΑΠρώτο δοξάζω απ τους θεούς στη δέησί μουτην πρωτομάντισσα τη Γη· και υμνώ κατόπιτη Θέμιδα, που δεύτερη, καθώς το λέγουν,σ' αυτό το μητρικό της κάθησε μαντείο·και τρίτη στη σειρά, με θέλημά της κι όχιαπό κανέν' αναγκασμένη, εκάθησε άλληθυγατέρα της Γης, η τιτανίδα η Φοίβηκαι αυτή γενέθλιο τόδωκε δώρο στο Φοίβο,πούχει της μάμης τόνομα παράνομα του.Κι αυτός της Δήλου αφίνοντας λίμνη και ξέρες,στους ήμερους γιαλούς άραξε της Παλλάδοςκ' ήρθ' από κει σ' αυτή του Παρνασού τη χώρακαι τον ξεπροβοδίζανε με πολύ σέβαςστρώνοντας δρόμο να διαβή οι γυιοί του Ηφαίστουκ' ήμερη κάνοντας τη γη πούταν πριν άγρια.Και με τιμές τον δέχτηκε ο λαός μεγάλεςκι ο βασιλιάς Δελφός της χώρας κυβερνήτης.Κι ο Δίας στο νου του εμπνέοντας τη θεία την τέχνητον βάζει μάντη τέταρτο σ' αυτούς τους θρόνους,κ' είναι του Δία πατέρα του ο Λοξίας προφήτης.Απ τους θεούς αυτούς αρχίζω τις ευχές μου·και την Προναία δοξολογώ Παλλάδα πρώτηκ' υμνώ τις νύφες πόχουν το Κωρύκιον άντρον,φώλιασμα των πουλιών και των θεών συχνάσμα  – τον τόπον έχει ο Βρόμιος, δεν το ξεχάνω,αφόντας ο θεός ωδήγησε τις Βάκχεςκ' έβαλε σα λαγό να σχίσουν τον Πενθέα· -και τις πηγές του Πλείστου και του Ποσειδώνατην δύναμιν υμνόντας και τον τέλειο Δίαέπειτα μάντισσα στον τρίποδα καθίζω.Και τώρ' ας δώσουν από πριν πολύ πιο κάλλιανα μου συντύχη το έμπασα· και με τον κλήροόσοι είναι ας έρθουν Έλληνες, κατά το νόμο·γιατ' όπως οδηγάει ο θεός και προφητεύω.Ω, τρόμος ναν το πης και τρόμος ναντιβλέψηςμ' έδιωξεν όξω από τα σπίτια του Λοξίαπου μήτε νόχω ανάκαρα, μουδ' όρθια στέκω,και τρέχω με τα χέρια αντίς με τα κανιά μουγιατί είναι τίποτα η γρηά σαν πάρη φόβο!Μπαίνω λοιπόν στο πολυστέφανο το βάθοςόπου θωρώ κάποιο θεοκατάρατο άνδραπάνου στον ομφαλό να κάθουνταν ικέτηςκ' αίμα τα χέρια του έσταζαν και το σπαθί τουγυμνό κρατούσε κι' αψηλόν ελιάς κλωνάριμε λήνον μεγαλώτατο σεμνά ζωσμένο,μ' άσπρο μαλλί, για να σου δώσω να το νοιώσης·και μπρος στον άντρ' αυτό φριχτό καρτέρικοιμάται γυναικών, σε θρόνους καθισμένες·όχι γυναίκες μα Γοργόνες λέω πως νάναι,μα ουδέ και με Γοργόνες πάλιν απεικάζωγιατί τις έχω κάπου ιδή ζωγραφισμένεςν' αρπάζουν του Φινέα το δείπνο· μ' αυτές όμωςφτερά δεν έχουν, μαύρες και σιχάμματα είναικαι ρεύγονται έτσι και φυσούνε που να φεύγηςκαι στάζουν απ τα μάτια τους μισητόν αίμα,κ' είν' η στολή τους να μην πλησιάζουν ούτεσε αγάλματα θεών ούτε σε ανθρώπων σπίτια·ποτέ δεν είδα το σκαρί του συναφιού τωνκι' ουδέ ποια γης καυχιέται νάθρεψε το γένοςάβλαβα αυτό, χωρίς τον κόπο της να κλάψη.Μα για τα επίλοιπ' ας γνοιαστή ο ίδιος τώρατου ναού τούτου ο κύριος Λοξίας ο μέγας,που τέχνη του είναι οι μαντουδειές και γιατροσόφιακαι να ξορκίζη τα κακά κι απ άλλων σπίτια.ΑΠΟΛΛΩΝΔε θενά σε προδώσω· πάντοτε φρουρός σουκι αν πλάι σου παραστέκομαι κι αν μακράν είμαιδεν θενά γίνω μαλακός για τους εχθρούς σου·Πιάστηκαν βλέπεις τώρ' αυτές οι λυσσασμένεςσε ύπνο βαρύ παράδοτες, οι πομπιασμένεςοι γρηές οι κόρες της Νυχτός, που δεν τις σμίγεικανείς θεός, ουδ' άνθρωπος, ούτε θηρίον·κ' έγιναν μόνον για κακό κέχουν μονιά τουςτο σκότος και του Τάρταρου τα καταχθόνιααπ τους θεούς κι απ τους ανθρώπους μισημένες.Μα όμως να φεύγης και το θάρρος σου μη χάσηςγιατί θενά σε κυνηγήσουν κι αν περνόνταςτην πατημένη τη στεριά πίσω σου αφήσηςκαι πάνω από τη θάλασσα κι απ τα νησιά της·και μη αποκάμεις να περιβοσκίζης τούτατα πάθη κι άμα 'ρθής στην πόλι της Παλλάδοςκάθου κι αγκάλιασε το ξύλινο άγαλμά της·και κει μ' αυτές θα βρούμε κρίσι και με λόγιαπου να μαλάζουν τις καρδιές θα κάμω τρόπομια και καλή απ τα πάθη αυτά να σε γλυτώσωαφού σ' έσπρωξα εγώ τη μάννα σου να σφάξης.ΟΡΕΣΤΗΣΆναξ Απόλλων, ξέρεις ναγαπάς το δίκιοκι αφού το ξέρεις κάμε και να μη μ' αφίσης,και η δύναμή σου εγγύησι πως θα με σώσης.ΑΠΟΛΛΩΝΘύμας το αυτό κι ας μη νικάη το νου σου ο φόβοςμα εσύ, αυτάδελφο αίμα κι απόνα πατέρα,φύλαγέ τον, Ερμή· κιόπως και τόνομα έχειςγίνε απ αλήθεια κι Οδηγός να συνοδεύηςτον ικέτη μου αυτόν· κι ο Δίας τιμά το σέβαςτων κηρύκων, που για καλό του ανθρώπου εδόθη.ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΗΣ ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑΣΚοιμάσθε, ωιμέ! και σαν κοιμάσθε ποια σας χρεία;Μα εγώ από σας σε τέτοιο τρόπο ατιμασμένη,με διπλό πήχυ, για το φόνο που έχω κάμηδε λέει να πάψη των νεκρών η καταφρόνιακι άτιμη τριγυρνώ: γιατί έχω, ξέρετέ τοτην πιο από μέρος τους μεγάλη κατηγόρια·μα πόπαθα τέτοιο κακό απ τους πιο ζεστούς μου.κανείς θεός δεν είπε να οργιστή για μένα,που, μάννα, σφάχτηκα απ τα χέρια του παιδιού μου.Και ιδέτε αυτές μου τις πληγές με την καρδιά σας.γιατί φωτίζεται η ψυχή σαν κλειούν τα μάτια,ενώ στο ξύπνο δε θωρεί καλά το πνεύμα.Κι όμως πόσα δεν έχετε γευτή από μένα,ακράσωτες χοές και προσφορές καθάριεςκαι δείπνα που θυσίαζα σεμνά τις νύκτεςσε ώρα που για κανέν' άλλο θεό δεν είναι!μα όλα αυτά τώρα βλέπω κλωτσοπατημένακαι κείνος πάει και ξέφυγε σαν το ζαρκάδικ' έτσι αλαφρά καταμεσίς απ τα πλεμμάτιαμε πολύ περιγέλοιο σας πηδάει και πάει.Μ' ακούσετέ μου κ' είναι αυτά για τη ψυχή μουόσα είπα· και ξυπνήστε, σκιές του κάτω κόσμουπου όνειρο τώρα κράζω σας, η Κλυταιμνήστρα!ΧΟΡΟΣ(Μούγκρισμα)ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑΜουγκρίζετε, μα εκείνος τώρα πήρε δρόμογιατί έχει φίλους που δε μοιάζουν τους δικούς μου.ΧΟΡΟΣ(Μούγκρισμα)ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑΒαθιά κοιμάσαι και δεν το ψυχοπονιέσαιαυτό πόπαθα! φύγε ο φονιάς μου, ο γυιός μου!ΧΟΡΟΣ(Ούρλιασμα)ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑΟύρλιαζε· κοίμου! μα δε λες και να ξυπνήσηςποια δουλειάν έχεις παρά το κακό να κάνης;ΧΟΡΟΣ(Ούρλιασμα)ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑΣυμφώνησαν δυο δυνατοί, ο ύπνος κι ο κόποςκι αδράνισαν της δράκισσας την άγριαν άφρη.ΧΟΡΟΣ(Διπλό δυνατό μούγκρισμα)Πιάστο, πιάστο, πιάστο έχε το νου σου!ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑΣτόνειρο κυνηγάς αγρίμι κι αλυχταίνειςσα σκύλλος που όλο της δουλειάς του έχει την έγνοια.Τι κάνεις; Σήκω κι ας μη σε νικάη ο κόποςτον ύπνο απόδιωξε να δης τι έχομε πάθη!Ας σου πληγώσουν την καρδιά οι ονειδισμοί μουπου είναι για τους φιλότιμους σα φτερνιστήρια·τρέχα και φύσα επάνω του θανάτου αγέραγια να τον λυώση ο αχνός των σωθικών σου η φλόγα·εμπρός! με δεύτερα κυνήγια μάρανέ τον.ΧΟΡΟΣΞύπνα, ξύπνα και συ αυτήν, και Γη εσένα.Κοιμάσαι; Ξύπνα κι αποδιώχνοντας τον ύπνοας δούμε αν θάν' του κάκου αυτό το προοίμιό μας.  – Όχου, αλλοί μου, αλλοί! Φίλες επάθαμε.  – ω μου τα τόσα πόπαθα· κι όλα του κάκου!  – επάθαμε κακό βαρύκλαυτο, πωπώαβάσταχτο κακό·απ τα πλεμμάτια ξέμπλεξε και πάει ταγρίμι.  – με νίκησ' ύπνος και την άγρη μου έχασα.  – Ω, εσύ, του Δία ο γυιός, ο κλέφτης είσαι συ  – και νέος εμάς, αρχαίες θεές, καββάλα επήρες·  – και τίμησες αυτόν τον άντρα τον κακόκι άθεο στους γονιούς,και συ, θεός, τον μητροκτόνο επήες να σώσης  – ποιος θενά πη πως είναι δίκια τάχ' αυτά;Μα έφτασ' εμένα ονειδισμός μες στα όνειρά μουκαι μου έζαψε σα διφρηλάτης μιαμε μεσοβάσταχτο κεντρίστα σωτικά, στο ψυχικό·  – κ' έχω να πω της μάστιγαςτου δήμιου του ανήμερουβαρύ το σύγκρυο το βαρύ που μ' έκοψε.Τέτοια κακά οι νεώτεροι θεοί μας κάνουνπου εξουσιάζουν το θρονί της Δίκηςαιματοκομποστάλαχτοαπό τα πόδια ως την κορφή·  – έχεις της γης τον ομφαλόνα δης, που πήρε επάνω τουκι αταίριαστο κρατάει αιμάτων μόλυσμα.Και τους βωμούς του μαντικού του αδύτουμόνος του πήε και μόλυνεαυτόθελος κι αυτόκλητοςκ' ενάντια στους θεούς, για χάρι ενός θνητούαφάνισε τις Μοίρες τις αρχαίεςΜόνου η κακία που τόμεινε, μα κείνοςκαι κάτω αν φύγη από τη γηποτέ δε θαύρη γλυτωμόκι άλλον εκδικητή για το αίμα που χρωστείπάνω στην κεφαλή του θενά πάρη.ΑΠΟΛΛΩΝΈξω, προστάζω γρήγορα απ' αυτά τα σπίτιαξεκουμπιστείτε, αδειάστε μας τ' άγια τα μέρη.μήπως σου έρθει λευκόφτερο κανένα φίδιαπ το χρυσόδετο δοξάρι αμολημένο,κι ο πόνος μαύρο αφρό σε κάμη να ξεράσηςαπ τ' άντερά σου, βγάζοντας τα αίματα πούπιες.Σ' αυτά τα σπίτια δεν σου πρέπει να ζυγώνης,μα όπου σφαγές και δίκες κεφαλών κομμένωνματιών βγαλμένων, και γι' αφανισμό του γένουςτων παιδιών στίβουν τον αφρό κι ακρωτηριάζουν,καταπετρώνουν και σπαραχτικά μουγκρίζουνοι καρφωμένοι στα παλούκια· τάχ' ακούτεγιατί σας αποστρέφονται οι θεοί, που τέτοιαστρέγετε πανηγύρια; κι όλος της μορφής σαςτο δείχνει ο τρόπος, μέσα σε σπηλιά να ζήτεπρέπει αιμοβόρου λεονταριού κι όχι σε τέτοιαλαμπρά μαντεία να τρίβετε το μόλυσμά σας·σύρτε, δίχως βοσκό να περιβοσκηθήτε,κανείς θεός δεν τ' αγαπά τέτοιο κοπάδι!ΧΟΡΟΣΆναξ Απόλλων, άκουσέ με στη σειρά μου·εσύ 'σαι, όχι συνένοχος να πης σε τούταμα όλως διόλου μόνου εσέ βαραίν' η αιτία.ΑΠΟΛΛΩΝΠώς δα; Δεν το ξηγάς και με πιότερα λόγια;ΧΟΡΟΣΣυ τούδωκες χρησμό τη μάννα του να σφάξη.ΑΠΟΛΛΩΝΝα πάρη του πατρός του εκδίκησι· πώς όχι!ΧΟΡΟΣΚ' αίμα νωπόν εδέχτηκες να προστατεύσης;ΑΠΟΛΛΩΝΜάλιστα εδώ τον πρόσταξα να καταφύγη.ΧΟΡΟΣΚαι μας λοιπόν, τη συνοδεία του, αποδιώχνεις;ΑΠΟΛΛΩΝΓιατί σ' αυτό να μπήτε το ιερό δεν κάνει.ΧΟΡΟΣΌμως αυτό το χρέος μου είναι διωρισμένο.ΑΠΟΛΛΩΝΚαι ποια είν' αυτή η ωραία τιμή που έτσι καυχιέσαι;ΧΟΡΟΣΝα διώχνουμε τους μητροκτόνους απ τα σπίτια.ΑΠΟΛΛΩΝΚαι τη γυναίκα που τον άντρα της σκοτώση;ΧΟΡΟΣΔεν είναι το ίδιο κι όποιος χύση αίμα δικό του.ΑΠΟΛΛΩΝΔίχως αξία λοιπόν κι ούτε ωφελούν καθόλουτης τέλειας Ήρας και του Δία οι συμφωνίες,και η Κύπρις, η πηγή κάθε χαράς του ανθρώπου,δίχως τιμή ξεγράφηκε μ' αυτό το λόγο·γιατί ο μοιραίος δεσμός του αντρόγυνου, που η Δίκητον γνοιάζεται, είναι ανώτερος κι από τον όρκο.Αν λοιπόν είσ' αδιάφορη για όσους σκοτώνουντα ταίρια τους κι ακδίκητους άνοργη αφήνεις,άδικα τότε κυνηγάς και τον Ορέστη,αφού απ τη μια μεριά και πάρα τα θυμάσαιενώ για τάλλα αδιάφορη ούτε σε γνοιάζει.Μα η Αθηνά θενά γνοιαστή γι αυτά το δίκιο.ΧΟΡΟΣΚείνον εγώ ποτέ μου δεν θα τον αφήσω.ΑΠΟΛΛΩΝΚυνήγα τον λοιπόν, κόπο στον κόπο νάχης.ΧΟΡΟΣΔεν είναι δα κι όσο τη λες μικρή η τιμή μου.ΑΠΟΛΛΩΝΤέτοια τιμή δε θάθελα και να την έχω.ΧΟΡΟΣΓιατί λογιέσαι μέγας βέβαια πλάι στο Δία·μα εγώ, της μάννας με τραβάει το αίμα, κ' έτσιγια να τον γδικηθώ τα ίχνη του ψάχω ναύρω.ΑΠΟΛΛΩΝΚ' εγώ βοηθός του τον ικέτη μου θα σώσωγιατί είναι φοβερή και σε θεούς κι ανθρώπουςΟΡΕΣΤΗΣΩ δέσποινα' Αθηνά, με πρόσταξε ο Λοξίαςκ' ήρθα, μα καλοδέξου με άθλιον πλανήτηπου πια δεν είμαι ακάθαρτος και μολυσμένος·το κακό τώρα εστόμωσε που είμαι μπασμένοςκαι σ' άλλα σπίτια και σχετίστηκα μ' ανθρώπουςόταν στεριές και θάλασσες όμοια περνούσακαταπώς πρόσταζ' ο χρησμός που μούπε ο Φοίβος·κ' ήρθα στο σπίτι σου, ω θεά, και το άγαλμά σουκρατόντας θα προσμένω εδώ τέλος της δίκης.ΧΟΡΟΣ1. Και βέβαια· να σημάδι φανερό του ανθρώπουκι όπως σου δείχνει ο αμίλητος μηνυτής τράβα·γιατί, καθώς ο σκύλος λαβωμένο ελάφι,στάλα προς στάλα του αίματος τον ξετρυπώνω·το στήθος μου λαχάνιασ' απ τους τόσους κόπουςπου τόπο γης δεν άφησα να μην περάσω·κι αφτέρωτη, πάνω από θάλασσες πετόνταςήρθα χωρίς να μείνω πίσω απ το καράβι·μα τώρα κάπου εδώ θε νάναι ζαρωμένοςγιατί αίμα ανθρωπινό τη μύτη μου χαϊδεύει.2. Τα μάτια σου έχε τέσσερα, τήρ' απ' ολούθεμη σου ξεφύγη απλέρωτος της μάννας του ο φονιάς.3. Νά τον αυτός! και βρήκε πάλι στήριγμα·στο άγαλμα της θεάς το άγιο περιπλεχτόςκρίσι ζητάει να βρει για το έγκλημά του.4. Δε θα του γίνη αυτό· το αίμα της μητρόςδύσκολα πίσω παίρνεται, ωιμέ!μια που χυθή κ' η μαύρη γης το πιή.5. Μα πρέπει αντίς γι' αυτό να δώσης, ζωντανός,κόκκινο γαίμ' απ το κορμί σου να ρουφώ·και τέτοιο λαχταρώ από σε κακόπιοτο πιοτό!6. Κι αφού σε λυώσω ζωντανό, θε να σε πάρωκάτω, να βρης ταντίποινα του μητροσκοτωμού.7. Και θενά δης κι αν κανείς άλλος άνθρωποςή σε θεόν ασέβησε ή σε ξένοή στους δικούς του αμάρτησε γονιούς,νάχη ο καθένας άξιο το μισθό του.8. Γιατί 'ναι ο μέγας των θνητών ο Άδης κριτήςκάτω στα τάρταρα της γης,κι όλα τα πάντα στα χαρτιά φυλάει του νου του.ΟΡΕΣΤΗΣΕμένα οι τόσες συμφορές μου μόχουν μάθηνα ξέρω πότ' είν' ώρα να μιλώ και πότενα σωπαίνω· μα στην περίστασί μου τούτημ' έβαλε δάσκαλος σοφός για να μιλήσω.Το αίμ' απ τα χέρια μου μαραίνεται και σβύνεικαι ξεπλυμένο της μητρός το μίασμα πάει,γιατί όσο ακόμα είταν νοητό, τόχω ξορκίσημε χοιροσφάχτους καθαρμούς, στο βωμό επάνωτου Φοίβου· μα θα πήγαινε του μάκρου ο λόγοςαν ήθελα να πω απ' αρχής πόσους ανθρώπουςπλησίασα, χωρίς γι' αυτό κακό να πάθουν.Και τώρ' αγνός μ' εύφημο στόμα επικαλούμαιτην Αθηναία, τη δέσποινα αυτής της χώρας,νάρθη βοηθός μου· και χωρίς σπαθί θα πάρηκαι μένα και τη χώρα μου και το λαό μουπιστό για πάντα σύμμαχο και τιμημένο.Μα είτε στα μέρη της λιβυστικής ηπείρου,κατά του Τρίτωνος το ρέμα, όπου εγεννήθη,πατά, είτε θεοφάνερη ή και σκεπασμένη,βοηθόντας φίλους, είτε το Φλεγραίο τον κάμποσα στρατηγός, ανδρεία γιομάτος, κατοπτεύει,ας έρθη! και μακρυάθε, σα θεός, ακούει -για να μου γίνη λυτρωτής απ' όλα τούτα.ΧΟΡΟΣΔε θα σε σώση ο Απόλλωνας ούτε το χέριτης Αθηνάς, να μη χαθής παρατημένοςδίχως χαρά ποτέ στα στήθια σου να μάθης,βόσκημα δίχως αίμα κ' ήσκιος μόνο ανθρώπου!Δεν απαντάς, μον τάχα με αψηφάς που κρένω,ενώ για μένα τάξιμο σ' έχουνε θρέψη;κι όχι σφαγμένος σε βωμούς, μα θα μας γέψηςζωντανός· μ' άκουε αυτό τον ύμνο που σε δένω.  – Έλα εμπρός σε χορό ένα κύκλο ας δεθούμεγιατί θέλομε τώρατο φριχτό μας τραγούδι να πούμε.Και να πούμε το πως στους ανθρώπους επάνωτην πάσα τους μοίραν εμείς κυβερνούμε.Την ισιάδα εμείς και το δίκιο ζητούμε,κι όποιος έχη τα χέριακαθαρά χωρίς κρίμα,δε γλυστράει κατ' αυτόν η οργή μας·και περνάει, δίχως βλάβη, τη ζωή του ακέρια.Μ' αν κανείς, σαν κι αυτόν, κριματίσηκαι τα χέρια αιματόβρεχτα κρύβη,τότε εμείς, των νεκρών η βοήθεια,μαρτυρώντας την πάσαν αλήθεια,στον κακούργον εμπρός θα φανούμεκι ως το τέλος το χρέος του φόνου ζητούμε.Μάννα, ω μάννα Νύχτα, που μ' εγένναςζωντανών και πεθαμένων εκδικήτρα,της Λητώς ζητάει ο γυιός – κι απάκουσέ μου,να με βγάλη απ τις τιμές μουκι απ τα χέρια μου να πάρητο ψοφίμι αυτό, που πρέπειτης μητέρας του το φόνο να εξαγνίση.Για τον κατάδικο μου αυτόντούτο μας το τραγούδι, ταραγμόςκι αντράλα του ξωφρενική,των Ερινύων ο σκοπός,χωρίς κιθάρα, αμπόδεματου νου και μαρασμός.Γιατ' αυτός ο κλήρος μόχει λάχηνάχω πάντ', απ την αλύγιστη τη Μοίρα,όποιους τύχη ανθρώπους και βαραίνουνκακουργήματα και φόνοινα τους παίρνω καταπόδι· ώστε νάμπουνμες στη γης· μα κι αν πεθάνουνκ' έτσι πάλι όλως διόλου δε γλυτώνουν.Για το σφαχτό που πάει έχει κοπήτούτο μας το τραγούδι, ταραγμόςκι αντράλα του ξωφρενική,των Ερινύων ο σκοπόςχωρίς κιθάρα, αμπόδεματου λογικού και μαρασμός.Όταν γεννιόμαστ' αυτός μας εδόθηκ' ο κλήροςχώρια απ τους άλλους θεούς τιμές νάχομε, κι ούτεάδειπνος μου είναι κανείς τωνκαι γιορτινούς άσπρους πέπλους γεννήθηκα να μη γνωρίζω.Γιατί πήρα δουλειά μου να φέρνωάνω κάτω τα σπίτια, που χύσηεχθρός σπιτικός αίμα φίλου,και καταπάνου του ορμώνταςκι αν δυνατός λάχη νάναιστο νέο τον πνίγομεν αίμα.Σπεύδομ' εμείς ν' απαλλάξομε κάποιο από τούτες τις έγνοιεςκι από το βάρος αυτό τους θεούς ν' αλαφρώσωγια να μην έχουν αυτοί ανακρίσεις.Της παρουσίας του άξιους ο Δίας δεν κρίνει κακούργουςπου στάζουν τα χέρια τους αίμα,[ – άνω κάτω τα σπίτια, που χύσηεχθρός σπιτικός φίλου αίμα,και καταπάνω του ορμώνταςκι αν δυνατός λάχη νάναιστο νέο τον πνίγομεν αίμα.]Και των ανθρώπων οι δόξες κι αν φτάνουν μεγάλες ως τάστρακαταγής ρεύουν κι ατίμητες σβύνουν,όταν στα μαύρα ντυμένες ορμούμεκαι σ' άγριο βαλθούνε τα πόδια μας χορό.Γιατί με φόρα πηδόνταςαπό ψηλά κατεβάζωβαρύ το πόδι, όπου πέσηκαι πάρ' τον κατ' όπου τρέχει,  – τρομάρα του! – να μου γλυτώση.Πέφτει χωρίς να το νοιώθη, στου νου του τη μαύρην αντράλα.Τέτοια μαυρίλα, το κρίμα, τριγύρω του απλώνει,όπως στα σπίτια του πίσσα σκοτάδι,η πολυστέναχτη ρίχτει φωνή του λαού.Γιατί πηδόντας με φόρααπό ψηλά κατεβάζωβαρύ το πόδι, όπου πέσηκαι πάρ' τον κάτ' όπου τρέχει.  – τρομάρα του! – για να μας φύγη.Έτσι είναι νάναι· πολυσόφιστες,τελειωτικές, και δεν ξεχνούμεποτέ μας το κακό, βαριέςκι αλύγιστες σε παρακάλια.το αξίωμά μας το άτιμοκαι καταφρονεμένο κυβερνούμεμακριά 'πο τους θεούς, σε μέρη ανήλιαγακαι δυσκολοσυντύχητακαι για όσοι βλέπουν κι όσοι φως δεν έχουν.Και ποιος λοιπόν αυτά δε σέβεταικαι δε φοβάται απ τους ανθρώπους,ακούοντας τους νόμους μαςόπου μας ώρισαν οι Μοίρεςκ' επικυρώσαμε οι θεοί;Η αρχαία τιμή μου μένει ακόμακαι δε γνωρίζω καταφρόνια,αν κ' είναι κάτω από τη γηςη θέσι μου στανήλιαγα σκοτάδια.ΑΘΗΝΑΆκουσα μια φωνή μακρυάθε να μου κράζηαπό το Σκάμαντρο, ενώ έπερνα της χώραςτην κατοχή, που των Αργείων οι στρατηλάτεςαπό τη σκλαβωμένη γη τρανή μερίδαμου ξεχώρισαν σύρριζη πάντα δική μου,χάρισμα διαλεχτό στα τέκνα του Θησέα.Κείθ' έβαλα τακούραστα πόδια σε δρόμοδίχως φτερά τη φουσκωμένη αιγίδα σειόνταςτα γερά μέλη στρώνοντας σε τούτο το άρμα.Μα βλέπω επίσκεψι παράξενη στη γη μουπου όχι φοβούμαι, μα μου ξάφνισε το μάτι.ποιοι τάχα νάστε; για όλους σας το λέω στη μέση:στο ξένο αυτό, που στο άγαλμα μου έχει προσπέση,και σε σας, που δε μοιάζετε πλάσμα κανένακι ούτε σας είδαν θεοί ποτέ ανάμεσά τουςκι ούτε κι αντροφέρνετε πάλι καθόλου·μα να βρίζη κανείς την ασχημιά ενός άλλουείν' όξω από το δίκιο αυτό κι από το νόμο.ΧΟΡΟΣΌλα τα πάντα σύντομα, θεά, θα μάθης·εμείς της Νύχτας είμαστε οι φριχτές κόρες·στα σπίτια μας, κάτ' απ τη γης, μας λεν Κατάρες.ΑΘΗΝΑΞέρω και τη γενιά και το παράνομά σας.ΧΟΡΟΣΈτσι θα μάθης τώρα και τ' αξίωμά μας.ΑΘΗΝΑΘε να το μάθω, αν ξάστερα μου το ξηγήσης.ΧΟΡΟΣΈξω απ τα σπίτια τους φονιάδες κυνηγούμε.ΑΘΗΝΑΚαι πού στο τέλος σταματά το φευγατιό τους;ΧΟΡΟΣΕκεί που τι 'ναι ολότελα η χαρά δε ξέρουν.ΑΘΗΝΑΤέτοια λοιπόν φευγιά κι αυτού του στριγγοκράζεις;ΧΟΡΟΣΓιατί τη μάννα του έκρινε να πάη να σφάξη.ΑΘΗΝΑΧωρίς άλλης ανάγκης φόβος να τον βιάζη;ΧΟΡΟΣΣε τέτοιο κρίμα τι μπορεί ένα γυιό να σπρώξη;ΑΘΗΝΑΑπ τα δυο μέρη που είστ' εμπρός, τόνα γρικιέται.ΧΟΡΟΣΜ' αυτός ούτ' όρκο δέχεται, ούτε μου βάζει.ΑΘΗΝΑΠώς έχεις δίκιο θες νακούς, μα όχι και νάχης.ΧΟΡΟΣΠώς λες; δεν το ξηγάς; σοφία δα δε σου λείπει.ΑΘΗΝΑΝα μη ζητάς τάδικο μ' όρκους να νικήσης.ΧΟΡΟΣΜ' ανάκρινέ μας συ και δίκαζε ίσα πέρα.ΑΘΗΝΑΤάχα σε μένα λες την κρίσι ναναθέσης;ΧΟΡΟΣΠώς όχι; σε σεβόμαστε άξια κι απάξια.ΑΘΗΝΑΤι έχεις σ' αυτά να πης, ω ξένε, στη σειρά σου;Πες μας τη χώρα, τη γενιά, τις συμφορές σουκ' έπειτ' αυτήν αντίκρουσε την κατηγόριααν στο δίκιο μπιστεύεσαι και τάγαλμά μουκάθεσαι τούτο και κρατείς πλάι στο βωμό μουικέτης ταπεινός, στου Ιξίονα το σχήμα·μια καθαρήν απόκρισι σ' όλ' αυτά δος μας.ΟΡΕΣΤΗΣΩ δέσποιν' Αθηνά, πρώτ' από τα στερνά σουτα λόγια, θέλω βγάλη μια μεγάλην έγνοια·δεν είμ' ακάθαρτος· και μόλυσμα στο χέριδεν είχα, σα σου πρόσπεσα στάγαλμα ικέτης·και θα σου φέρω απόδειξι γι' αυτό μεγάλη·νόμος προστάζει, αμίλητος ο φονιάς νάναιως που σφαχτού γαλαθηνού χυθεί το αίμαπάνω στα χέρια του και τόνε καθαρίση·είναι καιρός που αγιάστηκα μέσ' σ' άλλα σπίτιαέτσι με τρεξιμιά νερά και με σφαχτάρια.Λοιπόν λέω να βγήκ' η έγνοια αυτή απ τη μέση·τώρα και τη γενιά, πούθε κρατώ, θα μάθης:Αργείτης είμαι, τον πατέρα μου καλά γνωρίζειςτον Αγαμέμνονα, τον αρχηγό του στόλου,που εσύ με κείνον έκαμες της Τροίας την πόλιστάχτη· μα θάνατο κακόν έλαβ' εκείνοςστο γυρισμό του· γιατί η μάννα μου η κακούργατον σκότωσε, με ξομπλιαστά τυλίγοντάς τονβρόχια, που του λουτρού το φόνο μαρτυρούσαν.Και γω, ως τα τότε εξόριστος· σαν ήρθα πίσωσκότωσα τη μητέρα μου, ναι, δεν ταρνιούμαι,μ' αίμα, το αίμα του πατέρα μου εγδικόντας·κ' είχα σ' αυτό συνένοχο και το Λοξίαπου μούλεε πάθια αδήγητα πως θα με σχίσουναν στους αιτίους δεν έκανα ό,τι έχω κάνη,κι αν δίκια ή όχι τόκανα, συ να το κρίνης·γιατί από σένα ό,τι κι αν γίνη καλώς νάρθη.ΑΘΗΝΑΑν κανείς τόχη δύσκολο το πράμα τούτοάνθρωποι να δικάσουνε, μα όμως δεν πάεικ' εγώ δίκες βαρυόργητες φόνου να κρίνω·μάλιστ' αφού και συ, τέλεια ετοιμασμένος,καθαρός κι άβλαβος μου πρόσπεσες ικέτηςκαι σε ντηριούμαι που άφταιγος στην πόλι μου είσαι·μα ούτε κι αυτές εύκολον είναι ν' αποδιώξης,κι αν τύχη και δεν πάρουνε την κερδισμένη,στη χώρα μου φαρμάκι απ τα βρουχίσματά τουςθα στάξη καταγής, βαριά και μαύρη αρρώστεια.Τέτοια 'ν' αυτά· κ' είτε τις στείλω κ' είτε μείνουν

Конец ознакомительного фрагмента.

Текст предоставлен ООО «ЛитРес».

Прочитайте эту книгу целиком, купив полную легальную версию на ЛитРес.

Безопасно оплатить книгу можно банковской картой Visa, MasterCard, Maestro, со счета мобильного телефона, с платежного терминала, в салоне МТС или Связной, через PayPal, WebMoney, Яндекс.Деньги, QIWI Кошелек, бонусными картами или другим удобным Вам способом.

Конец ознакомительного фрагмента
Купить и скачать всю книгу
На страницу:
1 из 1