bannerbannerbanner
Αγαμέμνων
Αγαμέμνων

Полная версия

Αγαμέμνων

Настройки чтения
Размер шрифта
Высота строк
Поля
На страницу:
1 из 1

Aeschylous

Αγαμέμνων

ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ

Φυσικώ τω λόγω η δολοφονία του Αγαμέμνονος υπό της συζύγου του Κλυταιμνήστρας και του εραστού της Αιγίσθου ώφειλε ναποτελέση το πρώτον δράμα της τριλογίας. Η Κλυταιμνήστρα με φοβεράν ψυχραιμίαν και αγρίαν χαράν καυχάται διά την πράξιν της, την οποίαν θεωρεί ως δικαιοτάτην εκδίκησιν διά την θυσίαν της κόρης της Ιφιγενείας και διά τας συζυγικάς απιστίας του Αγαμέμνονος, όστις δεν ώκνησε να παρουσιασθή επισήμως, κατά την επιστροφήν του, μετά της παλλακής του Κασσάνδρας. Ο Χορός, όστις κατά την απουσίαν του βασιλέως απετέλει το συμβούλιον του κράτους (δώδεκα γέροντες) εκφράζει μεν απ' αρχής την ανησυχίαν του διά την τελικήν έκβασιν της Τρωικής εκστρατείας, φοβείται την τύχην του Αγαμέμνονος, επί του οποίου βλέπει επικρεμάμενον τον φθόνον των θεών διά την αχαλίνωτον φιλοδοξίαν του και την υπεράνθρωπον ευτυχίαν του, δεν απατάται όμως ως προς τα αληθή ελατήρια της δολοφονίας, όταν εις το τέλος του δράματος παρουσιάζεται επί της σκηνής γαυριών και κομπάζων ο εραστής Αίγισθος. Η σκηνή τέλος, κατά την οποίαν η Κασσάνδρα, μένουσα μόνη μετά του Χορού προ των ανακτόρων, καταλαμβάνεται υπό του προφητικού οίστρου και αποκαλύπτει εις τον Χορόν το εκτελούμενον έγκλημα και θρηνολογεί συγχρόνως την ιδίαν της τύχην, αποτελεί μίαν από τας τραγικωτέρας και μεγαλοπρεπεστέρας σκηνάς του παγκοσμίου θεάτρου.

Εννοείται ότι αι λοιπαί μεταβολαί, τας οποίας επέφερεν ο ποιητής εις τον μύθον, δεν υπηγορεύθησαν υπό πολιτικών λόγων· κατ' ανάγκην έμελλον να προέλθωσιν εκ της συγκρούσεως της παλαιάς δωρικής παραδόσεως προς το αττικόν πνεύμα. Ο νόμος του αίματος, το δίκαιον των νεκρών (εις το οποίον κατά την δωρικήν παράδοσιν επιβάλλει σιγήν η βιαία παρέμβασις του Απόλλωνος αποκρούοντος τας Ερινύας διά των βελών του) ήτο πράγματα πολύ σεβαστά διά τον Αττικόν τον Ε' αιώνος, ώστε να ικανοποιήται ούτος διά της λύσεως ταύτης. Παρά τω Αισχύλω το έγκλημα του Ορέστου δεν δικαιολογείται, δεν αθωούται· ο μητροκτόνος απλώς λαμβάνει χάριν, διά της επεμβάσεως της Αθηνάς, η οποία αντιπροσωπεύει το ανθρωπινώτερον συναίσθημα της επιεικείας.

ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ

Ο ΦΡΟΥΡΟΣΑπ' τους θεούς ζητώ να με γλυτώσουν τέλοςαπ τα βάσαν' αυτά ολάκερο ένα χρόνο,που σα σκυλλί στον άγκωνά μου πλαγιασμένοςφυλάω σκοπός πάνω στων Ατρειδών τη στέγη·κ' έμαθα των νυχτερινών την σύναξι άστρωνκι αυτούς, που φέρνουν στους θνητούς χειμώνα ή θέρος,τους άρχοντες που λαμπεροί ψηλά φαντάζουν.Κι ακόμη καρτερώ το σύνθημα της φλόγας,τη λάμψι της φωτιάς, να φέρη από την Τροίατην είδησι πως πάρθηκε, γιατί έτσι ορίζειη ανδρόψυχη καρδιά που ελπίζει της γυναίκας.Κι όταν το αβόλευτο και δροσομουσκεμένομε διώχνει στρώμα μου, που όνειρα δε γνωρίζει —και πώς; αφού μου στέκει δίπλα πάντα ο φόβοςγια να μην κλείση ο ύπνος τα ματόφυλλά μουόταν βαλθώ να ψάλλω ή να μουρμουρίσωγια νάβρω στο τραγούδι γιατρικό της νύστας,πικρό μου γίνεται στο στόμα μοιρολόιγι' αυτού του παλατιού τα πάθη, που σαν πρώταμε τον καλύτερο δεν κυβερνιέται τρόπο.Μα τώρ' ας πάρουν πια τα βάσανά μου τέλος,που έλαμψε η καλοφάνερη φωτιά της νύχτας!Χαίρε νυχτερινή λαμπάδα, που σαν μέραςτο φως σου δείχνεις και πολλούς χορούς μες στ' Άργοςμηνάς πως θα στηθούν για χάρι αυτής της τύχης.Ε! ε!Θα κράξω δυνατά στου Ατρείδη τη γυναίκαευθύς να σηκωθή απ' την κλίνη και στα σπίτιαφωνές χαράς, γι' αυτή τη λάμψι, να σηκώσηαν απ' αλήθεια πάρθηκε του Ιλίου η πόλικαθώς αυτή τώρα η φωτιά θέλει να δείξη.Και 'γώ καλήν αρχή στους χορούς κάνω πρώτος,γιατί θα πω δική μου των κυρίων την τύχητώρα που τρία έξ της φλόγας ρίχτει ο κύβος·κι άμποτε νάρθη ο αφέντης μας και να του σφίξωτο σεβαστό του χέρι μέσα στο δικό μου.Για τάλλα δε μιλώ· βώδι πατάει επάνωστη γλώσσα μου· μα αν έπαιρνε φωνή το σπίτιξάστερα θε να τάλεγε· με νοιώθουν όσοιτα ξέρουν κι όποιος δεν τα ξέρει ας μη με νοιώση.ΧΟΡΟΣΠΑΡΟΔΟΣΕίναι αυτός τώρα ο δέκατος χρόνος, αφούτου Πριάμου ο αντίδικος ο δυνατός,ο Μενέλαος κι ο Αγαμέμνων μαζί,τιμημένο απ' το Δία ζευγάριμε σκήπτρο και θρόνο διπλό,απ' τη χώραν αυτήχίλια Αργίτικα σήκωσαν πλοία,να ζητήσουν το δίκιο τους στα όπλα.Απ' τα στήθια τους κράζοντας άγριαν αμάχησαν τους γύπες,που με πόνο βαρύ των παιδιών τουςαπό πάνω απ' την άδεια τους κοίτηφτερολάμνοντας στριφογυρίζουν,όταν έχουνε χάσητη ζεστή της φωλιάς των φροντίδα.Μα ένας ύψιστος, είτ' ο Απόλλωνας πης,είτε ο Δίας, είτε ο Παν,τους γειτόνους των τούτους γρικόντας πικράνα θρηνούν και να σκούζουν,την εκδίκησι θάρθη καιρόςστους ενόχους να στείλη.Έτσι στέλλει κι ο ύψιστος ξένιος Δίαςτου Ατρέα τους γυιούςστον Αλέξαντρο· αγώνα να στήση βαρύγια την πολυαγάπητη Ελένη,που πολλά να λυγίσουνε γόνα στη γηςκαι προμάχων κοντάρια πολλά να τριφτούνκαι Ελλήνων και Τρώων.Κ' είναι τώρα το πράμα όπου είναικαι θα γίνη το τι είναι γραμμένο.Με σφαχτά, με σπονδές και με δάκρυα κανείςτην αλύγιστη οργήτης απρόσδεκτης δε θα μαλάξη θυσίας.Μόνου εμείς ανωφέλευτοι, κρέας παλιό,ξεκινούσανε οι άλλοι κ' εμέναμε εδώ,με μια δύναμη σαν των παιδιών,να σερνόμαστε πάνω στα σκήπτρα·γιατί, όπως σαν μόλις βλασταίνη ο μυαλόςστων παιδιών μες στα στήθια,ό,τι ο γέρος αξίζουν στον πόλεμο,έτσι πάλι και τι 'ναι τα στερνά γερατειά,όταν πιάνουν και ρεύουν τα φύλλα;Το δρόμο του σέρνει με πόδι τριπλόκι όχι από 'να παιδί πιο καλός,ωσάν όνειρο μέρας πλανιέται.Αλλά εσύ, του Τυνδάρου ω κόρη,Κλυταιμνήστρα βασίλισσα,τι συμβαίνει; τι νέο; τι έμαθες; ποιανάχης τάχα αγγελία και γύρω παντούγια θυσίες ετοιμάζεις;κι όλων τώρα οι βωμοί των θεώναστυνόμων, υπάτων, χθονίων,θυραίων, αγοραίων,απ' τα δώρα σου καίουν;Κι άλλη εδώ κι άλλη εκεί ανεβαίνει ψηλάως τα ουράνια φωτιάμε του αγίου θρεμμένη λαδιού τις αγνέςκαι καθάριες γητειές,από του παλατιού τα κελλάρια.Απ' αυτά λέγοντάς μου ό,τι θες και μπορείςκαι ταιριάζει ν' ακούω,γίνου συ μου γιατρός της φροντίδας αυτής,που μια τώρα μου δέρνει το νου,και μια πάλι απ' αυτές τις θυσίες, γλυκειάη ελπίδα μου διώχτειτον καρδιοσωμότης αχόρταγης έγνοιας μου τούτης.Να ψάλλω νοιώθω πως μπορώ του δρόμου το σημάδι,που με καλό ξεκίνησαν οι δυο μας στρατηγοί.Γιατί μου εμπνέουν τα γερατειά ακόμη αυτή τη χάρι,του τραγουδιού τη δύναμη, τη θεϊκή:Πώς του πολέμου το πουλί ξεπροβοδάει και στέλλειτης νιότης της ελληνικής τη δίθρονη αρχή,τους ομογνώμους αρχηγούς, με σίδερο στο χέρι,και μ' εκδικήτρα δύναμη στη γη την Τρωική.Δυο βασιλιάδες των πουλιών στων πλοίων τους βασιλιάδεςφάνηκαν, μ' άσπρη ο ένας τους κι ο άλλος με μαύρη ουράπλάι στα παλάτια, απ' το δεξί του κονταριού το χέρι,σε πρόφαντη ψηλή μεριά,κι αρπάζοντας σπαράζανε, στον τελευταίο της δρόμο,μια λάγισσα, με πρόσβαρη της ώρας της κοιλιά.Αίλινο, ψάλλετε αίλινο, και το καλό ας νικά.Κι ο σοφός μάντης του στρατού απείκασε άμα είδεστους λαγοφάγους τους αητούς τους οδηγούς του δρόμου,τους πολεμάρχους δυο αδερφούς κ' ισόψυχους Ατρείδεςκαι τέτοια λέει μαντεύοντας: «Θα πάρη, μα με χρόνο,αυτός που ξεκινά ο στρατός την πόλι του Πριάμουκι όλα των πύργων ταγαθά και του λαού τα πλούτηθ' αρπάξει η Μοίρα με τη βιά, φθάνει μόνο απ' το φθόνοτο θεϊκό να μη βλαβή πριν απ' το τέλος τούτητης Τροίας η ζώνη η δυνατή, γιατί η αγνή παρθένα.η Αρτέμιδα η πονετικιά,μάχεται του πατέρα της τα φτερωτά σκυλιά,που πριν της γέννας σπάραξαν μ' όλη μαζί τη γέννατη λάγισσα την κακομοίρακ' εχθρεύεται των αητών τα δείπνα.Αίλινο, ψάλλετε αίλινο, και το καλό ας νικά!Τόσο καλόβουλη η Καλή στις τρυφερές δροσιέςκαι των πυρών των λεονταριών και στις γαλαθηνέςτις γέννες όλων των αγρίων θηρίων,ζητάει σε τέλος των πουλιών να φέρη τα σημάδια,που αν και δεξιά, μα και πολλά γιομάτα 'ναι ψεγάδια.Και τον Παιάνα εγώ καλώ βοηθό μας, μήπως στείληενάντιους καιρούς στους Δαναούς και δέσουν τα καράβιαπολύν καιρό αταξίδευτα, για να ζητήση κάποιαάλλη θυσία ανίερη κι απρόσφορη, αφορμήπολλών δεινών συγγενικών, γιατί η άφοβη η οργήμένει στο σπίτι η δολερή, μια μέρα να ξυπνήσηκ' εκδίκησι θυμάμενη του τέκνου να ζητήση».Τέτοια ο Κάλχας, με πολλά διαλάλησε αγαθάμελλούμενα για τα βασιλικά παλάτιααπ' των πουλιών εκείνων τα σημάδια,και σύμφωνα μ' αυτάαίλινο, ψάλλετε αίλινο, και το καλό ας νικά.Ο Δίας – όποιος κι αν είναι – αν μ' αυτότόνομα αρέση να καλήται,μ' αυτό κ' εγώ τον ονομάζω,όλα στη στάθμη ταπεικάζωκι όξω από το Δία δε βρίσκω άλλογια να μπορέσω, αν πρέπει αλήθεια,μες απ' τα στήθιατο βάρος της αμφιβολίας να βγάλω.Ουδ' όποιος ήτανε μεγάλος πρινκι ακατανίκητος θρασομανούσεούτ' αν υπήρξε θα μνημονευτή·κι όποιος κατόπιν ήρθε, βρήκετον τρίτο νικητή και πήγε.Μα όποιος του Δία τη νίκη από καρδιάς τιμάτης γνώσεως τον καρπό τρυγά.Που ωδήγησε τον άνθρωπο στη γνώσηκ' έβαλε νόμο: πάθος μάθος,που ως και στον ύπνο, στην καρδιά μαςστάζει τον πόνο, που θυμίζειμε τρόμο τα παθήματά μαςκι αθέλητα μας συνετίζει.Μα κάνει χάρη ο θεός αλήθειαπου κυβερνά μ' αυστηροσύνητον κόσμο, απ' τα ψηλά του σπίτια.Και τότε ο αρχηγός του στόλου,ο μεγαλύτερος, δίχως καθόλουνάχη να κάμη με το μάντητι τούρθαν οι καιροί ενάντιοι,σαν άρχισε να τυραγνή η γαλήνηκ' η πείνα των Αργείων το στρατό,πούτανε περ' απ' τη Χαλκίδαδεμένος μέσα στης Αυλίδαςτο πολυτάραχο στενό.Κι ανέμοι πνέοντας απ' τον Στρυμόναμες στα κακόβουλα λιμάνια,αργούς και νηστικούς στους ίδιους τόπουςταλαιπωρούσαν τους ανθρώπουςκ' έφθειραν πλοία και παλαμάριακαι κάνοντας διπλό το χρόνοξενεύριζαν με την αργίατο άνθος της νιότης των Αργείων.Μα όταν κι απ' τον πικρό χειμώναβαρύτερη γιατρειά είπε ο μάντης,την Άρτεμη προφασισμένος,τα σκήπτρα τους βροντόντας καταγίςτα δάκρυα δεν κρατούν οι στρατηγοί.Και τότε λέει ο τρανός ο ρήγας:Βαρύ κακό κι αν δεν το πράξω,βαρύ κι αν το παιδί μου σφάξω,πόχω καμάρι! και τα χέριαμε το παρθενικό της αίμαστους βωμούς δίπλα να μολύνω.Ω συμφορά μου απ' ολούθε,προδότης πώς των πλοίων να γίνωκαι τους συμμάχους μου ναφήσω;Μ' όλο το δίκιο τους ζητούνετο γαίμα το παρθενικόγια να λουφάξουνε οι ανέμοι,κι άμποτε, θε μου, σε καλό! »Και μια που μπήκε στης ανάγκης το ζυγόκι άνεμος δυσσεβείας γύρισε το νου του,μηδ' όσιο μηδ' ιερό λογιάζει πιοκαι τον νικά η αποκοτιά του λογισμού του·γιατί το πρώτο βήμα στο άθλιο το κακόείναι αχρείος σύμβουλος κι απομωραίνειτου ανθρώπου το συλλογικό.Κ' έτσι λοιπόν για το γυναίκειοτον πόλεμο, και να εγκαινιάσητων καραβιών το δρόμοτο βάσταξε την κόρη του να θυσιάση.Τα διπλοπαρακάλια της, πατέρα! πατέρα!δεν λόγιασαν, κι ουδέ τα τρυφερά της νιάταοι πολεμόχαροι αρχηγοί,και πρόσταξε τους δούλους ο πατέραςνα τη σηκώσουν ύστερ' από την ευχήσαν ρίφι, μες στους πέπλους τυλιγμένη,γοργά, ψηλά και προύμυταεπάνω απ' τους βωμούςκαι να της φράξουν τόμορφό της στόμαμε δύναμη του φίμωτρου βουβή,μην τύχη και το σπίτι του καταραστή.Στη γης κυλά το φόρεμά της το ζαφράκαι η κόρη τους δημίους της χτυπά ένα ένα,με των ματιώ της σαϊτιές πονετικές·κι' έμοιαζε σαν σε ζουγραφιάπως νάθελε να τους μιλήση·γιατί στα πλούσια του πατέρα της τραπέζιαπολλές φορές τους είχε τραγουδήσηκι αγνή, με τη φωνή της την παρθενικιάταγαπητού πατέρα της από καρδιάςτον καλοροίζικο έψαλλε παιάνα.Και το τι γένηκε ύστερα, δεν είδα, δε λέγω,μα αλάθευτες του Κάλχαντα τις τέχνες ξέρωκ' η Δίκη με τη βία το αναγκάζεινα μάθη εκείνος που θα πάθη.Ό,τι είναι να γενή μπορείς νακούσηςαφού γενή, κι ας λείπη από πρινγιατί είναι τ' όμοιο να στενάζης κι από πριν.Θαλθή φως φανερό με της αυγής το φωςκι άμποτε νάβγουν όλα στο καλό,καθώς ποθεί αυτή, που πλησιάζει τώρα.μόνος μου πύργος της Απίας της χώρας!Ήρθα με σέβας, Κλυταιμνήστρα, της αρχής σουγιατί σαν λείψη ο άρχοντας από το θρόνοτο δίκιο, τη γυναίκα του να προσκυνούμε.Και τώρα, αν έχης τίποτε καλό ακουσμένα,ή κ' έτσι για καλές ελπίδες θυσιάζεις,πρόθυμα ακούω· κι αν σιωπάς, δικαίωμά σου.ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑΜάννας καλής κόρη καλή, που λέγει ο λόγος,από τη νύχτα ας έβγη μέρα λαμπροφόρα,κι ανέλπιστη χαρά ν' ακούσης ετοιμάσου·γιατί του Πριάμου, οι Έλληνες πήραν την πόλη.ΧΟΡΟΣΠώς λες! δεν άκουσα, ταυτιά μου δεν πιστεύω!ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑΠως είναι η Τροία δική μας, καθαρά δεν τόπα;ΧΟΡΟΣΠνίγει το στήθος μου η χαρά και δάκρυα φέρνει.ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑΤα μάτια την καλή σου γνώμη μαρτυρούνε.ΧΟΡΟΣΜα νάχης και γι' αυτό που λες βέβαιο σημάδι;ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑΈχω, πώς όχι; αν οι θεοί δεν μ' απατούνε.ΧΟΡΟΣΜήπως σ' ονειροφαντασίες έχεις πιστέψη;ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑΣε καρωμένης κεφαλής καπνούς δεν στέργω.ΧΟΡΟΣΉ μη σου σήκωσαν το νου λόγια τανέμου;ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑΓια κορασιά αλαφρόμυαλη βλέπω με πήρες.ΧΟΡΟΣΚι από πότε λοιπόν είναι παρμένη η πόλη;ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑΣου λέω: τη νύχτα πόχει αυτό το φως γεννήση.ΧΟΡΟΣΚαι ποιος θα μπόρειε μηνυτής να φτάση αμέσως;ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑΟ Ήφαιστος! στέλλοντας λαμπρή φωτιά απ' την Ίδα.Και πάνω πανωτές φωτιές αγγαρεμένεςξεπροβοδούν τη φλόγα εδώ· και πρώτη η Ίδαστον κάβο Ερμή της Λήμνου, κι από κείθε τρίτοτ' Αγιονόρος φωτιά τρανή παραλαβαίνει.Και πεύκα αρίφνητη σκεπάζοντας ως πέρα,σαν χρυσοφέγγισμα ήλιου, του πελάου τα πλάτηστις βίγλες του Μακίστου αγγάρεψε τη φλόγα·και κείνος όχι ανάμελλος ουδ' από ύπνοβαριά παρμένος ξαστοχά τα χρέη ταγγέλου·μα πέρα η λάμψη στου Εύριπου το ρέμμα φτάνεικαι στου Μεσσάπιου τους σκοπούς τα νέα φέρνει·και τούτοι αντιφωτούν και τα ξεπροβοδίζουνπιο μπρος, ανάβοντας ξερά ταρείκια στίβες·και πάντα φουντωμένη της φωτιάς η λάμψητους κάμπους του Ασωπού σαν μελιχρό φεγγάριπερνά και στις ψηλές κορφές του Κιθαιρώναφωλιά καινούργια η ταξιδεύτρα η φλόγα στήνει·και δεν αρνιέται η βίγλα, κι απ' το προσταγμένοπιότερα ανάβοντας, πιο πέρα να τη στείλη·κ' η λάμψη δρασκελόντας τη Γοργώπη λίμνηκαι πέφτοντας στο Αιγίπλαγκτο, μηνάει την τάξινα μη αμελούνε της φωτιάς, κι αυτοί με ζήλογλώσσες φλογών σηκώνουν τέτοιες, που περνόνταςτακρόβραχα, όπου το Σαρωνικό κοιτάζουν,πέφτει σαν κεραυνός και φτάνει εδώ η λάμψηστις βίγλες τις γειτονικές μας του Αραχναίου,ως που σ' αυτές των Ατρειδών χτυπάει τις στέγεςτο φως, που προπάππο έχει τη φωτιά της Ίδας.Τέτοιους εγώ λαμπαδοφόρων έχω νόμουςνα παίρνη και να δίνη ο ένας με τον άλλοκι ο πρώτος που ήρθε νίκησε και τελευταίος.Αυτά σου λέω τα σύμβολα και τα σημάδιαπου μόχει στείλη ο άντρας μου απ' την Τρωάδα.ΧΟΡΟΣΤις προσευχές μου στους θεούς κατόπι κάνω,βασίλισσα, μα τώρ' αυτά που λες τα λόγιανακούω θάθελα άπαυτα και να θαυμάζω.ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑΔική τους είναι σήμερα, η Τροία των Αχαιών!φαντάζομαι, τι ασύσμιχτη βουή στη πόλη!καθώς σαν χύσης μες σ' ένα πινάκι λάδικαι ξύδι, να ταράζουνται θα ιδής ανάρια,έτσι χώρια των νικητών και νικημένωνξεφωνητά θάχης νακούς ανόμοιας μοίρας.Αυτοί απ' εδώ πεσμένοι επάνω στα κουφάριααντράδων κι αδερφών και των παιδιώ των γέροιγονιοί θενά θρηνούνε των αγαπημένωντη συμφορά, μα μ' όχι πια λεύτερο στόμα.Τους άλλους πάλι νηστικούς από τη μάχηνυχτοπλάνητος κόπος φέρνει στα τραπέζιατης πόλεως και τους στρώνει δίχως καμμιά τάξημα μ' όποιον ο καθένας τους λαχνό τραβήξη.Τώρα τα σκλαβωμένα σπίτια τους στεγάζουντων Τρώων και γλυτωμένοι απ' τανοιχτού του κάμπουτις παγωνιές και τις δροσιές, όλη τη νύχτα,πόσο ευτυχείς! αφύλαχτοι θα κοιμηθούνε.Κι αν σεβαστούνε τους θεούς τους πολιούχουςτης νικημένης χώρας και τα ιδρύματά των,μια που νικήσαν δεν θα νικηθούνε πάλι·φτάνει μην πιάση πριν το στρατό κακός πόθοςναρπάζη όσα δεν πρέπει, απ' αγάπη κέρδους·γιατί για τον καλό στα σπίτια γυρισμό τουέχει και τάλλο χέρι του σταδίου να στρίψη·κι αν δίχως κρίμα στους θεούς γυρίσουν πίσω,μα πάλι ακοίμητο μπορεί των σκοτωμένωντο αίμα να μένη, κι άλλη συμφορά αν δεν λάχη.Άκου λοιπόν αυτά από μένα, τη γυναίκα·και το καλό ας αξιωθώ να δω όπως θέλω,γιατί απ' όλα ταγαθά αυτό θα ευχόμουν!ΧΟΡΟΣΜε γνώση αντρός, βασίλισσα, μιλείς φρονίμου,κι αφού σημάδια αλάθευτα σου έχω ακούσητώρα τους θεούς θα ετοιμαστώ να ευχαριστήσω,γιατί άξιος δόθηκε ο μιστός για τόσους κόπους.ΠΡΩΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟΩ Δία παντοδύναμε και νύχτα αγαπητή,οπόχεις ταναρίθμητα στολίδια,πυκνά πλεμμάτια έρριξες στη γη την Τρωικήμε σιδερένια δαχτυλίδια.Μήτε μεγάλοι να μπορούν μήτ' άγουρα παιδιά. – κι ανώφελα κανείς ας μη γυρεύη —το δίχτυ να πηδήσουνε που ξάπλωσε η σκλαβιάκι όλους τριγύρω μέσα του μαζεύει.Σε τρέμω, ω Δία ξένιε, και τα έργα σου τιμώ,που από καιρό τεντώνεις το δοξάριγια να μη ρίξης άνεργο το δίκιο σου θυμόεπάνω στον αδικητή τον Πάρη!Έχεις να πης κ' έχεις να κρίνηςτο χέρι της Δικαιοσύνης·τον βρήκε το άδικο στο δρόμο,κι ας λέη κάποιος πως θ' αφήσηαπλέρωτον όποιος τολμήσητο θείο της να πατήση νόμο.Αργά ή νωρίς θαρθή μια μέρανα πάθη ο γυιός για τον πατέρα,που άδικο πόλεμο σηκώνει,και που μ' ασήμι σκορπισμένοκαι με χρυσάφι μαζεμένοτα σπίτια του παραφορτώνει.Ο φρόνιμος μονάχα αρκιέται

Конец ознакомительного фрагмента.

Текст предоставлен ООО «Литрес».

Прочитайте эту книгу целиком, купив полную легальную версию на Литрес.

Безопасно оплатить книгу можно банковской картой Visa, MasterCard, Maestro, со счета мобильного телефона, с платежного терминала, в салоне МТС или Связной, через PayPal, WebMoney, Яндекс.Деньги, QIWI Кошелек, бонусными картами или другим удобным Вам способом.

Конец ознакомительного фрагмента
Купить и скачать всю книгу
На страницу:
1 из 1